16. Κασσιόπη

2000

Η νέα χιλιετία μπήκε και το νέο που συζητιόταν πιο πολύ απ' όλα ήταν το διαζύγιο του Νίκου και της Ζωής Λιβανού. Ο λόγος; Ο διάσημος επιχειρηματίας Νίκος Λιβανός ερωτεύτηκε παράφορα μια αρκετά νεώτερη γυναίκα. Τώρα ο Λιβανός ετοίμαζε το γάμο του γιου του Αντώνη με την Ταμάρα, μια Ρωσίδα μακιγιέρ, την οποία έπρεπε να αποκαταστήσει εφόσον περίμενε το παιδί του. Για την ακρίβεια, τα παιδιά του. Δίδυμα περίμενε η αγαπημένη του και βρισκόταν ήδη στον έκτο μήνα, οπότε έπρεπε να παντρευτούν το συντομότερο με πολιτικό γάμο.

Την ίδια περίπου εποχή γέννησε η Βάσια την κόρη της. Εκείνη και ο Μύρωνας ήταν πολύ ευτυχισμένοι. Ο Γιάννης και η Κλέλια έμειναν χωριστά για λίγο καιρό, γιατί είχαν μερικές διαφωνίες σαν ζευγάρι. Έτσι, ο Γιάννης μετακόμισε στο σπίτι τους στο Λαύριο, ενώ η Κλέλια παρέμεινε στην έπαυλη για να βοηθάει τη νύφη της με το μωρό, γιατί εκείνη είχε πολύ άγχος σαν νέα μητέρα και δεν είχε ιδέα πώς να κάνει το οτιδήποτε.

Πέρασαν οι μήνες, ήρθε ο Αύγουστος και οι Γεωργίου αποφάσισαν να βαφτίσουν την κόρη τους.

"Θέλω να τη βαφτίσουμε Κασσιόπη, από τον αστερισμό της Κασσιόπης που είναι ο αγαπημένος μου." είπε η Βάσια, όταν σκέφτονταν διάφορα μεγαλοπρεπή ονόματα. Ο Μύρωνας συμφώνησε.

"Τι υπέροχο όνομα...!" αναφώνησε η Κλέλια. Οι γονείς της Βάσιας ήταν λίγο αντίθετοι στην αρχή.

"Μα, γιατί να μην της δώσετε το όνομα της μιας απ' τις δύο γιαγιάδες, όπως είναι το έθιμο;" απόρησε η Ιοκάστη.

"Οι Γεωργίου δεν τηρούν αυτό το έθιμο εδώ και χρόνια, μαμά. Έτσι κι αλλιώς, τι νόημα έχει τα εγγόνια να έχουν τα ονόματα των παππούδων τους;" είπε η Βάσια.

"Έχει δίκιο. Τι σημασία έχει αν ακουστούν τα ονόματα σας η όχι; Είναι εγγόνια σας όπως και να 'χει." σχολίασε ο Μιχάλης κι έτσι τελικά συμφώνησαν κι εκείνοι με το όνομα.

Η βάφτιση έγινε σε κανονική εκκλησία και μετά ακολούθησε δεξίωση στον κήπο της βίλας. Ο Μύρωνας είχε κάνει δώρο στη Βάσια ένα πανάκριβο στράπλες φόρεμα, στενό, μέχρι το γόνατο, στο αγαπημένο της κόκκινο χρώμα, για να το φορέσει εκείνη τη μέρα. Η Βάσια το συνδύασε με κόκκινες γόβες κι ένα κολιέ με μαργαριτάρια. Είχε κόψει και τα μαλλιά της ένα μακρύ καρέ, γιατί χρειαζόταν μια αλλαγή. Ήταν πανέμορφη και όλοι έμειναν άφωνοι.

Στη δεξίωση, ο Γιάννης πλησίασε την Κλέλια και της είπε:

"Είσαι πολύ όμορφη σήμερα."

"Ευχαριστώ." του απάντησε εκείνη. Είχε κρατήσει το ξανθό πλατινέ χρώμα στα μαλλιά της, τα οποία είχαν μακρύνει λίγο. Για τη βάφτιση της εγγονής της επέλεξε ένα μαύρο στράπλες φόρεμα με κόκκινες λεπτομέρειες. Παρά τα εξήντα της χρόνια, κρατιόταν μια χαρά και όλοι σχολίαζαν πόσο εντυπωσιακή και νέα φαινόταν.

"Έλα στο Λαύριο μαζί μου, Κλέλια. Η Κασσιόπη μεγάλωσε λίγο και η Βάσια έχει μάθει πλέων πως να τη φροντίζει. Έλα. Σου πήρα κι ένα δώρο, δύο για την ακρίβεια και σε περιμένουν εκεί." είπε ο Γιάννης, κοιτάζοντας την ικετευτικά. Η Κλέλια δεν απάντησε, μόνο τον κοίταξε στα μάτια.

Ήθελε κι εκείνη όσο τίποτα άλλο να ξανασμίξει με τον άντρα της.

"Συγνώμη για τα λόγια που σου είπα." συνέχισε ο Γιάννης. "Ήταν λάθος μου που είπα ότι με κουράζεις. Σε παρακαλώ, έλα. Σ' αγαπώ."

