5. Μια Υπέροχη Βραδιά

1993

Ο Μύρωνας κατέβηκε στη μεγάλη τραπεζαρία του σαλονιού, όπου τον περίμεναν ήδη οι γονείς του για οικογενειακό συμβούλιο.

"Κάθισε, παιδί μου." του είπε η μητέρα του. Ο Μύρωνας πήρε θέση απέναντι τους.

"Λοιπόν; Τι θέλετε να μου πείτε;" ρώτησε με αγωνία.

"Άκου, Μύρωνα." ξεκίνησε ο πατέρας του. "Ως γονείς σου, δεν θα ζούμε για πάντα σε αυτό εδώ το σπίτι. Δηλαδή θα ζούμε, όπως όλοι οι προγόνοι μας άλλωστε, όμως όχι με αυτόν τον τρόπο και σε αυτή τη μορφή. Εσύ είσαι ο μοναδικός κληρονόμος της οικογένειας και όταν εμείς φύγουμε απ' τη ζωή, όλα αυτά, η έπαυλη, το νεκροταφείο και η επιχείρηση θα περάσουν στα δικά σου χέρια. Πρέπει να μάθεις από τώρα να τα προσέχεις, τουλάχιστον μόνο το σπίτι για αρχή. Πρέπει επίσης να συνηθίσεις να ζεις μόνος σου."

"Και πώς θα γίνει αυτό;"

"Δεν είσαι παιδί πια. Είσαι δεκατριών ετών." είπε ο Γιάννης. "Είσαι σε μια ηλικία, στην οποία μπορείς να κρατήσεις το σπίτι αν χρειαστεί. Γι΄αυτό κι εμείς θα φύγουμε για λίγο καιρό, να σε αφήσουμε να μείνεις λίγο μόνος σου."

"Να δεις πώς είναι και να προετοιμαστείς." συμπλήρωσε η Κλέλια.

"Θέλετε να πείτε ότι...θα φύγετε μόνο και μόνο για να με προπονήσετε και να μάθω πώς να ζω μόνος μου;"

"Όχι μόνο για αυτό." απάντησε η Κλέλια. "Ο πατέρας σου κι εγώ χρειαζόμαστε ξεκούραση, ένα μικρό διάλειμμα απ' τη ρουτίνα. Θα λείψουμε μόνο για ένα μήνα στη Γαλλία."

"Υπόσχεσαι να προσέχεις την έπαυλη σαν τα μάτια σου και να αποδείξεις ότι είσαι άξιος κληρονόμος της οικογένειας Γεωργίου;" ρώτησε ο πατέρας του.

"Το υπόσχομαι." είπε ο Μύρωνας, που του άρεσε αυτή η ιδέα.

Το ίδιο βράδυ, πήγε στο σπίτι της Βάσιας, όπου ήταν ήδη και η Κατερίνα. Ένας καθηγητής στο σχολείο τους είχε βάλει μια ομαδική εργασία κι έπρεπε να συνεργαστούν για να την κάνουν. Κάθισαν στο μπαλκόνι του δωματίου της Βάσιας, δίπλα απ' το τηλεσκόπιο και καθώς προσπαθούσε ο καθένας να καταγράψει στο τετράδιο τις ιδέες του, ο Μύρωνας, που καθόταν χάμω οκλαδόν, τους είπε για την απόφαση των γονιών του να φύγουν, αφήνοντας στην κυριαρχία του ολόκληρη την έπαυλη.

"Και θα μείνεις μόνος σου για έναν ολόκληρο μήνα;" απόρησε έκπληκτη η Βάσια, που καθόταν στον καναπέ.

"Ναι. Θα είναι κάτι σαν προετοιμασία, ούτως ώστε όταν θα μείνω στ' αλήθεια μόνος μου, να είναι πιο εύκολο." είπε.

"Ουάου!" αναφώνησε η Κατερίνα. "Οι γονείς σου είναι πολύ κουλ για να το σκεφτούν αυτό. Μακάρι να το έκαναν και οι δικοί μου γονείς."

"Δεν πρόκειται να το κάνουν όμως, γιατί ξέρουν ότι εσύ και ο αδελφός σου είστε ικανοί να διαλύσετε το σπίτι." την πείραξε η Βάσια.

