Δεύτερο Μέρος
«Χόρτασες, παλιοκλέφτη;» είπε κρατώντας σταθερά το πιστόλι. «Είσαι έτοιμος να λογοδοτήσεις;»
Ο άνδρας αν και αιφνιδιασμένος από την ξαφνική είσοδο της γυναίκας, άφησε δίπλα του το πιάτο που κρατούσε και σηκώθηκε από το δεμάτι. Μόνο τότε μπόρεσε να τον παρατηρήσει καλύτερα η Εύα. Το γεγονός ότι καθόταν σκυμμένος, τρώγοντας "βίαια" το άτυχο γλυκό, σε συνδυασμό με το ελάχιστο φως που έπεφτε στο χώρο, δεν της είχε δώσει τη δυνατότητα να τον παρατηρήσει προσεκτικά· ύστερα από την «ανακάλυψή» του.
Ήταν χωρίς αμφιβολία, ένας άνθρωπος ταλαιπωρημένος, όπως το μαρτυρούσαν και τα μισοσκισμένα του ρούχα. Το βρόμικο πουκάμισό του και το επίσης τσαλακωμένο παντελόνι του. Παρόλ' αυτά, παρέμενε πολύ όμορφος και απαράμιλλα γοητευτικός - ακόμη και με αυτήν την εμφάνιση. Παρά τα αξύριστα μάγουλά του, και τα ατημέλητα μαλλιά που "κύκλωναν" άτακτα το πρόσωπό του. Όσο για το σώμα του... διαφαίνονταν κάτι παραπάνω από γυμνασμένο, από τον τρόπο που κολλούσε πάνω του, το βρεγμένο του πουκάμισο.
Ο κλέφτης την προσπέρασε και προχώρησε προς την έξοδο, δίχως να δείξει τον παραμικρό φόβο για την απειλή της. Ξεφεύγοντας για λίγο από τις παρορμητικές της σκέψεις, η Εύα, τον προειδοποίησε και πάλι:
«Μείνε εκεί που είσαι, παλιοκλέφτη! Μην κάνεις ούτε βήμα, αλλιώς χάθηκες». Ξαναγύρισε το πιστόλι της, σε εκείνον.
Με το άκουσμα της φωνής της, ο ξένος, γύρισε σ' αυτήν και στάθηκε στο σημείο όπου βρισκόταν. Η Εύα τον πλησίασε περισσότερο, έτσι ώστε να βρεθεί "αντιμέτωπη" με το γαλανό του βλέμμα. Τώρα μπορούσε να την "επιθεωρήσει" κι εκείνος.
Είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα νεαρή, "αξιολόγησε" ο πάντα απαιτητικός εαυτός του. Ή πολύ καλύτερα ο παλιός εαυτός του. Ψηλή, σχεδόν λεπτεπίλεπτη, με λαμπερά ξανθά μαλλιά και φωτεινά μάτια. Φορούσε ένα λευκό φουστάνι με σκουροκόκκινα ζωηρά λουλούδια και έμοιαζε τόσο αθώα. Αυτή η χαριτωμένη και αγνή της εμφάνιση, όμως, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το όπλο που κρατούσε στα χέρια της. Κάτι δεν ταίριαζε, σκεφτόταν.
«Τι άλλο έκλεψες; Νόμιζες πως θα μπορούσες να με κοροϊδέψεις;»
«Δεν έχω κλέψει τίποτα άλλο». Ξέφυγε λίγο από τη θέα της.
«Δεν πιστεύω λέξη. Θα ψάξω. Είμαι σίγουρη ότι θα βρω πολλά. Και μην διανοηθείς να κάνεις καμιά ανοησία γιατί το όπλο "τρέμει" στα χέρια μου».
Ο άνδρας εμφάνισε για πρώτη φορά ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη του. «Αφού το θες τόσο, ψάξε με». Σήκωσε τα χέρια του και τα έβαλε πίσω από το κεφάλι του. «Αν βρεις κάτι, ειδοποίησέ με».
