31. Ζωγραφική

Η Κασσιόπη βρήκε αμέσως ένα διαμέρισμα, το αγόρασε και μέσα σε λίγους μήνες έμενε κιόλας εκεί. Έκανε την πρακτική της σε ένα νοσοκομείο και έβγαζε αρκετά λεφτά. Επιπλέον, η γιαγιά της η Κλέλια της είχε αφήσει ένα σημαντικό ποσό στην τράπεζα, το οποίο τη βοήθησε σημαντικά. Στην επιλογή διαμερίσματος τη βοήθησε η φίλη της η Μαρία, η οποία είχε μια γνωστή μεσίτρια.

Η διακόσμηση ήταν φυσικά γοτθική, όπως και η επίπλωση. Σκούρα χρώματα, αυστηρές γραμμές, έπιπλα- αντίκες. Ήταν σαν μικρογραφία της έπαυλης όπως ήταν παλιά. Της αρκούσαν όσα είχε και ήταν ευτυχισμένη.

Με τον Δαμιανό έβγαιναν πολύ συχνά, της είχε εξομολογηθεί τον έρωτα του και εκείνη την ημέρα τον έπιασε και τον φίλησε, μη μπορώντας να περιμένει άλλο. Τη ζωγράφιζε συνέχεια, σε διάφορες πόζες και είχε αρχίσει να πουλάει τους πίνακες του και να κάνει εκθέσεις.

Οι πίνακες της Κασσιόπης έγιναν ανάρπαστοι. Μια μέρα ωστόσο, ο Δαμιανός της ζήτησε να τη ζωγραφίσει γυμνή κι εκείνη αρνήθηκε. Ντρεπόταν να του γδυθεί, παρόλο που είχαν φιληθεί κάμποσες φορές και ήθελε σαν τρελή να ολοκληρώσουν. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Αρνιόταν να πουληθούν γυμνά πορτραίτα της παντού και να τη βλέπουν όλοι και ειδικά ο πατέρας της.

Όσο περνούσαν οι μέρες όμως και το σκεφτόταν καλύτερα, ένιωθε μια έξαψη να κυριεύει όλο της το κορμί. Ήθελε να το κάνει, όμως δίσταζε.

"Τι έχεις να χάσεις;" της είπε η Μαρία. "Άλλες θα πλήρωναν για να τις ζωγραφίσουν γυμνές."

"Μωρέ, δεν ξέρω... Φοβάμαι μη ρεζιλευτώ."

"Δεν θα ρεζιλευτείς... Συγνώμη, αγόρι σου δεν είναι ο Δαμιανός;"

"Ναι, πες το κι έτσι."

"Ε, τότε γιατί να τον ντραπείς; Έτσι κι αλλιώς, αν δεν θες να δημοσιευθεί ο πίνακας, δεν θα τον δείξει παραέξω. Θα μείνει μεταξύ σας."

"Έχεις δίκιο. Θα το σκεφτώ." είπε η Κασσιόπη και άρχισε να το σκέφτεται ακόμα περισσότερο.

Ο Δαμιανός είχε επίσης ένα γιο δεκαπέντε χρονών, τον Μάκη, ο οποίος συμπαθούσε πάρα πολύ την Κασσιόπη. Δεν είχε καταλάβει βέβαια το είδος της σχέσης της με τον πατέρα του, όμως τον έβλεπε ευτυχισμένο μετά από πολύ καιρό και χαιρόταν για αυτό. Η Κασσιόπη αναρωτιόταν με τι είδους γυναίκα ήταν κάποτε παντρεμένος ο Δαμιανός και γιατί χώρισαν, αφού εκείνη ποτέ δεν αναφερόταν στις συζητήσεις τους.

Τελικά, το πήρε απόφαση και έκλεισε ραντεβού μαζί του για να τη ζωγραφίσει.

"Όμως θέλω να μου ετοιμάσεις ένα ξεχωριστό σκηνικό." του είπε αινιγματικά.