"Περνάει η ώρα όμως. Δεν συνεχίζουμε με την εργασία;" πρότεινε ο Μύρωνας και τα κορίτσια συμφώνησαν.

Όταν τελείωσαν την εργασία, πρώτη έφυγε η Κατερίνα για να γυρίσει στο σπίτι της και μετά από λίγο και ο Μύρωνας. Στον προθάλαμο, πριν φύγει, είπε στη Βάσια:

"Οι γονείς μου θα φύγουν την Παρασκευή. Θες να έρθεις να μείνεις σπίτι μου για Σαββατοκύριακο, να μου κάνεις και παρέα;"

"Θα το ήθελα πάρα πολύ, αλλά δεν ξέρω αν θα με αφήσουν οι γονείς μου." είπε η Βάσια. "Θα προσπαθήσω να τους πείσω, πάντως."

"Εντάξει. Εγώ πάντως δεν θα σταματήσω να ελπίζω και να ανυπομονώ να έρθει το Σάββατο..." είπε ο Μύρωνας και την καληνύχτισε φιλώντας τη στο μάγουλο.

Η Παρασκευή έφτασε. Η Βάσια ήταν σίγουρη ότι οι γονείς της δεν επρόκειτο να την αφήσουν να μείνει στη "στοιχειωμένη" βίλα και ειδικά μόνη της με τον Μύρωνα. Έτσι, συμφώνησε με την Κατερίνα να πουν ότι θα έμενε στο δικό της σπίτι. Η Βάσια στην αρχή δεν ήθελε να πει ψέματα, όμως η κολλητή της κατάφερε να την πείσει:

"Έλα, ρε χαζή! Θες να γίνει κάτι με τον Μύρωνα ή όχι;"

"Θέλω."

"Ε, να λοιπόν η ευκαιρία σου. Αξίζει να κάνεις μια θυσία για χάρη του έρωτα."

"Έχεις δίκιο. Θα πω ψέματα για μία και μοναδική φορά."

Έτσι λοιπόν, πέρασε η Παρασκευή και ήρθε το Σάββατο. Το βράδυ, η Βάσια πήρε τη σχολική της τσάντα κι έβαλε μέσα μια νυχτικιά, καθαρά εσώρουχα και την οδοντόβουρτσα της. Φόρεσε ένα κόκκινο μίνι φόρεμα, ένα μενταγιόν της γιαγιάς της με χρυσή αλυσίδα και μαύρα χαμηλά πέδιλα με λουριά.

Χτένισε πολύ καλά τα μαύρα μαλλιά της, αρωματίστηκε και κατέβηκε για να αποχαιρετήσει τους δικούς της, οι οποίοι έτρωγαν ήδη βραδινό.

"Φεύγω." είπε.

"Δεν θα φας πρώτα;" ρώτησε η μητέρα της.

"Όχι, θα φάω στον Μ...στην Κατερίνα. Φεύγω τώρα, καληνύχτα!" είπε σε όλους κι έφυγε βιαστικά.

Στο δρόμο για τη γοτθική βίλα, την έτρωγε το άγχος μήπως καταλάβουν οι γονείς της τίποτα. Όμως πώς θα το καταλάβαιναν; Αφού δεν τους είχε ξαναπεί ποτέ ψέματα.

Η πόρτα της κουζίνας ήταν ανοιχτή. Την έσπρωξε ελαφρά και μπήκε μέσα. Απ' το σαλόνι ακουγόταν μια παράξενη, σκοτεινή μελωδία. Της θύμιζε το θρίλερ με τον Δράκουλα που είχε δει. Πλησίασε και στάθηκε στην είσοδο του σαλονιού. Είδε τον Μύρωνα να παίζει τελείως αφοσιωμένος, πάνω στο μεγάλο όργανο που έμοιαζε με πιάνο. Τα δάχτυλα του χάιδευαν τα πλήκτρα και το κεφάλι του κινούνταν ρυθμικά.

Ήταν τόσο όμορφη η μουσική του... Η Βάσια νόμιζε για μια στιγμή ότι θα ξυπνήσουν όλα τα φαντάσματα των προηγούμενων Γεωργίου και θα έρθουν για να ακούσουν κι εκείνοι αυτήν την εξωπραγματική μελωδία. Ο Μύρωνας έπαιζε όλο και πιο γρήγορα, δραματικά, ώσπου τελείωσε χτυπώντας τις τελευταίες νότες με όλη του τη δύναμη. Η Βάσια πλησίασε.

