18. Ζωή και Θάνατος
2005
Τον Απρίλιο του 2005, η Βάσια γέννησε ένα πανέμορφο αγοράκι, όπως είχε προβλέψει η Γκρέτα. Τον βάφτισαν Αλέξανδρο.
Εκείνος έμοιαζε περισσότερο στον πατέρα του: μαύρα μαλλιά, μόνο που ήταν σγουρά, λευκό δέρμα και πήρε επίσης τα γαλανά μάτια της γιαγιάς Κλέλιας. Η Κασσιόπη ήταν ενθουσιασμένη με το καινούργιο της αδελφάκι. Μια μέρα, καθώς η Βάσια τον έβαζε για ύπνο, η πεντάχρονη κόρη της τη ρώτησε:
"Μαμά, τι λες να γίνει ο Αλέξανδρος όταν μεγαλώσει;" Η Βάσια γέλασε και απάντησε:
"Δεν μπορούμε να ξέρουμε από τώρα, μικρή μου. Όμως, εσύ τι πιστεύεις ότι θα γίνει;"
"Νομίζω ότι θα γίνει ζωγράφος, σαν τον μπαμπά, ή επιστήμονας. Ή και τα δύο, όπως είναι ο μπαμπάς. Ε, μαμά;"
"Ναι, μπορεί και τα δύο." είπε η Βάσια.
"Εγώ πάντως, όταν μεγαλώσω, θα γίνω γιατρός." είπε η μικρή Κασσιόπη και η μαμά της συμφώνησε με θλίψη.
Ήξερε από τώρα ότι η κόρη της, ως γυναίκα, θα έπρεπε να τηρήσει το οικογενειακό έθιμο και να ασχολείται μόνο με το νοικοκυριό και το μεγάλωμα των παιδιών της, εφόσον θα την πάντρευαν με κάποιον πλούσιο. Αν όμως εκείνη ήθελε να ακολουθήσει τα όνειρα της, η Βάσια σαν μητέρα δεν θα της στεκόταν εμπόδιο. Το θέμα ήταν αν θα συμφωνούσαν ο Μύρωνας και οι γονείς του.
Λίγους μήνες μετά τη βάφτιση του Αλέξανδρου, ο Γιάννης πέθανε από ανακοπή σε ηλικία εβδομήντα ετών, σχεδόν ανώδυνα όπως είπαν οι γιατροί. Η οικογένεια Γεωργίου δεν χρησιμοποιούσαν συχνά τη λέξη "πέθανε". Είπαν ότι απλά "πέρασε στην άλλη πλευρά."
Η Κλέλια λυπήθηκε και έκλαψε στην αρχή, πιο πολύ επειδή δεν θα τον είχε πλέων κοντά της. Όμως είχε τις δυο γάτες που της είχε κάνει δώρο ο άντρας της, τον Ορφέα και την Ευρυδίκη, οι οποίες της τον θύμιζαν. Επιπλέον, σκεφτόταν ότι κάποτε θα πήγαινε και η ίδια να τον συναντήσει κι έτσι έπαιρνε κουράγιο και παρηγοριά.
Η Βάσια γοητεύτηκε από τη δραματική κηδεία που του ετοίμασαν, εννοείται στο ιδιωτικό νεκροταφείο στην πίσω πλευρά του κήπου. Καθώς παιζόταν το ρέκβιεμ που είχε συνθέσει ο ίδιος, το οποίο έπαιζε με πάθος ο Μύρωνας στο ειδικό αρμόνιο που είχαν τοποθετήσει εκεί, επειδή ήταν αδύνατον να μετακινήσουν το μεγάλο όργανο, όλοι παραδόθηκαν στη μυστηριακή ατμόσφαιρα και αποχαιρέτησαν συγκινημένοι και συνεπαρμένοι τον Ιωάννη Γεωργίου. Η Κλέλια σταμάτησε να κλαίει με το που άρχισε ο γιος της να παίζει, ενώ η Ιοκάστη είχε ανατριχιάσει κι έτρεμε απ' το φόβο της.
Η Κασσιόπη έστεκε κι εκείνη σιωπηλή δίπλα στη μητέρα της, γοητευμένη επίσης από τη συγκλονιστική μελωδία. Ο Αλέξανδρος δεν επιτρεπόταν να παρευρεθεί, έτσι τον πήγαν στο σπίτι της θείας Αγνής να τον προσέχει.
Όταν το φέρετρο κατέβηκε στον τάφο, ο Μύρωνας έπαιξε τις τελευταίες νότες κι έπειτα ξέσπασε σε κλάματα στην αγκαλιά της γυναίκας του.
"Θα τον βλέπουμε συχνά, αγάπη μου." του είπε η Βάσια για να τον παρηγορήσει.
Απ' την επόμενη κιόλας μέρα, άρχισε να συνθέτει με τη βοήθεια του Μύρωνα το δικό της τραγούδι για τη δικιά της κηδεία. Ήταν πραγματικά μια συγκλονιστική εμπειρία, όταν το ολοκλήρωσαν και το έπαιξε η ίδια. Έμοιαζε πιο πολύ με εκείνα του Γιάννη και του Μύρωνα, όμως ήταν λίγο πιο ανάλαφρο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top