29. Η Πρόταση
Δύο μήνες πέρασαν από το γάμο που τελικά δεν έγινε. Η Κασσιόπη στην αρχή ένιωθε νεκρή, ένιωθε πως η ζωή της τελείωσε. Όλα ήταν μάταια χωρίς τον Ντίνο, τα πάντα γύρω της, της φαίνονταν απαίσια. Και το χειρότερο ήταν, ότι εκείνος δεν προσπάθησε καν να επικοινωνήσει μαζί της, να της ζητήσει συγνώμη ή να δώσει κάποια εξήγηση που έφυγε σαν κυνηγημένος στη μέση της τελετής.
Της έστειλε μόνο ένα απλό μήνυμα στο κινητό, μερικές λέξεις που πλήγωσαν σαν καρφιά την καρδιά της:
Τελειώσαμε. Ελπίζω να το κατάλαβες. Σ' ευχαριστώ για όλα, αλλά δεν θέλω να είμαι για πάντα μαζί σου. Από τότε ήταν λες και δεν είχε ζωή μέσα της. Η Μαρία τη βοηθούσε όσο μπορούσε, όμως είχε κι εκείνη τα δικά της προβλήματα. Εκείνη την περίοδο έβγαινε το διαζύγιο με τον άντρα της, Δημήτρη, ο οποίος τα είχε με τη Νίνα Καλογήρου.
Η Κασσιόπη και η Μαρία είχαν γνωριστεί σε μια έκθεση ζωγραφικής του διάσημου ζωγράφου Δαμιανού Δάρρα. Παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας τους (η Μαρία ήταν πολύ μεγαλύτερη) έγιναν σύντομα κολλητές.
Ο Μύρωνας το είχε πάρει απόφαση. Για πόσο ακόμα θα έμενε μόνος του; Για πόσο θα περίμενε ανέλπιστα την επιστροφή της Βάσιας; Η Νάντια είχε δίκιο τελικά: η Βάσια ήταν νεκρή, διαφορετικά θα είχε βρεθεί μέχρι τώρα. Όλα τα άλλα περί εξωγήινων ήταν φαντασίες και αυτό όντως αποδείχθηκε, γιατί όλοι όσοι το πίστευαν ήταν τρελοί.
Ήξερε πως ήταν λάθος, ήξερε ότι τα παιδιά του δεν συμφωνούσαν με τη σχέση του, όμως θα παντρευόταν την Νάντια και ας μην την αγαπούσε. Γιατί κάποια στιγμή θα έμενε μόνος του, ήταν σίγουρος για αυτό. Η Κασσιόπη θα γνώριζε κάποιον άλλον να παντρευτεί και θα έφευγε απ' το σπίτι- και ο Αλέξανδρος το ίδιο κάποια στιγμή. Τα παιδιά το είχαν δηλώσει ότι δεν θα έμεναν για πάντα σε αυτό το σπίτι που τους θύμιζε τόσο πολύ τη μητέρα τους και τους πλήγωνε. Και ο Μύρωνας δεν θα άντεχε να είναι μόνος και να σκέφτεται τη Βάσια. Προτιμούσε να έχει μια συντροφιά πριν τη δύση της ζωής του.
Την πήρε μια μέρα τηλέφωνο και της πρότεινε να τη βγάλει για φαγητό σε ένα πανάκριβο εστιατόριο. Εκείνη πέταξε από τη χαρά της. Συναντήθηκαν απ' έξω απ' το εστιατόριο ντυμένοι επίσημα. Η Νάντια ήταν κομψή και γοητευτική όπως πάντα. Είχε φορέσει ένα σκούρο μπλε φόρεμα με ανοιχτό ντεκολτέ, τα μαλλιά της ήταν ολόισια και ο λαιμός της στολιζόταν από ένα ασημένιο μενταγιόν με κολιέ από μαργαριτάρια.
Είχε ένα προαίσθημα ότι ο Μύρωνας θα τη ζητούσε σε γάμο. Ήταν πολύ ευγενικός και περιποιητικός μαζί της και όταν κάθισαν άφησε εκείνη να επιλέξει το μενού. Εφόσον πλήρωνε ο Μύρωνας, η Νάντια επέλεξε τα πιο ακριβά φαγητά και ένα εκλεπτυσμένο κόκκινο κρασί.
"Σ' ευχαριστώ που είσαι κοντά μου και με στηρίζεις όλον αυτό τον καιρό, Νάντια." της είπε αργότερα, όταν τελείωσαν το φαγητό τους.
"Δεν θα μπορούσα με τίποτα να σε αφήσω, Μύρωνα. Με είχες ανάγκη και πιστεύω σε βοήθησα πολύ. Όμως κι εσύ με κάνεις πολύ χαρούμενη. Σε ευχαριστώ που υπάρχεις στη ζωή μου."
