22. Ένας Απρόσμενος Έρωτας

Τον ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά στη σχολή και σύντομα την κέρδισε η γοητεία του, η εξυπνάδα και το χιούμορ του. Επί έναν ολόκληρο χρόνο όμως, ο Ιωσήφ δεν της έδινε σημασία. Προτιμούσε άλλες, πιο όμορφες κοπέλες, που άκουγαν σκυλάδικα ή κλαμπάδικα τραγούδια αντί για γκόθικ και ροκ που άκουγε η Κασσιόπη. Παρόλο που ήξερε πως δεν είχε ελπίδες μαζί του, ευχόταν συνέχεια να την προσέξει και τον πλησίαζε σε κάθε ευκαιρία.

Ώσπου μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, ο Ιωσήφ της πρότεινε να βγουν. Η Κασσιόπη πέταξε απ' τη χαρά της. Άρχισαν να βγαίνουν κανονικά, σαν ζευγάρι, για έξι μήνες, όμως δεν τον άφηνε να την αγγίξει. Φοβόταν την πρώτη φορά κι έτσι δεν προχωρούσαν πέρα από φιλιά και χάδια. Ο Ιωσήφ κουράστηκε κάποια στιγμή από αυτή την κατάσταση, γιατί ζητούσε άλλα πράγματα στη σχέση τους. Έτσι, ξαφνικά μια μέρα, η Κασσιόπη τον είδε στη σχολή αγκαλιά με άλλη, με μία από αυτές τις "εύκολες".

Ο Ντίνος περπατούσε αφηρημένος στο πάρκο όταν την είδε: η Κασσιόπη Γεωργίου, η όμορφη κόρη της Βάσιας, καθόταν σε μια κούνια μόνη της και λικνιζόταν ελαφρά. Του φάνηκε πως έκλαιγε. Οι μακριές, ολόισιες μαύρες κοτσίδες της έλαμπαν στο φως του πρωινού ήλιου που την έλουζε και την έκανε ακόμα πιο όμορφη.

Πλησίασε και είδε ότι όντως έκλαιγε.

"Καλημέρα." της είπε. Η Κασσιόπη έβγαλε βιαστικά τα γυαλιά της και σκούπισε τα μάτια της.

"Μπορώ να καθίσω;" ρώτησε, όμως χωρίς να περιμένει απάντηση κάθισε στη διπλανή κούνια.

"Τι κάνετε, κύριε Ντίνο;" τον ρώτησε ευγενικά η κοπέλα.

"Μια χαρά, ευχαριστώ. Η μητέρα σου πως είναι;"

"Καλά."

"Γιατί ένα όμορφο κορίτσι σαν κι εσένα χαλάει τα μάτια της δακρύζοντας;"

"Συγνώμη, δεν θέλω να μιλήσω για αυτό το θέμα." απάντησε η Κασσιόπη κι έσκυψε το κεφάλι.

"Μη μου πεις ότι στενοχωριέσαι κι εσύ επειδή απογοητεύτηκες απ' το ArakSocial;" αστειεύτηκε ο Ντίνος.

Η Κασσιόπη γέλασε επιτέλους λίγο.

"Όχι, το ArakSocial είναι το τελευταίο που με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή."

"Τότε;" επέμεινε ο Ντίνος. "Δεν θες να μου πεις τι σε απασχολεί;"

"Όχι." Ο Ντίνος αποφάσισε να κάνει μια τελευταία προσπάθεια:

"Άκου, είμαι φίλος της μητέρας σου εδώ και πέντε χρόνια. Μπορείς να με θεωρείς και δικό σου φίλο. Λοιπόν, θα μου πεις γιατί έκλαιγες; Για κανένα αγόρι, μήπως;"

"Ναι, το βρήκατε."

"Άσε τους πληθυντικούς. Στον ενικό μίλα μου. Πες μου τι ακριβώς έγινε και να δεις που θα νιώσεις αμέσως καλύτερα."

