27. Μια Άλλη Θεωρία
Η κατάσταση είχε ξεφύγει. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι πίστευαν ότι η Βάσια Γεωργίου έπεσε θύμα απαγωγής από εξωγήινους.
Η ARAK τους έκλεινε το στόμα, όμως υπήρχαν κι εκείνοι που επαναστατούσαν, έκαναν διαδηλώσεις οι οποίες κατέληγαν σε επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας και προσπαθούσαν να στρέψουν τον κόσμο κατά της ARAK. Αν συνεχιζόταν αυτό, θα επικρατούσε το χάος όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες όπου είχαν σημειωθεί παρόμοια κρούσματα. Ο Αντώνης Λιβανός έπρεπε να κάνει κάτι και σύντομα μάλιστα, γιατί τον πίεζαν από τη NASA.
Μια μέρα που βγήκε απ' τη βίλα του, ένα πλήθος δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ τον περίμενε πίσω από την καγκελόπορτα. Η γυναίκα του, η Ταμάρα, στάθηκε δίπλα του και του έσφιξε το μπράτσο.
"Γλυκέ μου, καλύτερα να μη βγούμε." του είπε.
"Όχι! Θέλω να τους αντιμετωπίσω." αντέτεινε εκείνος. "Είναι καιρός οι ανόητοι πολίτες να ανοίξουν τα μάτια τους." είπε και περπάτησε μαζί της στο γρανιτένιο μονοπάτι ως την καγκελόπορτα.
Με το που βγήκαν έξω, οι δημοσιογράφοι έπεσαν πάνω του σαν τα κοράκια και τον βομβάρδιζαν με ερωτήσεις:
"Κύριε Λιβανέ, εσείς τι πιστεύετε για την εξαφάνιση της Βάσιας Γεωργίου;"
"Έχετε αρχίσει κι εσείς να πιστεύετε ότι την απήγαγαν εξωγήινοι;"
"Ποια η γνώμη σας για όλη αυτή την τρέλα που έχει επικρατήσει, για τις διαμαρτυρίες και τα επεισόδια;"
Η Ταμάρα παρέμεινε κολλημένη πάνω του σαν φοβισμένος σκύλος.
"Ακούστε με όλοι σας!" δήλωσε ο Αντώνης. "Εξωγήινοι υπάρχουν. Οι δορυφόροι μας εντόπισαν κάποια ιπτάμενα σώματα πρόσφατα, τα οποία όμως πέρασαν αλλά δεν ακούμπησαν."
Όλοι τον κοιτούσαν με μεγάλη απορία.
"Ναι, το παραδέχομαι ότι υπάρχουν. Όμως δεν πέρασε ποτέ, κανένας ιπτάμενος δίσκος στη Γήινη ατμόσφαιρα. Οπότε, τα UFO που έχουν δει διάφοροι μάρτυρες, είναι αποκυήματα της φαντασίας τους. Και εφόσον δεν επισκέφθηκαν ποτέ τη Γη, δεν απήγαγαν ούτε τη Βάσια Γεωργίου, ούτε κανέναν. Πιο πιθανό είναι η Βάσια Γεωργίου να δολοφονήθηκε από τον εραστή της, Ντίνο Λούθερη, επειδή αρνήθηκε να κοιμηθεί μαζί του."
Επιφωνήματα έκπληξης και απορίας ακούστηκαν από όλους.
"Πώς τολμάει και λέει τέτοια πράγματα..." γρύλισε ο Μύρωνας, όταν το είδε αυτό στην τηλεόραση. Ωστόσο έπρεπε να βεβαιωθεί ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν αλήθεια. Γι' αυτό και έβαλε τον ιδιωτικό ερευνητή που είχε προσλάβει για να αναλάβει την υπόθεση, τον Γιώργο Μαρκόπουλο, που ήταν και ο καλύτερος ντετέκτιβ της χώρας, να ερευνήσει σε πιο πολύ βάθος τον Ντίνο. Εκείνος έψαξε το σπίτι του για αποδεικτικά στοιχεία, όμως δεν βρήκε τίποτα. Μόνο ένα πράγμα του κίνησε τις υποψίες: στον τοίχο πάνω απ' το κρεβάτι του, υπήρχε σημάδι από έναν πίνακα, τον οποία σίγουρα ο Ντίνος είχε φροντίσει να ξεφορτωθεί. Τον ανέκρινε ξανά και παρόλο που αυτός δεν παραδεχόταν τίποτα, το προαίσθημα του Μαρκόπουλου δεν τον άφηνε να τον πιστέψει. Όμως δεν είχε αρκετά στοιχεία για να τον κλείσει μέσα και η αστυνομία δεν έλεγε να συνεργαστεί μαζί του απλά και μόνο για μια θεωρία που πίστευε ο Αντώνης Λιβανός.