"Κι εγώ σου οφείλω μια συγνώμη." είπε τελικά η Κλέλια. "Δεν το εννοούσα ότι σε βαρέθηκα. Έτσι κι αλλιώς, τα παιδιά έχουν πλέων δική τους οικογένεια και πρέπει να τους αφήσω στην ησυχία τους. Θα έρθω μαζί σου στο Λαύριο." και αγκαλιάστηκαν.

Ο Μύρωνας και η Βάσια τους είδαν από μακριά και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον.

"Επιτέλους." είπε ο Μύρωνας. "Έβαλαν στην άκρη τη γκρίνια τους και ξανάσμιξαν."

"Ω, έλα τώρα. Μη μου πεις πως πίστεψες ότι θα χωρίσουν." του είπε η Βάσια.

"Όχι. Δεν κάνουν ο ένας χωρίς τον άλλον."

Η δεξίωση τελείωσε νωρίς το βράδυ. Η Βάσια άλλαξε την Κασσιόπη και την έβαλε για ύπνο στην κούνια της, η οποία βρισκόταν στο δωμάτιο τους. Την πήρε ο ύπνος αμέσως.

Μετά από λίγο, μπήκε στο δωμάτιο ο Μύρωνας. Πλησίασε και κοίταξε κι εκείνος την κόρη τους που κοιμόταν.

"Κουράστηκε πολύ σήμερα, η κακομοίρα." είπε.

"Ναι, όντως." συμφώνησε η Βάσια. Ο άντρας της την κοίταξε από πάνω ως κάτω, θαυμάζοντας το σώμα της έτσι όπως αναδεικνυόταν απ' το καινούργιο κόκκινο φόρεμα.

"Το ήξερα ότι θα σου πηγαίνει αυτό το φόρεμα." είπε.

"Ξέρεις να διαλέγεις. Το λατρεύω." του είπε η Βάσια. Ο Μύρωνας την κάρφωσε πάλι με το βλέμμα του.

"Θέλω πολύ να σε ζωγραφίσω με αυτό."

"Τώρα;"

"Τώρα. Οι καλλιτέχνες δεν έχουν ωράρια. Θα κάνουμε ένα πορτραίτο σου, όπου θα φαίνεται το πρόσωπο σου και λίγο από το πάνω μέρος του φορέματος."

Η Βάσια συμφώνησε. Έτσι κι αλλιώς, κανένας απ' τους δύο δεν νύσταζε. Πήγε στο μπάνιο να ετοιμαστεί. Στο μεταξύ ο Μύρωνας πήγε στη σοφίτα και άρχισε να ετοιμάζει τα σύνεργα. Η Βάσια συμπλήρωσε λίγο απ' το κατακόκκινο κραγιόν που φορούσε συνήθως, μαύρη μάσκαρα και χτένισε τα μαλλιά της. Ήταν μόλις είκοσι χρονών και όμως φαινόταν κυρία. Έπειτα ανέβηκε στη σοφίτα όπου την περίμενε ο άντρας της.

"Κάθισε." της είπε και της έδειξε μία καρέκλα κι ένα τραπέζι.

Είχε βάλει το λευκό καμβά ακριβώς απέναντι της.

"Θέλω να ακουμπάς το χέρι σου στο τραπέζι και να στηρίζεις σε αυτό ελαφρά το κεφάλι σου." Η Βάσια έκανε όπως της είπε, ακουμπώντας το πιγούνι στην παλάμη της.

"Έτσι;" ρώτησε.

"Όχι. Όχι σαν να σκέφτεσαι. Απ' την άλλη γύρνα το χέρι, έτσι ώστε να φαίνονται τα νύχια σου. Κοίτα με στα μάτια και χαμογέλα με μυστήριο. Αυτό θέλω να αποτυπώσω στον πίνακα: το μυστηριώδες βλέμμα σου."

Αυτό το πορτραίτο έμεινε στην ιστορία αργότερα, ως το πιο διάσημο πορτραίτο της Βάσιας Γεωργίου. Εκατοντάδες αντίγραφα πωλήθηκαν σε όλες τις γκαλερί, ενώ τον αυθεντικό πίνακα τον κρέμασε ο Μύρωνας ακριβώς πάνω από το κρεβάτι τους. Όλοι οι επισκέπτες έμπαιναν στην κρεβατοκάμαρα και θαύμαζαν τη μυστηριώδη έκφραση της Βάσιας, τα κατακόκκινα χείλη και το χέρι με τα υπέροχα δάχτυλα, τα οποία κατέληγαν σε μακριά, κόκκινα βαμμένα νύχια.

Ακολούθησαν κι άλλοι πίνακες με τη Βάσια να φοράει το ίδιο φόρεμα, το οποίο ακόμα και είκοσι χρόνια μετά της έκανε και φαινόταν σαν καινούργιο: η Βάσια να ποζάρει στον κήπο όρθια, η Βάσια καθιστή, ξαπλωμένη, στο νεκροταφείο, στο χώρο της πισίνας... Κανένας όμως δεν έγινε τόσο γνωστός όσο εκείνος πάνω απ' το κρεβάτι τους.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top