(Στη φωτογραφία επάνω: κάπως έτσι φαντάζομαι το εκκλησάκι στον κήπο των Γεωργίου στολισμένο για γάμο!!)
2022
Η Κασσιόπη χτένιζε τα μαλλιά της μπροστά απ' τον καθρέφτη με μεγάλη αγωνία. Η σημερινή μέρα ήταν πολύ σημαντική και θα κρινόταν το κοινό της μέλλον με τον Ντίνο. Εφόσον η σχέση τους είχε κρατήσει τρία χρόνια, ο πατέρας της την αποδέχτηκε τελικά και προσπαθούσε απλά να ανέχεται τον Ντίνο που μπαινόβγαινε στο σπίτι τους. Άλλωστε, δεν είχε δικαίωμα να την κρίνει για τις επιλογές της, τη στιγμή που ο ίδιος είχε σχέση με τη Νάντια Καλογήρου.
Ο Ντίνος είχε πολύ άγχος καθώς περπατούσε προς το σπίτι των Γεωργίου. Είχε αποφασίσει να κάνει πρόταση γάμου στην Κασσιόπη ενώπιον του πατέρα της κι εκείνη συμφώνησε. Έπρεπε επιτέλους η σχέση τους να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο. Θα της έκανε λοιπόν την πρόταση, ο Μύρωνας θα δεχόταν με λίγη τύχη και θα κανόνιζαν το γάμο τους το συντομότερο δυνατόν.
Έφτασε στην έπαυλη. Του άνοιξε ο ίδιος ο Μύρωνας.
"Καλησπέρα, Μύρωνα."
"Καλώς τον." τον χαιρέτησε κάπως απρόθυμα εκείνος.
Ο Ντίνος του έδωσε μια σακούλα με κουτί ζαχαροπλαστείου που κρατούσε.
"Σας έφερα μερικές πάστες."
"Ευχαριστώ." είπε ο Μύρωνας ξερά και άφησε το κουτί στον πάγκο της κουζίνας. Είχε υποπτευθεί για ποιο λόγο ήρθε ο Ντίνος και του έφερε και γλυκά. Δεν πρόλαβε να του πει τίποτα όμως, γιατί εκείνη τη στιγμή μπήκε στην κουζίνα ο Αλέξανδρος.
"Γεια σας, κύριε Ντίνο." τον χαιρέτησε.
"Γεια σου Άλεξ. Τι κάνεις;"
"Καλά."
"Αλέξανδρε, πήγαινε φώναξε την αδελφή σου σε παρακαλώ κι ελάτε στο σαλόνι." του είπε ο πατέρας του.
"Οκ." είπε ο μικρός κι έφυγε.
"Πάμε." είπε στον Ντίνο.
Στο σαλόνι βρισκόταν επίσης η Νάντια, η οποία σηκώθηκε αμέσως μόλις μπήκαν.
"Γεια σου Ντίνο." του είπε και τον κοίταξε με βλέμμα που δεν άρεσε καθόλου στον Μύρωνα. Λίγο μετά, κατέβηκαν τα δυο αδέλφια. Η Κασσιόπη ήταν πανέμορφη όπως πάντα. Φορούσε ένα μαύρο μακρύ φόρεμα της γιαγιάς της και τα μαύρα μαλλιά της, πιο κοντά απ' ότι ήταν παλιά, τα είχε μαζέψει σε κοτσίδες.
"Λοιπόν, τώρα που είμαστε όλοι μαζεμένοι εδώ, νομίζω ήρθε η ώρα να κάνω την πρόταση μου στην Κασσιόπη." μπήκε κατευθείαν στο "ψητό" ο Ντίνος.
Η Κασσιόπη πλησίασε. Ο Ντίνος έβγαλε απ' την τσέπη του τζιν του ένα μονόπετρο λαμπερό δαχτυλίδι.
"Κασσιόπη Γεωργίου." της είπε, κρατώντας με το ένα χέρι του το δικό της. "Δέχεσαι να γίνεις γυναίκα μου;"
"Δέχομαι." Ο Μύρωνας δεν ένιωθε καλά. Άσπρισε αμέσως. Η Κασσιόπη περίμενε κάτι πιο ρομαντικό για πρόταση γάμου, όχι έτσι όπως έγινε τώρα, μπροστά στην οικογένεια της, τόσο...τυπικά.