Φόρεσε ένα απλό, σκούρο μοβ φόρεμα και βάφτηκε απλά, διακριτικά. Όταν έφτασε σπίτι του, της άνοιξε ο Μάκης.  Ήταν ντυμένος αθλητικά, με αμάνικο λαχανί μπλουζάκι, μπλε βερμούδα και αθλητικά παπούτσια.

"Γεια σου, Μάκη."

"Γεια σου Κασσιόπη. Ο μπαμπάς μου σε περιμένει επάνω." της είπε ο νεαρός.

"Ωραία. Εσύ φεύγεις;"

"Ναι. Πάω για μπάσκετ με τους φίλους μου. Ελπίζω να σε προλάβω όταν γυρίσω."

"Λογικά θα είμαι εδώ. Καλά να περάσεις."

"Ευχαριστώ. Τα λέμε, γεια!" είπε ο μικρός και βγήκε.

Η Κασσιόπη ανέβηκε τα σκαλοπάτια για τον επάνω όροφο, ενώ από μέσα της χαιρόταν που εν έτη 2022 υπήρχαν ακόμα έφηβοι που έπαιζαν μπάσκετ στ' αλήθεια και όχι μόνο σε βιντεοπαιχνίδια. Το άγχος της για αυτό που πήγαινε να κάνει επανήλθε μόλις έφτασε έξω από την πόρτα του ατελιέ. Χτύπησε και αμέσως άκουσε τη φωνή του να της λέει να περάσει.

Ο Δαμιανός καθόταν σε ένα σκαμπό μπροστά απ' το καβαλέτο του κι ετοίμαζε τον καμβά. Ακριβώς μπροστά του είχε τοποθετήσει ένα λευκό σατέν σεντόνι, το οποίο είχε καλύψει με μπόλικα ροδοπέταλα.

"Καλώς την." της είπε ο Δαμιανός.

Πέρασε μέσα, ενώ η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Δεν μπορούσε με τίποτα να ελέγξει τον πόθο που ένιωθε.

"Ξέρεις... Νομίζω πως δεν χρειάζεται να βγάλεις τα ρούχα σου." της είπε ο Δαμιανός, εκπλήσσοντας την. "Θέλω να πω... Δεν χρειάζεται να βγάλεις όλα σου τα ρούχα. Μπορώ να σε ζωγραφίσω με τα εσώρουχα. Έτσι κι αλλιώς, θα σε καλύψω με ροδοπέταλα."

"Δεν θα είναι το ίδιο όμως. Πιο όμορφα θα δείχνουν τα ροδοπέταλα πάνω σε ένα τελείως γυμνό κορμί."

Ο Δαμιανός δεν έδειξε να τα χάνει.

Σίγουρα θα έχει ζωγραφίσει πολλές γυναίκες γυμνές! σκέφτηκε η Κασσιόπη με μια δόση ζήλιας.

"Λοιπόν, θα γδυθώ." είπε αποφασισμένη και άρχισε να βγάζει ένα- ένα τα ρούχα της. Ο Δαμιανός είχε μείνει άφωνος. Τέλος, η Κασσιόπη άφησε λυτά τα μαλλιά της, που έφταναν μέχρι τους ώμους και μπροστά ήταν κομμένα σε αφέλειες.

Στεκόταν ολόγυμνη μπροστά του. Εκείνος την κοίταξε από πάνω ως κάτω. Σίγουρα θα ήθελε να κάνουν άλλα πράγματα- ο τρόπος που το βλέμμα του πλανιόταν σε κάθε της καμπύλη το μαρτυρούσε αυτό, όμως προείχε η ζωγραφική.

"Έχεις υπέροχο σώμα, Κασσιόπη. Δεν θέλω να ντρέπεσαι. Ξάπλωσε και χαλάρωσε." της είπε. Εκείνη έκανε όπως της είπε. Το να χαλαρώσει ήταν λίγο δύσκολο.

Ο ζωγράφος γονάτισε πλάι της και της έφτιαξε τη στάση.

"Είσαι λίγο σφιγμένη." παρατήρησε. Πήρε το ένα χέρι της, το έβαλε πάνω απ' το κεφάλι, το άλλο ίσιο. Το ένα πόδι ελαφρώς λυγισμένο...

