"Η Σμαραγδένια"


Σκοτάδι και σιωπή πλημμύριζαν τον χώρο. Ένας λυγμός έσπασε εκείνη την νεκρική σιωπή. «Σιωπή!»

«Μα...»

«Μου ανήκεις».

Το νεαρό κορίτσι πετάχτηκε από το κρεβάτι. Από τα μάτια της μπορούσε να δει κανείς τον φόβο που ανάβλυζε σαν λάβα από ηφαίστειο που ξεσπά στην μέση της νύχτας. «Μου ανήκεις!», άκουσε ξανά εκείνη την φωνή. Δεν ήξερε από που ερχόταν, δεν ήξερε γιατί ερχόταν... Κοίταξε το ρολόι. Ήταν μία μετά τα μεσάνυχτα. Σηκώθηκε και έτρεξε προς το παράθυρο. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, στα μάτια της σχηματίστηκε μια έκφραση απογοήτευσης... ο Σμαραγδένιος, το αστέρι της, δεν φαινόταν. Τον έβλεπε από μικρή κάθε βράδυ και του έκανε μια ευχή: να πάει μια μέρα στα άστρα, στους ουρανούς, μακριά από αυτόν τον ψυχρό κόσμο και εκείνη την άδεια μελαγχολική ζωή που την περιέβαλε σαν ομίχλη στα δεκατέσσερα χρόνια της...

Τον είχε ονομάσει έτσι λόγω της πρασινωπής λάμψης του. Ήταν ένα αστέρι ξεχωριστό. Παρόλο που τα άλλα άστρα μετακινούνταν με το πέρασμα των εποχών, ο Σμαραγδένιος ήταν όλο τον χρόνο εκεί να την προστατεύει, ο φύλακας της καρδιάς και της ελπίδας της.

Πήγε στο κρεβάτι και ξάπλωσε. Δεν την έπαιρνε ο ύπνος. Εκείνη η φωνή δεν μπορούσε να σταματήσει να ηχεί μέσα στο κεφάλι της.

«Μου ανήκεις!» Στριφογύριζε, έτρεχε, ήθελε να ξεφύγει... από τι; Τότε μια ασημένια λάμψη φάνηκε στο μάγουλό της, ήταν ένα δάκρυ.

«Μην κλαις! Δεν σου επιτρέπω!»

«Ποια είσαι;», ρώτησε το κορίτσι που μετά βίας συγκρατούσε τα δάκρυα.

«Μου ανήκεις!»

«Ποια είσαι;!», ρώτησε με αγανάκτηση.

«Πώς τολμάς;»

Τότε αιφνιδίως βρέθηκαν κάγκελα και κάλυψαν εκείνη και το κρεβάτι. «Άφησέ με!» Όλα ξαφνικά σκοτείνιασαν και μια φλόγα εμφανίστηκε μπροστά της. Η φλόγα όλο και μεγάλωνε. Άρχισε να βλέπει σκιές. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν ανθρώπινες. Άρχισε να ακούει φωνές που σύντομα μετατράπηκαν σε ουρλιαχτά πόνου, τα οποία γέμισαν την ψυχή της αγωνία. Αλυσίδες φύτρωναν από παντού και μαστίγωναν τις σκιές οι οποίες άρχισαν να παίρνουν σάρκα και οστά. Ήταν οντότητες που δεν έμοιαζαν απόλυτα με ανθρώπους. Τα ακρωτηριασμένα χέρια τους αιμορραγούσαν, μάτια έπεφταν, στόματα άνοιγαν από τα μέτωπά τους και έτρωγαν την ίδια τους την σάρκα. Νύχια αναπτύσσονταν και έγδερναν το δέρμα, γλώσσες μεγάλωναν και έπνιγαν τους λαιμούς, τα κόκαλα γίνονταν σουβλερά και έσκιζαν τους μύες αφήνοντας ακάλυπτους τους πνεύμονες και την καρδιά, η οποία σταδιακά αφυδατωνόταν. Χέρια φύτρωναν και γρατζούναγαν το ελάχιστο δέρμα που είχε απομείνει. Τα μάτια τους φύτρωναν σε οποιοδήποτε σημείο του γυμνού τους σώματος. Οι ήχοι της φρίκης δυνάμωναν.