Ήξερε όμως πως μόνο έτσι θα το δεχόταν ο πατέρας της, γι' αυτό και δέχτηκε.
"Μύρωνα, ζητώ το χέρι της κόρης σου. Μόνο αν δεχτείς κι εσύ θα της φορέσω το δαχτυλίδι."
"Καθίστε κάτω." είπε ο Μύρωνας σε όλους.
"Τι; Μη μου πεις ότι θα το συζητήσεις..." γκρίνιαξε η Νάντια καθώς καθόντουσαν.
"Πάψε, Νάντια. Θέλω να το σκεφτώ."
"Μα έχουν τόσο μεγάλη διαφορά ηλικίας..."
"Νάντια, ή θα καθίσεις να ακούσεις τι θα πούμε ή θα σηκωθείς και θα φύγεις." της είπε.
Τελικά η Νάντια έμεινε, προσπαθώντας να κρύψει τη ζήλια της.
"Τα πράγματα έχουν ως εξής." ξεκίνησε ο Μύρωνας. "Η Κασσιόπη είναι 22 χρονών. Έχει άλλα πράγματα να κάνει, όπως να συνεχίσει τις σπουδές της και να βρει δουλειά. Πάντως ο γάμος δεν είναι στις άμεσες προσδοκίες της."
"Μπαμπά!" επενέβη η Κασσιόπη. "Νιώθω έτοιμη να παντρευτώ τον Ντίνο. Τον αγαπάω. Μπορώ να τα συνδυάζω όλα: σπίτι, σπουδές, δουλειά αργότερα και οικογένεια."
"Ναι, το ξέρω ότι τον αγαπάς και δεν διαφωνώ ότι θα μπορείς να τα κάνεις όλα αυτά, όμως, εξαιτίας της μεγάλης διαφοράς ηλικίας σας, και εξαιτίας του...παρελθόντος του Ντίνου, γι' αυτό έχω κάποιες αμφιβολίες."
"Συγνώμη, μπορώ να μιλήσω;" ζήτησε το λόγο ο Ντίνος.
"Φυσικά."
"Κοίταξε, Μύρωνα. Η ηλικία δεν παίζει ρόλο όταν υπάρχει αγάπη. Κι εγώ την Κασσιόπη την αγαπάω όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Για χάρη της, έχω ξεκόψει από όλες τις άλλες...κατακτήσεις μου. Έχω σταματήσει πλέω να πηγαίνω με την κάθε μια του δρόμου."
Σε αυτό το σημείο έριξε μια κλεφτή ματιά στη Νάντια, η οποία δεν έγινε αντιληπτή από τους υπόλοιπους. Η Νάντια άρχισε να βράζει απ το θυμό και τη ζήλια.
"Και θα μπορείς να φροντίζεις και να προσέχεις την κόρη μου, όπως ακριβώς έκανα εγώ τόσα χρόνια;" τον ρώτησε ο Μύρωνας.
"Στο υπόσχομαι."
"Τότε...εγώ πάω πάσο. Μπορείτε να παντρευτείτε." δήλωσε επίσημα ο Μύρωνας.
Η Κασσιόπη κοίταξε τον Ντίνο με μάτια που έλαμπαν από χαρά κι εκείνος της χαμογέλασε, της κράτησε το χέρι και της φόρεσε το δαχτυλίδι.
Σε ένα μήνα μέσα κανόνισαν το γάμο τους, εφόσον υπήρχε οικονομική άνεση και απ' τις δυο πλευρές. Ειδικά ο Ντίνος ήταν πολύ ανυπόμονος και η Κασσιόπη αναρωτιόταν το γιατί. Του Μύρωνα βέβαια, αυτή η βιασύνη δεν του άρεσε καθόλου και είχε άσχημο προαίσθημα, όμως αρκετά βάσανα είχε περάσει η οικογένεια του τα δύο τελευταία χρόνια. Ένας γάμος σίγουρα θα έδινε λίγη χαρά.