"Οκ..."

Η Κασσιόπη του αφηγήθηκε την ιστορία της με τον Ιωσήφ και όταν τελείωσε την αφήγηση, είπε:

"Ίσως δεν είμαι αρκετά όμορφη για εκείνον."

"Μην το ξαναπείς αυτό!" αναφώνησε ο Ντίνος. "Είσαι πανέμορφη." Η Κασσιόπη τον κοίταξε για πρώτη φορά στα μάτια.

"Αλήθεια το λες;" τον ρώτησε.

"Φυσικά. Έχεις μια υπέροχη, σκοτεινή ομορφιά και κάποια στιγμή, θα βρεθεί κάποιος να το εκτιμήσει αυτό."

"Τότε... Γιατί ο Ιωσήφ προτίμησε άλλη; Γιατί όλοι κοιτάνε τις πιο τολμηρές, που μιλάνε πολύ και κανένας δεν προσέχει εμένα;"

"Επειδή, οι περισσότεροι άντρες, και βάζω και τον εαυτό μου μέσα, προτιμούν τα ξέκολα (συγνώμη για την έκφραση). Τις εύκολες, δηλαδή. Όμως έρχεται κάποια στιγμή..."

Τον κοίταξε και πάλι με τα καστανά της μάτια και ο Ντίνος ένιωσε για μια στιγμή σαν να υπνωτίστηκε.

"Έρχεται κάποια στιγμή, που όλες αυτές τις βαριόμαστε. Που αναζητάμε κάτι διαφορετικό. Σαν εσένα, Κασσιόπη."

"Ναι, όμως το ντύσιμο μου..." Έριξε μια ματιά στα μαύρα της ρούχα. Φορούσε στενό μαύρο τζιν, μαύρα άρβυλα με κορδόνια και μια μακρυμάνικη, επίσης μαύρη μπλούζα που άφηνε ακάλυπτους τους ώμους.

"Το ντύσιμο σου είναι υπέροχο και να μην το αλλάξεις ποτέ και για κανέναν." της απάντησε ο Ντίνος. "Είσαι μια Γεωργίου έτσι κι αλλιώς, μια πραγματική γκόθικ. Απλά κοίτα παλιές φωτογραφίες των γονιών σου και των παππούδων σου. Όλοι ντύνονταν εκκεντρικά ή στα μαύρα και υπήρχαν πολλοί που τους κατέκριναν για το στυλ τους. Υπήρχαν όμως και αυτοί που γοητεύτηκαν από τη σκοτεινή αίγλη και γοητεία τους." Η Κασσιόπη χαμογέλασε μελαγχολικά.

"Οι εποχές έχουν αλλάξει." σχολίασε.

"Ναι, όμως πάντα πρέπει να υπάρχει κάτι που να μας θυμίζει τις παλιότερες εποχές. Τραγούδια, ταινίες, ακόμα και το ντύσιμο."

"Έχεις δίκιο." είπε η Κασσιόπη κι έπειτα συνειδητοποίησε πως είχε περάσει η ώρα. "Σ ευχαριστώ για τη συζήτηση μας. Ένιωσα πολύ καλύτερα. Όμως πέρασε η ώρα και πρέπει να πάω σπίτι." είπε στον Ντίνο και σηκώθηκε.

"Στο είπα ότι θα νιώσεις καλύτερα." της είπε ο Ντίνος και σηκώθηκε απ' τη δική του κούνια. "Και μη στενοχωριέσαι για εκείνον. Για να προτίμησε άλλη, πάει να πει ότι δεν άξιζε. Εσύ αξίζεις κάτι πολύ καλύτερο."

"Το ελπίζω. Λοιπόν, τα λέμε Ντίνο." και γύρισε να φύγει βιαστικά.

"Κασσιόπη!" την πρόλαβε ο Ντίνος.

Η Κασσιόπη γύρισε και τον κοίταξε πάλι.