«Ήρθε και η δική σου σειρά!»

Ξάφνου αναδύθηκε μέσα από τις φλόγες ένας μαύρος θρόνος. Πάνω του καθόταν μια ηλικιωμένη κυρία με μαύρα ρούχα, στέμμα από αγκάθια και κόκκινα μάτια. Τα χέρια της ήταν γεμάτα ουλές και ρυτίδες. Το δέρμα της είχε μια νεκρική ωχρότητα. Σαν πτώμα σε αποσύνθεση. Στα κόκκινα μάτια της σχηματιζόταν μια έκφραση μίσους, ανεπάρκειας και δίψας. Δίψας να υποτάξει, δίψας να κυριέψει, δίψας να βασανίσει.

«Μου ανήκεις, η ψυχή σου μου ανήκει!»

Το κορίτσι δεν πίστευε σε αυτό που ζούσε. Δεν μπορούσε να πιστέψει στην φρίκη που έδινε μπροστά της αδιάφορα μια παράσταση, ένα κονσέρτο βασανιστηρίων.

Τότε το κρεβάτι από κάτω της χάθηκε και άρχισε να πέφτει. Χέρια παραμορφωμένα από ανίατες ασθένειες του μέλλοντος εμφανίστηκαν και την άρπαξαν! Από κάτω τους βρίσκονταν εκατομμύρια άρρωστοι άνθρωποι, γεμάτοι εξογκώματα σε όλο τους το σώμα, ακρωτηριασμένοι ή με περιττά ανθρώπινα μέλη. Ωρύονταν από τον αφόρητο πόνο, το κορίτσι έκλεινε τα μάτια του όσο πιο σφικτά γινόταν, ήθελε να εξαφανίσει την φρίκη από γύρω της! Να ξυπνήσει!

«Είναι ανώφελο! Είσαι καταδικασμένη να χαθείς στο κενό! Η ψυχή σου θα χαθεί εδώ μέσα!». Δεν άντεχε να την ακούει. Τα βλέμματα όλων των κολασμένων θυμάτων του σαδισμού εκείνης της απόκοσμης αρχόντισσας ήταν στραμμένα πάνω της, την κοιτούσαν επίμονα, λες και ικέτευαν για έλεος! Ούρλιαζαν συνθέτοντας μια μελωδία που προκαλούσε το συναίσθημα του απόλυτου φόβου, της απειλής.

«Αφήστε με να πεθάνω!», κραύγασε κλαίγοντας το κορίτσι.

«Έχεις το θράσος να διατάζεις;».      

Τα νύχια στα χέρια που την κρατούσαν ξαφνικά μεγάλωσαν και άρχισαν να σκίζουν το λευκό της δέρμα. Τα μάτια της είχαν γίνει κόκκινα από το κλάμα. Οι κολασμένοι ξαφνικά άρχισαν να λιώνουν, οι σάρκες τους γίνονταν ένα και τα εσωτερικά τους όργανα χορεύοντας σχημάτισαν ένα τεράστιο πλοκάμι, έτοιμο να την τυλίξει.

«Κλάψε τώρα αν θες, δικαιούσαι να ξοδέψεις όπως επιθυμείς τα τελευταία σου δευτερόλεπτα!», είπε ειρωνικά.

Δεν είχε πλέον το κουράγιο ούτε να ουρλιάξει. «Σταμάτα... σταμάτα... σταμάτα...», επαναλάμβανε μέσα από τα δάκρυά της.

Ξαφνικά μια πράσινη λάμψη ξεπήδησε σαν πυροτέχνημα και πλημμύρισε όλο το χώρο. Τα οστά χάθηκαν, ο θρόνος έγινε σκόνη και η αρχόντισσα έχασε τον επιβλητικό αέρα που γέμιζε ως τότε το δωμάτιο. Τα χέρια, που μέχρι πριν λίγο είχαν αγκυλωμένο το κορίτσι, είχαν μετατραπεί σε χρυσή κουπαστή.