Μετά την εξαφάνιση της Βάσιας, η μητέρα της έμαθε ότι πάσχει από καρκίνο σε πολύ προχωρημένο στάδιο, έτσι δεν πάλεψε καθόλου. Πέθανε μέσα σε λίγους μήνες. Ένα χρόνο μετά, ο πατέρας της έφυγε κι αυτός απ' τον καημό του, με ξαφνικό καρδιακό επεισόδιο. Όσο για τον Μιχάλη, αυτός ζούσε μόνιμα στη Γερμανία και δεν είχε επαφές με την οικογένεια της αδελφής του.
Κατέβηκε στην Ελλάδα για τις κηδείες των γονιών του και από τότε δεν είχε ξαναμιλήσει με τον κουνιάδο του και τα ανίψια του. Οτιδήποτε στην Ελλάδα τον πλήγωνε: πρώτα οι αναμνήσεις με την Κατερίνα, ύστερα ο χαμός της Βάσιας και τέλος οι θάνατοι των γονιών του. Ο Μύρωνας του έστειλε προσκλητήριο για το γάμο της κόρης του, όμως εκείνος όχι μόνο δεν πήγε, αλλά δεν μίλησε καν με τον Μύρωνα να του δώσει αρνητική απάντηση, να ζητήσει συγνώμη και να ευχηθεί "να ζήσουν". Ούτε καν αυτό.
Όλα ήταν έτοιμα για το γάμο. Δεν απέμεναν πλέων ούτε 24 ώρες. Ο Ντίνος τα ετοίμασε όλα, το γαμπριάτικο κοστούμι κι όλα τα σχετικά, έκανε μπάνιο και φόρεσε μια ρόμπα, έτοιμος να πέσει για ύπνο, όμως χτύπησε το κουδούνι της πόρτας.
Ποιος να είναι τέτοια ώρα; σκέφτηκε και πήγε να ανοίξει. Ήταν η Νάντια. Φορούσε μακρύ λεοπάρ παλτό και μαύρες ψηλές γόβες. Ήταν χτενισμένη και βαμμένη σαν να επρόκειτο να πάει στα μπουζούκια!
"Έκπληξη!" αναφώνησε και τον έσπρωξε στην άκρη για να περάσει.
"Νάντια, τι κάνεις εδώ;" απόρησε ο Ντίνος κι έκλεισε την πόρτα.
"Ήρθα να σε συγχαρώ." του απάντησε απλά εκείνη ξεκουμπώνοντας το παλτό της.
Ο Ντίνος συνειδητοποίησε έκπληκτος ότι δεν φορούσε τίποτα από μέσα!
"Νάντια, σταμάτα. Αύριο παντρεύομαι."
"Μπάτσελορ πάρτι." είπε η Νάντια και άφησε το παλτό να πέσει στο πάτωμα. Ο Ντίνος την κοίταξε σαν χαμένος. Θαύμασε για ακόμα μια φορά τις αισθησιακές καμπύλες της, το στητό πλούσιο στήθος...και θυμήθηκε τα παλιά. Την πλησίασε χωρίς ενδοιασμούς κι έβγαλε τη ρόμπα του.
Από μέσα φορούσε ένα κόκκινο μποξεράκι.
"Έλα... Ας θυμηθούμε τα παλιά..." του είπε η Νάντια. Κόλλησε πάνω του και τον φίλησε αισθησιακά, ενώ εκείνος δεν έκανε καμία προσπάθεια να αντισταθεί στον πειρασμό. Ήταν πλέων πολύ αργά. Αμάρτησε μαζί της, την πήρε πάνω στον λευκό καναπέ του σαλονιού, γνωρίζοντας θέλοντας και μη ότι το παρελθόν ποτέ δεν σ' αφήνει ήσυχο.
