12. Η ΘΛΙΨΗ
Την επόμενη μέρα τους βρήκε αι τους δυο μεσα στην θλιψη και την μελαγχολία. Η Αγάπη αφού άφησε τον μικρο στο σχολείο πήγε στην εταιρία να τον βρει,να του ζήτηση να το ξανασκεφτεί. Δεν ηταν εκεί όμως. Η γραμματέας του την ενημέρωσε οτι επρεπε να φύγει ξαφνικα γι ατην Αμερικη. Μια απο τις εταιρίες του τον χρειαζόταν να βρίσκεται εκεί. Θα γυρνούσε σύντομα. Έφυγε πιο απογοητευμένη,απο αλλη φορά. Καθώς βγήκε απο το γραφείο,έπεσε πανω στον Πέτρο.Μόλις την είδε,γύρισε το κεφάλι του απο την αλλη μεριά. Ξ Αγάπη δεν είχε κουράγιο να αντιμετωπίσει και αυτό το ζήτημα εκείνη την στιγμη. Μπήκε στο γραφείο της,έκατσε ακίνητη στην καρέκλα της και κοιτούσε το άπειρο. Μυαλό για δουλειά δεν είχε. Πανω στο γραφείο της υπήρχε ενας φάκελος με το όνομα της. Το άνοιξε.
"Έφυγα για την Αμερικη. Θα επιστρέψω σύντομα. Σε εβδομαδα το πολύ θα εχω γυρίσει. Μην το βάλεις στα πόδια παλι. Θα τα κανεις χειρότερα.
Φαίδων"
Δεν άντεχε να βρίσκεται άλλο.εκεί μέσα. Πήρε την τσάντα της,είπε στην γραμματέα της να ακυρώσει όλα τα ραντεβού όλης τις εβδομάδας και έφυγε.
Οι μέρες πέρασαν γρήγορα. Ο Φαίδων τελείωσε κάποιες δουλειές που απαιτούσαν την ιδαίτερη προσοχή του,μάζεψε τα πραγματα του,πήρε το αεροπλάνο και έφτασε βράδυ στην Ιταλία. Κοίταξε την ωρα,ηταν εννιά η ωρα. Οριακά προλάβαινε να περάσει να δει τον γιο του. Χτύπησε την πόρτα,του άνοιξε η Αγάπη,μάλλον μια που της έμοιαζε. Τα ματια της ηταν κομμένα και κόκκινα απο το κλαμα,τα ρούχα της επιπλεανε. Τρόμαξε έτσι που την είδε. Μπήκε μέσα στο σπίτι έκλεισε την πόρτα.
- Αν θες να δεις τον γιο σου ειναι επανω,μόλις ξάπλωσε. Θα χαρεί να σε δει. Του είπε και γύρισε την πλάτη της.
Πήγε στο δωμάτιο του μικρού. Άνοιξε την πορτα διστακτικά,είχε ενα πολύ όμορφο δωμάτιο. Ειχε ζωγραφισμένους τους τοίχους με διαστημόπλοια και πλανήτες. Είχε ενα φωτακι ανοιχτό και φώτιζε το ταβάνι με διάφορα σχηματα... Αστέρια,πλανήτες,το φεγγαρι. Ο μικρός γύρισε το κεφαλακι του και μόλις τον ειδες χαμογέλασε χαρούμενος.
- Μπαμπά μου. Επιτέλους ήρθες.
- Σου είπα είχα κάτι δουλειές και δεν θα αργουσα να γυρίσω.
Έκατσε δίπλα του στο κρεβάτι.
- Θα κοιμηθεις εδώ μαζί μας;
- Δεν νομίζω αγόρι μου,αλλα θα έρθω το πρωι να σε πάω εγώ σχολείο.
- Βρε μπαμπά εγώ το ειπα για να χαρεί και η μαμά αν μείνεις εδω. Εδώ και μια εβδομάδα που λείπεις όλο κλαίει και με παίρνει αγκαλιά. Εντάξει ωραία είναι να με παίρνει αγκαλιά αλλα δεν με αφήνει να παίξω με την Σίσι την κοπέλα μου.
Ο Φαίδων,έπρεπε να κανει κάτι,μάλλον την πλήγωσαν αυτά που της είπε, αλλά και αυτός πληγωμένος ηταν ουτε καν σκέφτηκε οτι θα την πλήγωνε. Βασικά το σκέφτηκε,ίσως αυτό να ήθελε όμως. Για να νοιώσει το πόνο του.
- Μην στεναχωριεσαι μικρε,τώρα είμαι εγώ εδώ.
Έκατσε λίγο ακόμα με τον μικρό του,αφού τελείωσε το παραμύθι που του ελεγε ο μικρός είχε αποκοιμηθεί.