Τότε η λάμψη χαμήλωσε και φάνηκε μια φιγούρα. Ήταν ένα μικρό αγόρι περίπου δέκα ετών. Φορούσε λευκό κοστούμι, γυαλισμένα πράσινα παπούτσια, τα οποία συνδυάζονταν αρμονικά με ένα μικρό πράσινο παπιγιόν. Το πρόσωπό του ήταν αγγελικό, τα μαλλιά του μαύρα και σγουρά. Τα λαμπερά μάτια του είχαν το χρώμα του σμαραγδιού. Το κορίτσι τον κοιτούσε μαγεμένο.

«Ποιος είσαι;! Εξαφανίσου από εδώ μυξιάρικο!», φώναξε η αρχόντισσα με τη χροιά της φωνής της να φανερώνει έναν συνδυασμό οργής και περιέργειας.

Το παιδί την αγνόησε και περπατώντας στον αέρα, λες και ανέβαινε αόρατη σκάλα, είπε στο κορίτσι: «Έλα μαζί μου! Μην φοβάσαι! Θα πάμε μια βόλτα!»

«Ποιος είσαι;», ρώτησε γεμάτο λυγμούς το κορίτσι.

«Θα μάθεις, έλα! Πιάσε το χέρι μου! Δεν θέλω να σου κάνω κακό! Θα κάνουμε ένα ταξίδι! Σε μέρη που κανένας δεν έχει δει! Σε μέρη που διαβατήριό σου είναι η φαντασία!»

«Δεν θα πάει πουθενά! Η ψυχή της μου ανήκει!», στρίγκλισε η αρχόντισσα, η οποία απεγνωσμένα προσπαθούσε να ξανακερδίσει το κύρος της.

«Δεν είναι πια φυλακισμένη σου, η ψυχή της απελευθερώθηκε!»

«Θα σε βασανίσω! Ώρα να γευθείς την κόλαση!» Η αρχόντισσα πλησίασε πετώντας το αγόρι, τεντώνοντας το γερασμένο χέρι της. Το αγόρι διατήρησε την ψυχραιμία του και χαμογελώντας έπιασε το χέρι του κοριτσιού. Το κορίτσι φοβόταν, η αρχόντισσα απείχε μόλις μερικά εκατοστά από εκείνην. Τότε το αγόρι χτύπησε τα δάχτυλά του. Το κορίτσι άρχισε να πέφτει, όλα μαύριζαν.

Για το κορίτσι όλα ήταν σκοτεινά και ήσυχα. Τότε άρχισε να ακούγεται μια μουσική. Ήταν ένα απαλό κομμάτι στο πιάνο. Και μια φωνή που τραγούδαγε:

« Σ' αγαπώ, θα 'μαι δω,

Πάντοτε για σένα!

Τη μέρα που σε γνώρισα ένιωθα να πετώ,

Γι' αυτό δεν σε ξεχνώ... »

Ήταν ένα νανούρισμα, το ήξερε πολύ καλά. Της το τραγουδούσε κάθε βράδυ ο Σμαραγδένιος, το αστεράκι της... και εκείνη του απαντούσε:

« Η ευχή,

ειν' αυτή

κάποτε να 'ρθω εκεί!

Στα άστρα εκεί στα μακρινά

Στα χέρια σου τα στοργικά!

Μια τελευταία αγκαλιά... »

Άνοιξε τα μάτια της και αυτό που είδε την εξέπληξε! Άστρα, τόσα πολλά άστρα που σχεδόν εξαφάνιζαν το μαύρο της νύχτας. Πού ακουμπούσε όμως; Σ' ένα κρεβάτι. Ένα χρυσό κρεβάτι με σεντόνια από σύννεφο. Τότε πρόσεξε ότι το κρεβάτι αιωρούνταν στο διάστημα!

«Επιτέλους! Ξύπνησες! Η αλήθεια είναι ότι τον είχες ανάγκη τον ύπνο».

«Πόση ώρα κοιμάμαι;»

«Αυτό δεν έχει καμία σημασία!»

«Πού βρίσκομαι;»

«Σημασία δεν έχει πού βρίσκεσαι, σημασία έχει πού θες να πας».

