3. Η Θεία Αγνή
Ο Μύρωνας ακολούθησε τους γονείς του στο πέτρινο μονοπάτι μέχρι το γκαράζ. Θα πήγαιναν επίσκεψη στη θεία Αγνή, την αδελφή της μητέρας του. Λίγα πράγματα ήξερε για τη μυστηριώδη αυτή θεία του και οι επισκέψεις στο σπίτι της ήταν σπάνιες. Πριν δέκα χρόνια, νιόπαντρη ακόμα, η Αγνή Καραβιά έμεινε χήρα πριν καν προλάβει να πάρει το επώνυμο του συζύγου της, καθώς ένα δυστύχημα στο μήνα του μέλιτος έληξε το γάμο άδοξα.
Από τότε η Αγνή τον πενθούσε ακόμα και ζούσε στο παρελθόν. Κληρονόμησε τη μεγάλη περιουσία του και ζούσε με όλες τις ανέσεις, αλλά ήταν απίστευτα μοναχική και θλιμμένη. Το στυλ της πλησίαζε πολύ εκείνο των Γεωργίου, καθώς ντυνόταν συνήθως στα μαύρα και πολλοί έλεγαν πως ήταν κι εκείνη γκόθικ. Λεγόταν επίσης ότι στο σπίτι της ζούσε ακόμα το φάντασμα του πεθαμένου άντρα της και γι΄αυτό κανένας άλλος δεν την είχε πλησιάσει ποτέ.
Η Κλέλια έψαχνε συνεχώς τρόπους να βοηθήσει τη μικρότερη αδελφή της, όμως δεν μπορούσε γιατί η Αγνή είχε συνηθίσει αυτή τη μοναχική ζωή. Τώρα όμως, ίσως ήταν διαφορετικά.
"Μυρωνάκο μου, τώρα που θα πάμε στη θεία, μη σου ξεφύγει τίποτα για τον συχωρεμένο θείο Ερρίκο και τη στενοχωρήσεις, εντάξει;" είπε στο γιο της.
"Ναι, μαμά. Δεν θα το ξεχάσω." είπε ο Μύρωνας, αν και πολύ θα ήθελε να μάθει περισσότερο για τον αδικοχαμένο εκείνο θείο του.
Το σπίτι της ήταν μια μοντέρνα λευκή βίλα σε μια αρκετά απομονωμένη περιοχή προς τον Άγιο Στέφανο. Ο Γιάννης πάρκαρε το αυτοκίνητο δίπλα ακριβώς από την άσπρη Πόρσε της κουνιάδας του. Βγήκε έξω και εισέπνευσε τον καθαρό αέρα της περιοχής και την ησυχία.
"Πάμε." είπε στη γυναίκα του και στον γιο του και προχώρησαν προς το σπίτι.
Η Αγνή καθόταν στον καναπέ του δωματίου της κι έβλεπε στην τηλεόραση μια ρομαντική ταινία ως συνήθως. Ταράχτηκε όταν άκουσε το κουδούνι, γιατί δεν δεχόταν συχνά επισκέψεις. Όμως μετά θυμήθηκε ότι περίμενε την αδελφή της και την οικογένεια της.
Σηκώθηκε ισιώνοντας τη μαύρη φούστα της και στρώνοντας όσο μπορούσε τα ατίθασα ξανθά μαλλιά της. Κατέβηκε και άνοιξε λίγο αγχωμένη.
"Καλώς τους." είπε. Η Κλέλια την αγκάλιασε θερμά.
"Γεια σου, αδελφούλα." της είπε και κοίταξε το νεανικό ακόμα πρόσωπο της. "Μια χαρά σε βρίσκω."
"Αλήθεια; Σ' ευχαριστώ." απάντησε η Αγνή και στράφηκε στον γαμπρό της.
"Γεια σου Αγνή. Καλά είσαι;" της είπε εκείνος κι έδωσαν απλά τα χέρια. Δεν είχαν πολύ οικειότητα μεταξύ τους και οι σχέσεις τους ήταν τυπικές.