"Επίτρεψε μου να σε βγάλω για φαγητό απόψε. Να συνεχίσουμε την κουβέντα μας."

"Ε... Δε νομίζω πως είναι καλή ιδέα. Οι γονείς μου..."

"Ω, έλα, σε παρακαλώ..." επέμεινε ο Ντίνος. "Δεν είναι ανάγκη να το μάθουν. Πες πως βγαίνεις μ΄ένα φίλο σου. Δεν με θεωρείς φίλο σου;"

"Ναι, όμως..."

"Επιμένω. Θα παρεξηγηθώ αν δεν έρθεις. Και σε βεβαιώνω πως είμαι ακίνδυνος." Τελικά, η Κασσιόπη αποφάσισε να δεχτεί. Τι είχε να χάσει άλλωστε; Θα ξέσκαγε και λίγο μετά το χωρισμό της.

"Εντάξει." δέχτηκε τελικά και ο Ντίνος πανηγύρισε από μέσα του, νιώθοντας ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. "Όμως μόνο για απόψε."

"Πίστεψε με, είμαι τόσο καλή παρέα, που θα θες από μόνη σου να ξαναβγούμε. Λοιπόν, το βράδυ στις οχτώ θα σε περιμένω εδώ. Αν το μετανιώσεις και δεν έρθεις, δεν θα σε ξαναενοχλήσω, αλλά σε προειδοποιώ ότι θα πάθω κατάθλιψη."

"Εντάξει, θα έρθω." είπε γελώντας η Κασσιόπη. "Τα λέμε."

Όταν γύρισε σπίτι της, απορούσε με τον εαυτό της. Πώς δέχτηκε να βγει με εκείνον, με τον γνωστό ως Καζανόβα Ντίνο Λούθερη; Ήξερε τι ήταν από συζητήσεις των γονιών της, ήξερε για το μπλέξιμο με τις αδελφές Καλογήρου και κυρίως, γνώριζε ότι πολύ παλιά έβγαινε με τη μητέρα της, πως ακόμα την περιτρυγίριζε και γι΄αυτό ο πατέρας της τον ζήλευε θανάσιμα και υπήρχε μια διαρκής κόντρα ανάμεσα τους. Κάθε φορά που ο Ντίνος ερχόταν σπίτι, διέκρινε την ένταση στο βλέμμα και των δύο.

Ωστόσο, όλα αυτά δεν θα την απασχολούσαν και πολύ, αν έβγαινε μόνο φιλικά μαζί του μια στο τόσο. Είχε βαρεθεί όλους αυτούς τους ανώριμους συμφοιτητές της και ο Ντίνος ήταν ένας ώριμος, πολύ ενδιαφέρων άντρας, με μοναδικό ελάττωμα την αδυναμία του προς το γυναικείο φύλο. Κατά τ' άλλα ήταν τέλειος. Αυτά σκεφτόταν η Κασσιόπη, καθώς ετοιμαζόταν το βράδυ για το ραντεβού. Αποφάσισε να ντυθεί κάπως πιο ανοιχτόχρωμα απ' ότι συνήθως: φόρεσε ένα μοβ κοντομάνικο φόρεμα και ασορτί γόβες.

Έπειτα έβγαλε τα γυαλιά της και έβαλε φακούς επαφής, τους οποίους χρησιμοποιούσε μόνο σε ιδιαίτερες περιπτώσεις. Βάφτηκε έντονα, με μαύρη σκιά, μολύβι και μάσκαρα ως συνήθως και μοβ κραγιόν. Χτένισε τα πολύ μακριά μαλλιά της και άρχισε να στερεώνει μερικές τούφες ψηλά στο κεφάλι της για να φτιάξει ένα εντυπωσιακό χτένισμα. Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε την πόρτα η μητέρα της. Της είπε να περάσει.

Η Βάσια έμεινε έκπληκτη από την απότομη αλλαγή της κόρης της.