Πρέπει να ψάξω ξανά για το πτώμα της. σκέφτηκε. Λένε πως οι νεκροί δεν μιλάνε, αλλά εγώ δεν συμφωνώ. Σίγουρα το πτώμα της Γεωργίου θα έχει πολλά να μας πει...Όσο περνούσαν οι μέρες όμως, εξακολουθούσε να μη βρίσκει ούτε πτώμα, ούτε τίποτα άλλο.
Η φήμη περί δολοφονίας άρχισε να διαδίδεται και η "θεωρία της τρέλας" να ξεχνιέται. Εξάλλου ήταν πιο εύκολο το ανθρώπινο μυαλό να πιστέψει πως επρόκειτο για ένα έγκλημα πάθους παρά για ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Η Κασσιόπη εκείνη την περίοδο κόντευε να τρελαθεί. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, δεν ήθελε να πιστέψει ότι ο Ντίνος έκανε τέτοιο πράγμα. Αν και προς το παρόν έδειχνε καθαρός, υπήρχαν πολλοί που πίστευαν αυτή τη θεωρία, μόνο και μόνο επειδή το είπε ο Αντώνης Λιβανός. Μέχρι και ο Αλέξανδρος είπε ψέματα στον πατέρα του ότι το πιστεύει, έτσι ο Μύρωνας του ξεκλείδωσε το δωμάτιο.
Ο Μαρκόπουλος δήλωσε στον Μύρωνα ότι ακόμα τον θεωρούσε ύποπτο.
"Έστω και ένα στοιχείο να βρω, το οποίο να αποδεικνύει τη δολοφονία της Βάσιας, θα τον κλείσω μέσα, στο υπόσχομαι." του είπε.
Η Κασσιόπη χτύπησε την πόρτα του. Της άνοιξε και την άφησε να περάσει. Ήταν δακρυσμένη.
"Πες μου πως δεν είναι αλήθεια." του είπε κλαίγοντας. "Πες μου πως δεν τη σκότωσες εσύ. Δεν μπορεί να τη σκότωσες εσύ..."
Ήξερε πως αν της έλεγε ψέματα θα το καταλάβαινε. Ο Ντίνος πλησίασε, την κοίταξε στα μάτια και της είπε:
"Αν τη σκότωνα εγώ, δεν θα τολμούσα καν να σε κοιτάξω τώρα." Η Κασσιόπη τον αγκάλιασε συνεχίζοντας να κλαίει.
"Γιατί τα λένε όλα αυτά; Γιατί λένε τέτοια πράγματα για σένα;"
"Είναι μόνο φήμες, μωρό μου. Ηρέμησε." Εκείνη τη στιγμή, μπήκε μέσα ο Μύρωνας εκτός εαυτού. Ο Ντίνος είχε ξεχάσει την πόρτα ανοιχτή, έτσι ο Μύρωνας όρμησε στο σαλόνι φουριόζος. Τον άρπαξε απ' το λαιμό και τον κόλλησε στον τοίχο.
"Εσύ τη σκότωσες! Είναι αλήθεια! Θα σε σκοτώσω, ξεδιάντροπε!" του φώναζε με μάτια που γυάλιζαν από μίσος.
"Σταμάτα... Θα σου εξηγήσω..." ψέλλισε ο Ντίνος καθώς πνιγόταν.
"Σταμάτα, μπαμπά!" φώναξε η Κασσιόπη και όρμησε στον πατέρα της.
Ο Μύρωνας άφησε τον Ντίνο, ο οποίος άρχισε να βήχει και στράφηκε στην κόρη του:
"Τι κάνεις εσύ εδώ;" Η Κασσιόπη έσκυψε το κεφάλι της και αποφάσισε να του πει την αλήθεια:
"Μπαμπά...ο Ντίνος κι εγώ...είμαστε μαζί εδώ και ένα χρόνο."
"Τι...;" ψέλλισε σοκαρισμένος ο Μύρωνας.
"Ο μόνος λόγος που βρισκόμουν με τη Βάσια ήταν..." είπε ο Ντίνος μόλις ξαναβρήκε τη φωνή του: "...ήταν επειδή συζητούσαμε για την κόρη σας."
