25. Η Εξαφάνιση

Η Κασσιόπη είχε απομακρυνθεί λίγο απ' τον Ντίνο. Είχαν μια εβδομάδα να βγουν και μιλούσαν ελάχιστα. Και η παραμικρή υποψία ότι μπορεί να συνέβαινε κάτι με τη μητέρα της την πλήγωνε, τη διέλυε εντελώς.

"Αγάπη μου, σου ορκίζομαι σε ό,τι έχω. Εσένα αγαπάω. Με τη μητέρα σου είμαστε μόνο φίλοι. Δεν τρέχει τίποτα." της είπε μια φορά στο τηλέφωνο. Όλα όμως έδειχναν το αντίθετο: ο θυμός και η ζήλια του πατέρα της, ο πίνακας... Σίγουρα ο Ντίνος και η μητέρα της είχαν αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς απ' το παρελθόν. Και αν δεν είχε γίνει κάτι, σίγουρα θα υπήρχαν απωθημένα.

"Τη γουστάρεις όμως." του είπε. "Έτσι εξηγείται ο πίνακας πάνω απ' το κρεβάτι σου!"

"Ρε Κασσιόπη, γιατί μου σπας τα νεύρα; Σ΄έχουν επηρεάσει οι υποψίες του πατέρα σου, έτσι;"

Κατά κάποιον τρόπο, έτσι ήταν. Όσο έβλεπε τον πατέρα της να ζηλεύει, άλλο τόσο ζήλευε κι εκείνη. Γι' αυτό ήθελε να απομακρυνθεί λίγο, να δει πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα και αν η μητέρα της θα έβγαινε ξανά μαζί του. Οι μέρες περνούσαν όμως και κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Ώσπου μια μέρα...

Ο Ντίνος το είχε πάρει απόφαση: δεν πήγαινε άλλο με την Κασσιόπη. Αν εκείνη συνέχιζε να είναι τόσο ψυχρή απέναντι του και να μη δέχεται να τον συναντήσει, θα τη χώριζε.

Απ' την άλλη μεριά, όσο υπέροχη κι αν ήταν η Κασσιόπη, δεν συγκρινόταν με τη μητέρα της. Ο Ντίνος είχε αλλάξει τόσες γυναίκες, είχε ζήσει τόσες εμπειρίες, κι όμως κάθε φορά που έβλεπε τη Βάσια τα έχανε. Μια μέρα, 2 Ιουλίου 2020, αποφάσισε να την πάρει τηλέφωνο:

"Τι θες πάλι, Ντίνο;"

"Βάσια, θέλω να μιλήσουμε. Έλα από εδώ, σε παρακαλώ." της είπε.

"Απ' το σπίτι σου; Είσαι τρελός;" είπε η Βάσια σχεδόν ψιθυριστά, μην τυχόν και την ακούσει ο Μύρωνας. "Ξεχνάς ότι κοντεύω να χωρίσω εξαιτίας σου, έτσι; Ξεχνάς πως είσαι με την κόρη μου και δεν μπορώ ακόμα να τη μαρτυρήσω στον άντρα μου."

"Ναι, όμως..."

"Μην επιμένεις, δεν έρχομαι. Τέλος." είπε η Βάσια κι ετοιμάστηκε να του το κλείσει.

"Βάσια, περίμενε λίγο να σου πω! Αυτό που θέλω να σου πω...αφορά και την κόρη σου."

Η Βάσια ανησύχησε. Μόνο και μόνο επειδή αφορούσε την Κασσιόπη, δέχτηκε τελικά να πάει.

"Σε δέκα λεπτά είμαι εκεί." του είπε. Ήταν εννιάμισι το βράδυ. Δεν θα καθόταν σπίτι του παραπάνω από μισή ώρα. Άνοιξε τη ντουλάπα και φόρεσε το πρώτο ρούχο που βρήκε μπροστά της: ήταν το αγαπημένο της κόκκινο φόρεμα. Έβαλε κι ένα ζευγάρι μαύρες γόβες και πήγε στον καθρέφτη να χτενιστεί.

"Θα βγεις πάλι;" ακούστηκε η φωνή του Μύρωνα που μπήκε εκείνη τη στιγμή στο δωμάτιο.

"Ναι." του απάντησε ξερά.

"Με ποιον;"

"Με τη Νάντια."