"Για που το έβαλες, μικρή, ντυμένη και στολισμένη έτσι;" τη ρώτησε.

"Έχω ραντεβού." απάντησε η Κασσιόπη. Αποφάσισε να μην της πει με ποιον. Σίγουρα η μητέρα της θα γινόταν έξαλλη μόλις το μάθαινε.

"Ω...!" έκανε η Βάσια. "Με ποιον; Με τον Ιωσήφ; Τα ξαναβρήκατε;"

"Όχι και ούτε πρόκειται, μαμά. Με κάποιον πολύ καλύτερο."

"Τον ξέρω;"

"Όχι." είπε ψέματα. "Είναι απ' τη σχολή μου."

Η Βάσια πλησίασε και κοίταξε την κόρη της μέσα απ' τον καθρέφτη. Κατάλαβε ότι κάτι της έκρυβε, αλλά δεν ήθελε να ξέρει. Φτάνει που η κόρη της ήταν πάλι χαρούμενη.

"Χαίρομαι για σένα." της είπε. "Μόνο να προσέχεις, καλή μου. Μην την ξαναπατήσεις όπως με τον Ιωσήφ."

"Αχ! Μη μου τον θυμίζεις αυτόν! Προσπαθώ να τον ξεχάσω. Γι' αυτό βγαίνω με άλλον απόψε." είπε η Κασσιόπη.

"Πώς τον λένε;"

"Νίκο." της είπε πάλι ψέματα η Κασσιόπη.

"Και είναι όμορφος;"

"Πάρα πολύ."

Ο Ντίνος περίμενε την Κασσιόπη υπομονετικά στο πάρκο. Αυτή η κοπέλα του είχε κερδίσει το ενδιαφέρων. Δεν ήταν μόνο το ότι έμοιαζε εκπληκτικά στη μητέρα της. Ήταν επίσης εκείνο το μυστήριο που την κάλυπτε. Ήταν σαν ένα κλειστό βιβλίο, που ήθελε σαν τρελός να το ανοίξει και να διαβάσει τα μυστικά του. Ήθελε να την ανακαλύψει σιγά σιγά, να δει ποια πραγματικά ήταν η Κασσιόπη Γεωργίου. Όμως ανησυχούσε μήπως εκείνη το μετάνιωσε, μήπως φοβήθηκε  μην το μάθουν οι γονείς της και τελικά δεν ερχόταν. Και είχε αργήσει κιόλας...

Τελικά, η Κασσιόπη έκανε την εμφάνιση της, αφήνοντας τον άναυδο. Ήταν πολύ διαφορετική χωρίς τα γυαλιά της και με τα μαλλιά της ψηλά. Το φόρεμα της, σκούρο μοβ, μέχρι το γόνατο, άφηνε να φαίνονται οι ηλιοκαμένες, καλοσχηματισμένες γάμπες της.

"Γεια." του είπε μόλις πλησίασε. Ο Ντίνος ήταν υπέροχος με το μαλλί του χτενισμένο προς τα πίσω, με το κόκκινο ριγέ πουκάμισο και το μαύρο παντελόνι.

Της φίλησε ιπποτικά το χέρι και της είπε:

"Χαιρετώ την όμορφη δεσποινίδα Γεωργίου. Πάμε;"

"Πάμε." απάντησε εκείνη και τον έπιασε αγκαζέ. Την οδήγησε στο αυτοκίνητο του. Ήταν μια μαύρη, γυαλιστερή πανάκριβη Πόρσε. Μπήκαν και ξεκίνησαν. Η Κασσιόπη ένιωθε πως έκανε κάτι παράνομο, κάτι τρομερό. Έτσι και το μάθαινε ειδικά ο πατέρας της, θα γινόταν χαμός. Απ' την άλλη όμως, αυτή η αίσθηση του κινδύνου τη συνάρπαζε.