Κοιτώντας τα αστέρια παρατήρησε πόσα πολλά διαφορετικά χρώματα και μεγέθη είχαν, ποτέ της δεν το είχε ξαναδεί αυτό. Σηκώθηκε από το κρεβάτι.

«Είσαι έτοιμη για την βόλτα;»

«Πού θα πάμε;», ρώτησε.

«Θα δεις, απλά κράτα το χέρι μου γιατί μπορεί να χαθείς!»

«Δεν μπορώ να βγω με τις πιτζάμες!»

«Α, μην ανησυχείς για αυτό!». Το αγόρι χτύπησε τα δάχτυλά του και τότε οι πιτζάμες μετατράπηκαν σε φόρεμα από μια ονειρική λάμψη. Στα πόδια της εμφανίστηκε ένα ζευγάρι όμορφα ασημένια παπούτσια με φτερά.

«Έλα! Δες πως είσαι!», είπε το αγόρι και ξαφνικά δέκα άστρα κατέβηκαν από τον ουρανό χορεύοντας βαλς και σχημάτισαν έναν καθρέπτη. Το κορίτσι δεν μπορούσε να πιστέψει σε αυτό που έβλεπε! Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν εκείνη... Το φόρεμα, μέχρι τα γόνατα, συνδυαζόταν αρμονικά με τα χρυσαφένια μαλλιά της και η γαλάζια λάμψη του ταίριαζε απόλυτα με τα λαμπερά μάτια της. Το πρόσωπό της ήταν σαν ζωγραφιά...σαν πριγκίπισσα βγαλμένη από παραμύθι. Σαν μια νεράιδα του έρωτα.

«Ποια είναι αυτή;», ρώτησε ταραγμένη.

«Εσύ είσαι καλέ! Η αντανάκλασή σου είναι!»

«Μα δεν είμαι τόσο...»

«Όμορφη; Μην λες ανοησίες! Είσαι πολύ όμορφη... αλλά αυτό το είδος της ομορφιάς δεν έχει καμία αξία εδώ που βρισκόμαστε. Η δύναμη που σε οδήγησε εδώ είναι η δύναμη που κρύβεις στην ψυχή σου»

«Πώς μπορείς να το ξέρεις αυτό; Πώς μπορείς να ξέρεις πόση δύναμη κρύβω στην ψυχή μου;»

«Σε γνωρίζω πολύ καλά...». Το κορίτσι τον κοίταξε με απορία, το αγόρι χαμογέλασε.

«Θα θυμηθείς σε λίγο», της απάντησε. «Τώρα κράτα γερά το χέρι μου, φεύγουμε».

Τότε μια χρυσαφένια λάμψη τριγύρισε τα δύο παιδιά και τα ανύψωσε. Το κορίτσι δεν πίστευε σε αυτό που έβλεπε! Τετράκις εκατομμύρια άστρα! Χόρευαν μέσα στο αχανές διάστημα, παντού ηχούσε μια μελωδία που γέμιζε την ψυχή της με γαλήνη αλλά και ενθουσιασμό! Κόκκινα αστέρια σχημάτιζαν μια καρδιά, η οποία ξάφνου φωτίστηκε με μια γαλάζια λάμψη που σιγά σιγά έπαιρνε την μορφή ενός αλόγου με φτερά, ενός Πήγασου. Τότε το αγόρι έκανε νόημα στον Πήγασο να έρθει και εκείνος άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους, αφήνοντας πίσω του ένα ασημογαλάζιο ίχνος αστρόσκονης. Το αγόρι σήκωσε το κορίτσι και το έβαλε πάνω στην σέλα του αλόγου. Αμέσως μετά, μ' ένα γρήγορο άλμα βρέθηκε και εκείνος πάνω στο μεταφορικό τους μέσο για το απέραντο σύμπαν γεμάτο θαύματα, που μόνο εκείνο το κορίτσι θα γευόταν. Καθώς έτρεχε ο Πήγασος τα άστρα σχημάτιζαν ένα μονοπάτι. Ταυτόχρονα κόκκινα και πράσινα άστρα συνεργάζονταν για να συνθέσουν την εικόνα ενός μονοπατιού με τριανταφυλλιές. Ροζ και κίτρινα αστέρια ενώνονταν και σχημάτιζαν πεταλούδες, μέλισσες, κρίνους και καμπανούλες, που με τον απαλό τους ήχο έδιναν μια ονειρική νότα στο τοπίο, το οποίο περιέβαλε μια αργή απαλή μελωδία συνθέτοντας μια ρομαντική ατμόσφαιρα. Το απαλό χτύπημα από τα πέταλα του Πήγασου ακουγόταν σαν μουσικό κουτί.