"Α. Μάλιστα. Με τη Νάντια." Δεν την πίστεψε. Δεν ήξερε γιατί, αλλά αυτή τη φορά δεν μπορούσε να την πιστέψει.

"Όπως βγήκες και τις προάλλες!" είπε ειρωνικά.

Η Βάσια γύρισε και τον κοίταξε άγρια. Τα μάτια της ήταν λες και θα πετούσαν σπίθες.

"Μήπως θες εσύ να βγεις μαζί της;" ρώτησε με την ίδια ειρωνεία.

"Μήπως μου λες ψέματα και θα βγεις πάλι με τον Ντίνο;!" της φώναξε.

"Δεν θα βγούμε! Θα πάω σπίτι του!" φώναξε η Βάσια, πιο πολύ για να τον νευριάσει.

Κατά βάθος δεν ήθελε να πάει σπίτι του. 

Τι πάω να κάνω;  Για την Κασσιόπη μπορούμε να μιλήσουμε και οπουδήποτε αλλού εκτός σπιτιού. Άσε που μπορώ να ρωτήσω και την ίδια τι συμβαίνει. σκέφτηκε και άλλαξε γνώμη μέσα σε δευτερόλεπτα. Αλλά ήταν τόσο εκνευριστικός και πιεστικός ο Μύρωνας...

"Σπίτι του; Σπίτι του;! Και μου το πετάς έτσι μες στα μούτρα;!" της φώναξε πιο θυμωμένος από ποτέ.

"Μύρωνα, κουράστηκα! Με πνίγεις! Με πνίγει η έλλειψη εμπιστοσύνης και η καταπίεση σου!" φώναξε η Βάσια.

"Πώς περιμένεις να σου έχω εμπιστοσύνη τη στιγμή που πηγαίνεις στο σπίτι αυτού του ζιγκολό;!"

"Άντε παράτα με! Δεν πάω πουθενά. Θα μείνω φυλακισμένη στην έπαυλη για πάντα. Μόνο έτσι θα είσαι ευχαριστημένος!" φώναξε κι έφυγε πάλι τρέχοντας.

"Βάσια...! Βάσια!"

Ο Μύρωνας έτρεξε ξοπίσω της. Μόλις την είδε να ανεβαίνει τις σκάλες προς τη σοφίτα, ανακουφίστηκε μέσα του. Την είχε καταφέρει. Δεν θα πήγαινε σ' αυτόν.

"Πάω στην ταράτσα. Να μη με ενοχλήσει κανείς." του είπε και συνέχισε να ανεβαίνει.

Ο Μύρωνας μπήκε πάλι στην κρεβατοκάμαρα. Έβαλε στο τάμπλετ χαμηλά κλασική μουσική και ξάπλωσε να χαλαρώσει. Η Βάσια είχε δίκιο από μια άποψη. Δεν δούλευε, δεν έβγαινε συχνά και ο ίδιος την καταπίεζε. Έτσι είχε πάθει κατάθλιψη. Οι έξοδοι με τον Ντίνο και οι επισκέψεις στο σπίτι του ήταν ένας τρόπος να ξεφεύγει. Δεν ήταν βέβαια ο σωστός τρόπος, αλλά αφού ο ίδιος δεν τη στήριζε αρκετά, εκείνη έψαχνε διέξοδο αλλού.

Τώρα, ήταν σίγουρος ότι η Βάσια θα ηρεμούσε ύστερα από λίγη παρατήρηση των άστρων. Έπειτα, όταν κατέβαινε πάλι κάτω, εκείνος θα της ζητούσε συγνώμη, θα πήγαιναν όπου ήθελε διακοπές και θα έκαναν μια νέα αρχή. Με αυτές τις σκέψεις τον πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε μία ώρα μετά. Η λίστα αναπαραγωγής με τα κλασικά κομμάτια έπαιζε ακόμα.

Την έκλεισε και σηκώθηκε. Το κινητό της βρισκόταν ακόμα στο κομοδίνο, εκεί όπου το είχε αφήσει πριν τσακωθούν. Κατέβηκε στο ισόγειο, ελπίζοντας πως η Βάσια είχε κατέβει. Δεν ήταν στο σαλόνι. Μόνο η Κασσιόπη βρισκόταν στην κουζίνα κι έφτιαχνε σαλάτα να φάει.