«Θα το έκανα και χωρίς την άδειά σου», λέει η Εύα και αρχίζει το ψάξιμο. Από τα χέρια μέχρι τα πόδια. Με κινήσεις αργές· πολλές φορές τρεμάμενες.
***
Η Εύα δεν κατάφερε να βρει τις αποδείξεις που γύρευε· όσο κι αν έψαξε μέσα στο σπίτι. Δεν έλειπε ούτε ένα αντικείμενο, ούτε υπήρχε κάποιο στοιχείο που τον καθιστούσε κλέφτη κατ' επάγγελμα. Παρόλ' αυτά, ο νους της συνέχιζε να τον κατηγορεί, σαν να ήταν ο πιο μεγάλος εγκληματίας. Φαίνεται από το πρόσωπό του, τι άνθρωπος είναι, έλεγε μέσα της. Δαίμονας με αγγελική μορφή. Ούτε πάνω του, όμως, δεν είχε βρει τίποτα. Ήταν αποδεδειγμένα καθαρός με μοναδική του αμαρτία το γλυκό που τόλμησε να αρπάξει.
Για να μπορέσει να κάνει ανενόχλητη και ήρεμη τη δουλειά της, η Εύα, τον έδεσε στο στάβλο, κι αυτός προς έκπληξή της, συνεχίζοντας την παθητική του στάση δέχτηκε, χωρίς να πει λέξη. Σχεδόν. Τα μοναδικά που ξεστόμισε λίγο πριν εκείνη φύγει ήταν: «Μην αργήσεις. Νιώθω λίγο άβολα έτσι δεμένος».
Μετά την «αποτυχία» της να τον ενοχοποιήσει, γύρισε πίσω στο στάβλο ηττημένη. Ο ένοχος βρισκόταν εκεί, όπου τον είχε δει να τρώει πρωτύτερα.
«Επιτέλους, γύρισες. Τελείωσε η «αναζήτηση»; Οφείλω να ομολογήσω ότι ξέρεις να δένεις έναν άνδρα». Σήκωσε το βλέμμα του, χωρίς να χαμογελάσει.
«Ο πατέρας μου είναι πρώην αστυνομικός. Μου έχει δείξει πώς να δένω επικίνδυνους ανθρώπους».
«Σαν εμένα, σωστά;»
«Δεν μου αρέσει αυτό που θα πω αλλά... είσαι αθώος. Πράγματι, δεν λείπει τίποτα». Τον πλησίασε και, βγάζοντας ένα κοντό λεπιδωτό μαχαίρι από την τσέπη της, του έκοψε τα δεσμά, πρώτα από τα χέρια και ύστερα από τα πόδια.
«Δηλαδή είμαι ελεύθερος», είπε αυτός αδιάφορα. «Δεν φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι». Ετοιμάστηκε να φύγει.
«Μόνο ένα γλυκό; Γιατί να μπεις στον κόπο να κλέψεις ένα γλυκό; Αν κρίνω από το παρουσιαστικό σου -όσο ατημέλητο κι αν μοιάζει- δεν φέρνεις σε κακοποιό. Πρέπει να υπάρχει μια εξήγηση. Πάντα υπάρχει», ενδιαφέρθηκε να μάθει η Εύα.
«Έχεις περίεργη αντίληψη για τους κακοποιούς. Αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Δεν νομίζω ότι έχεις το κουράγιο να την ακούσεις», της είπε βλέποντας την αγγελική της όψη.
«Θα ήθελα να την ακούσω». Κάθισε στο ίδιο δεμάτι και τον προσκάλεσε να ξανακαθίσει δίπλα της. «Μου το οφείλεις, δεν νομίζεις;»
«Αν και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για μένα, θα σ' την πω. Ίσως είναι μια ευκαιρία να ηρεμήσει λίγο η ψυχή μου, αν τα πω σε κάποιον. Είναι βάσανο να κρατάς μέσα σου, όσα σε βαραίνουν. Χωρίς να λες κουβέντα σε κανέναν». Έπαψε για μια στιγμή. «Ονομάζομαι Ίαν. Ίαν Ρίντλερ». Ήρθε και κάθισε κοντά της. «Και πριν από τρεις μέρες, ήμουν ένας άλλος άνθρωπος· με μια καλή δουλειά, ένα σπίτι και μια σύζυγο».
