24. Κατάθλιψη
2020
Είχε περάσει ακριβώς ένας χρόνος και το μόνο άτομο που ήξερε για τη σχέση της Κασσιόπης με τον Ντίνο, ήταν η κολλητή της η Μαρία. Η Κασσιόπη δεν είχε άλλες φίλες και ήταν ο μόνος άνθρωπος που εμπιστευόταν απόλυτα.
"Έχετε σκεφτεί να το πείτε στους γονείς σου;" τη ρώτησε μια μέρα, που βρίσκονταν μόνες τους στη γοτθική βίλα.
"Ναι. Το έχουμε σκεφτεί." απάντησε η Κασσιόπη. "Αλλά δεν βρίσκουμε τον τρόπο."
"Πρέπει να τους το πείτε, πριν το μάθουν από αλλού. Μην ξεχνάς ότι έχουν πάρα πολλές γνωριμίες. Όλο και κάποιος θα σας δει μαζί και θα σας καρφώσει." Η Κασσιόπη ξεφύσηξε αγχωμένη.
"Αυτό φοβάμαι περισσότερο απ' όλα." είπε. "Παρόλα αυτά δεν τολμάω να τους το πω ούτε εγώ."
Κατά τ' άλλα όλα έδειχναν τέλεια στη σχέση τους. Μόνο ένα πράγμα την ενοχλούσε πολύ: στην κρεβατοκάμαρα του, ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι του, υπήρχε ένα γυμνό πορτραίτο της μητέρας της. Η Κασσιόπη δεν ήθελε να ξέρει τι δουλειά είχε αυτός ο πίνακας εκεί, πάντως είχε πει χίλιες φορές στον Ντίνο να τον βγάλει, γιατί ένιωθε άβολα όταν τον κοιτούσε. Έπαιρνε πάντα την ίδια απάντηση:
"Έλα, ρε μωρό μου! Πώς κάνεις έτσι; Ένα έργο τέχνης είναι όπως όλα τα υπόλοιπα."
Έτσι, η Κασσιόπη έληγε εκεί το θέμα, γιατί δεν ήθελε έναν απλό πίνακα να τους χαλάσει την ησυχία τους. Άλλο ήταν το θέμα που τους έκαιγε τώρα.
"Πρέπει να τους το πούμε." της είπε μια μέρα ο Ντίνος στο κρεβάτι του, μετά από έναν άγριο έρωτα που είχαν κάνει. "Για πόσο ακόμα θα το κρατάμε κρυφό; Ένα χρόνο είμαστε μαζί."
"Φοβάμαι, Ντίνο." του απάντησε κι εκείνος την έσφιξε στην αγκαλιά του.
"Τι φοβάσαι, κοριτσάκι μου; Αφού σ' αγαπώ και μ' αγαπάς, όλα τ' άλλα δεν έχουν σημασία. Αν όμως κολλάς τόσο πολύ να τους το πεις, θα το πω εγώ, στη μητέρα σου μόνο."
Η Κασσιόπη ανασηκώθηκε ταραγμένη.
"Τρελάθηκες;! Θα σε βρίσει, θα το πει στον πατέρα μου και θα γίνει χαμός!" αναφώνησε.
"Θα της εξηγήσω πως έχουν τα πράγματα και θα καταλάβει." την καθησύχασε ο Ντίνος χαϊδεύοντας την πλάτη της. "Κι ύστερα, εκείνη θα δει πως θα το φέρει πιο ομαλά στον πατέρα σου."
Την επόμενη κιόλας μέρα, ο Ντίνος πήρε τηλέφωνο τη Βάσια. Εκείνη απόρησε, γιατί είχαν πολύ καιρό να μιλήσουν και γενικά ο Ντίνος είχε απομακρυνθεί, πράγμα το οποίο την ανακούφιζε.
"Τι έγινε; Χαθήκαμε." του είπε.
"Βάσια, πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό. Δεν αντέχω να το κρατάω άλλο μέσα μου. Πότε μπορείς να βγούμε;"
"Να βγούμε;!" αναφώνησε η Βάσια, που ήξερε πολύ καλά (ή μάλλον νόμιζε πως ήξερε) τι ήθελε να της πει ο Ντίνος. "Είμαι παντρεμένη, Ντίνο. Έχω οικογένεια. Πόσες φορές θα στο πω ότι δεν έχεις ελπίδες μαζί μου;"
"Όχι, με παρεξήγησες. Δεν έχω πονηρό σκοπό, ειλικρινά. Αυτό για το οποίο θέλω να μιλήσουμε είναι...η κόρη σου."