"Κασσιόπη, μήπως είδες τη μητέρα σου;" τη ρώτησε.

"Όχι. Έπαιζα πιάνο στο δωμάτιο μου για πολύ ώρα. Τώρα κατέβηκα." 

"Την είδα να ανεβαίνει στην ταράτσα, άρα λογικά δεν έχει κατέβει ακόμα." συμπέρανε ο Μύρωνας.

"Ναι, λογικά... Θες λίγη σαλάτα;"

"Όχι, δεν έχω όρεξη. Πάω να ρωτήσω και τον Αλέξανδρο μήπως την είδε να κατεβαίνει."

Ανέβηκε επάνω, έριξε μια ματιά στο γραφείο του κι έπειτα στο δωμάτιο της Κασσιόπης, μήπως ήταν εκεί. Τίποτα. Χτύπησε την πόρτα του δωματίου του Αλέξανδρου, που κάποτε ήταν δικό του.

"Ναι!" απάντησε από μέσα ο γιος του. Ο Μύρωνας μπήκε και τον ρώτησε:

"Μήπως είδες τη μαμά;"

"Όχι, την άκουσα όμως προηγουμένως να τσακώνεται μαζί σου και έβαλα τέρμα μουσική για να μη σας ακούω." απάντησε ο νεαρός χωρίς να ξεκολλάει τα μάτια του απ' την οθόνη του υπολογιστή.

"Και μετά πήγε πάνω. Εντάξει, εκεί θα είναι ακόμα." είπε ο Μύρωνας και βγήκε.

Η Βάσια είχε πει να μην την ενοχλήσει κανένας, όμως είχε περάσει μια ολόκληρη ώρα και δεν είχε κατέβει. Ο Μύρωνας ανέβηκε στη σοφίτα και φώναξε προς τα πάνω:

"Βάσια...;!" Καμία απάντηση. Ανέβηκε στην ταράτσα. Ήταν μια ήσυχη νύχτα με πολλά αστέρια στον ουρανό, ό,τι πρέπει για παρατήρηση με το τηλεσκόπιο.

Κι όμως, το τηλεσκόπιο στεκόταν μόνο του εκεί, χωρίς τη Βάσια. Τώρα ο Μύρωνας είχε αρχίσει να ανησυχεί πραγματικά. Κοίταξε κάτω, στον κήπο, στην πισίνα, φώναξε το όνομα της πολλές φορές μήπως τον ακούσει και απαντήσει... Τίποτα. Κατέβηκε πάλι στο δωμάτιο του Αλέξανδρου.

"Είσαι σίγουρος πως δεν την άκουσες να κατεβαίνει;" τον ρώτησε.

"Όχι, ρε πατέρα! Ούτε την άκουσα, ούτε την είδα. Μπορεί να είναι στο νεκροταφείο ή να πήγε καμιά βόλτα."

Η Βάσια όμως ποτέ δεν έφευγε απ' το σπίτι έτσι, χωρίς να ενημερώσει τον άντρα της ή να το πει έστω σε ένα απ' τα δύο παιδιά. Ο Μύρωνας πήγε στο νεκροταφείο. Νεκρική σιγή επικρατούσε. Έψαξε πάλι στον κήπο, στον χώρο της πισίνας, μέχρι και στο γκαράζ. Πουθενά η Βάσια. Επέστρεψε στο εσωτερικό του σπιτιού νευριασμένος. 

Να δεις που θα πήγε σ' αυτόν! έλεγε συνέχεια από μέσα του. Θα γυρίσει. Δεν θα γυρίσει; Και τότε θα γίνει χαμός!

Κάθισε στο σαλόνι και προσπάθησε να ηρεμήσει και να σκεφτεί λογικά. Η Κασσιόπη μπήκε και πλησίασε.

"Τι έγινε, δεν τη βρήκες;" τον ρώτησε.

"Όχι. Σπίτι δεν είναι. Πού μπορεί να πήγε;"

"Μπορεί να πήγε σε καμιά φίλη της."

Κατέβηκε και ο Αλέξανδρος με την ίδια ανησυχία.

"Δεν είναι σπίτι η μαμά;" ρώτησε.

"Όχι. Σίγουρα έχει φύγει."