«Ώστε... είσαι παντρεμένος», είπε η Εύα με ένα τόνο απογοήτευσης. «Δεν φορούσες βέρα και πίστευα...»
«Την πέταξα. Δεν μου χρειάζεται πια. Στην πραγματικότητα δεν τη χρειάστηκα ποτέ. Ήμουν εργασιομανής, το παραδέχομαι. Ένας δικηγόρος με αμέτρητες επιτυχίες στην καριέρα μου. Αξιοζήλευτες. Παντρεύτηκα πριν από τέσσερα χρόνια μια όμορφη γυναίκα. Από έρωτα, ή τουλάχιστον, έτσι πίστευα. Τον τελευταίο καιρό ένιωθα τύψεις ότι την έχω παραμελήσει, κι έτσι πήρα μια όμορφη ανθοδέσμη και πήγα πιο νωρίς στο σπίτι· με σκοπό να επανορθώσω για τη φθαρμένη μας σχέση». Ο Ίαν συνέχισε την προσωπική εξιστόρηση της ζωής του και η Εύα, ως καλή ακροάτρια τον άκουγε με αφοσίωση. Της είπε για την προδοσία της γυναίκας του με τον καλύτερό του φίλο -με τον οποίο γνωρίζονταν από παιδιά-, για τον πληρωμένο δολοφόνο που προσέλαβε η Μέλανι, η άπιστη σύζυγός του και τη μάχη να κρατηθεί ζωντανός, μετά τον τραυματισμό του από τον μαυροντυμένο κουκουλοφόρο. Το εγκαταλελειμμένο σπίτι που βρήκε κοντά στο δάσος και λιποθύμησε από τις κακουχίες, τη διάσειση και την πείνα. Μέχρι να ξυπνήσει την τρίτη μέρα και να βρει στο δρόμο του το κτήμα της. Συγκινημένη από την περιπέτειά του προσφέρθηκε όχι μόνο να φροντίσει τα τραύματά του και να τον φιλοξενήσει -πάντα κρυφά από τον πατέρα της, τον Όσκαρ-, αλλά, του μίλησε μέχρι και για την περίφημη «συνταγή της εκδίκησης»· η οποία "αποτελούνταν" από έναν καλό «σκοπευτή» κι ένα πιστόλι με δυο σφαίρες (που φυσικά διαθέτει σιγαστήρα).
«Βρίσκω πολύ παράξενο να γνωρίζεις τόσα για ένα τέτοιο θέμα. Δεν μπορώ να πληρώσω κανέναν επαγγελματία να κάνει αυτή τη δουλειά, όσο κι αν επιζητώ την εκδίκηση», της είπε ο Ίαν.
Όμως και γι' αυτό, φαίνεται ότι είχε ήδη -έτοιμη- την απάντηση η "τετραπέρατη" αθώα κοπέλα:
«Δεν χρειάζονται λεφτά, Ίαν». Έπιασε το χέρι του, η Εύα. «Αυτό μπορεί να κανονιστεί. Είναι ένα πολύ δικό μου άτομο, που θα το κάνει χωρίς το παραμικρό κόστος. Χρειάζομαι μόνο ένα αντάλλαγμα».
«Και ποιο άτομο είναι αυτό που θα σκοτώσει χωρίς να πληρωθεί; Αν εννοείς ότι θα τον πληρώσεις εσύ, αυτό ξέχασέ το. Συνηθίζω να πληρώνω μόνος, τα χρέη που οφείλω», της είπε ο Ίαν. «Μπορώ να μάθω για το αντάλλαγμα;»
«Σου είπα πως δεν υπάρχει πρόβλημα σ' αυτό· δεν χρειάζεται ν' ανησυχείς. Όσο για το αντάλλαγμα... είναι το πιο δελεαστικό: ένα φιλί». Τον κοίταξε η Εύα με μια πονηρή ματιά. «Ίσως, και κάτι παραπάνω». Του χαμογέλασε με νόημα.
***
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top