Ήταν κι εκείνη επαναστάτρια τελικά, το είχε στις φλέβες της. Έμοιαζε όλο και πιο πολύ στη θεία Φαίδρα, την αδελφή του παππού της, η ιστορία της οποίας πάντα τη συνάρπαζε και τη συγκινούσε.

"Είσαι ολόιδια η μητέρα σου χωρίς τα γυαλιά." διέκοψε τις σκέψεις της ο Ντίνος.

"Στο χαρακτήρα όμως, θυμίζω περισσότερο τον μπαμπά όταν ήταν στην ηλικία μου. Έτσι μου έχει πει η γιαγιά μου η Κλέλια. Ήταν πολύ κλειστός και αντικοινωνικός, σαν εμένα." είπε η Κασσιόπη, που προσπαθούσε να αποφύγει τη σύγκριση με τη μητέρα της.

"Αλήθεια, πώς είναι η γιαγιά σου; Έχει πολύ καιρό να έρθει απ' το Λαύριο." άλλαξε θέμα ο Ντίνος.

"Καλά είναι, αν και έχει γεράσει πια και δεν μπορεί τα ταξίδια, γι' αυτό δεν έρχεται. Πηγαίνουμε εμείς μια στο τόσο και τη βλέπουμε."

Σε λίγη ώρα, έφτασαν έξω από ένα πολύ γνωστό εστιατόριο.

"Ντίνο... Εδώ είναι όλα πανάκριβα." του είπε καθώς πάρκαρε.

"Μη σε νοιάζει αυτό, κούκλα. Λεφτά υπάρχουν. Και για μένα αυτό είναι πάντα αλήθεια. Όχι σαν εκείνον τον πολιτικό που το είχε πει παλιότερα." Η Κασσιόπη γέλασε και πήγε να ανοίξει την πόρτα για να βγει, όμως ο Ντίνος την πρόλαβε:

"Όχι...! Θα στην ανοίξω εγώ."

Έπειτα βγήκε, έκανε τον κύκλο του αυτοκινήτου και της άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού, η οποία άνοιγε προς τα επάνω. Τη βοήθησε να βγει και έπειτα πάτησε ένα κουμπί στο κλειδί του αυτοκινήτου. Οι πόρτες έκλεισαν αυτόματα και το αυτοκίνητο κλείδωσε αμέσως.

"Αυτό θα πει τεχνολογία." είπε και την έπιασε αγκαζέ για να μπουν στο εστιατόριο.

Η Κασσιόπη ένιωθε κυρία μαζί του. Ο Ντίνος παράγγειλε τα πιο γευστικά γεύματα και το πιο ακριβό κρασί, χωρίς να τον νοιάζουν καθόλου οι τιμές.

"Λοιπόν, για πες μου για τη σχολή σου. Σπουδάζεις Ιατρική απ' ότι ξέρω. Σου αρέσει;" τη ρώτησε κάποια στιγμή.

"Πάρα πολύ. Είναι αυτό που πάντα ήθελα να κάνω."

"Είδες; Έχουμε κάτι κοινό." είπε ο Ντίνος κλείνοντας της το μάτι. "Πάντως, ότι βοήθεια θες σχετικά με την Ιατρική, εγώ είμαι εδώ. Μπορώ αν θέλεις, να μεσολαβήσω για να κάνεις την πρακτική σου στο νοσοκομείο που δουλεύω κι εγώ."

"Θα το ήθελα πολύ." είπε χαμογελώντας η Κασσιόπη.

"Και τι κλάδο σκοπεύεις να ακολουθήσεις;"

"Μάλλον για παθολόγος ή κάτι τέτοιο. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα."

"Σύντομα με τις νέες τεχνολογίες που θα έρθουν μέσα στα επόμενα χρόνια, η Παθολογία θα γίνει ακόμα πιο εύκολη, όπως και η χειρουργική τραυμάτων, ο κλάδος στον οποίο ειδικεύομαι εγώ. Το ξέρεις ότι μέχρι το 2030, υπολογίζεται να έχουν μειωθεί οι θάνατοι στα νοσοκομεία κατά τριάντα τις εκατό;"

"Το ξέρω." συμφώνησε η Κασσιόπη. "Η ζωή γίνεται ολοένα και πιο εύκολη, αλλά δεν είναι πάντα καλό αυτό."