"Κρυφά όμως; Δεν θα μας το έλεγε;" απόρησε ο μικρός. Η Κασσιόπη είχε μια φριχτή υποψία. Απ' την άλλη όμως, ακόμα και στον Ντίνο να είχε πάει, δεν θα το έλεγε τουλάχιστον στον Αλέξανδρο;

"Είσαι σίγουρος ότι δεν σου είπε που πήγε;" ρώτησε τον αδελφό της. "Μήπως σου είπε να μην μας το πεις; Πες αλήθεια, Αλέξανδρε! Τα πράγματα είναι σοβαρά!"

"Τι λες, μωρέ;! Γιατί να πει σε εμένα να την καλύψω; Δεν κάνει τέτοια η μαμά."

"Εντάξει, τότε μάλλον θα πήγε μια βόλτα εδώ κοντά και θα επιστρέψει." προσπάθησε να καθησυχάσει τους άλλους και τον εαυτό της. Ένιωθε ένοχη στη σκέψη ότι μπορεί να της είχε συμβεί οτιδήποτε και εκείνη αυτό που την ένοιαζε περισσότερο απ' όλα ήταν να μην είχε πάει στον Ντίνο.

"Θα πάρω τη Νάντια." είπε ο Μύρωνας και άρπαξε το κινητό του. Η Κασσιόπη στο μεταξύ ανέβηκε τρέχοντας στο δωμάτιο της και πήρε κρυφά τον Ντίνο.

"Ντίνο... Θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά: είναι εκεί η μητέρα μου;"

"Όχι, ρε μωρό μου. Τι είναι αυτά που λες; Υπάρχει περίπτωση να έρθει σπίτι μου η μητέρα σου και να μη στο πω;" Ακουγόταν λίγο ταραγμένος, αλλά αρκετά πειστικός.

Αν όντως είχε πάει σπίτι του η μητέρα της, ο Ντίνος θα της το έλεγε κι ας ήξερε πως θα τσακωθούν.

"Έφυγε απ' το σπίτι χωρίς να μας πει πού πήγε." του είπε ξεφυσώντας.

"Χωρίς ούτε καν να καταλάβουμε ότι έφυγε."

"Εδώ πάντως δεν είναι." Ο Ντίνος έκανε μια παύση κι έπειτα συνέχισε πιο πειστικά: "Κοίτα... Αν η μάνα σου ερχόταν εδώ, θα ερχόταν για ένα και μόνο λόγο: να μιλήσουμε για σένα. Οπότε θα στο έλεγε."

"Ναι, όντως." συμφώνησε η Κασσιόπη.

"Μην ανησυχείς. Σε καμιά φίλη της θα είναι."

"Το ελπίζω."

"Σ' αγαπώ πολύ, μωρό μου. Σε θέλω. Πότε θα βρεθούμε;"

"Μπορεί αύριο." του απάντησε η Κασσιόπη, που ήθελε πολύ να ξαναγίνουν όπως πριν. Το πήρε απόφαση: αποκλείεται η μητέρα της να έκανε κάτι με τον Ντίνο, τώρα που ήξερε. Όχι, δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα στο παιδί της.

Όταν επέστρεψε στο σαλόνι, ο Μύρωνας είχε ήδη τηλεφωνήσει στη Νάντια και στην Κατερίνα. Με καμία απ' τις δυο δεν ήταν. Σε αυτόν θα είναι. σκέφτηκε με μίσος, όμως δεν τον πήρε τηλέφωνο. Δεν είχε νόημα. Σίγουρα ο Ντίνος θα του έλεγε ψέματα. Σκέφτηκε να πάει εκεί και να τους πιάσει στα πράσα, όμως δίστασε. Και αν δεν ήταν εκεί; Θα γινόταν ρεζίλι και θα τσακωνόταν με τον Ντίνο άδικα.

Όχι, θα περίμενε. Θα την περίμενε μέχρι να επιστρέψει, όσες ώρες και αν περνούσαν. Θα επέστρεφε, ήταν σίγουρος. Της είχε εμπιστοσύνη.

Λίγο αργότερα, τα παιδιά του ανέβηκαν στα δωμάτια τους για ύπνο. Έμεινε μόνος κι έρημος στο σαλόνι, περιμένοντας την. Και αν βγήκε όντως μια βόλτα κι έπαθε τίποτα; Διάφορες κακές σκέψεις περνούσαν απ' το μυαλό του, με πρώτη και κύρια μήπως έμεινε στο σπίτι του Ντίνου. Αυτό ήταν! Έτσι και δεν γυρνούσε μέχρι το πρωί, θα πήγαινε σπίτι του και θα γινόταν χαμός.