"Όχι... Δεν μπορεί..."
"Αυτό που άκουσες, Μύρωνα. Η γυναίκα σου ποτέ δεν σε απάτησε μαζί μου. Δεν θα έκανε ποτέ τέτοιο πράγμα στην κόρη σας. Και φυσικά εγώ ποτέ δεν θα μπορούσα να σκοτώσω τη Βάσια. Την αγαπούσα σαν φίλη."
"Για μια στιγμή... Η μάνα σου ήξερε για τη σχέση σου μ' αυτόν και δεν μου είπε τίποτα;" ρώτησε την κόρη του.
"Αυτό προσπαθεί να σου πει ο Ντίνος."
"Δεν μπορώ να το πιστέψω. Εσύ μ' αυτόν;!" φώναξε. "Ρε αλήτη...και την κόρη μου;! Δεν σου έφταναν τόσες που είχες, η Νάντια, η Νίνα, η Κατερίνα, η γυναίκα μου, τώρα θες να ξελογιάσεις και την κόρη μου;!" φώναζε, ενώ ο Ντίνος προσπαθούσε να του εξηγήσει. "Ένα χρόνο παιζόταν αυτό το παιχνίδι πίσω από την πλάτη μου και εγώ δεν είχα καταλάβει τίποτα, ο βλάκας!"
"Μύρωνα, άκουσε με γαμώτο!" τον διέκοψε ο Ντίνος τελικά. "Με τη Βάσια δεν είχε γίνει τίποτα πέρα απ' τη σύντομη σχέση που είχαμε παλιά στη Θεσσαλονίκη. Όσο για τις άλλες, έχω ξεκόψει εδώ και πολύ καιρό. Αγαπώ την κόρη σου και έχω σταματήσει αυτή την άσωτη ζωή για χάρη της."
"Και η μαμά δεν με κάλυπτε έναν ολόκληρο χρόνο." συμπλήρωσε η Κασσιόπη. "Πρόσφατα το έμαθε, λίγες μέρες πριν εξαφανιστεί κι έψαχνε τρόπο να στο πει. Ούτε εκείνη συμφωνούσε στην αρχή και ήξερε πως θα θύμωνες, όμως κάποια στιγμή θα στο έλεγε."
"Καλά." είπε ο Μύρωνας συγκρατώντας το θυμό του.
Πλησίασε απειλητικά τον Ντίνο.
"Έχε χάρη που λείπει η Βάσια και αυτό είναι το θέμα που με καίει περισσότερο τώρα. Έτσι και πληγώσεις όμως την κόρη μου σε πήρε και σε σήκωσε. Πάμε, Κασσιόπη." Εκείνη τον ακολούθησε έξω ρίχνοντας μια τελευταία ελπιδοφόρα ματιά στον Ντίνο. Τίποτα δεν είχε τελειώσει ακόμα.
Γύρισαν σπίτι απόλυτα σιωπηλοί, χωρίς να πουν ούτε μια κουβέντα. Δεν ήθελαν να συζητήσουν για αυτό το θέμα.
Απ' ότι φαίνεται, δεν σκότωσε ο Ντίνος τη Βάσια. σκεφτόταν ο Μύρωνας. Τότε τι στο καλό της συνέβη; Έτσι οι έρευνες του Μαρκόπουλου θα έπρεπε να ξεκινήσουν ξανά από το μηδέν.
Μόλις μπήκαν στην κουζίνα του σπιτιού, ο Αλέξανδρος σηκώθηκε ανήσυχος.
"Μπαμπά, η γιαγιά δεν είναι καθόλου καλά." είπε.
"Τι έπαθε;" ρώτησε ο Μύρωνας φοβισμένος.
"Άρχισε να βήχει πολύ, έκανε εμετό και ανέβασε πυρετό. Τη βοήθησα να ξαπλώσει και σας έπαιρνα, όμως κανένας απ' τους δυο σας δεν το σήκωνε."
Ο Μύρωνας και η Κασσιόπη μπήκαν βιαστικά στο σαλόνι. Στο ντιβάνι βρισκόταν ξαπλωμένη η Κλέλια σε κακό χάλι. Ήταν κατάχλομη και το μέτωπο της έκαιγε.
"Μαμά...;" Η Κλέλια άνοιξε τα μάτια της.
"Μυρωνάκο μου... Κασσιόπη... Καλά είμαι, μην ανησυχείτε. Απλά έρχεται η ώρα μου." Εκείνη τη στιγμή έβηξε και έβγαλε αίμα απ' το στόμα. Ο Αλέξανδρος έσπευσε να φέρει χαρτί να τη σκουπίσουν και η Κασσιόπη κάλεσε τον οικογενειακό γιατρό.