"Θέλω να προσπαθήσεις να μην κουνηθείς." της είπε.

"ΟΚ..." είπε μόνο εκείνη, που το άγγιγμα του στα μέλη της την είχε κάνει να μουδιάσει. Πήρε στις χούφτες του λίγα ροδοπέταλα και της κάλυψε το στήθος και το επίμαχο σημείο, στέλνοντας ρίγη παντού.

Η Κασσιόπη ήλπιζε να μην παρατηρήσει πόσο την είχε αναστατώσει, τουλάχιστον όχι ακόμα.

"Έτοιμη." είπε ο Δαμιανός και σηκώθηκε. "Και τώρα..." Πήρε θέση μπροστά απ' τον καμβά. "Η μεγάλη στιγμή. Χαλάρωσε, Κασσιόπη. Μην ντρέπεσαι για το σώμα σου." της είπε καθώς ξεκίνησε να σχεδιάζει. Η έξαψη όμως που ένιωθε τη δυσκόλευε πολύ να χαλαρώσει.

Ο Δαμιανός συνέχισε να σχεδιάζει σοβαρός και φαινομενικά ατάραχος, ένιωθε όμως την ίδια έξαψη με εκείνη, η Κασσιόπη μπορούσε να το αισθανθεί αυτό. Ήταν υπέροχος έτσι όπως κινούσε το χέρι του με το μολύβι και κοιτούσε την κάθε λεπτομέρεια του κορμιού της.

"Εντάξει, θα συνεχίσουμε αύριο." της είπε και σηκώθηκε κάποια στιγμή ξαφνικά, σαν να μην άντεχε άλλο. Πλησίασε αργά και κάθισε πλάι της. Η Κασσιόπη ανασηκώθηκε και τα πέταλα απ' τα στήθη της έπεσαν. Ο Δαμιανός τους έριξε μια ματιά όλο πάθος και μετά τη φίλησε αγγίζοντας τα.

Της έκανε έρωτα με το πάθος ενός καλλιτέχνη, σαν να ζωγράφιζε πάνω στο σώμα της. Ήταν διαφορετικός απ΄τον Ντίνο ακόμα και σε αυτό.

Έμεινε μαζί του ως το βράδυ. Άλλωστε τι καλύτερο είχε να κάνει στο σπίτι της; Όταν γύρισε και ο Μάκης, έστρωσαν τραπέζι στη βεράντα του πάνω ορόφου και κάθισαν να φάνε βραδινό. Η μέρα που πέρασε, η δεύτερη του Μαΐου, ήταν αρκετά ζεστή, προμηνύοντας έτσι ένα ακόμα πιο ζεστό καλοκαίρι. Η δροσιά που ακολούθησε όμως όταν έδυσε ο ήλιος ήταν απίστευτα αναζωογονητική και έκανε το γεύμα τους ακόμα πιο ευχάριστο.

Κάποια στιγμή, o Μάκης κοίταξε σκεπτικός τα αστέρια και είπε:

"Μπαμπά, πότε θα πάμε στη μαμά; Έχουμε καιρό να πάμε."

"Θα πάμε αύριο." του υποσχέθηκε ο πατέρας του. Η Κασσιόπη απόρησε. Είχε καταλάβει ότι ο Δαμιανός ήταν χωρισμένος, αφού μεγάλωνε μόνος του τον γιο του. Η πρώην του όμως δεν είχε αναφερθεί ποτέ στις συζητήσεις τους, σαν να μην υπήρχε.

Είδε τη θλίψη στα μάτια του.

Αφού τον στενοχωρεί τόσο, γιατί θέλει να πάει; σκέφτηκε.

"Πηγαίνουμε μια φορά την εβδομάδα και τη βλέπουμε." της εξήγησε ο Δαμιανός, σαν να κατάλαβε τις σκέψεις και τις ανησυχίες της.

"Ε... Κι εσύ πηγαίνεις μαζί του;" απόρησε η Κασσιόπη σαν χαζή.

Μέχρι τώρα ήξερε ότι τα χωρισμένα ζευγάρια που είχαν παιδιά μαζί, επικοινωνούσαν μόνο σε ότι αφορούσε τα παιδιά τους. Δεν πήγαιναν να "δουν" ο ένας τον άλλον.