"Η κόρη μου...; Τι σχέση έχει η κόρη μου;"
"Θα σου πω από κοντά. Μπορείς να βγούμε για φαγητό απόψε;"
Αν δεν επρόκειτο για την Κασσιόπη, η Βάσια θα είχε αρνηθεί σίγουρα. Κάτι περίεργο συνέβαινε όμως κι έπρεπε να μάθει. Και είχε ήδη αρχίσει να υποπτεύεται τι γινόταν.
Όλα αυτά τα τηλεφωνήματα και τα ραντεβού της Κασσιόπης, ο μυστηριώδης "Νίκος" που ποτέ δεν δεχόταν να τους τον γνωρίσει...
Όχι, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό... Ας μην είναι αυτό που νομίζω... σκεφτόταν όλη μέρα. Η Κασσιόπη έλειπε όλη μέρα απ' το σπίτι και δεν την είδε καθόλου για να της μιλήσει.
Έφτασε επιτέλους το βράδυ.
"Για πού ετοιμάζεσαι;" τη ρώτησε ο Μύρωνας όταν την είδε να βάφεται.
"Θα βγω για φαγητό με την Νάντια." του απάντησε ψέματα.
"Α. Με τη Νάντια. Σίγουρα;"
"Σίγουρα."
"Εμένα με ρώτησες;"
Η Βάσια ξεφύσηξε εκνευρισμένη.
"Μύρωνα, με κουράζεις."
"Σε κουράζω;"
"Ναι. Κουράστηκα να σου δίνω λογαριασμό για το πού πηγαίνω και με ποιον!" φώναξε η Βάσια. "Κουράστηκα να ζητώ την άδεια σου για να βγω!"
"Ο άντρας σου είμαι, Βάσια! Δεν έχω δικαίωμα να ξέρω;! Και αν θυμάσαι καλά σου έχω πει να μη βγαίνεις με τη Νάντια γιατί έχει κακή φήμη, και αν σε βλέπουν συνέχεια μαζί της θα σου βγει κι εσένα το όνομα! Και δεν θα το ανεχτώ αυτό, που να πάρει! Είσαι μια Γεωργίου!" της φώναξε ο Μύρωνας εκτός εαυτού.
Η Βάσια σηκώθηκε, έτοιμη να φύγει.
"Είσαι απίστευτος. Ζούμε στο 2020 και δεν λες να το καταλάβεις!" του φώναξε πάλι.
Άρπαξε την τσάντα της κι έφυγε βιαστικά, για να μη συνεχίσει τον καυγά και πει κι άλλα πράγματα για τα οποία θα μετανιώσει.
"Κάποια πράγματα είναι στάνταρ σε όλες τις εποχές, Βάσια!" τον άκουσε να της φωνάζει καθώς κατέβαινε τις σκάλες.
Οδηγούσε πολύ αφηρημένα και απρόσεκτα. Δεν ήταν καθόλου καλά τον τελευταίο καιρό. Είχε κατάθλιψη και πήγαινε σε ψυχολόγο, όμως ελάχιστα τη βοηθούσε.
Στο σπίτι, ξεσπούσε χωρίς λόγο στον Μύρωνα και στα παιδιά τους, ειδικά στον Αλέξανδρο που περνούσε δύσκολη εφηβεία και νευρίαζε κι αυτός με το παραμικρό. Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο σκοπός της ζωής της και πολλές φορές ένιωθε πως ήταν βάρος για την οικογένεια της. Αναρωτιόταν αν εκείνοι θα ήταν πολύ πιο ευτυχισμένοι αν μια μέρα το έσκαγε απ' το σπίτι κι εξαφανιζόταν.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθε τώρα να προστεθεί και το άγχος για την Κασσιόπη και τον Ντίνο.
Έφτασε στο εστιατόριο που είχαν δώσει ραντεβού. Ο Ντίνος είχε φτάσει ήδη και φαινόταν το ίδιο αγχωμένος με εκείνη. Μα γιατί επέλεξε εστιατόριο και όχι κάποια καφετέρια;
"Καλησπέρα, Βάσια." τη χαιρέτησε.
"Γιατί σε εστιατόριο και όχι σε κάποια καφετέρια ή κάτι τέτοιο;" τον ρώτησε η Βάσια επιθετικά.