Βγήκε απο το δωμάτιο και πήγε στο σαλόνι. Εκεί την είδε,είχε κάτσει σε μια πολυθρόνα και έκλαιγε βουβα.Την πλησίασε,δεν τον είχε ακούσει έκατσε στα γόνατα του μπροστά της. Της κοίταξε στα ματια και είδε όλο τον πόνο μέσα εκεί.
- Σταματά να κλαις. Σε παρακαλώ.
- Δεν μπορώ. Εκανα λάθος,το παραδεχομαι...μην μου τον πάρεις σε παρακαλω,θα πεθάνω αν τον χασω,του έλεγε μέσα στους λυγμούς της.
Την σήκωσε στα χέρια του αγκαλιά και προχώρησε προς το δωμάτιο της. Αφού βρήκε το δωμάτιο της,άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Την ακούμπησε μαλακά στο κρεβάτι και πήρε το προσωπο της μέσα στα χέρια του. Σκουπισε τα δάκρυά της και την φίλησε στα χείλια του.
- Μη..μη...δεν πρεπει.. Του είπε.
Εκείνος την φίλησε ακόμα ποιό κτητικά. Την ακούμπησε στα μαξιλάρια και εκείνος απο πανω της την φιλαγε και ταξίδευαν τα χέρια του σε όλο της το σωμα. Του είχε λείψει πολύ. Παρα πολύ.
Εκείνη άφηνε ανεστεναγμους,τα χέρια γίνανε πιο τολμηρά. Της έβγαλε την μπλούζα της και ακούμπησε τα χέρια του πανω
στο στήθος της,κατέβηκε πιο κάτω και έφτασε αναμεσα στα πόδια της και έβαλε τα χέρια του. Αρχισε να την ακουμπάει πιο τολμηρά και εκείνη έλιωνε. Με μια κίνηση έμεινε γυμνή,έβγαλε βιαστηκα τα ρούχα του και μπήκε βαθιά μέσα της. Έβγαλε μια κραυγή,ηταν πολύ στενή και βγήκε και ξανά μπήκε σιγά σιγά μέχρι να τον συνηθίσει. Αρχισαν εναν τρελό ρυθμο πάθους και έντονους αναστεναγμους. Τελειώσανε μαζί φωνάζοντας τα ονόματα τους. Την εβαλε μεσα στην αγκαλιά του την φιλησε στο κεφαλι και εκείνη ένιωσε τόσο γαλήνια που αποκοιμήθηκε.
Το πρωι ξύπνησε με ενα γλυκό χαμογελο,άνοιξε τα ματια της κοίταξε γύρο της. Μονη ηταν. Μάλλον όνειρο θα ηταν η χθεσινή νύχτα. Σηκώθηκε από τον κρεβάτι της,φόρεσε την ρομπα της και πήγε να ξυπνήσει τον άγγελο της. Το κρεβάτι του άδειο. Μάλλον θα ειναι στην κουζινα σκέφτηκε.
Μπαίνοντας αυτό που αντίκρυσε δεν το περιμενε. Ηταν εκεί ο άντρας που αγαπούσε,μαγείρευε και είχε τον γιο τους πανω στον παγκο δίπλα του και μιλαγανε. Ηταν τόσο ξενοιαστος,πρωτη φορά τον έβλεπε έτσι. Οι εικόνα αυτή της έφερε δάκρυα στα ματια. Γύρισε το κεφάλι του ο Φαίδων και την είδε. Έλαμψε το χαμόγελο του.
- Καλημέρα νεραιδουλα,της ειπε.
Ελα κοντά δεν δαγκωνουμε..Έτσι δεν ειναι γιε μου;
- Ναι ελα κοντα μαμά.
Τους πλησίασε και εκείνος την έβαλε μέσα στην αγκαλιά του. Της έδωσε ενα φιλι στο μάγουλο και έβαλε την ομελέτα σ ενα πιάτο.
- Το πρωινό ειναι έτοιμο. Καθιστε να φάμε,ειπε ο Φαίδων.
Είχε φτιαξει πρωινο για ολους. Πανω στο τραπέζι είχε ψωμί,φρυγανιες,βιταμ,μαρμελάδα,κέικ,κρουασάν,ομελέτα,γάλα,χυμό και καφέ.
- Εμ... Δεν ήξερα τι τρώτε και είπα να βάλω λίγο απο όλα. Είπε μηχανικά ο Φαίδων.
Ξεκίνησαν να τρώνε η Αγάπη απλα τσίμπαγε.
- Δεν πρόκειται να σηκωθείς αν δεν φας όλη την ομελέτα σου,της είπε ο Φαίδων.
Τελείωσαν το πρωινό μέσα σε γέλια και παιχνίδια. Ντύθηκαν και ξεκίνησαν για την ημερα τους....
Τι λέτε να τα βρήκαν? Θα κρατήσει η ηρεμία τους?
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top