«Τι όμορφα που είναι εδώ! Ξέρεις... από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ονειρευόμουν να βρεθώ στα αστέρια».

«Το ξέρω».

«Μα πώς;»

«Κάθε βράδυ έκανες μια ευχή».

«Ναι... στον...»

«Σμαραγδένιο... και σε άκουσε».

«Ποιος είσαι;»

«Νομίζω πως γνωρίζεις την απάντηση».

«Εσύ είσαι...»

Το αγόρι την κοίταξε με τα λαμπερά του σμαραγδένια μάτια, στα χείλη του σχηματίστηκε ένα νοσταλγικό χαμόγελο.

«Όλα εκείνα τα βράδια σε άκουγα, ποτέ δεν σε άφησα, ήμουν πάντα εκεί. Τα άλλα άστρα με κορόιδευαν επειδή δεν πήγαινα να ταξιδέψω μαζί τους και έμενα όλο το χρόνο, όλες τις εποχές δίπλα στο παράθυρό σου... και σου τραγουδούσα...»

«Σε άκουγα! Και εγώ σου τραγουδούσα!»

«Όσο μεγάλη και να ήταν η απόσταση μεταξύ μας, το τραγούδι σου έφτανε μέχρι την καρδιά μου».

«Και σου έκανα μια ευχή...»

«Κοίταξε γύρω σου».

«Είναι όλα όσα έχω ονειρευτεί! Πραγματικά είσαι ένα μαγικό αστέρι!»

«Δεν ήμουν πάντα έτσι... τα αστέρια δεν έχουν καρδιά, γεννιούνται απλά για να λάμψουν και να σβήσουν. Για να αποκτήσει καρδιά ένα αστέρι πρέπει να γίνει η ελπίδα ενός παιδιού, να γίνει το αστέρι των ευχών του. Κανονικά έπρεπε να είχα σβήσει εδώ και πολλά χρόνια, ήμουν έτοιμος να σβήσω μέχρι που γεννήθηκες, ήμουν εκεί -πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι- από την πρώτη φορά που μου ευχήθηκες και απέκτησα καρδιά, η καρδιά μου γέμισε συναισθήματα. Ξέρεις, δεν είναι μόνο τα παιδιά που κάνουν ευχές... η δική μου ευχή ήταν μια μέρα να σε γνωρίσω».

«Και η δική μου να έρθω μαζί σου...», είπε συγκινημένο το κορίτσι, το οποίο άρχισε να δακρύζει.

«Σου εκπλήρωσα την ευχή. Ήρθες και είδες τον κόσμο των άστρων. Τώρα επιτέλους θα σβήσω και εγώ...»

«Τι;! Όχι! Σε παρακαλώ Σμαραγδένιε! Μείνε μαζί μου! Μην με αφήνεις μόνη μου!»

Το πρόσωπο του αγοριού σοβάρεψε. «Δυστυχώς πρέπει, ο χρόνος μου τελειώνει και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να το αλλάξω...», είπε σιγανά.

«Ναι, αλλά εσύ δεν είσαι σαν τα άλλα αστέρια! Έχεις καρδιά... έχεις ψυχή... Οι ψυχές δεν μπορούν να σβήσουν ποτέ!» Τον αγκάλιασε με όλη της τη δύναμη.

«Θέλω...να είμαι μαζί σου!», του είπε.

«Έχεις μια ζωή στη Γη»

«Αυτή η ζωή είναι ένα μαρτύριο. Είμαι μόνη μου, μοναδική μου συντροφιά ήσουν εσύ...»

«Ξέρεις ποια ήταν εκείνη η κυρία;»

«Όχι, αλλά μου φαινόταν γνωστή».