O Ντίνος θαύμαζε την εξυπνάδα της και τον τρόπο που εξέφραζε τη γνώμη της. Δεν είχε καμία σχέση με όλες εκείνες τις σαχλές γυναίκες που είχε γνωρίσει, τις τελείως επιφανειακές, όπως για παράδειγμα τη Νάντια Καλογήρου.

"Και ποια είναι η γνώμη σου για το ArakSocial;" τη ρώτησε μετά αλλάζοντας θέμα.

"Έριξα μια ματιά όταν έφτιαξε προφίλ ο αδελφός μου. Είναι πολύ εκνευριστικό. Κανένας δεν τολμάει να εκφράσει την άποψη του πλέων." είπε με θλίψη στη φωνή της.

"Ναι, η αλήθεια είναι πως υπάρχει πλέων πολύ λογοκρισία στο ίντερνετ."

"Γενικά υπάρχει λογοκρισία, όχι μόνο στο ίντερνετ. Πιστεύεις ότι θα φτιάξουν τα πράγματα;"

"Λένε ότι θα φτιάξουν μόλις λυθεί το μυστήριο των εξωγήινων."

"Δεν τους πιστεύω."

"Ούτε εγώ." είπε ο Ντίνος, κλείνοντας της πάλι το μάτι.

Η βραδιά συνεχίστηκε με παρόμοιες ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Μετά, ο Ντίνος τη γύρισε σπίτι της.

"Άσε με εδώ." του είπε όταν έφτασαν λίγο πιο κάτω. "Μη μας δει κανένας πατέρας μου και γίνει χαμός."

"Είσαι σίγουρη; Τόσο μακριά; Δεν φοβάσαι μόνη σου, μες στα σκοτάδια;"

"Δεν φοβάμαι το σκοτάδι. Έτσι κι αλλιώς, εκεί πέρα είναι το σπίτι μου. Ό,τι κι αν μου συμβεί, βάζω μια φωνή και βγαίνουν οι δικοί μου."

"ΟΚ... Όμως πάρε με μόλις φτάσεις, να ξέρω ότι είσαι ασφαλής."

"Εντάξει." απάντησε η Κασσιόπη. "Θέλω να ξαναβγούμε, Ντίνο." είπε λίγα δευτερόλεπτα μετά αποφασισμένη.

Ο Ντίνος γέλασε και της είπε:

"Στο είπα ότι θα θες να ξαναβγούμε. ΟΚ, θα σε πάρω αύριο τηλέφωνο να κανονίσουμε."

"Ναι. Θα τα πούμε." είπε η Κασσιόπη και τον αποχαιρέτησε φιλώντας τον στο μάγουλο. "Σ' ευχαριστώ για την υπέροχη βραδιά."

"Να μη μ' ευχαριστείς για τίποτα. Η τιμή ήταν δική μου."

Την επόμενη μέρα, ο Ντίνος πήγε να την πάρει απ' τη σχολή και βγήκαν για καφέ. Ήταν πάλι ντυμένη ως συνήθως και φορούσε τα γυαλιά μυωπίας. Συζήτησαν πάλι για ενδιαφέροντα θέματα και ο Ντίνος πάλι την έκανε να γελάσει με τα αστεία του.

Επί μία συνεχόμενη εβδομάδα έβγαιναν εντελώς φιλικά και ο Ντίνος δεν επιχείρησε ούτε καν να τη φιλήσει, παρόλο που η Κασσιόπη συνεχώς σκεφτόταν πώς θα ήταν αν όντως γινόταν αυτό. Με τον Ιωσήφ είχε φιληθεί κιόλας απ' το πρώτο ραντεβού, βιαστικά και γρήγορα.