"Είσαι υπέροχη γυναίκα, Νάντια. Σε είχα παρεξηγήσει παλιότερα και λυπάμαι για αυτό."
"Να μη λυπάσαι πια για τίποτα. Περασμένα ξεχασμένα." είπε η Νάντια και σήκωσε το ποτήρι της για να τσουγκρίσουν.
Μετά ο Μύρωνας αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα. Της κράτησε τα χέρια και είπε:
"Νάντια, είσαι η γυναίκα με την οποία θέλω να ξαναφτιάξω τη ζωή μου. Θέλω πολύ μια παντοτινή σύντροφο σαν εσένα, να με φροντίζει και να γιατρεύει τον πόνο μου, αν και αυτό το έχεις κάνει ήδη." Έπειτα έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του ένα κουτάκι κοσμηματοπωλείου. Το άνοιξε και τα μάτια της Νάντιας άστραψαν από τη λάμψη του μονόπετρου.
"Δέχεσαι να με παντρευτείς;" τη ρώτησε.
"Ω... Ναι, μα και βέβαια, Μύρωνα!" αναφώνησε με χαρά εκείνη.
Ο Μύρωνας της το φόρεσε. Η Νάντια το κοίταγε με θαυμασμό που έλαμπε στο δάχτυλο της και είπε:
"Αχ, είμαι τόσο συγκινημένη...!"
Μετά πήγαν σπίτι του να περάσουν τη νύχτα. Ο Μύρωνας ξάπλωσε στο κρεβάτι και την περίμενε καθώς εκείνη φρεσκαριζόταν στο μπάνιο.
"Μωρό μου...!" την άκουσε να του φωνάζει. "Είσαι έτοιμος;!"
"Ναι, αγάπη μου. Πανέτοιμος." Η Νάντια βγήκε από το μπάνιο φορώντας μόνο κάτι μπλε μεταξωτά εσώρουχα. Ο Μύρωνας ένιωσε να παίρνει φωτιά.
Η Νάντια πλησίασε προκλητικά και σκαρφάλωσε από πάνω του σαν γάτα. Ο Μύρωνας δεν μπορούσε να περιμένει λεπτό παραπάνω. Τη γύρισε ανάσκελα και άρχισε να τη φιλάει με πάθος.
Την επόμενη μέρα, η Κασσιόπη κατέβηκε στην κουζίνα για να φτιάξει πρωινό και είδε με δυσάρεστη έκπληξη ότι ο πατέρας της και η Νάντια έπιναν καφέ μαζί, που σήμαινε ότι η Νάντια είχε κοιμηθεί για μια ακόμα φορά σπίτι τους.
Συνηθισμένα πράγματα σκέφτηκε. Όμως παρατήρησε ότι κάτι είχε αλλάξει μεταξύ τους. Η Νάντια ήταν όλο γλύκες και χαμόγελα με τον πατέρα της, σαν να της ανήκε πραγματικά.
"Καλημέρα, Κασσιόπη." της είπε η Νάντια με ψεύτικη γλυκιά φωνή.
"Καλημέρα." είπε η Κασσιόπη ανόρεχτα. Άνοιξε το ψυγείο για να πάρει τα υλικά για τηγανίτες, όμως συνειδητοποίησε πως δεν είχε καθόλου όρεξη και το ξανάκλεισε αμέσως.
"Έλα, κάθισε να πιεις καφέ μαζί μας." της είπε ο Μύρωνας.
"Όχι ευχαριστώ. Θα πιω καφέ έξω, με τη Μαρία." και γύρισε να φύγει για να πάει να ετοιμαστεί και να τηλεφωνήσει στη φίλη της.
Έτσι γινόταν πάντα. H Κασσιόπη δεν άντεχε λεπτό να κάθεται στο σπίτι όσο βρισκόταν κι η Νάντια εκεί.
"Μην είσαι τόσο αγενής με τη Νάντια." της έκανε παρατήρηση ο πατέρας της. "Πρέπει να τα βρείτε. Έτσι κι αλλιώς, σύντομα θα γίνει μητριά σου."Η Κασσιόπη πάγωσε με αυτή την απότομη είδηση.Γύρισε αναγκαστικά πάλι προς το μέρος τους για να ρωτήσει, λες και δεν κατάλαβε:
"Τι εννοείς;"
"Ο πατέρας σου κι εγώ παντρευόμαστε!" είπε χαρούμενη η Νάντια, με ύφος νικητή.
"Με δουλεύετε, έτσι;"
"Κασσιόπη, πρόσεχε τους τρόπους σου!" φώναξε ο Μύρωνας.
"Παράτα με! Κανείς δεν με υπολογίζει μου φαίνεται εδώ μέσα." είπε η Κασσιόπη κι έφυγε.