"Θα γίνεις καλά, μαμά. Μη φοβάσαι. Όλα καλά θα πάνε." της είπε ο Μύρωνας κρατώντας της το χέρι.
Ο γιατρός διέγνωσε πνευμονία στο τελευταίο στάδιο, με ελάχιστες πιθανότητες ανάρρωσης. Ο Μύρωνας και τα παιδιά ήταν απαρηγόρητοι, κι όμως δεν ήθελαν να δεχτούν το αναπόφευκτο, το τέλος που πλησίαζε. Ήταν ανεξήγητο αυτό. Ενώ οι Γεωργίου αντιμετώπιζαν πάντα με χιούμορ και ψυχραιμία το θάνατο, τώρα είχαν αρχίσει να τον φοβούνται χωρίς να μπορούν να καταλάβουν το γιατί.
Η ώρα της Κλέλιας έφτασε λίγες μέρες μετά. Την είχαν βάλει στο διπλό κρεβάτι, στο δωμάτιο του Μύρωνα, για να είναι πιο άνετα, ενώ ο γιος της κοιμόταν προσωρινά στο σαλόνι. Όταν ένιωσε πως το τέλος της είχε φτάσει, το κατάλαβε, γιατί είδε έναν κύριο με μαύρη κάπα με κουκούλα, του οποίου το πρόσωπο δεν φαινόταν. Κρατούσε ένα μακρύ δρεπάνι κι έτσι κατάλαβε πως ήταν ο Χάρος αυτοπροσώπως.
Στεκόταν σε μια γωνία του δωματίου και την περίμενε, όμως μόνο εκείνη μπορούσε να τον δει. Δεν της φαινόταν καθόλου τρομακτικός, αντίθετα έδειχνε φιλικός κι ευγενικός μαζί της.
Κάλεσε πρώτα τα εγγόνια της να τους μιλήσει και ύστερα τον Μύρωνα.
"Κάθισε, γιε μου." του είπε. Εκείνος κάθισε και της έπιασε το παγωμένο χέρι της.
"Θα είμαι εντάξει εκεί που θα πάω."
"Το ξέρω, μαμά." είπε και χάιδεψε τα λευκά μακριά μαλλιά της.
"Θα είμαι μαζί με τον πατέρα σου, τους παππούδες σου και όλους τους προγόνους." Ο Μύρωνας αναρωτήθηκε αν θα συναντούσε και τη Βάσια στον άλλο κόσμο, αν όντως είχε πεθάνει. Τότε συνειδητοποίησε πως από τότε που εξαφανίστηκε η Βάσια, κανένα φάντασμα δεν είχε επικοινωνήσει μαζί του.
Τα άκουγε και τα έβλεπε πολλές φορές βέβαια, όταν όμως πλησίαζε να τους μιλήσει εκείνα εξαφανίζονταν, ακόμα και ο πατέρας του. Το ίδιο πάθαιναν και τα παιδιά.
"Μαμά... Θα έρχεσαι που και που να σε βλέπουμε, όπως κάνουν οι άλλοι;" τη ρώτησε.
"Θα ερχόμαστε, αλλά υπό έναν όρο." απάντησε η Κλέλια.
"Τι, μανούλα;"
"Ξεφορτώσου αυτή τη γυναίκα. Έχει πολύ κακία μέσα της για να γίνει μια Γεωργίου. Μην αντικαταστήσεις τη Βάσια με τη Νάντια." του είπε κρατώντας τα χέρια του.
"Εντάξει, μαμά. Στο υπόσχομαι." της είπε ο Μύρωνας και δάκρυσε. "Θα βρεθεί ποτέ άραγε η Βάσια;"
"Δεν ξέρω, Μύρωνα. Δεν ξέρω. Ίσως κάποια στιγμή, αν σταματήσεις να βλέπεις με τα μάτια και αρχίσεις να βλέπεις με την καρδιά, να βρεθεί." του είπε αινιγματικά. "Μόνο τότε..."
Είδε τον Χάρο να πλησιάζει και να της απλώνει το χέρι του.
"Πρέπει να φύγω τώρα. Αντίο, γιε μου. Να προσέχεις τα εγγόνια μου." ήταν τα τελευταία της λόγια πριν κλείσει τα μάτια της για πάντα. Η μοναδική παρηγοριά για τον Μύρωνα και τα παιδιά του ήταν πως υπάρχει ζωή μετά το θάνατο κι έτσι κάποια στιγμή θα ξαναέβλεπαν την Κλέλια.