Ένα βράδυ, πήγαν στο πάρκο, στο ίδιο πάρκο όπου την είχε βρει πριν από μια εβδομάδα περίπου να κλαίει. Ξάπλωσαν στο γρασίδι και κοιτούσαν τα αστέρια.

"Τόσα χρόνια παρατηρώ τα αστέρια." είπε κάποια στιγμή ο Ντίνος.

"Και η μητέρα μου το ίδιο. Έχει τρέλα με αυτά. Εγώ ποτέ μου δεν κάθισα να ασχοληθώ με την Αστρονομία, ποτέ δεν κάθισα έτσι όπως εμείς να τα χαζέψω. Τώρα συνειδητοποίησα πόσο όμορφα είναι."

"Τόσα χρόνια που κοιτάω τα αστέρια..." συνέχισε ο Ντίνος. "...έψαχνα ασταμάτητα για το πιο όμορφο. Μόλις τώρα το βρήκα."

"Ναι; Και ποιο είναι;"

Ο Ντίνος ανασηκώθηκε στον αγκώνα του και την κοίταξε στα μάτια.

"Εσύ, Κασσιόπη μου. Είσαι το πιο όμορφο αστέρι που φωτίζει τη ζωή μου."

"Ω...Έλα τώρα..." έκανε η Κασσιόπη ντροπαλά.

"Σοβαρολογώ. Είμαι ερωτευμένος μαζί σου, Κασσιόπη." της είπε κι εκείνη σταμάτησε να σκέφτεται οτιδήποτε και χάθηκε μες στο γαλάζιο των ματιών του.

"Και... Κι εγώ..." ψέλλισε.

Τότε ο Ντίνος πλησίασε αργά το πρόσωπο του και τη φίλησε, στο μάγουλο πρώτα, ύστερα στην άκρη των χειλιών. Και μετά, αργά αργά, ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της. Το φιλί του ήταν απαλό σαν χάδι στην αρχή και τόσο αργό, που ένιωσε λες και σταμάτησε ο χρόνος. Τα χείλη τους άνοιξαν και η γλώσσα του αναζήτησε τη δικιά της. Η γεύση του ήταν υπέροχη και ο τρόπος που το έκανε μοναδικός. Η Κασσιόπη τύλιξε τα χέρια της γύρω του και φιλήθηκαν με πιο πολύ πάθος. Πρώτη φορά ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει τόσο τρελά και κάτι σαν μούδιασμα σε ολόκληρο το σώμα της.

Αργότερα, την άφησε πάλι στο γνωστό σημείο κοντά στο σπίτι της. Δεν προχώρησαν σε τίποτα παραπάνω πέρα απ' το φιλί τους, αν και ο Ντίνος μόλις και μετά βίας κρατήθηκε να μην της πει να πάει σπίτι του.

Η Κασσιόπη ακόμα δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι φιλήθηκε με αυτόν τον άνθρωπο. Και ακόμα χειρότερα, τον είχε ερωτευθεί. Μα τι στο καλό σκεφτόταν την πρώτη φορά που δέχτηκε να βγει μαζί του; Ήταν σαράντα χρονών, δηλαδή μόλις ένα χρόνο μεγαλύτερος απ' τους γονείς της και 21 χρόνια μεγαλύτερος απ΄την ίδια! Τι θα γινόταν αν το μάθαινε η μητέρα της η, ακόμα χειρότερα, ο πατέρας της; Όχι, δεν έπρεπε να μάθουν. Θα ζούσαν τον έρωτα τους κρυφά για όσο κρατούσε. Η Κασσιόπη ήξερε καταβάθος ότι κάποια στιγμή, ο Ντίνος θα τη βαριόταν ή θα την πλήγωνε, όπως έκανε με όλες. Όταν ήταν μαζί του όμως, δεν σκεφτόταν το μέλλον και όλες αυτές οι φοβίες εξαφανίζονταν.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top