"Δεν ξέρω... Προτιμάς να πάμε κάπου αλλού;" τη ρώτησε.
"Δεν έχω όρεξη να φάω. Καλύτερα να πάμε για ποτό να χαλαρώσω λίγο."
"ΟΚ..." συμφώνησε ο Ντίνος.
Πήγαν στο πάρκινγκ, και μπήκαν στα αυτοκίνητα τους. Ο Ντίνος οδηγούσε μπροστά και η Βάσια τον ακολουθούσε με φοβερό άγχος. Την πήγε σε ένα μπαρ στο Μαρούσι.
Κάθισαν και παρήγγειλαν ουίσκι.
"Θα μου πεις τώρα;" είπε η Βάσια.
"Καλύτερα να πιούμε λίγο πρώτα." απάντησε ο Ντίνος.
Σύντομα έφτασε το ουίσκι, ενώ όση ώρα περίμεναν δεν μιλούσαν καθόλου. Απ' τη μια ο Ντίνος σκεφτόταν πώς θα της το πει, ενώ απ' την άλλη η Βάσια αναρωτιόταν τι ήταν αυτό που ήθελε να της πει.
"Για πες, τι νέα;" τη ρώτησε.
"Τα ίδια. Ξεκίνησα να πηγαίνω σε ψυχολόγο για μια μικρό- κατάθλιψη που έχω."
"Σε βοηθάει καθόλου;"
"Ελάχιστα. Είναι μέχρι να έρθουν πάλι οι σκοτεινές σκέψεις."
"Ο Μύρωνας σε στηρίζει;"
"Προσπαθεί. Όμως τσακωνόμαστε συνέχεια και αυτό με ρίχνει πολύ."
Ο Ντίνος ένιωσε ξαφνικά την ανάγκη να την παρηγορήσει.
"Μην ανησυχείς. Όλοι περνάμε κατάθλιψη σε κάποια φάση της ζωής μας. Θα φτιάξουν τα πράγματα."
"Ελπίζω." είπε η Βάσια, εκνευρισμένη που ο Ντίνος απέφευγε το θέμα τους. Ήπιε λίγο και μετά του είπε:
"Ντίνο, ήρθαμε για ένα λόγο εδώ, αν θυμάμαι καλά. Θες να μιλήσουμε για κάτι που αφορά την κόρη μου. Λέγε λοιπόν, σε ακούω."
Ο Ντίνος πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να λέει:
"Άκου, Βάσια. Η Κασσιόπη είναι μια ιδιαίτερη κοπέλα. Διαφορετική, έξυπνη, γοητευτική..."
"Πού το πας, Ντίνο;"
"Εντάξει, θα στο πω μια κι έξω: η Κασσιόπη κι εγώ είμαστε μαζί."
Η Βάσια έμεινε. Έπρεπε να κατεβάσει το μισό ποτήρι της για να συνειδητοποιήσει αυτό που μόλις άκουσε.
"Δεν μιλάς σοβαρά..." είπε σαστισμένη. Ο Ντίνος την κοίταξε ευθεία στα μάτια.
"Σοβαρότατα. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, ούτε ήθελα να γίνει, όμως δεν κατάφερα να της αντισταθώ."
"Πόσο καιρό συμβαίνει αυτό;"
"Ένα χρόνο. Το ξέρω ότι η διαφορά ηλικίας μας είναι τεράστια, όμως είμαστε και οι δυο ενήλικες και δεν μπορείς να κάνεις κάτι γι' αυτό."
"Αυτό θα το δούμε!" αναφώνησε η Βάσια νευριασμένη.
Ξαφνικά, το μυαλό της γύρισε χρόνια πίσω, τότε που η μητέρα της δεν την άφηνε να είναι με τον Μύρωνα. Δεν θα ήθελε να κάνει το ίδιο στην κόρη της... Όμως, άλλο ο Μύρωνας, άλλο ο Ντίνος τώρα. Τώρα η Βάσια είχε δίκιο για αυτόν και θα έκανε τα πάντα για να προστατεύσει την κόρη της απ' τα δόντια αυτού του ξεδιάντροπου γυναικά.
"Δεν το πιστεύω... Μα με την κόρη μου; Σε αυτήν βρήκες να πουλήσεις τα παραμύθια σου; Και η Κασσιόπη είναι τόσο αθώα και άδολη, που θα πιστεύει τα πάντα!" φώναξε.