«Ήταν η φυλακή της ψυχής σου. Εγώ εκπλήρωσα τον σκοπό της ύπαρξής μου, σε ελευθέρωσα και σε έφερα στον κόσμο των άστρων. Όταν ένα αστέρι πραγματοποιήσει την ευχή του παιδιού που προστατεύει, σβήνει...»

«Όχι! Μη! Σε παρακαλώ... τι θα κάνω...»

«Μην κλαις! Πρέπει να είσαι χαρούμενη, απέκτησες μαγικές εμπειρίες που κανένας ζωντανός δεν έχει τολμήσει ούτε να φανταστεί!»

«Μην φύγεις! Ο τι και να συμβεί η ψυχή μου θα μείνει πάντα εδώ! Μαζί σου!»

«Μα αυτό σημαίνει ότι εσύ θα...»

«Δεν με ενδιαφέρει. Αυτός ο κόσμος είναι φρικτός, πεθαίνει, αργά ή γρήγορα θα χαθεί».

«Μα η ζωή σου;»

«Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν ανήκω εκεί. Η θέση μου είναι εδώ, μαζί σου!»

Το αγόρι την αντίκρισε κλαίγοντας, την έσφιξε όσο πιο πολύ γινόταν στην αγκαλιά του. Τότε το κορίτσι πρόσεξε ότι τα χέρια του έσβηναν σιγά σιγά.

«Μην σβήσεις!», ψέλλισε.

«Αυτός είναι ο κύκλος ζωής ενός άστρου. Ήδη έζησα παραπάνω χάρη σε σένα, απέκτησα καρδιά χάρη σε σένα και μέσα από τα βάθη της καρδιάς που εσύ μου έδωσες, σε ευχαριστώ. Ήσουν και πάντοτε θα είσαι ο λόγος της ύπαρξής μου.». Το μάτι του αγοριού έπεσε πάνω στα χέρια της, συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι άρχισαν να σβήνουν.

«Τα χέρια σου! Τι σου συμβαίνει;»

«Πήρα την απόφασή μου, θα έρθω μαζί σου!»

«Μα... εγώ... εγώ θα σβήσω».

«Και εγώ θα έρθω μαζί σου! Εσύ δεν με εγκατέλειψες ποτέ! Ήσουν πάντα εκεί!»

Τα δύο παιδιά άρχισαν σιγά σιγά να σβήνουν.

«Να πούμε το νανούρισμα! Να τελειώσουμε μαζί!», είπε εκείνη... και ο Σμαραγδένιος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

« Σ' αγαπώ, θα 'μαι δω,
Πάντοτε για σένα!

Τη μέρα που σε γνώρισα ένιωθα να πετώ,
Γι' αυτό δεν σε ξεχνώ...

Η ευχή,
ειν' αυτή
κάποτε να 'ρθω εκεί!

Στα άστρα εκεί στα μακρινά
Στα χέρια σου τα στοργικά!

Μια τελευταία αγκαλιά...

Και λίγο πριν φύγω θέλω να σε ξαναδώ
Τα μάτια σου τα λαμπερά!

Τα χείλη σου τα μαγικά!

Μια τελευταία φορά...

Ήμουν απ' την αρχή
Πάντοτε εκεί!

Στο παράθυρο στη Γη
Στη δική μου φυλακή
Μαζί μου ήσουνα εσύ...

Μια καρδιά! Μια ψυχή!

Πάντοτε μαζί,
Στον φόβο μια παρηγοριά,
Στο κρύο μια φωτιά!

Γιατί μου έδωσες καρδιά... »

Τα σφιχταγκαλιασμένα σώματά τους σιγά σιγά έσβηναν, μέχρι που εξαφανίστηκαν.

Το τραγούδι όμως συνέχισε να ακούγεται. Σφράγιζε την αγάπη ενός άστρου και ενός κοριτσιού.

Οι ευχές και των δύο είχαν γίνει πραγματικότητα... το κορίτσι ταξίδεψε στα άστρα και ο Σμαραγδένιος βρήκε την αληθινή αγάπη στο πρόσωπό της.

Οι ψυχές τους πλέον ήταν ένα και ταξίδευαν αιώνια στους ουρανούς...

Τ Ε Λ Ο Σ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top