Η Βάσια όμως; Βρισκόταν άραγε στον κόσμο των νεκρών; Ήξεραν ότι σύμφωνα με τους θρύλους, το πνεύμα γυρνούσε μόνο εκεί όπου ήταν θαμμένο το σώμα- και η Βάσια είτε βρισκόταν θαμμένη κάπου πολύ μακριά, ή πολύ απλά δεν είχε πεθάνει.
Η κηδεία της Κλέλιας έγινε την επόμενη μέρα. Ο Μύρωνας έπαιξε με δάκρυα στα μάτια το επικήδειο κομμάτι της σε ένα φορητό συνθεσάιζερ που αγόρασε, ενώ θυμόταν και την κηδεία του πατέρα του πριν από δεκαπέντε χρόνια, ο οποίος ήταν θαμμένος στον διπλανό τάφο.
Τότε είχε και τη Βάσια μαζί του, τη γυναίκα του, την αγάπη του. Εκείνη τον είχε παρηγορήσει όσο κανένας άλλος, στην αγκαλιά της είχε κλάψει όταν κατέβασαν το φέρετρο μέσα στη γη. Τώρα βρισκόταν δίπλα του η Νάντια, μια γυναίκα για την οποία δεν ένιωθε τίποτα, κι όμως κατά έναν ανεξήγητο τρόπο τη χρειαζόταν. Θυμόταν καθαρά τα λόγια της μητέρας του την προηγούμενη νύχτα πριν πεθάνει και όχι, δεν σκόπευε να αντικαταστήσει τη Βάσια με αυτήν. Απλά τη χρειαζόταν μέχρι να βρεθεί η Βάσια. Πώς θα κατάφερνε όμως να δει με την καρδιά του για να τη φέρει πίσω;
Θα κηδευόταν ποτέ τουλάχιστον μαζί με τους προηγούμενους Γεωργίου; Θα παιζόταν το ρέκβιεμ της; Θα τη συναντούσε μετά θάνατον; Όλες αυτές οι απορίες τον διέλυαν ακόμα περισσότερο όσο τις σκεφτόταν.
Η Νάντια έμεινε στο πλευρό του όλη μέρα, μέχρι τη νύχτα, ακόμα και όταν όλοι οι άλλοι έφυγαν και τα παιδιά του πήγαν για ύπνο.
"Είσαι όλη μέρα εδώ. Μπορείς να πας σπίτι σου να ξεκουραστείς αν θέλεις." της είπε όταν έμειναν μόνοι στο σαλόνι.
"Ξέχνα το. Δεν σε αφήνω μόνο σου." αποκρίθηκε εκείνη. "Δεν σου έφτανε η απώλεια της Βάσιας, τώρα πέθανε και η μητέρα σου... Είναι πολύ μεγάλο πλήγμα τώρα που τη χρειαζόσουν." είπε και τον κοίταξε στα μάτια.
"Δεν πας να φέρεις κάτι να πιούμε;" της είπε ο Μύρωνας.
"Ναι, φυσικά. Τι θες;"
"Έχω ένα μπουκάλι ουίσκι στο σύνθετο." της είπε.
Η Νάντια σηκώθηκε. Το βλέμμα του Μύρωνα, άθελα του, πήγε στα όμορφα, καλοσχηματισμένα πόδια της που άφηνε να φαίνονται το μαύρο μίνι φόρεμα που φορούσε. Για πρώτη φορά μετά την εξαφάνιση της Βάσιας, θυμήθηκε ότι ήταν άντρας και ότι είχε ανάγκες. Προσπάθησε αμέσως να διώξει τις πονηρές σκέψεις και να αντισταθεί στον πειρασμό. Η Νάντια επέστρεψε με το ουίσκι και δυο ποτήρια.
Όπως έσκυψε για να σερβίρει, το βλέμμα του πήγε στο πλούσιο στήθος της που άφηνε ακάλυπτο το ντεκολτέ του φορέματος. Ομολογουμένως ήταν πολύ προκλητικό φόρεμα για κηδεία, ωστόσο ο Μύρωνας τώρα το παρατηρούσε. Σήκωσε το κεφάλι της και τα μάτια τους ενώθηκαν για λίγο. Έπειτα η Νάντια του χαμογέλασε πονηρά, σαν να κατάλαβε τις σκέψεις του και μετά πήγε κουνώντας τους γοφούς της να καθίσει δίπλα του.