"Δεν είναι έτσι όπως τα λες, Βάσια. Άσε με να σου εξηγήσω. Την Κασσιόπη την αγαπάω αληθινά. Μ' έχει αλλάξει, στο ορκίζομαι και τόσον καιρό που είμαστε μαζί δεν την έχω απατήσει."
Η Βάσια γέλασε νευρικά και είπε:
"Δηλαδή περιμένεις να πιστέψω ότι εδώ και ένα χρόνο δεν έχει γίνει τίποτα με τη Νάντια ή τη Νίνα. Τις έχεις απέναντι σου και δεν τις έχεις πλησιάσει!"
"Αν θες με πιστεύεις. Εγώ πάντως είπα την αλήθεια."
"Δεν πιστεύω ότι άλλαξες. Και αν όντως άλλαξες, αυτό είναι προσωρινό."
Στο μεταξύ, ο Μύρωνας καθόταν στο σπίτι και σκεφτόταν την κατάσταση που επικρατούσε. Η Βάσια δεν ήταν καθόλου καλά. Είχε κατάθλιψη και γι' αυτό ήταν τόσο ευερέθιστη. Έπρεπε να κάνει κάτι γι' αυτό, να τη στηρίζει περισσότερο και όχι να τη νευριάζει σε κάθε ευκαιρία. Τις σκέψεις του διέκοψε ένα τηλεφώνημα. Ήταν η Νάντια. Μα τι ήθελε αυτή; Δεν ήταν μαζί με τη γυναίκα του;
"Ναι." το σήκωσε.
"Έλα Μύρωνα, γλυκέ μου. Πώς είσαι;"
"Καλά, εσύ;" της είπε τελείως ψυχρά.
"Μια χαρά, μωρέ. Ε, κοίτα... Σκεφτόμουν, αν δεν έχεις κανονίσει τίποτα για τώρα, εννοώ σε λίγο... Να βγούμε για φαγητό. Οι δυο μας."
Οι δυο τους; Τι γίνεται εδώ;! σκέφτηκε.
"Για ένα λεπτό!" αναφώνησε. "Τι εννοείς να βγούμε οι δυο μας; Δεν είσαι με τη Βάσια τώρα;"
"Όχι, καλέ." Ο Μύρωνας δεν ένιωθε καλά. "Μου είπε ότι θα βγει με τον Ντίνο και απορούσα πώς την άφησες, να σου πω την αλήθεια." Ο Μύρωνας δεν ένιωθε καθόλου καλά. Παραλίγο να σπάσει το κινητό έτσι όπως το έσφιγγε απ' τα νεύρα του.
"Λοιπόν; Θες να βγούμε ή όχι;" περίμενε την απάντηση του η Νάντια.
"Θέλω." της απάντησε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε. Θα ήταν ο τρόπος του να εκδικηθεί τη Βάσια αυτός, για την προδοσία και το ψέμα της.
Πήγε πάνω και άρχισε να ντύνεται. Φόρεσε μαύρο κοστούμι, ως συνήθως και κόκκινη γραβάτα. Όταν κατέβηκε πάλι στο σαλόνι να πάρει τα κλειδιά του, καθόταν εκεί ο Αλέξανδρος.
"Φεύγω." του είπε.
"Πού πας;" ρώτησε ο γιος του.
"Για φαγητό. Αν γυρίσει η μητέρα σου πες της πως θα αργήσω."
"Κι εκείνη που έχει πάει;" απόρησε ο Αλέξανδρος.
"Μη θες να τα μαθαίνεις όλα."
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι. Ο Μύρωνας πήγε να ανοίξει ελπίζοντας πως θα ήταν η Βάσια, μετανιωμένη που βγήκε μ' αυτόν. Ήταν η Στέλλα όμως, το κορίτσι του Αλέξανδρου, με την οποία τα είχαν απ' το Δημοτικό. Ήταν η μεγαλύτερη μακροχρόνια σχέση που είχε ποτέ ένας Γεωργίου πριν το γάμο.
"Γεια σας!" του είπε πρόσχαρα η Στέλλα μόλις της άνοιξε. Ήταν όμορφο κορίτσι, με μαύρα μακριά μαλλιά και εκκεντρικό ντύσιμο συνήθως.
Ταίριαζε πάρα πολύ με τους Γεωργίου και ο Μύρωνας τη συμπαθούσε, όμως αυτή τη στιγμή δεν είχε όρεξη για ευγένειες.