"Δεν ήξερα ότι ξέρεις να παίζεις αρμόνιο." του είπε.

"Α, γεια σου Βάσια. Σε περίμενα. Αυτό δεν είναι ακριβώς αρμόνιο. Είναι ένας συνδυασμός αρμόνιου και εκκλησιαστικού οργάνου. Το έφτιαξε ο παππούς μου ο Βίκτορας, που ήταν κατασκευαστής μουσικών οργάνων."

"Παίζεις πολύ όμορφα." είπε η Βάσια και κάθισε δίπλα του στο μεγάλο σκαμπό.

"Ευχαριστώ. Αυτό το κομμάτι, το έχω γράψει μόνος μου και έχω ζητήσει να παιχτεί στην κηδεία μου. Είναι οικογενειακό έθιμο να παίζονται ρέκβιεμ σε κηδείες."

"Θα μου μάθεις κι εμένα να παίζω;"

"Θα σου μάθω. Όμως άλλη φορά. Τώρα έχουμε άλλα πράγματα να κάνουμε."

"Όπως...;"

"Πρώτα θα φάμε και μετά θα ανέβουμε στη σοφίτα να σε ζωγραφίσω."

"Ωραία!" συμφώνησε η Βάσια.

Πήγαν στην κουζίνα και της είπε να καθίσει.

"Θα τα κάνω όλα εγώ. Εσύ ξεκουράσου." της είπε. "Θα μας φτιάξω μια σαλάτα που μου έμαθε η μητέρα μου. Απλή, νόστιμη και υγιεινή." Πήρε ένα βαθύ πιάτο κι έβγαλε όλα τα υλικά από το ψυγείο. Όσο έφτιαχνε τη σαλάτα, η Βάσια δεν μιλούσε καθόλου. Έκοψε ντομάτες, μαρούλι και τρεις διαφορετικές πιπεριές, αφού τα έπλυνε πρώτα καλά και τα ξεφλούδισε. Έβαλε λάδι και λίγο αλάτι και τη σέρβιρε σε δύο διαφορετικά πιάτα. Άρχισαν να τρώνε. Η Βάσια φαινόταν χαμένη στις σκέψεις της.

"Είσαι πολύ ήσυχη, Βάσια." παρατήρησε ο Μύρωνας. "Τι έχεις;"

"Τίποτα, απλά σκεφτόμουν... Εσύ έχεις τόσα ταλέντα, Μύρωνα. Ζωγραφίζεις, μαγειρεύεις, παίζεις πιάνο... Εγώ δεν είμαι σε τίποτα καλή εκτός απ' το σχολείο. Ίσως σου αξίζει κάποια καλύτερη από μένα." είπε κι έσκυψε το κεφάλι.

Ο Μύρωνας έπιασε το χέρι της και είπε:

"Άκου... Για μένα είσαι τέλεια. Δεν με ενδιαφέρει σε τι είσαι καλή και σε τι όχι, εμένα μου αρέσεις όπως είσαι και όχι για αυτά που κάνεις." Η Βάσια χαμογέλασε. Η αλήθεια ήταν ότι ζήλευε λίγο όλα αυτά τα ταλέντα του Μύρωνα.

"Να σε κάτι που είσαι καλή!" αναφώνησε μετά από σκέψη ο Μύρωνας. "Στην Αστρονομία. Έχεις τηλεσκόπιο, μελετάς τα αστέρια και μπορείς να ξεχωρίζεις όλους τους πλανήτες. Θα έπρεπε να το σπουδάσεις αυτό."

"Ναι, έχεις δίκιο." συμφώνησε η Βάσια, παρόλο που ήξερε ότι, αν έμπαινε στην οικογένεια Γεωργίου, δεν χρειαζόταν να σπουδάσει.

Τα λεφτά της οικογένειας έφταναν και περίσσευαν, ούτως ώστε μόνο οι άντρες να χρειάζεται να δουλεύουν. Οι γυναίκες ασχολούνταν απλά με το νοικοκυριό.