Ύστερα από όλα αυτά που έκαναν, όταν συνήλθε, η Νάντια σηκώθηκε, φόρεσε το παλτό της και πριν φύγει του είπε:
"Σκέψου καλά την αυριανή μέρα πριν κάνεις το λάθος, Ντίνο. Σου ταιριάζει αυτή η ζωή του παντρεμένου οικογενειάρχη; Μπορείς πραγματικά να μείνεις με μία γυναίκα για όλη την υπόλοιπη ζωή σου;"
Ο Ντίνος δεν της απάντησε. Την κοίταξε μόνο καθώς έβγαινε και αναρωτιόταν αν όντως μπορούσε να μείνει για πάντα με την Κασσιόπη.
Η μέρα του γάμου ξημέρωσε. Ήταν μια ηλιόλουστη, ζεστή ανοιξιάτικη μέρα. Ο γάμος θα γινόταν μεσημέρι και η δεξίωση θα γινόταν στο σαλόνι και στον κήπο της έπαυλης. Η κεντρική πόρτα του σαλονιού άνοιξε πάλι μετά από πολλά χρόνια και οι καλεσμένοι άρχισαν να καταφθάνουν.
Στον κήπο είχε τοποθετηθεί η γαμήλια αψίδα, μπροστά της ένα μακρύ κόκκινο χαλί και στις δυο μεριές του βρίσκονταν παραταγμένες σε σειρά πολλές καρέκλες. Λίγο πιο πέρα, διάσπαρτα στον κήπο βρίσκονταν μερικά στρογγυλά τραπέζια με λευκά τραπεζομάντιλα, καθώς και μέσα στο σαλόνι. Έφτασε και η Νάντια με τη Νίνα, άψογα ντυμένες και βαμμένες. Η Νάντια ήταν υπέροχη και ο Μύρωνας δεν μπορούσε να σταματήσει να την κοιτάει.
Φορούσε μια χρυσή μακριά τουαλέτα, με θανατηφόρο ντεκολτέ και ένα σκίσιμο μέχρι το πάνω μέρος του μηρού. Η Νίνα ήταν εξίσου όμορφη και λαμπερή, αλλά λιγότερο προκλητική. Εκείνη είχε επιλέξει μια ροζ στράπλες τουαλέτα, στενή πάνω- φαρδιά κάτω. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια πολύ μακριά κοτσίδα, η οποία σίγουρα ήταν εξτένσιον. Η Νάντια, απ' την άλλη, είχε αφήσει κάτω τα μαλλιά της και ήταν ολόισια.
Οι δυο αδελφές πλησίασαν τον Μύρωνα και τον φίλησαν. Δίπλα του ο γιος του, ο δεκαεφτάχρονος πλέων Αλέξανδρος, ήταν άψογος με το σκούρο μπλε κοστούμι του, αλλά φαινόταν πολύ βαριεστημένος. Δεν του έδωσαν καμία σημασία.
"Αχ Μύρωνα, χρυσέ μου... Ποιος θα το φανταζόταν ότι θα παντρευτεί τόσο μικρή η κορούλα σου...!" είπε η Νάντια με ψεύτικη συγκίνηση.
"Ελπίζω μόνο να είναι σίγουρη για αυτό που κάνει και να μην το μετανιώσει στη συνέχεια." είπε ο σύντροφος της.
"Η Κασσιόπη αποκλείεται. Ο Ντίνος μην το μετανιώσει και δεν έρθει."
"Τι θες να πεις; Γιατί να μετανιώσει ο Ντίνος;" τη ρώτησε η αδελφή της.
"Ε χμ... Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς, Νάντια, αλλά ο Ντίνος δεν είναι όπως τον ξέραμε. Έχει αλλάξει." είπε ο Μύρωνας.
"Ναι, σίγουρα." είπε η Νάντια με ειρωνεία που δεν έγινε αντιληπτή.
Ο Αλέξανδρος υποπτεύθηκε κάτι πολύ περίεργο από αυτή τη συζήτηση. Μα πώς είχαν μπλεχτεί έτσι τα πράγματα;
Δεν συμφωνούσε με τη σχέση του πατέρα του με τη Νάντια, τη στιγμή που η μητέρα του ήταν ακόμα ζωντανή. Την πρόδιδε με τον χειρότερο τρόπο. Ούτε ο Ντίνος του γέμιζε το μάτι ήταν η αλήθεια, όμως έβλεπε πως έκανε ευτυχισμένη την αδελφή του και δεν έλεγε τίποτα. Ήταν όμως αυτό αρκετό; Αυτοί οι δύο, η Νάντια και ο Ντίνος, κάτι "μαγείρευαν" σίγουρα.