"Γεια σου και αντίο. Να προσέχετε." της είπε βιαστικά κι έφυγε.
Δύο ώρες μετά, βρισκόταν στο εστιατόριο με τη Νάντια. Πιο πολύ έπινε κρασί παρά έτρωγε. Το προκλητικό φόρεμα της Νάντιας είχε αρχίσει να του βάζει περίεργες σκέψεις στο μυαλό.
"Ώστε δεν σου είχε πει ότι θα έβγαινε με εκείνον, ε;" τον ρώτησε η Νάντια.
"Όχι." απάντησε ο Μύρωνας. "Και το χειρότερο είναι, ότι εγώ ο ηλίθιος της έδινα τα πάντα, την εμπιστευόμουν και πίστευα ό,τι κι αν μου έλεγε." Η Νάντια του έπιασε το χέρι πάνω στο τραπέζι.
"Ίσως ο γάμος σας δεν πάει άλλο. Η Βάσια δεν είναι πλέων ερωτευμένη μαζί σου, μου το έχει πει."
Η Νάντια ήξερε πολύ καλά τι έκανε!
"Κι εγώ ο μαλάκας την αγαπάω σαν τρελός και θα έκανα τα πάντα για εκείνη." Ο Μύρωνας δεν άντεξε και τον πήραν τα κλάματα. Πρώτη φορά έκλαιγε σε δημόσιο χώρο.
"Κι αυτή προτίμησε τον Ντίνο." συνέχισε κρύβοντας το πρόσωπο του στις παλάμες του.
"Καλύτερα να πληρώσουμε και να φύγουμε." είπε η Νάντια κι έψαξε τριγύρω για το γκαρσόνι.
Η Βάσια γύρισε σπίτι, ανίκανη ακόμα να το πιστέψει. Ήταν απίστευτο. Η Κασσιόπη μ' αυτόν; Μα πώς ταίριαξαν, τελοσπάντων; Πώς τα βρήκαν; Έπρεπε να κάνει μια σοβαρή συζήτηση μαζί της. Τη βρήκε στο δωμάτιο της. Εκείνη σηκώθηκε ανήσυχη.
"Κάθισε. Πρέπει να μιλήσουμε." της είπε η Βάσια.
Κάθισαν στις δύο κόκκινες πολυθρόνες.
"Που είναι ο πατέρας σου;"
"Δεν είναι εδώ. Ο Αλέξανδρος μου είπε πως βρήκε για φαγητό, μάλλον με κάποιον φίλο του."
"Καλύτερα." είπε η Βάσια. "Γιατί αυτό το θέμα είναι πολύ σοβαρό για να του το πω. Για την ώρα αφορά μόνο εμάς τις δύο." Η Κασσιόπη κατάλαβε τι ήθελε να της πει. "Γιατί, βρε κοριτσάκι μου; Γιατί με τον Ντίνο. Τόσοι άντρες υπάρχουν και μάλιστα πιο κοντά στην ηλικία σου. Γιατί επέλεξες αυτόν; Αφού ήξερες τι ήταν..."
"Το ήξερα." είπε η Κασσιόπη. "Όμως, μετά το χωρισμό μου με τον Ιωσήφ, ο Ντίνος με στήριξε τόσο πολύ, μαμά... Ήταν πολύ καλός μαζί μου απ' την αρχή. Είμαι ευτυχισμένη μαζί του. Τον αγαπάω. Σε παρακαλώ... Μην το πεις στον μπαμπά. Θα μας χωρίσει." την ικέτευσε.
"Προς το παρόν, δεν σκοπεύω να του το πω. Θα παρακολουθώ όμως τη σχέση σας και έτσι και δω το παραμικρό μελανό σημείο, να ξέρεις ότι θα λάβω τα μέτρα μου." την προειδοποίησε και η Κασσιόπη ανακουφίστηκε προς το παρόν.
Η Νάντια πήγε σπίτι τον Μύρωνα με το δικό της αυτοκίνητο, γιατί εκείνος είχε πιει δύο μπουκάλια κρασί σχεδόν μόνος του και δεν ήταν σε θέση να οδηγήσει.
"Σ' ευχαριστώ που μ' έφερες." της είπε όταν έφτασαν.
"Τίποτα." είπε η Νάντια και τον αγκάλιασε. "Όλα καλά θα πάνε. Εγώ είμαι εδώ. Πες πως έχεις μια καινούργια φίλη."
