Πρώτο Μέρος



Η εκδίκηση έχει χρώμα. Τις περισσότερες φορές περιορίζεται στις πιο σκούρες, μουντές, βαθυσκότεινες αποχρώσεις. Άλλες πάλι, είναι πιο φωτεινές· πιο προσιτές και ρόδινες από τις απειλητικές προηγούμενες.

Υπάρχουν κι αυτές· αν και πολύ σπάνιες, σχεδόν «δυσεύρετες».

Η εκδίκηση έχει γεύση. Τις πιο πολλές φορές είναι πικρή, χωρίς περιθώρια «βελτίωσης». Ακόμη κι εδώ, όμως, υπάρχει και η άλλη της «μορφή»: η πιο γλυκιά, από ζάχαρη πλασμένη εκδίκηση. Αυτή, που θα μπορούσε να "ιδρύσει" την πιο «γλυκιά συμμαχία».

Την συμμαχία του Ίαν και της Εύας.

***

Η Εύα έβγαλε από το φούρνο το φρεσκοψημενο γλυκό της και μύρισε το υπέροχο άρωμά του. Το κοίταξε περήφανη και θαύμασε την προσεγμένη του εμφάνιση. Η πάστα φλώρα της έδειχνε θαυμάσια. Ευχαριστημένη για το δημιούργημά της, έκλεισε το φούρνο, έβγαλε το γλυκό από το κυκλικό ταψάκι και το τοποθέτησε σε ένα πιάτο. Σκεπάζοντας το πιάτο με ένα διάφανο κάλυμμα το άφησε έξω, στο μαρμάρινο περβάζι του παραθύρου της κουζίνας για να κρυώσει.

Έπειτα, η Εύα, συνέχισε τις δουλειές της. Έπλυνε τα τέσσερα πιάτα που περίμεναν στον πάγκο της, σκούπισε, σφουγγάρισε, και μόνο όταν τελείωσε αποφάσισε να καθίσει σε μια καρέκλα για να ξεκουραστεί. Ήταν Σάββατο, πρώτη μέρα του ανοιξιάτικου Μάη, αλλά για εκείνη δεν έπαυε να είναι άλλη μία συνηθισμένη μέρα στη ρουτίνα της ζωής της.

Αυτή ήταν η πραγματικότητα της Εύας: να ξυπνά κάθε πρωί στις 5, να ετοιμάζει πρωινό για εκείνη και τον πατέρα της (που τις περισσότερες φορές απλά τσιμπολογούσε), να πλένει, να καθαρίζει και να φροντίζει τα ζώα της φάρμας τους. Να κάνει μικρά έως μηδαμινά διαλείμματα στην πολύωρη κούρασή της. Να έχει ως μοναδική «ανάσα» ψυχαγωγίας της ένα κρυμμένο βιβλίο, δανεισμένο από τη βιβλιοθήκη της πόλης (καλά φυλαγμένο κάτω από το στρώμα του κρεβατιού της ώστε να μην το βρει ποτέ ο πατέρας της)· τις περισσότερες φορές δεν κατάφερνε να φτάσει μέχρι τις τελευταίες του σελίδες, αφού τα κουρασμένα της μάτια ζητούσαν απεγνωσμένα τη γλυκιά συντροφιά του ύπνου – διαβάζοντας μόνο τις νυχτερινές.

Δεν υπήρχαν έξοδοι.

Δεν υπήρχαν φίλοι.

Δεν υπήρχε αυτός· που θα μπορούσε να μπορούσε να μοιραστεί μαζί του τα μυστικά της καρδιάς της.

Υπήρχε μόνο ένα μικρό αγρόκτημα, λίγο πιο έξω από το Τέξας· το μοναδικό σπίτι που γνώρισε. Ένας υπερπροστατευτικός πατέρας που κατάφερνε πάντα να "καθιερώνει" τις απαγορεύσεις του – με τόνο ήπιο και μαλακό αλλά με φανερή επιβολή.

Αυτή ήταν η ζωή της εικοσάχρονης Εύας. Κι έμοιαζε στ' αλήθεια, να την έχει συνηθίσει. Μέχρι εκείνο το ασυνήθιστο πρωινό.