Μετά το φαγητό, ο Μύρωνας έπλυνε τα πιάτα και είπε στη Βάσια να τον ακολουθήσει.

Ανέβηκαν στη σοφίτα. Ο Μύρωνας είχε τοποθετήσει το καβαλέτο με όλα τα σύνεργα μπροστά ακριβώς από έναν παλιό καναπέ. Η Βάσια είδε έκπληκτη ότι πάνω στον καναπέ βρισκόταν απλωμένο ένα μακρύ γοτθικό φόρεμα, κόκκινο σαν τη φωτιά με μαύρη φαρδιά ζώνη, η οποία έδενε με πολλά λουριά.

"Σου αρέσει;" τη ρώτησε ο Μύρωνας.

"Είναι υπέροχο."

"Ήταν της γιαγιάς Γκρέτας. Το βρήκα χθες σε μια παλιά ντουλάπα. Θέλω να σε ζωγραφίσω φορώντας αυτό."

"Αχ, τι τέλεια ιδέα...!" έκανε ενθουσιασμένη η Βάσια.

"Θα το φορέσεις;"

"Φυσικά."

Στάθηκαν για λίγο αμήχανοι.

"Εμ... θα γυρίσεις;" τον ρώτησε η Βάσια.

"Ε... Ναι, συγνώμη, Βάσια. Βέβαια." είπε ο Μύρωνας και πήγε να σταθεί στον απέναντι τοίχο γυρισμένος. Η Βάσια έβγαλε το κοντό δικό της φόρεμα και φόρεσε το μακρύ πολύ προσεκτικά, γιατί ήταν οικογενειακό κειμήλιο και φοβόταν μην το χαλάσει.

"Το έχει φορέσει ποτέ η μαμά σου;" ρώτησε το Μύρωνα καθώς ντυνόταν.

"Βασικά, η γιαγιά μου σε εκείνη το χάρισε, λίγο πριν πεθάνει. Είχε πάρει κιλά και δεν της έκανε. Η μητέρα μου το έβαλε μόνο μια φορά: στη βάφτιση μου. Προτιμάει τα μαύρα και μοβ φορέματα. Το κόκκινο δεν είναι το αγαπημένο της χρώμα."

Το φόρεμα της πήγαινε τέλεια, αν και της ήταν λίγο μακρύ. Ήταν όμως ωραίο να σέρνεται κάτω.

"Με βοηθάς λίγο με τα λουριά της ζώνης;" ρώτησε τον Μύρωνα.

"Βεβαίως." απάντησε εκείνος και γύρισε. "Ουάου..." έκανε μόλις είδε την ομορφιά και τη λάμψη της φίλης του. Πλησίασε και άρχισε να της δένει τα λουριά με μεγάλη μαεστρία, λες και το έκανε χρόνια αυτό.

Η ζώνη έδενε μπροστά και τα πρόσωπα τους είχαν έρθει πολύ κοντά καθώς της την έδενε. Κάποια στιγμή, η Βάσια τον σταμάτησε, τον κοίταξε στα μάτια και του έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη. Ο Μύρωνας ένιωσε ένα μυρμήγκιασμα σε όλο του το σώμα. Πισωπάτησε και την κοίταξε στα μάτια, τρομαγμένος από το πρωτόγνωρο αίσθημα που μόλις ένιωσε, που ήταν σαν να πέταξε στα σύννεφα για λίγο.

"Λοιπόν; Είσαι έτοιμος να με ζωγραφίσεις;" ρώτησε η Βάσια ανυπόμονα.

"Ε; Ναι... Βέβαια. Κάθισε." και της έδειξε τον καναπέ.

Η Βάσια κάθισε.

"Τι στάση να πάρω;" ρώτησε καθώς ο Μύρωνας ετοίμαζε το μολύβι ζωγραφικής του.

"Έχε τον κορμό σου στητό και τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατα."

"Κι αν πιαστώ;"

"Μην ανησυχείς, δεν θα αργήσουμε. Τώρα θα κάνω απλά το σκίτσο σου και θα προσθέσω χρώμα άλλη φορά. Απλά μη χαμογελάς, για να μπορείς να κρατήσεις την έκφραση σου σταθερή πιο εύκολα."