"Καλά, δόξα το Θεό."
Η Αγνή στράφηκε στον Μύρωνα και χάιδεψε λίγο τα μαύρα μαλλιά του.
"Γεια σου, Μύρωνα. Μεγάλωσες, χρυσό μου."
"Ευχαριστώ θεία Αγνή."
"Λοιπόν; Πάμε να καθίσουμε λίγο στο σαλόνι και μετά να ετοιμάσουμε το τραπέζι;" πρότεινε και όλοι συμφώνησαν. Πήγαν στο σαλόνι και κάθισαν στους αναπαυτικούς καναπέδες.
"Τι νέα μου φέρνετε απ' τον πολιτισμό;" ρώτησε μεταξύ σοβαρού και αστείου. Άρχισαν να λένε τα νέα τους, για τη δουλειά του Γιάννη, το σχολείο του Μύρωνα, καθώς και κάποια κουτσομπολιά για άλλες πλούσιες οικογένειες. Σε κανέναν δεν άρεσε βέβαια το κουτσομπολιό, αλλά δεν είχε απομείνει και τίποτα άλλο να πούνε...
Οι συζητήσεις των μεγάλων ήταν αδιάφορες. Ο Μύρωνας είχε αρχίσει να βαριέται και του έλειπε η Βάσια. Μακάρι να την έπαιρναν και αυτή μαζί τους, όμως σίγουρα η μαμά της δεν θα την άφηνε.
"Θεία, μπορώ να κάνω μια βόλτα στο σπίτι να το δω;" ρώτησε κάποια στιγμή.
"Ναι, βέβαια." του είπε εκείνη. "Σαν στο σπίτι σου."
"Φρόνιμα όμως. Μη σπάσεις τίποτα." του είπε η μητέρα του.
"Δεν είμαι μωρό, μαμά." διαμαρτυρήθηκε ο Μύρωνας καθώς έβγαινε απ' το σαλόνι.
Ανέβηκε στον πάνω όροφο. Του άρεσαν πάρα πολύ τα γυαλιστερά ξύλινα πατώματα. Άνοιξε μια πόρτα και μπήκε στην κρεβατοκάμαρα της θείας του. Στα δεξιά υπήρχε ένας διθέσιος γκρι καναπές και μια τηλεόραση. Στο βάθος βρισκόταν ένα κρεβάτι με ουρανό και μοβ παπλώματα. Δίπλα, μια ξύλινη συρταριέρα. Ο Μύρωνας πλησίασε και θαύμασε τα μπουκαλάκια με αρώματα και τα καλλυντικά που ήταν τοποθετημένα με τάξη εκεί.
Πάνω απ' τη συρταριέρα ήταν κρεμασμένο το πορτραίτο ενός άντρα πολύ όμορφου, με κατάξανθα μαλλιά, μουστάκι και γαλάζια μάτια. Σίγουρα αυτός ήταν ο θείος ο Ερρίκος! Η θεία Αγνή ήταν ζωγράφος και σίγουρα πρέπει να τον είχε ζωγραφίσει λίγο πριν παντρευτούν και γίνει το μοιραίο. Μάλλον από εκείνη είχε πάρει ο Μύρωνας την καλλιτεχνική τάση του. Βγήκε απ' την κρεβατοκάμαρα και κοίταξε στο βάθος.
Σε μια σκοτεινή γωνιά βρισκόταν άλλη μια πόρτα, γαλάζια.
Ο Μύρωνας πλησίασε και την άνοιξε διστακτικά. Μπήκε σε ένα μισοβαμμένο, γαλάζιο δωμάτιο, με μια κούνια κι ένα παιδικό μπαούλο παιχνιδιών. Τα ξύλινα πλακάκια ήταν επίσης μισοτελειωμένα, τοποθετημένα μέχρι τη μέση του δωματίου. Στάθηκε μπροστά στην κούνια. Μέσα βρισκόταν μόνο ένα χαριτωμένο αρκουδάκι. Τον κατέκλυσε μια απίστευτη συγκίνηση. Γύρισε και γονάτισε μπροστά απ' το μπαούλο. Άρχισε να βγάζει προσεκτικά, ένα- ένα τα παιχνίδια που υπήρχαν εκεί μέσα: ένα λούτρινο κουνελάκι, ένα αυτοκινητάκι, ένας πύραυλος, ένα ρομπότ κι ένα κίτρινο τανκ.