Ο Μύρωνας κατέβασε ολόκληρο το ποτήρι του με τη μία και τότε κατάλαβε πόσο λάθος έκανε, όταν η ζάλη του ποτού έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα.
"Ξέρεις..." είπε η Νάντια αφού ήπιε μια γουλιά "Πάντα ονειρευόμουν να βρω έναν άντρα σαν εσένα. Γοητευτικό, μυστηριώδη, με πληγωμένη καρδιά για να τον γιατρέψω εγώ." Και φυσικά να έχει και πολλά λεφτά σαν εσένα. συμπλήρωσε από μέσα της.
"Νάντια... Θα βρεθεί η Βάσια. Το ξέρω. Κάποια στιγμή θα βρεθεί." προσπάθησε να αλλάξει θέμα ο Μύρωνας.
Η Νάντια κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
"Μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σου, Μύρωνα. Τόσα άτομα έψαξαν. Αστυνομία, ερευνητές...μέχρι και τον καλύτερο ντετέκτιβ της χώρας προσέλαβες και δεν βρήκε ούτε ίχνος της. Και αυτός σύντομα θα εγκαταλείψει την προσπάθεια." Ο Μύρωνας απογοητεύτηκε. Ίσως τελικά η Νάντια να είχε δίκιο. Ίσως η Βάσια να ήταν όντως νεκρή και θαμμένη κάπου πολύ μακριά.
"Μην ανησυχείς. Εγώ είμαι εδώ." συνέχισε η Νάντια. "Ό,τι κι αν γίνει, όποιο κι αν θα είναι το τέλος, εγώ θα είμαι δίπλα σου."
Πλησίασε κι άλλο το πρόσωπο της στο δικό του...και τον φίλησε. Εκείνος ανταποκρίθηκε αμέσως και κάθε σκέψη να της αντισταθεί πήγε περίπατο. Ξέχασε τα λόγια της μητέρας του, ξέχασε τα πάντα. Την πήρε στα πόδια του και τη φιλούσε καθώς εκείνη του ξεκούμπωνε το πουκάμισο, ενώ συγχρόνως της χάιδευε τα πόδια και πήγαινε προς τα πάνω.
"Στάσου." διέκοψε κάποια στιγμή. "Πάμε πάνω καλύτερα, στο δωμάτιο μου. Μπορεί να κατέβει κανένας απ' τα παιδιά εδώ και να μας δει." Ναι! Αυτό ήταν! Θέλει να πάμε στο κρεβάτι του! πανηγύρισε από μέσα της η Νάντια.
Σηκώθηκαν, την πήρε από το χέρι και ανέβηκαν βιαστικά τη σκάλα. Μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα, κλείδωσε και συνέχισαν τα φιλιά με περισσότερο πάθος, καθώς έβγαζαν ο ένας τα ρούχα του άλλου. Ο Μύρωνας την έριξε στο κρεβάτι και κοίταξε μόνο για μια στιγμή το πορτραίτο της Βάσιας από πάνω. Η Νάντια δεν τον άφησε να σταματήσει, καθώς μόλις είδε προς τα που κοίταξε τον άρπαξε και τον τράβηξε προς το μέρος της για να τον κάνει δικό της. Είχε πετύχει αυτό που ήθελε: να τον ξελογιάσει. Και αυτός έπεσε σαν παιδί στην παγίδα της.
Από τότε κανένα φάντασμα δεν ξαναβγήκε στην έπαυλη των Γεωργίου. Ο Μύρωνας είχε αθετήσει την υπόσχεση του κι έτσι δεν θα μάθαινε ποτέ αν η Βάσια βρισκόταν στον κόσμο των νεκρών.
**********
Καλή χρονιά σε όλους! Ελπίζω χθες να φάγατε, να ήπιατε (αλλά χωρίς να το παρακάνετε) και κυρίως να περάσατε καλά! Αλλά πάνω απ' όλα ελπίζω να απολαύσατε το πρώτο κεφάλαιο της χρονιάς από την ιστορία μου.
Σε αυτό το σημείο θα κάνω ένα διάλειμμα από την "Οικογένεια Γεωργίου" και θα συνεχίσω λίγο το "Μυστικά του Μέλλοντος". Ίσως εκεί μάθετε και την αλήθεια για την εξαφάνιση.
Θέλω να δω απόψεις όμως: Εσείς, τι πιστεύετε ότι συνέβη στη Βάσια;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top