Η Βάσια έμεινε ακίνητη και τον παρακολουθούσε καθώς εκείνος τη σχεδίαζε, έχοντας πολύ μεγάλη αγωνία για το αποτέλεσμα. Ο Μύρωνας σχεδίασε πρώτα το όμορφο πρόσωπο της: τα μεγάλα καστανά μάτια, τη γαλλική μύτη, τα πλούσια χείλη, τα μακριά μαύρα μαλλιά. Η Βάσια παρατηρούσε τις σοβαρές και μυστηριώδεις εκφράσεις που έπαιρνε για να συγκεντρώνεται. Της φαινόταν αστείος κάποιες στιγμές, αλλά συγχρόνως τόσο όμορφος... Ο Μύρωνας συνέχισε προς τα κάτω και σχεδίασε τους ώμους με τον λεπτό λαιμό, τον κορμό, το μικρό ακόμα στήθος που διακρινόταν μέσα από το μπούστο του φορέματος...

Έπειτα τη μέση της, τη μακριά ουρά του φορέματος και ένα μέρος του καναπέ. Για τις λεπτομέρειες θα φρόντιζε σιγά- σιγά.

"Εντάξει, έτοιμη είσαι." της είπε. Η Βάσια κουνήθηκε για να ξεπιαστεί και κοίταξε το ρολόι της. Είχε περάσει κιόλας μία ώρα!

"Θα είμαι επάνω, στην ταράτσα." είπε ο Μύρωνας, που χρειαζόταν λίγο καθαρό αέρα. "Άλλαξε κι έλα να με βρεις εκεί."

"Μπορώ να δω το σκίτσο;"

"Όταν θα είναι έτοιμο."

"ΟΚ." αποκρίθηκε η Βάσια.

Ο Μύρωνας ανέβηκε τα παλιά σκαλοπάτια που οδηγούσαν επάνω, άνοιξε την πόρτα της ταράτσας και βγήκε. H Βάσια φόρεσε πάλι το δικό της φόρεμα και αποχωρίστηκε το άλλο, τακτοποιώντας το όπως ήταν στον καναπέ. Ανέβηκε κι εκείνη. Ο Μύρωνας καθόταν στο παγκάκι που βρισκόταν μπροστά απ' τα κάγκελα. Ήταν μια μαγευτική βραδιά.

Η θέα απ' την ταράτσα της γοτθικής έπαυλης ήταν υπέροχη. Όλα τα φώτα της πόλης λαμπύριζαν, όμως ήταν αρκετά μακριά, έτσι τα αστέρια στον ουρανό τρεμόπαιζαν ανενόχλητα. Η Βάσια κοίταξε ψηλά και σκέφτηκε πως το τηλεσκόπιο της θα ταίριαζε τέλεια σε αυτό το μέρος. Θα έβλεπε πολλά περισσότερα απ' ότι στο μπαλκόνι της. Πλησίασε τον Μύρωνα και κάθισε δίπλα του στο παγκάκι.

"Καλώς την." είπε εκείνος.

"Ωραία βραδιά, ε;" είπε η Βάσια.

"Ναι, όντως. Έχει ξαστεριά."

"Το βλέπω. Έπρεπε να φέρω το τηλεσκόπιο μου."

"Δεν πειράζει. Άλλη φορά θα το φέρεις και θα μου μάθεις κι εμένα λίγα πράγματα."

Έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Κάποια στιγμή, η Βάσια ένιωσε ένα ρίγος να τη διαπερνά. Είχε ψύχρα. Μα τι στο καλό σκεφτόταν, όταν φορούσε εκείνο το αμάνικο φόρεμα τη στιγμή που ήταν Οκτώβρης μήνας; Μια χαρά ήταν ο Μύρωνας με το μαύρο μακρυμάνικο και το τζιν του.

"Μύρωνα, κρυώνω." του είπε.

"Έλα εδώ." της είπε εκείνος και την αγκάλιασε.

Η Βάσια ένιωσε αμέσως λίγη ζεστασιά. Τα καστανά μάτια της ενώθηκαν με τα δικά του τα μαύρα και χάθηκε στο σκοτάδι τους. Ήταν ο σκοτεινός της άγγελος. Τα χείλη τους ενώθηκαν κι εκείνα, αυτή τη φορά για περισσότερη ώρα. Έπειτα έμειναν αγκαλιασμένοι, να κοιτάνε τη θέα.