***

Η Εύα έδεσε καλύτερα την κόκκινη κορδέλα που κρατούσε τα μαλλιά της ψηλά και άνοιξε την κοντή δαντελένια κουρτίνα του παραθύρου της κουζίνας. Το γλυκό της θα είχε κρυώσει πια, και ο πατέρας της, που αναμενόταν να φτάσει εκεί το μεσημέρι θα έμενε ευχαριστημένος γι' ακόμη μια φορά από τις ζαχαροπλαστικές ικανότητες της κόρης του. Ήταν άλλωστε «κοινό» μυστικό ότι ήταν εξαιρετική μαγείρισσα και «καλλιτέχνης» στη δημιουργία γλυκισμάτων κάθε τύπου. Έτρεφε μια ιδιαίτερη αδυναμία προς το συγκεκριμένο γλυκό, μιας και ήταν συνταγή της αγαπημένης ελληνίδας γιαγιάς της. Της μοναδικής μητέρας που γνώρισε και που, αναγκάστηκε να αποχωριστεί, πριν από τρία χρόνια μετά από τον ξαφνικό θάνατό της.

Ανοίγοντας την κουρτίνα, όμως, διαπίστωσε ότι το γλυκό της δεν βρισκόταν εκεί όπου το είχε αφήσει πρωτύτερα.

«Αυτό δεν είναι λογικό». Έβγαλε το κεφάλι της έξω από το παράθυρο και έριξε μερικές ματιές σε διάφορες κατευθύνσεις, μήπως και βρει μια «ένδειξη» ή κάποιον ύποπτο που θα μπορούσε να της κλέψει την δικαιωματικά δική της «δόξα». «Δεν πιστεύω να...» Έμεινε σκεφτική για λίγο.

Βγαίνοντας, είδε τον Ρολφ, τον μεγαλόσωμο άσπρο σκύλο της να λιάζεται στο καταπράσινο γρασίδι του κήπου, απέναντί της. Ο Ρολφ μόλις την είδε άφησε για λίγο την ξεγνοιασιά του και έτρεξε κοντά της, κουνώντας χαρούμενα τη φουντωτή ουρά του.

«Ρολφ, πες μου ότι δεν το 'κανες εσύ», τον ρώτησε η Εύα αλλά εκείνος συνέχισε τον παλλόμενο ρυθμό της ουράς του, φέρνοντας ένα από τα πλαστικά του σκυλοπαιχνίδια με τα δόντια. «Όχι, σίγουρα δεν ήσουν εσύ. Λυπάμαι, Ρολφ, αλλά δεν έχω χρόνο για παιχνίδια. Πρέπει να δω τι συμβαίνει».

Η Εύα ξόδεψε αρκετά λεπτά, ψάχνοντας στο σπίτι, την αυλή, τον χώρο όπου βρίσκονταν τα ζώα και τέλος, στάθηκε έξω από τη μεγάλη ξύλινη πόρτα του στάβλου. Έβαλε τα χέρια της στα γόνατά της και ξανασκέφτηκε όλα τα πιθανά μέρη.

«Αποκλείεται να είναι εκεί. Έψαξα πολύ καλά», απέκλεισε άλλη μια πιθανότητα. «Εκτός κι αν...» σταμάτησε σαν άκουσε κάποιους ήχους που έρχονταν μέσα από τον στάβλο.

Γύρισε και κοίταξε από τη μισάνοιχτη πόρτα, γεμάτη περιέργεια. Είναι αδύνατον να βρίσκεται κάποιος εκεί, διέψευδε τα ίδια της τα αυτιά. Εκτός κι αν είναι... κλέφτης! Και, πράγματι, έναν τέτοιο αντίκριζε τώρα με τα μάτια της: έναν νεαρό άνδρα, που έτρωγε με λαιμαργία το γλυκό της! Ήταν καθισμένος σε ένα αχυρένιο δεμάτι, εκθειάζοντας μετά από κάθε μπουκιά τη γλυκιά νοστιμιά, που άφηνε ευχαριστημένο τον ουρανίσκο του. Μερικά, όπως:

«Είναι πολύ καλύτερο απ' ό,τι περίμενα. Θα έτρωγα σίγουρα ένα ακόμη. Το καλύτερο γλυκό που έχω φάει στη ζωή μου».

«Θα μου το πληρώσεις αυτό, κλέφτη της δεκάρας. Θα μετανιώσεις που τόλμησες να κλέψεις κάτι από μένα», είπε πιο χαμηλόφωνα η Εύα, από την «κρυψώνα» της.

Η Εύα έτρεξε στο δωμάτιό της, κι έβγαλε από το συρτάρι του κομοδίνου της ένα όπλο. Το πήρε και επέστρεψε πίσω· όταν ο άγνωστος έτρωγε πια το τελευταίο κομμάτι. Περπάτησε προς το μέρος του και έστρεψε το πιστόλι εναντίον του.



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top