Ανέβηκε στο δωμάτιο του και ξάπλωσε. Πού να κλείσει μάτι όμως; Τελικά κατάφερε να κοιμηθεί λίγο τα ξημερώματα και ξύπνησε απότομα στις εννέα το πρωί. Η Βάσια δεν βρισκόταν στο κρεβάτι δίπλα του, οπότε μάλλον δεν γύρισε. Ο Μύρωνας κόντευε να τρελαθεί. Σηκώθηκε και έψαξε πάλι σε όλο το σπίτι. Τίποτα. Τα παιδιά κοιμούνταν ακόμα.

Ντύθηκε βιαστικά και έφυγε όλος νεύρα για το σπίτι του Ντίνου. Όταν έφτασε εκεί όμως, κατάφερε να ηρεμήσει λίγο και να συγκεντρωθεί, γιατί έπρεπε να δει τι θα του πει.

Χτύπησε το κουδούνι αρκετές φορές. Ο Ντίνος εμφανίστηκε αρκετή ώρα μετά, ντυμένος μόνο με ένα καφέ μποξεράκι.

"Καλημέρα, Μύρωνα. Πώς κι από εδώ πρωί- πρωί;"

"Ντίνο... Πού είναι η γυναίκα μου;" γρύλισε ο Μύρωνας.

"Πού να ξέρω;"

"Δεν έμεινε εδώ χθες τη νύχτα;"

"Όχι..." απάντησε ατάραχος.

"Λες ψέματα!" φώναξε ο Μύρωνας.

"Αλήθεια σου λέω, άνθρωπε μου! Να, έλα και ψάξε αν θες." είπε ο Ντίνος κι έκανε στην άκρη.

Ο Μύρωνας μπήκε στο σπίτι και άρχισε να ψάχνει παντού, ενώ ο Ντίνος τον ακολουθούσε ανήσυχος.

"Κάπου την κρύβεις. Είμαι σίγουρος." μουρμούριζε καθώς άνοιγε μία- μία τις ντουλάπες στην κρεβατοκάμαρα.

"Δεν μπορώ να καταλάβω τι σ' έχει πιάσει." του είπε ο Ντίνος. "Η Βάσια ποτέ δεν μένει σε ξένα σπίτια, έτσι δεν είναι;"

"Έτσι είναι." απάντησε απότομα ο Μύρωνας. "Όμως χθες τσακωθήκαμε πολύ άσχημα και υπέθεσα ότι μάλλον έφυγε κρυφά και ήρθε σε σένα."

"Έλα να καθίσουμε κάτω, να μου πεις τι ακριβώς έγινε χθες το βράδυ." του είπε ο Ντίνος φανερά ανήσυχος και τον οδήγησε στο σαλόνι.

Κάθισαν και ο Μύρωνας συνέχισε να μιλάει:

"Χθες το βράδυ, η γυναίκα μου κι εγώ τσακωθήκαμε πολύ άσχημα. Δεν θα σου πω το λόγο, φαντάζομαι όμως ότι μπορεί και να τον ξέρεις. Μετά η Βάσια ανέβηκε στην ταράτσα να παρατηρήσει τα αστέρια και...αυτή ήταν η τελευταία φορά που την είδα. Μετά έφυγε κρυφά απ' το σπίτι και ακόμα δεν έχει γυρίσει. Τηλεφώνησα στις φίλες της, όμως καμία δεν την είχε δει."

Ο Ντίνος έγειρε μπροστά και είπε:

"Μύρωνα, τα πράγματα είναι σοβαρά. Η Βάσια δεν πέρασε καθόλου από εδώ χθες. Αλλά και να ερχόταν, σίγουρα δεν θα έμενε όλη τη νύχτα. Η γυναίκα σου σ΄αγαπάει και όσο και να ήθελα εγώ να γίνει κάτι, σεβόμουν την αγάπη της για σένα και την ίδια, οπότε δεν είχε γίνει τίποτα μεταξύ μας." Ο Ντίνος ακουγόταν αρκετά πειστικός.