"Βάσια... δεν κρυώνεις τώρα, ε;" τη ρώτησε ο Μύρωνας.

"Όχι." αποκρίθηκε εκείνη και αφέθηκε στην ασφάλεια της αγκαλιάς του.

Λίγο μετά, τα μάτια της άρχισαν να κλείνουν απ' τη νύστα.

"Πάμε για ύπνο;" τη ρώτησε ο καλός της.

"Ναι, πάμε." Σηκώθηκαν και κατέβηκαν στη σκοτεινή πλέων σοφίτα. Ο Μύρωνας της έπιασε το χέρι και την οδήγησε στις άλλες σκάλες και ύστερα κάτω. Η Βάσια πήρε το σακίδιο της απ' την κουζίνα και ανέβηκε πάλι στον ξενώνα, τον οποίο είχε ήδη ετοιμάσει για εκείνη ο Μύρωνας.

"Άλλαξε με την ησυχία σου και θα έρθω σε λίγο να σου κάνω παρέα μέχρι να σε πάρει ο ύπνος." της είπε και βγήκε.

Η Βάσια λάτρευε αυτό το δωμάτιο, το οποίο παλιά ήταν των παππούδων του. Δεν είχε αλλάξει καθόλου από εκείνη την εποχή κι έμοιαζε με μαυσωλείο, με μια τεράστια μαύρη ντουλάπα, ένα έπιπλο τουαλέτας- αντίκα, ένα παλιό οικογενειακό πορτραίτο που απεικόνιζε τον Βίκτορα, τη Γκρέτα και τον Γιάννη μικρό, κι ένα μεγάλο κρεβάτι με ουρανό, κόκκινα σκεπάσματα και κατακόκκινες κουρτίνες να κρέμονται από τον ουρανό του. Φόρεσε τη νυχτικιά της, που ήταν ασορτί με τα σκεπάσματα και ξάπλωσε.

Το κρεβάτι ήταν πολύ αναπαυτικό. Δεν έσβησε το φως, γιατί δεν ήθελε να κοιμηθεί ακόμα και περίμενε τον Μύρωνα. Ύστερα από λίγο, άκουσε τη φωνή του απ' έξω:

"Έχεις αλλάξει;"

"Ναι, έλα!" του απάντησε. Η μεγάλη δρύινη πόρτα άνοιξε κι εμφανίστηκε ο Μύρωνας.

Είχε φορέσει ένα μαύρο κοντομάνικο φανελάκι και γκρι σορτσάκι πιτζάμας. Ξάπλωσε δίπλα της, όμως δεν της μίλησε. Χάθηκε στις σκέψεις του. Ήξερε πως κάτι έκαναν τα ερωτευμένα ζευγάρια όταν ξάπλωναν, όμως δεν ήθελε να το κάνει αυτό στη Βάσια τόσο νωρίς και ειδικά τη στιγμή που ήταν ακόμα τόσο μικροί.

"Τι σκέφτεσαι, Μυρωνάκο;" τον ρώτησε εκείνη.

"Τίποτα, απλώς...αισθάνομαι πολύ τυχερός που σε έχω, Βάσια. Είμαι ερωτευμένος μαζί σου εδώ και πολύ καιρό."

"Κι εγώ νομίζω πως έχω αρχίσει να σε ερωτεύομαι." του είπε και χαμογελώντας του μπήκε κάτω απ' τα σκεπάσματα.

"Πάρε με αγκαλιά." του είπε. Ο Μύρωνας χώθηκε κι εκείνος κάτω απ' το πάπλωμα και την άφησε να φωλιάσει στην αγκαλιά του. Της χάιδευε τα μεταξένια, μαύρα μαλλιά της ώσπου να την πάρει ο ύπνος. Ένιωθε και κάτι παραπάνω από έρωτα για εκείνη: την αγαπούσε. Ήταν σίγουρος πως η Βάσια θα ήταν η μία και μοναδική του αγάπη. Την αγαπούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, βαθιά, αληθινά, παράφορα. Δεν θα άφηνε τίποτα και κανέναν να τους χωρίσει.