Γιατί η θεία Αγνή φύλαγε όλα αυτά τα παιχνίδια εκεί μέσα; Αφού δεν πρόλαβε να κάνει παιδιά... Μια περίεργη μελαγχολία έπιασε τον Μύρωνα και δάκρυσε ανεξήγητα. Έπειτα έβαλε πάλι μέσα τα παιχνίδια, έκλεισε το μπαούλο και επέστρεψε στον κάτω όροφο.
Στο μεταξύ η Αγνή είχε αρχίσει ήδη να στρώνει το μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας και να σερβίρει το κοτόπουλο με το ρύζι. Η Κλέλια έκοβε σαλάτα στην κουζίνα.
Η Αγνή μπήκε κι εκείνη στην κουζίνα για να δει πως τα πήγαινε η αδελφή της. Η σαλάτα ήταν έτοιμη.
"Μμμ, ωραία φαίνεται." είπε πλησιάζοντας. "Το τραπέζι είναι έτοιμο."
"Να σου μιλήσω λίγο τώρα που είμαστε μόνες μας;" τη ρώτησε η Κλέλια.
"Πες μου."
Η Κλέλια πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε:
"Νομίζω πως είναι καιρός να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου. Πέρασαν δέκα χρόνια από τον χαμό του Ερρίκου και είσαι μόνο τριάντα πέντε." Η Αγνή έσκυψε το κεφάλι.
"Για μένα είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα."
"Άκου, Αγνή μου. Γενικά μπορεί να είμαστε πένθιμοι τύποι όλοι σαν οικογένεια, αλλά δεν γίνεται να μένεις πάντα κολλημένη στο παρελθόν, καρδούλα μου." της είπε τρυφερά. "Και ο Γιάννης έχασε μια σύζυγο, θυμάσαι; Κι ύστερα αγάπησε εμένα και όλα άλλαξαν. Έκανε μια νέα αρχή."
"Για μένα είναι τρομερά δύσκολο να ξεκινήσω απ' την αρχή με κάποιον άλλον και το ξέρεις." επέμεινε η Αγνή.
"Σου φαίνεται δύσκολο επειδή δεν έχεις προσπαθήσει να γνωρίσεις κάποιον καλύτερα. Όμως μην ανησυχείς. Αυτή τη φορά, έχω εγώ κάποιον να σου γνωρίσω."
"Ποιον;!" απόρησε έκπληκτη η αδελφή της.
"Έναν φίλο του Γιάννη. Βασίλης Ιωαννίτης λέγεται και είναι καλός άνθρωπος. Είναι τόσο μοναχικός όσο κι εσύ. Θα τα πάτε μια χαρά."
"Δεν ξέρω, Κλέλια..."
"Να του δώσω το τηλέφωνο σου;"
"Δώσε το και βλέπουμε."
"Εντάξει. Μην ντραπείς και δεν δεχτείς να βγείτε όμως. Αν του δώσεις την ευκαιρία και γνωριστείτε καλύτερα, είμαι σίγουρη ότι θα ταιριάξετε απόλυτα."
Έκαναν μια παύση. Έπειτα η Κλέλια αγκάλιασε στοργικά την αδελφή της και είπε:
"Θέλω να σε ξαναδώ ευτυχισμένη, αδελφούλα."
"Θα προσπαθήσω. Πάμε να φάμε τώρα." είπε η Αγνή.
"Βεβαίως. Πάω να φωνάξω τον Γιάννη και τον Μύρωνα."
Τους βρήκε και τους δυο στο σαλόνι. Μαζεύτηκαν στην τραπεζαρία και άρχισαν να τρώνε το νοστιμότατο γεύμα.
"Πολύ ωραίο το κοτόπουλο, Αγνή." σχολίασε ο Γιάννης.