"Ναι. Καληνύχτα, Νάντια." είπε ο Μύρωνας και βγήκε απ' το αυτοκίνητο.
Βρήκε τη Βάσια στο δωμάτιο της Κασσιόπης. Εκείνη σηκώθηκε μόλις τον είδε και πλησίασε.
"Μπα... Πότε γύρισες εσύ;" τη ρώτησε ειρωνικά.
"Δεν έχω πολύ ώρα... Μύρωνα, είσαι καλά;" τον ρώτησε ανήσυχη, γιατί κατάλαβε πως ήταν πιωμένος.
"Πού είχες πάει;" ρώτησε ο Μύρωνας κοιτώντας τη με ένταση.
"Σου είπα, για φαγητό με τη Νάντια."
"Ναι, ε...; Τότε...πώς γίνεται η Νάντια να ήταν μαζί σου και μαζί μου συγχρόνως;" ύψωσε τη φωνή του.
Η Βάσια τον κοίταξε λίγο με απορία, όμως μετά κατάλαβε.
"Τι θες να πεις; Βγήκες με τη Νάντια;! Από πού κι ως πού;!" του φώναξε.
"Εσύ βγήκες με τον Ντίνο! Ποιος απ' τους δυο είναι χειρότερος;!" Για μια στιγμή, η Βάσια θέλησε να του εξηγήσει για ποιο λόγο βγήκε με τον Ντίνο. Γύρισε και κοίταξε την Κασσιόπη, η οποία παρακολουθούσε τη σκηνή σαστισμένη και με αγωνία.
Όχι, δεν θα πρόδιδε το παιδί της. Προτιμούσε να πιστεύει ο Μύρωνας ότι τον απατάει, παρά να του μαρτυρήσει το μυστικό της Κασσιόπης. Κάποια στιγμή θα του το έλεγε η ίδια, όταν θα ήταν πιο ήρεμος.
"Με τον Ντίνο βγήκαμε τελείως φιλικά." απάντησε ήρεμα.
"Βγήκες όμως! Και απ' ότι ξέρουμε και οι δυο, ο Ντίνος δεν μπορεί να δει φιλικά καμία γυναίκα και ειδικά εσένα! Του δίνεις θάρρος με το να βγαίνεις μαζί του!"
Η Κασσιόπη ένιωσε ένα μεγάλο κύμα οργής και ζήλιας μέσα της. Μα ήταν δυνατόν να ζηλεύει την ίδια της τη μητέρα; Οι γονείς της συνέχισαν τον καυγά:
"Ούτε η Νάντια σε βλέπει φιλικά! Σε αυτήν δηλαδή δεν δίνεις θάρρος, που είναι ένας θηλυκός Ντίνος;!" φώναξε η Βάσια.
"Δηλαδή τι περίμενες;! Να κάθομαι να ανέχομαι το κέρατο σου χωρίς να κάνω τίποτα;!"
"Δεν σε κεράτωσα, γαμώτο! Ενώ εσύ ποιος ξέρει τι έκανες με αυτήν!"
"Δεν σε πιστεύω και όσο για μένα, δεν έκανα τίποτα!"
"Ούτε εγώ σε πιστεύω!"
Η Κασσιόπη δεν άντεξε άλλο και ξέσπασε:
"Είστε και οι δυο για κλάματα." τους είπε.
Σηκώθηκε και μπήκε ανάμεσα τους φωνάζοντας:
"Δεν ντρέπεστε να τσακώνεστε μπροστά μου;! Τι είδους γονείς είστε;! Δεν σας αντέχω άλλο! Θέλω να φύγω απ' το σπίτι!" και βγήκε απ' το δωμάτιο. Κατέβηκε στο σαλόνι κι άρχισε να παίζει στο οικογενειακό όργανο κλαίγοντας, χτυπώντας δραματικά τα πλήκτρα.
Εκείνη τη νύχτα, η Βάσια κοιμήθηκε στο δωμάτιο της Κασσιόπης μαζί της, που είχε διπλό κρεβάτι. Δεν ξαναμίλησαν με τον Μύρωνα για αυτό το θέμα. Δεν είχε αποδείξεις να τον κατηγορήσει αν όντως την απάτησε. Το ίδιο και ο Μύρωνας. Κατά βάθος πίστευαν ο ένας τον άλλον. Μόνο που εδώ που είχαν φτάσει, δεν ήξεραν αν μπορούσε να σωθεί ο γάμος τους.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top