Ωστόσο ο Μύρωνας ακόμα δεν τον πίστευε, τουλάχιστον ότι η γυναίκα του δεν πήγε εκεί.  Ήταν σίγουρος πως πήγε, μετά όμως έφυγε και πήγε κάπου αλλού. Πού όμως;

"Μύρωνα... Η Βάσια εξαφανίστηκε." κατέληξε ο Ντίνος.

"Όχι... Δεν μπορεί... Αποκλείεται." έκανε ο Μύρωνας.

Θυμήθηκε τα λόγια της Νάντιας, ότι η Βάσια δεν ήταν πια ευτυχισμένη μαζί του... Μήπως το έσκασε για αυτό το λόγο; Μα θα άφηνε πίσω της τόσες αναμνήσεις, τόσα χρόνια που έζησαν μαζί, θα τα παρατούσε όλα έτσι απλά και θα έφευγε; Και χωρίς ούτε ένα ρούχο μαζί της; Όχι, αποκλείεται. Η Βάσια δεν θα το έσκαγε έτσι απλά. Θα καθόταν να παλέψει για να σωθεί ο γάμος τους.

Κάτι κακό της συνέβη, ο Μύρωνας ήταν σίγουρος γι' αυτό.

"Σήκω." είπε στον Ντίνο και σηκώθηκε κι αυτός. "Ντύσου να πάμε στην αστυνομία."

"Δεν θα βγάλουμε άκρη." απάντησε εκείνος. "Πρέπει να περάσουν τουλάχιστον 48 ώρες για να δηλώσουμε εξαφάνιση. Άσε που μπορεί να εμφανιστεί κιόλας. Κάνε λίγο υπομονή και εγώ θα τηλεφωνήσω σε όλα τα νοσοκομεία μήπως έπαθε κάτι και νοσηλεύεται. Ας ελπίσουμε όχι αλλά... Τέλος πάντων. Θα πάμε στην αστυνομία αύριο." Ο Μύρωνας ξεφύσηξε κι έβαλε το χέρι του ανάμεσα στα μαλλιά του.

"Καλά." είπε. "Πώς θα αντέξω άλλη μια μέρα; Θα τρελαθώ."

Ο Ντίνος προσπάθησε να τον παρηγορήσει:

"Πίστεψε με, ανησυχώ το ίδιο και φοβάμαι. Η Βάσια είναι φίλη μου."

"Δεν κατάλαβες καλά, Λούθερη." του είπε επιθετικά ο Μύρωνας. "Επειδή θα δεχτώ τη βοήθεια σου και θα ψάξουμε μαζί, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είσαι ύποπτος. Είσαι ένας από τους βασικούς υπαίτιους για την εξαφάνιση της και θα σ' έχω στο μάτι μέχρι να βρεθεί η Βάσια. Δεν τελειώσαμε ακόμα." είπε κι έφυγε βιαστικά.

Όταν γύρισε σπίτι, τα παιδιά είχαν ξυπνήσει κι έτρωγαν πρωινό, ή τουλάχιστον προσπαθούσαν.Του είπαν πως τηλεφώνησαν σε κάποιους γνωστούς και φίλους και τους ρώτησαν, κανένας τους όμως δεν είχε δει τη Βάσια.

"Θα γυρίσει σήμερα, θα το δείτε." είπε ο Αλέξανδρος. "Ήθελε να μείνει μόνη της και να σκεφτεί κάποια πράγματα, γι' αυτό έφυγε. Θα γυρίσει."

"Και μας άφησε έτσι να ανησυχούμε, ρε Αλέξανδρε; Η μαμά ποτέ δεν τα έκανε αυτά." του είπε η αδελφή του.

"Πήρατε όλους τους γνωστούς μας;" ρώτησε ο Μύρωνας.

"Ναι, σχεδόν όλους. Μέχρι και τον Λιβανό. Εκείνος είπε ότι θα κάνει ό,τι μπορεί με τις διασυνδέσεις που έχει."

"Ναι. Θα μιλήσω κι εγώ μαζί του."

Όλη την υπόλοιπη μέρα η οικογένεια έμεινε σπίτι. Περίμεναν μήπως επιστρέψει η Βάσια και αναρωτιόνταν πού να έχει πάει. Τηλεφώνησε και η Κλέλια κάποια στιγμή, αλλά δεν της είπαν τίποτα για να μην τη στενοχωρήσουν, καθώς η υγεία της δεν ήταν πολύ καλά τον τελευταίο καιρό.