"Ευχαριστώ. Και η σαλάτα της Κλέλιας όμως δεν πάει πίσω, έτσι;"
"Εννοείται."
"Βλέπετε; Όπου βάζει το χεράκι της η μαμά, το τραπέζι γίνεται θεσπέσιο." είπε ο Μύρωνας.
Οι γονείς του και η θεία του γέλασαν με το εμπλουτισμένο για την ηλικία του λεξιλόγιο. Η Αγνή ένιωσε για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ότι ήταν μέλος μιας οικογένειας ξανά. Και όταν αργότερα τους αποχαιρέτησε στην είσοδο κι εκείνοι έφυγαν, ένιωσε μια μικρή στενοχώρια που έμεινε πάλι μόνη της.
Στο δρόμο για το σπίτι, ο Μύρωνας αποφάσισε να πει στους γονείς του για την ανακάλυψη του στο σπίτι της θείας Αγνής:
"Ανέβηκα στον επάνω όροφο και βρήκα ένα μισοτελειωμένο δωμάτιο γεμάτο με παιχνίδια." εξήγησε.
"Φαίνεται πως η Αγνή και ο Ερρίκος είχαν...μεγάλα σχέδια για το μέλλον." σχολίασε η Κλέλια, η οποία οδηγούσε αυτή τη φορά τη μαύρη, γυαλιστερή Μερσεντές.
"Δέχτηκε να γίνει η γνωριμία με τον Βασίλη;" άλλαξε θέμα ο Γιάννης.
"Ναι. Αυτό είναι καλό σημάδι." είπε η γυναίκα του.
Λίγες μέρες μετά, η Κλέλια μαγείρευε στην κουζίνα, ώσπου δέχτηκε μια απρόσμενη επίσκεψη: ήταν η Αγνή. Φορούσε γκρι φόρεμα αντί για μαύρο και τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα στο κομμωτήριο.
"Αδελφούλα;! Πώς και από εδώ;!" αναφώνησε ενθουσιασμένη η Κλέλια. "Καλέ, τι ομορφιές είναι αυτές;"
"Είπα να κάνω μια αλλαγή." είπε η Αγνή. "Με πήρε τηλέφωνο ο Βασίλης."
"Και...; Πώς τον άκουσες;"
"Είναι πολύ γλυκός. Μου είπε τόσο όμορφα λόγια... Θα με βγάλει για φαγητό το βράδυ."
"Ω...! Έτσι εξηγείται αυτή η περιποίηση. Για μεσημέρι όμως; Θα φας μαζί μας, έτσι;"
"Ναι, θα σας κάνω την τιμή." είπε η Αγνή. "Πού είναι οι άντρες σου;"
"Ο Γιάννης πήγε σε μια έκτακτη συνάντηση στα γραφεία της εταιρείας. Προέκυψε κάτι επείγον, αλλά δεν θα αργήσει. Ο Μύρωνας είναι στους Μιχαλόπουλους. Έλα, κάθισε μέχρι να γίνει το φαΐ."
Κάθισαν στο τραπέζι της κουζίνας.
"Πρέπει να γνωρίσεις τη Βάσια Μιχαλοπούλου. Πολύ καλό κοριτσάκι. Νομίζω πως ο γιος μου είναι ερωτευμένος μαζί της." είπε η Κλέλια με ένα χαμόγελο ενθουσιασμού.
"Αλήθεια...; Τι ρομαντικό... Παιδικός έρωτας." σχολίασε η Αγνή. "Η Βάσια είναι ερωτευμένη;"
"Έτσι νομίζω. Δείχνει να τον αγαπάει σαν φίλο της, αλλά δεν ξέρω για κάτι παραπάνω. Μόνο το μέλλον να δείξει."
"Ακριβώς." συμφώνησε η Αγνή. "Και μονάχα ο Θεός γνωρίζει τι κρύβει το μέλλον, αλλά μας τα κρατάει μυστικά. Ίσως όμως είναι καλύτερα να μην τα ξέρουμε."
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top