"Φυσικά πηγαίνω κι εγώ." της απάντησε ο Δαμιανός. Ο Μάκης έσκυψε λυπημένος το κεφάλι.

Μήπως είναι απλά σε διάσταση και τελικά δεν βγάλουν διαζύγιο; σκέφτηκε με τρόμο η Κασσιόπη. Μήπως γυρίσει σε εκείνη και τον χάσω;

"Και...βγαίνετε κιόλας;" τόλμησε να ρωτήσει.

"Εντάξει, αλλαγή θέματος!" είπε ο Μάκης. "Να σας πω μια φάση που έγινε σήμερα στο μπάσκετ."

"Και να θέλαμε να βγούμε, αυτό δεν γίνεται." απάντησε ο Δαμιανός στην Κασσιόπη αγνοώντας τον.

"Μπαμπά! Άλλαξε θέμα τώρα!"

Η Κασσιόπη μπερδεύτηκε. Ίσως η γυναίκα του βρισκόταν στη φυλακή. Ή σε ψυχιατρική κλινική, ακόμα χειρότερα για εκείνη. Γιατί αν ίσχυε κάτι τέτοιο, ο Δαμιανός δεν ήταν 100 % δικός της. Ανήκε σε κάποια άλλη. Ωστόσο δεν φορούσε βέρα. Γιατί; Ένα τεράστιο ΓΙΑΤΙ βασάνιζε το μυαλό και την καρδιά της.

"Κατάλαβα." είπε και σηκώθηκε. "Εγώ να πηγαίνω σιγά- σιγά..." κι έκανε να φύγει.

"Στάσου!" την πρόλαβε ο Δαμιανός. "Δεν θα μείνεις εδώ;"

"Όχι." απάντησε απλά, ανέκφραστα. Και έφυγε.

Ο Δαμιανός δεν την κυνήγησε. Δεν ήθελε να της εξηγήσει. Δεν ήθελε, γιατί πολύ απλά δεν μπορούσε να το παραδεχτεί αυτό που είχε συμβεί στη γυναίκα του και στον ίδιο. Είχαν περάσει τρία χρόνια και ακόμα δεν έλεγε να το χωνέψει.

Η Κασσιόπη γύρισε σπίτι της, ξάπλωσε στο κρεβάτι όπως ήταν με τα ρούχα κι άρχισε να κλαίει. Είχε ερωτευθεί τον Δαμιανό και νόμιζε πως κι εκείνος την είχε ερωτευθεί, όμως έκανε λάθος.

Γιατί στα μάτια του, προηγουμένως που έκαναν αυτή την ελάχιστη συζήτηση για τη γυναίκα του, είδε ότι την αγαπούσε ακόμα. Την αγαπούσε, όμως για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν μπορούσαν να είναι μαζί. Και ο Δαμιανός δεν ήταν ειλικρινής μαζί της. Της το έκρυψε και δεν ήθελε να της πει τι είχε συμβεί. Και δεν τη σταμάτησε καν όταν έφευγε για να της εξηγήσει.

Γιατί; Αυτή η λέξη κυριαρχούσε στις σκέψεις της. Γιατί τον ερωτεύθηκε; Γιατί τον άφησε να τη ζωγραφίσει, να της κάνει έρωτα; Γιατί του δόθηκε τόσο εύκολα, χωρίς πρώτα να μάθει την αλήθεια;

Έπρεπε να το τελειώσει, όσο κι αν την πλήγωνε η απώλεια του. Έπρεπε να παραδεχτεί ότι ήταν άτυχη στον έρωτα. Και δεν θα ερωτευόταν ποτέ ξανά.

*********************************************************

Στην εικόνα επάνω: Κάπως έτσι φαντάζομαι το καθιστικό στο καινούργιο διαμέρισμα της Κασσιόπης. Σε ένα τέτοιο θα ήθελα να μένω! Στο επόμενο κεφάλαιο ίσως σας δείξω και την κρεβατοκάμαρα...!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top