Ανέβηκε στο δωμάτιο της και κάθισε στο πιάνο. Ο Μύρωνας την ακολούθησε.
"Κασσιόπη μου, τι σ' έπιασε στα καλά καθούμενα;" προσπάθησε να την καλοπιάσει.
"Δεν θέλω να την παντρευτείς." δήλωσε εκείνη με το βλέμμα καρφωμένο στα ασπρόμαυρα πλήκτρα.
"Νόμιζα πως ήθελες την ευτυχία μου."
"Τη θέλω." Γύρισε απότομα η Κασσιόπη και τον κοίταξε. "Όμως όχι με αυτήν. Μου φέρεται απαίσια όταν εσύ λείπεις. Συνέχεια με ειρωνεύεται και με προσβάλλει, το ίδιο και τον Αλέξανδρο. Επιπλέον, είναι πρώην του Ντίνου και ακόμα τον τριγυρίζει σε περίπτωση που δεν το έχεις καταλάβει."
"Όλα στο μυαλό σου είναι. Η Νάντια έχει στρώσει." τη διαβεβαίωσε ο πατέρας της.
"Ναι, ε; Και δεν μου λες...; Που ήταν τη νύχτα πριν το γάμο μου, που την έπαιρνες γιατί ήταν να κοιμηθεί εδώ και δεν το σήκωνε; Με τον Ντίνο ήταν, είμαι σίγουρη!"
"Σσστ! Θα σ' ακούσει."
Η Κασσιόπη όμως τον αγνόησε:
"Αυτή ήταν ο λόγος που δεν ήθελε να με παντρευτεί ο Ντίνος!"
"Για πρόσεχε τι λες, νεαρή!" της φώναξε. "Δεν θα την πληρώσουμε εμείς επειδή χώρισες! Λες και δεν στα έλεγα εγώ για τον Ντίνο! Θα παντρευτώ τη Νάντια, πάει και τελείωσε! Θες να το δεχτείς; Καλώς. Διαφορετικά να φύγεις απ' το σπίτι."
"Θα φύγω!" του είπε με πείσμα.
Φυσικά η Νάντια κρυφάκουσε τη συζήτηση τους, όμως μετά έκανε πως δεν κατάλαβε. Το ίδιο βράδυ, είπε στην αδελφή της για την πρόταση γάμου του Μύρωνα και για την ανυπομονησία της να τον παντρευτεί. Είχαν χαλαρώσει στο τζακούζι στη βεράντα του σπιτιού της, απ' την οποία φαινόταν το σπίτι του Ντίνου απέναντι.
Η Νίνα έμεινε έκπληκτη με την ανακοίνωση της αδελφής της.
"Και γιατί τόση χαρά; Αφού δεν αγαπάς τον Μύρωνα." είπε.
"Μα για τα λεφτά του, φυσικά." απάντησε η Νάντια. "Ξέρεις ότι η δουλειά μου δεν πάει καθόλου καλά τελευταία και χρειαζόμαστε χρήματα για να ξεχρεώσουμε, αλλά και για να ζήσουμε πιο άνετα." Η Νίνα κατσούφιασε.
"Δηλαδή θα πας να μείνεις στην έπαυλη και θα αφήσεις την αδελφούλα σου μόνη της;"
"Ω, έλα τώρα... Θα σου δίνω κι εσένα λεφτά, μωρή χαζή. Όσα χρειάζεσαι για να κάνεις ό,τι γουστάρεις με αυτά. Ο Μύρωνας δεν θα παίρνει χαμπάρι. Είναι τόσο ερωτευμένος μαζί μου που δεν βλέπει πέρα απ' τη μύτη του. Εδώ έχουν βγει τόσες φήμες ότι τον κερατώνω με τον Ντίνο και δεν τις πιστεύει!"
"Δεν είναι ωραία πράγματα αυτά. Να κλέβεις απ' τον Μύρωνα για να τα δίνεις σε εμένα;"
"Μα δεν θα θεωρείται κλεψιά εφόσον θα είναι και δικά μου λεφτά απ' τη στιγμή που θα τον παντρευτώ. Και σιγά μην το προσέξει αυτός με τόση περιουσία που έχει."
"Και δεν είναι μόνο φήμες η παράνομη σχέση σου με τον Ντίνο!" αναφώνησε με ύφος η Νίνα.
"Όχι, δεν είναι." παραδέχτηκε η Νάντια και γέλασε.
Γέλασε και η Νίνα. Δεν την πείραζε πλέων. Άλλωστε εκείνη ήταν πολύ ερωτευμένη με τον Δημήτρη και είχε ξεκολλήσει απ' τον Ντίνο, αφήνοντας τον πλέων στην αδελφή της (και σε τόσες άλλες!).
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top