Όταν η Βάσια αποκοιμήθηκε, ο Μύρωνας σηκώθηκε, τη σκέπασε και βγήκε, σβήνοντας πίσω του το φως. Πήγε στο δωμάτιο του και ξάπλωσε στο κρεβάτι του με τις πιο χαρούμενες σκέψεις. 

Δεν μπορώ να το πιστέψω! σκεφτόταν. Είμαι μόνος στο σπίτι μαζί της. Την έχω δίπλα μου σχεδόν, στον ξενώνα. Θεέ μου, είμαι τόσο ευτυχισμένος... Και με αυτές τις σκέψεις τον πήρε και αυτόν ο ύπνος.

Η Βάσια είδε ένα πολύ περίεργο όνειρο: ήταν θεατής μιας ασπρόμαυρης ταινίας, η οποία διαδραματιζόταν στον κήπο της έπαυλης των Γεωργίου, με μοναδικούς πρωταγωνιστές ένα αγόρι κι ένα κορίτσι στην εφηβεία. Για την ακρίβεια, ήταν μόνο μία σκηνή: το αγόρι, λίγο μεγαλύτερος της, μπορεί να ήταν και δεκαοχτώ χρονών, φορούσε ένα ψηλό καπέλο και είχε μακριά σκούρα μαλλιά, όπως ακριβώς και ο μπαμπάς του Μύρωνα.

Ήταν ντυμένος με μακρύ σακάκι άλλης εποχής και σκούρο παντελόνι. Το κορίτσι, που στεκόταν μπροστά του και τον κοιτούσε στα μάτια, φορούσε σκούρο κοντό φόρεμα, ριγέ κολάν και μπότες. Είχε μακριά κυματιστά μαλλιά πολύ σκούρα, σίγουρα μαύρα. Αυτή έμοιαζε με τη μαμά του Μύρωνα, όπως την είχε δει σε παλιές φωτογραφίες. Άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο του αγοριού, ενώ εκείνος έγειρε το κεφάλι του στο άγγιγμα της. Έπειτα της ψιθύρισε κάτι στο αυτί και τη φίλησε.

Έμοιαζαν να είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, ύστερα όμως, το κορίτσι τον κοίταξε κάπως θλιμμένα, γύρισε κι έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι. Το αγόρι φάνηκε να λυπήθηκε, όμως δεν την ακολούθησε, απλά έμεινε να την κοιτάει καθώς απομακρυνόταν.

Η Βάσια ξύπνησε πολύ προβληματισμένη ύστερα από εκείνο το όνειρο. Είχε ξημερώσει. Το ρολόι στο κομοδίνο δίπλα της έδειχνε έντεκα. Αποφάσισε να σηκωθεί.

Πήγε δίπλα, στο προσωπικό μπάνιο του ξενώνα.

Έπλυνε το πρόσωπο της και τα δόντια της, κάνοντας αυτές τις σκέψεις: 

Τι περίεργο όνειρο... Λες να ήταν οι γονείς του Μύρωνα; Όμως μετά εκείνη...απλώς έφυγε. Ύστερα κατέβηκε στην κουζίνα. Ο Μύρωνας είχε ήδη ξυπνήσει κι έφτιαχνε πρωινό.

"Καλημέρα." του είπε. Εκείνος γύρισε να την κοιτάξει.

"Καλημέρα αστέρι μου. Πώς κοιμήθηκες;"

"Πολύ καλά. Αν και είδα ένα παράξενο όνειρο."

"Εφιάλτη;"

"Όχι, δεν ήταν εφιάλτης. Ήταν πολύ όμορφο. Απλώς παράξενο."

Ο Μύρωνας μπήκε σε σκέψεις.

"Χμμ... Καλά, κάτσε να φάμε πρωινό και μου το λες." είπε και κάθισαν να φάνε. Οι τηγανίτες του ήταν υπέροχες.

Η Βάσια στο μεταξύ του περιέγραψε το όνειρο.

"Έτσι όπως μου το περιγράφεις, φαίνονται όντως να είναι οι γονείς μου. Είναι πολύ περίεργο όμως που τους είδες εσύ στον ύπνο σου, ενώ δεν ήξερες πως ήταν μαζί παλιά."