Ο Αλέξανδρος, μετά την εξαφάνιση της μητέρας του, άρχισε να ερευνά πολύ την υπόθεση της. Έψαχνε συνεχώς στο ίντερνετ πληροφορίες για την ύπαρξη εξωγήινων, διάβαζε επιστημονικά περιοδικά και βιβλία, όμως ήταν φανερό ότι αυτές οι πηγές κάτι έκρυβαν. Μετά την απαγόρευση του παιδικού βιβλίου που είχε γράψει με τίτλο "Πού είναι η Βάσια;" η ARAK τον είχε βάλει στο μάτι, όμως ο πατέρας του τον προστάτευε.
Με τη Στέλλα είχαν χωρίσει εδώ και λίγους μήνες. Την αγαπούσε βέβαια και δεν σταματούσε λεπτό να τη σκέφτεται, όμως έτσι όπως είχαν γίνει τα πράγματα ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Ήξερε πως ήταν δικό του το λάθος. Η Στέλλα τον λάτρευε και είχε υπερβολική υπομονή μαζί του, όμως σύντομα κουράστηκε κι αυτή από τις εμμονές του και την αδιαφορία του εξαιτίας αυτών.
"Αλέξανδρε, πας να δεις αν είναι έτοιμη η αδελφή σου;" διέκοψε τις σκέψεις του ο πατέρας του. "Όπου να 'ναι θα έρθει ο Ντίνος."
Έγνεψε καταφατικά κι έφυγε. Η Κασσιόπη ήταν έτοιμη εκείνη την ώρα και φορούσε τα σκουλαρίκια της. Ήταν ένα ζευγάρι πανάκριβα, μαργαριταρένια σκουλαρίκια της μητέρας της. Σχετικά με το νυφικό της, έκανε την πρωτοπορία και φόρεσε ένα ανοιχτό λιλά αντί για το κλασικό άσπρο, προκαλώντας μόνο θετικά σχόλια στη συνέχεια (για το νυφικό τουλάχιστον...). Ήταν πολύ όμορφο, όλο τούλι και δαντέλα.
Τα μαλλιά της ήταν μπούκλες και μαζεμένα ψηλά, το μακιγιάζ της σκούρο ως συνήθως και τέλος, το λαιμό της στόλιζε ένα περίεργο μαύρο- χρυσό μενταγιόν, επίσης της μητέρας της, η οποία το είχε κληρονομήσει απ' τη γιαγιά Βασιλική. Κοίταξε μελαγχολικά το είδωλο της στον καθρέφτη. Πόσο έμοιαζε με τη μητέρα της, όπως την είχε δει σε φωτογραφίες την ημέρα του γάμου της... Πόσο θα ήθελε να βρισκόταν μαζί της σήμερα... Έπειτα έκλεισε τα μάτια της και φαντάστηκε το κοινό της μέλλον με τον Ντίνο.
Θα δούλευαν μαζί στο νοσοκομείο, εκείνον θα τον τριγύριζαν πολλές σέξι νοσοκόμες αλλά αυτός θα είχε μάτια μόνο για εκείνη, τη γυναίκα του... Θα ήταν πολύ ευτυχισμένοι κι ερωτευμένοι. Και μετά η ευτυχία τους θα ολοκληρωνόταν με ένα παιδί. Ναι, ένα πανέμορφο αγγελούδι με μαύρα μαλλιά και τα γαλάζια μάτια του Ντίνου.
"Κασσιόπη;" Η φωνή του αδελφού της την έβγαλε ξαφνικά απ' τις ονειροπολήσεις της.
"Γεια, Άλεξ."
"Είσαι έτοιμη;"
"Ναι. Ήρθε ο Ντίνος;"
"Όχι ακόμα, αλλά από στιγμή σε στιγμή τον περιμένουμε να έρθει."