Η Βάσια δεν γύρισε σπίτι ούτε εκείνη τη μέρα, ούτε τη νύχτα που ακολούθησε. Έπεσε κάτι σαν σκιά, σαν πένθος στην έπαυλη των Γεωργίου. Ο Μύρωνας με τον Ντίνο πήγαν να δηλώσουν την εξαφάνιση. Ο αστυνόμος τους έκανε ολόκληρη ανάκριση σχετικά με το τι ακριβώς συνέβη.

"Σύμφωνα με αυτά που μου είπατε, πρόκειται για μια από τις πιο περίεργες εξαφανίσεις που μου έχουν τύχει. Όμως θα κάνουμε ό,τι μπορούμε."

Έδειξε τη φωτογραφία που κρατούσε ο Μύρωνας, την πιο πρόσφατη που είχε βγάλει η Βάσια. Φαινόταν το πρόσωπο της και το πάνω μέρος του κόκκινου φορέματος της.

"Μπορούμε να κρατήσουμε αυτή τη φωτογραφία; Θα τη βάλουμε σε ανακοίνωση στην τηλεόραση."

"Ναι... Ναι, φυσικά και μπορείτε." είπε σαν χαμένος ο Μύρωνας.

"Όμως θα πρέπει να κάνετε λίγη ακόμα υπομονή, καθότι δεν έχουν περάσει ακόμα 48 ώρες. Αν δεν έχει βρεθεί  η σύζυγος σας μέχρι να ολοκληρωθεί αυτό το χρονικό διάστημα, θα βάλουμε ανακοίνωση στη Γραμμή Ζωής. Το πιο πιθανό είναι να έπεσε θύμα απαγωγής, οπότε λογικά μέσα σε αυτό το διάστημα οι δράστες θα επικοινωνήσουν μαζί σας για λύτρα και τότε θα πρέπει να απευθυνθείτε και πάλι σε εμάς, ό,τι και αν σας πουν."

"Εντάξει." συμφώνησε, πάλι σαν χαμένος, ο Μύρωνας. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Η Βάσια του είχε εξαφανιστεί. Θα μπορούσε να της έχει συμβεί οτιδήποτε. 

Πήγε σπίτι του και ο Ντίνος μαζί. Μόλις μπήκαν μέσα, η Κασσιόπη κι ο Αλέξανδρος σηκώθηκαν αμέσως και πλησίασαν για να μάθουν τι έγινε. Ήταν και η Στέλλα μαζί τους. Ο Μύρωνας δεν άντεξε και ξέσπασε σε κλάματα στην αγκαλιά της κόρης του. Η Κασσιόπη προσπάθησε να φανεί ψύχραιμη.

"Μπαμπά...; Έλα τώρα, μην κλαις. Θα βρεθεί η μαμά, μην ανησυχείς."

Πρώτη φορά έβλεπε τον πατέρα της τόσο διαλυμένο, τόσο αδύναμο. Κι εκείνη όμως δεν ήταν αρκετά δυνατή για να τον στηρίξει. Έριξε μια ικετευτική ματιά στον Ντίνο. Τώρα τον είχε ανάγκη περισσότερο από ποτέ. Είχε τόσο πολύ ανάγκη την αγάπη του και τη στήριξη του...

"Θα κάνουμε τα πάντα για να τη βρούμε." είπε εκείνος, σαν να επικοινώνησαν με τα μάτια. "Θα κολλήσουμε φωτογραφίες της παντού, θα τις κοινοποιήσουμε στο ArakSocial, θα τις στείλουμε στα κανάλια, θα βάλουμε ανακοινώσεις στα ραδιόφωνα και όπου αλλού βρούμε. Η Βάσια είναι υπερβολικά όμορφη για να χαθεί για πάντα."

Το βράδυ ο Μύρωνας κοιμήθηκε ελάχιστα, με μια φωτογραφία της Βάσιας στην αγκαλιά του. Ήταν μια πολύ όμορφη φωτογραφία της με το γνωστό κόκκινο φόρεμα, ολόσωμη, δίπλα στην πισίνα.

Την επόμενη μέρα έδωσε και αυτή τη φωτογραφία στην αστυνομία.