"Για ένα λεπτό... Ήταν μαζί όταν ήταν έφηβοι, χώρισαν, ύστερα ο πατέρας σου παντρεύτηκε την Αλεξία και μετά από πολλά χρόνια παντρεύτηκε τελικά τη μητέρα σου;" απόρησε η Βάσια.

"Κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα." της απάντησε ο Μύρωνας. "Άκου. Όταν γνωρίστηκαν, η μητέρα μου ήταν δεκατριών χρονών και ο πατέρας μου δεκαοχτώ. Οι γονείς της μητέρας μου όμως, θεώρησαν πως η διαφορά ηλικίας τους ήταν μεγάλη και απείλησαν τον πατέρα μου ότι θα του κάνουν μήνυση για αποπλάνηση ανηλίκου. Έτσι την έβαλαν και τον χώρισε. Μετά από αυτό, η μητέρα μου δυσκολευόταν να κάνει σχέσεις, ενώ ο πατέρας μου γνώρισε τον έρωτα της ζωής του, την Αλεξία, σε ηλικία τριάντα πέντε χρονών. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις."

"Και μετά από πολλά χρόνια, είναι και πάλι μαζί κι έχουν κι ένα γιο. Ποιος να το φανταζόταν." σχολίασε η Βάσια. "Πολύ ωραία ιστορία."

"Όντως. Αν και λένε, ότι ο πατέρας μου δεν αγάπησε ποτέ τη μητέρα μου όσο την Αλεξία. Και λένε επίσης ότι κάποιες νύχτες που ο πατέρας μου δεν μπορεί να κοιμηθεί, πάει στον τάφο της και τη συναντά, δηλαδή το πνεύμα της."

"Εσύ...την έχεις δει ποτέ;"

"Ναι. Την έχω δει μια φορά. Είναι πολύ όμορφη, και νέα ακόμα, όπως ήταν όταν πέθανε."

Η Βάσια, καταγοητευμένη από όλες αυτές τις ιστορίες του παρελθόντος των Γεωργίου, μάζεψε τα πράγματα της και γύρισε σπίτι της, αφού είχε περάσει η ώρα.

Η μητέρα της την περίμενε στην κουζίνα. Φαινόταν θυμωμένη. Μόλις η Βάσια μπήκε, σηκώθηκε και της φώναξε:

"Που πέρασες τη νύχτα, Βασιλική;! Θέλω όλη την αλήθεια!" Η Βάσια σάστισε.

"Σου... Σου είπα. Στο σπίτι της Κατερίνας."

"Από πότε ξεκίνησες τα ψέματα, Βασιλική;! Μίλησα με τη μάνα της Κατερίνας και μου είπε ότι δεν έμεινες σπίτι τους! Ρεζίλι έγινα!" είπε και κάθισε δακρυσμένη σε μια καρέκλα. "Έμεινες στο σπίτι των Γεωργίου, έτσι; Με τον Μύρωνα."

Η Βάσια αποφάσισε να παραδεχτεί την αλήθεια:

"Είμαι ερωτευμένη με τον Μύρωνα, μαμά."

"Το περίμενα." σχολίασε η Ιοκάστη. "Αχ, γιατί βρε κοριτσάκι μου; Αφού σου έχω εξηγήσει τόσες φορές γιατί αυτή η οικογένεια δεν είναι για εμάς."

"Τι πρόβλημα έχεις μαζί τους;"

"Τους φοβάμαι. Απλά κοίτα όλους αυτούς τους τάφους στην αυλή τους. Δεν είναι φυσιολογικοί άνθρωποι."

Την κοίταξε στα μάτια και συμπλήρωσε:

"Δεν θέλω να ξαναδείς τον Μύρωνα."

"Δεν γίνεται αυτό που λες!" αναφώνησε η Βάσια.

"Πρέπει όμως! Δεν είναι για σένα!" φώναξε η μητέρα της. "Και αν συνεχίσετε να βλεπόσαστε, εγώ και ο πατέρας σου θα αναγκαστούμε να λάβουμε άλλα μέτρα."

"Αυτό θα το δούμε." της είπε προκλητικά η Βάσια.

Ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει τίποτα και κανέναν να τη χωρίσει από τον Μύρωνα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top