Έκανε ένα βήμα μπροστά και σκέφτηκε αν έπρεπε να της μιλήσει για τις υποψίες του.
"Κας, σχετικά με τον Ντίνο... Είσαι σίγουρη ότι θες να τον παντρευτείς; Θέλω να πω... Πιστεύεις ότι θα σε κάνει πραγματικά ευτυχισμένη;" Γύρισε και τον κοίταξε.
"Τι είναι αυτά που λες, Αλέξανδρε; Είμαι ήδη ευτυχισμένη, αλλιώς δεν θα τον παντρευόμουν τώρα..."
"Δεν έχεις παρατηρήσει τίποτα περίεργο; Τίποτα ύποπτο;"
"Όχι. Γιατί, συμβαίνει κάτι;" τον ρώτησε ανήσυχη.
Ο Αλέξανδρος τα έβαλε με τον εαυτό του. Ποιος ήταν αυτός να σπείρει τη διχόνοια ανάμεσα τους; Η Νάντια δεν ήταν παρά μια παλιογυναίκα που διέδιδε φήμες κι έριχνε λάδι στη φωτιά για να κινήσει υποψίες.
"Τίποτα, απλώς ένα προαίσθημα που είχα..." Η Κασσιόπη χαμογέλασε.
"Έλα εδώ, βρε." του είπε ανοίγοντας τα χέρια της. Ο Αλέξανδρος πλησίασε και αγκαλιάστηκαν.
"Το ξέρω ότι ανησυχείς για μένα και θες να με προστατεύσεις. Όπως και ο μπαμπάς." είπε η Κασσιόπη. " Όμως μην ανησυχείς. Όλα καλά θα πάνε."
"Μου λείπει η μαμά." είπε ο Αλέξανδρος.
"Κι εμένα."
Ο Μύρωνας μπήκε εκείνη τη στιγμή στο δωμάτιο και συγκινήθηκε βλέποντας τα δυο παιδιά του αγκαλιασμένα.
"Μπράβο, παιδιά μου. Έτσι θέλω να σας βλέπω πάντα: αγαπημένους." τους είπε.
"Και μη στενοχωριέσαι που θα φύγω. Το σπίτι του Ντίνου είναι πολύ κοντά και θα έρχομαι συνέχεια να σας βλέπω." είπε η Κασσιόπη στον αδελφό της.
Ο Μύρωνας χαμογέλασε και συμφώνησε.
"Λοιπόν, ο Ντίνος ήρθε." είπε και τα μάτια της κόρης του έλαμψαν από ευτυχία. "Αλλά μην κατέβεις ακόμα. Ας περιμένει λίγο όπως είναι το έθιμο. Αλέξανδρε, πήγαινε κάτω και θα έρθουμε κι εμείς σε λίγο." Ο Αλέξανδρος βγήκε.
"Είσαι πολύ όμορφη." είπε ο Μύρωνας στην κόρη του και την κοίταξε μέσα απ' τον καθρέφτη καθώς εκείνη επιθεωρούσε το μακιγιάζ της. "Μου θυμίζεις τη μητέρα σου."
"Ναι, κι εγώ αυτό παρατήρησα πριν." συμφώνησε με θλίψη η Κασσιόπη. "Μακάρι να ήταν και η μαμά εδώ σήμερα."
"Ναι... Μακάρι." είπε ο Μύρωνας και ακούμπησε πατρικά τους ώμους της. "Είσαι σίγουρη, κοριτσάκι μου; Είσαι βέβαιη ότι ο Ντίνος θα σε προσέχει και θα σ' αγαπάει για πάντα;"
"Πιο σίγουρη δεν ήμουν ποτέ, μπαμπά."
"Εντάξει. Είσαι έτοιμη;"
"Ναι. Πάμε;"
"Πάμε."
Κατέβηκαν στον κήπο. Όλοι ήταν καθισμένοι και περίμεναν τη νύφη για να αρχίσει η τελετή. Ο Ντίνος που περίμενε κάτω απ' την αψίδα με την ανθοδέσμη, ήταν ντυμένος απλά με ένα λευκό πουκάμισο και μαύρο τζιν αντί για το γαμπριάτικο κοστούμι που είχε αγοράσει. Της Κασσιόπης της φάνηκε περίεργο αυτό, αλλά απλά το προσπέρασε.