"Πιστεύω πως θα βοηθήσει να βλέπει ο κόσμος τι φορούσε την ημέρα που εξαφανίστηκε." είπε.

Πέρασαν δύο μέρες και ακόμα κανένα σημείο ζωής από τη Βάσια. Ο Μύρωνας ειδοποίησε και τους γονείς της στη Θεσσαλονίκη, πριν το μάθουν απ' την τηλεόραση και πάθουν μεγαλύτερο σοκ. Ακόμα και έτσι όμως, κόντεψαν να τρελαθούν όταν τους το είπε.

Κάθε μέρα που περνούσε, χανόταν όλο και περισσότερο η ελπίδα να βρεθεί η Βάσια. Οι αρχές την αναζητούσαν παντού και "χτένιζαν" τις γύρω περιοχές, ενώ το νέο έκανε το γύρο της Ελλάδας στα κανάλια και στο ίντερνετ. Ο Μύρωνας ήταν απαρηγόρητος. Έβγαινε συχνά σε εκπομπές και μιλούσε. Διηγιόταν κλαίγοντας την ιστορία του με τη Βάσια κι εκλιπαρούσε τους πάντες να κάνουν ό,τι μπορούν για να τη βρουν.

Πρόσφερε μέχρι και αμοιβή σε όποιον έβρισκε εκείνη ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, η οποία ξεκίνησε από 2.000 ευρώ κι έφτασε μέχρι 200.000, αφού κάθε μέρα που περνούσε ο Μύρωνας ολοένα και ανέβαζε το ποσό. Απαγωγείς απ' ότι φαίνεται δεν υπήρχαν, ειδάλλως θα είχαν επικοινωνήσει ήδη για λύτρα.

"Βάσια, όπου κι αν είσαι, να ξέρεις ότι σ' αγαπώ. Σ' αγαπώ πάρα πολύ και σου ζητώ συγνώμη για ό,τι έγινε, ψυχή μου." δήλωσε μια μέρα σε ένα κανάλι κλαίγοντας, σε μια εκπομπή που έψαχνε εξαφανισμένους. 

Δεν τον ένοιαζε που είχε χάσει την αξιοπρέπεια του ως Γεωργίου.

"Η Βάσια ήταν...πολύ καλή φίλη." είπε και η Νάντια δακρύζοντας, όταν τη ρώτησαν ποια ήταν η σχέση της με τη Βάσια. "Μου έδινε πάντα τις καλύτερες συμβουλές και με συνέτιζε με τη σοφία και την ωριμότητα της."

"Γιατί ήταν και όχι είναι καλή φίλη;" τη ρώτησε ο Μύρωνας αργότερα, όταν βγήκαν από το στούντιο. "Γιατί μιλούσες σαν να έχει πεθάνει;"

"Μύρωνα, μεταξύ μας τώρα, χωρίς να θέλω να σε στενοχωρήσω... Όσοι εξαφανίζονται, συνήθως δεν τους βρίσκουν ποτέ... Ή τους βρίσκουν νεκρούς." προσπάθησε να τον πείσει η Νάντια.

"Η γυναίκα μου όμως θα βρεθεί ζωντανή!" φώναξε ο Μύρωνας. "Η Βάσια δεν είναι νεκρή, εντάξει;!"

Η Νάντια σώπασε προς στιγμήν, αν και ήταν σίγουρη για τη θεωρία της: κάποιος δολοφόνησε τη Βάσια κι έκρυψε το πτώμα της. Κάποιος εχθρός της οικογένειας ίσως. Θα μπορούσαν άνετα να κατηγορήσουν την ίδια, αν μάθαιναν ότι ποθούσε κρυφά τον Μύρωνα. Είχε άλλοθι όμως. Βρισκόταν στο πάρτι ενός πολύ γνωστού ηθοποιού εκείνη τη νύχτα και όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί μπορούσαν να επιβεβαιώσουν την παρουσία της.

Ο Μύρωνας καταβάθος είχε αρχίσει να πιστεύει ότι η Βάσια μπορεί και να δολοφονήθηκε ή να αυτοκτόνησε, αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Δεν ήθελε να την πενθήσει άδικα. Άλλωστε το ένιωθε ότι ήταν ζωντανή, είχε ένα προαίσθημα. Απλώς βρισκόταν πολύ, πάρα πολύ μακριά του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top