Ίσως σκέφτηκε ότι θα ζεσταθεί, γι΄αυτό δεν το φόρεσε. σκέφτηκε. Διέσχισαν το κόκκινο χαλί, ενώ όλοι θαύμαζαν και σχολίαζαν το μοντέρνο λιλά νυφικό. Η Νάντια έκανε δήθεν πως έχει δακρύσει από συγκίνηση. Όταν έφτασαν μπροστά από τον Ντίνο, αυτός της χαμογέλασε, όμως το χαμόγελο του ήταν διαφορετικό από άλλες φορές.
Ήταν σφιγμένος, σαν να της χαμογέλασε με το ζόρι. Ίσως όμως είχε άγχος, γι' αυτό.
"Σου την παραδίδω." του είπε ο Μύρωνας. Έπειτα ο Ντίνος της έδωσε την ανθοδέσμη και ο Μύρωνας πήγε να καθίσει ανάμεσα στη Νάντια και στον Αλέξανδρο, στις μπροστινές σειρές. Ο παπάς ξεκίνησε τη λειτουργία. Κουμπάρα τους θα ήταν η Μαρία. Κατά τη διάρκεια της τελετής, η Κασσιόπη παρατηρούσε ανήσυχη τον Ντίνο, ο οποίος ξεροκατάπινε συνεχώς σαν να φοβόταν.
Μα τι συνέβαινε; Τι άλλαξε μέσα σε 24 ώρες; Η στιγμή να περάσουν τις βέρες έφτασε.
Καθώς η Μαρία του περνούσε τη βέρα, άρχισε να τρέμει το χέρι του. Η Κασσιόπη παρατήρησε πως είχε ιδρώσει.
"Για μισό λεπτό!" διέκοψε την τελετή. Ο Ντίνος τράβηξε απότομα το χέρι του και η βέρα τελικά δεν μπήκε στο δάχτυλο του. Όλοι κοίταξαν το ζευγάρι απορημένοι.
"Ντίνο, τι συμβαίνει; Δεν θες να παντρευτούμε;" τον ρώτησε με αγωνία.
"Κοίτα, Κασσιόπη..." ξεκίνησε να λέει αυτός. "Είσαι μια εξαιρετική κοπέλα, καλή, ήσυχη, έξυπνη... Είσαι η κατάλληλη γυναίκα για οικογένεια. Όμως εγώ δεν είμαι φτιαγμένος για αυτή τη ζωή. Νόμιζα ότι μπορούσα να αλλάξω για χάρη σου, όμως έκανα λάθος. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να σε παντρευτώ." κι έφυγε τρέχοντας, ενώ η Κασσιόπη ξέσπασε σε κλάματα στην αγκαλιά της Μαρίας.
Ο Μύρωνας τον κυνήγησε μέχρι την έξοδο του κήπου φωνάζοντας:
"Ρε κερατά! Πλήγωσες το κοριτσάκι μου, αλήτη! Έτσι και σε πιάσω στα χέρια μου θα σου δείξω εγώ!" Η Μαρία έτρεξε να τον σταματήσει, οι καλεσμένοι σηκώθηκαν και πλησίασαν για να δουν τι θα συμβεί, ο Αλέξανδρος έμεινε ακίνητος χωρίς να ξέρει πώς να αντιδράσει.
Και η Κασσιόπη έμεινε μόνη της, να κλαίει κάτω απ' τη γαμήλια αψίδα με λυγμούς, χωρίς κανένας να της δίνει σημασία. Ο Ντίνος την άφησε στα κρύα του λουτρού, επειδή μετάνιωσε που την παντρευόταν. Σίγουρα υπήρχε κι άλλη γυναίκα. Το χειρότερο απ' όλα όμως, ήταν ότι της τα έλεγαν όλοι για εκείνον και αυτή άκουγε μόνο την καρδιά της, ενώ ήξερε ότι κάποια στιγμή θα πληγωθεί.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top