15. Νιόπαντροι

Ο Μύρωνας και η Βάσια πήγαν ταξίδι του μέλιτος στη Ρουμανία, πιο πολύ για να επισκεφθούν τα Καρπάθια Όρη και κυρίως τον πύργο του Κόμη Δράκουλα. Πέρασαν υπέροχα και εντυπωσιάστηκαν με όλα αυτά που είδαν.

Γύρισαν μετά από δύο εβδομάδες και ξεκίνησε η καθημερινότητα τους ως νιόπαντροι. Το τηλεσκόπιο της Βάσιας μεταφέρθηκε στην ταράτσα και σχεδόν κάθε βράδυ η Βάσια μελετούσε τα αστέρια με τις ώρες, ώσπου ερχόταν τελικά ο Μύρωνας και την έπαιρνε να κατέβουν στο δωμάτιο τους.

Της άρεσε πολύ περισσότερο η παρατήρηση των άστρων εδώ, παρά στο παλιό της σπίτι, γιατί βρισκόταν πιο ψηλά, το σπίτι ήταν χτισμένο ελαφρώς σε ύψωμα και η περιοχή ήταν απομονωμένη, πράγμα που σήμαινε λιγότερα φώτα της πόλης και περισσότερα, πιο φωτεινά αστέρια. Επίσης, είχε καλύτερη ορατότητα. Έβλεπε όλο σχεδόν τον ουράνιο θόλο.

Την ημέρα, η Βάσια μάθαινε να παίζει κομμάτια στο παραδοσιακό μουσικό όργανο, κάτι το οποίο επίσης τη γοήτευε. Ο Μύρωνας προτιμούσε να παίζει νύχτα, καθώς είχε περισσότερη έμπνευση.

Με το που γύρισαν απ' το ταξίδι του μέλιτος, λοιπόν, ο Μύρωνας ζωγράφισε τη γυναίκα του με το νυφικό της και βαμμένη ακριβώς όπως ήταν την ημέρα του γάμου τους. Όταν τελείωσε τον πίνακα, τον πούλησε πανάκριβα σε μια γκαλερί. Όλοι οι επισκέπτες σταματούσαν και θαύμαζαν την απίστευτη ομορφιά της Βάσιας Γεωργίου. Έτσι το όνομα της άρχισε να γίνεται γνωστό.

Ύστερα από λίγο καιρό όμως, η Βάσια άρχισε να μην αισθάνεται καλά. Ζαλιζόταν και πολλές φορές λιποθυμούσε ή έτρεχε στην τουαλέτα για εμετό. Ο Μύρωνας ανησύχησε μήπως ήταν άρρωστη, όμως τότε η Βάσια του είπε πως είχε και καθυστέρηση επιπλέον.

"Μπορεί να είμαι έγκυος." κατέληξε.

"Πρέπει να μάθουμε το συντομότερο." της είπε η Κλέλια, που βρισκόταν μπροστά. Η Βάσια ήταν στο κρεβάτι, αδύναμη να σηκωθεί απ' τη ναυτία.

Η πεθερά της δεν καθυστέρησε λεπτό. Πήγε αμέσως στο φαρμακείο και της πήρε τεστ εγκυμοσύνης. Η Βάσια το έκανε κι έτσι επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες της. Όλη η οικογένεια Γεωργίου καταχάρηκε, εκτός από την ίδια τη Βάσια. Ήταν μικροί ακόμα για να γίνουν γονείς και μόνο ένα μήνα παντρεμένοι... Ήθελε πρώτα να ζήσουν τη ζωή τους με τον Μύρωνα σαν νιόπαντροι, να κάνουν τα ταξίδια τους, τις εκδρομές τους... Ο άντρας της όμως την καθησύχασε:

"Μην ανησυχείς, γλυκιά μου. Όλα καλά θα πάνε. Έχουμε τους γονείς μου. Και οι δικοί σου γονείς θα βοηθήσουν. Θα τα ζήσουμε όλα αυτά που ονειρευόμαστε, στο υπόσχομαι. Απλά θα τα ζήσουμε μαζί με το μωρό μας." Και όσο το παιδί τους μεγάλωνε μέσα της, ένιωθε όλο και πιο χαρούμενη.

Η Βάσια απορούσε που δεν είχε δει κανένα από τα φαντάσματα του σπιτιού ακόμα. Μόνο τα άκουγε. Μίλησε στον Μύρωνα μια φορά για αυτό το θέμα και εκείνος της είπε:

"Δεν εμφανίζονται συχνά. Όλοι τους ήταν κλειστοί χαρακτήρες όταν ζούσαν και λίγο αντικοινωνικοί. Έτσι είναι και μετά θάνατον. Επιπλέον, φοβούνται μην τους θεωρήσουμε ενοχλητικούς αν τυχόν μπλέκονται στα πόδια μας."

Έμεινε για λίγο σκεπτικός.

"Εγώ αποκλείεται να τους θεωρήσω ενοχλητικούς." είπε η Βάσια. "Σίγουρα θα είναι συναρπαστικοί."

"Είναι πολύ ενδιαφέροντες." συμφώνησε ο Μύρωνας. "Όταν ήμουν μικρός, η γιαγιά Γκρέτα ερχόταν συχνά στο κρεβάτι μου και μου διάβαζε παραμύθια μέχρι να αποκοιμηθώ. Την πρώτη φορά τρόμαξα λίγο μόλις την είδα, σύντομα όμως τη συνήθισα."

"Αλήθεια; Μακάρι να τη συναντούσα κι εγώ."

Σύντομα, η ευχή της Βάσιας πραγματοποιήθηκε. Είχε σηκωθεί αργά τη νύχτα και κατέβηκε στην κουζίνα να πιει νερό. Φεύγοντας, είδε τη γιαγιά Γκρέτα να κάθεται στο σαλόνι. Στην αρχή τρόμαξε λίγο και πάγωσε. Η Γκρέτα σηκώθηκε κι εκείνη λίγο τρομαγμένη. Πόσο είχε φοβίσει άραγε τη νεαρή σύζυγο του εγγονού της; Η Βάσια όμως πλησίασε και τη χαιρέτησε.

"Γεια σας. Πρέπει να είστε η γιαγιά του Μύρωνα." είπε.

Ήταν στ' αλήθεια πολύ όμορφη. Βέβαια η φιγούρα της ήταν γκρίζα και διάφανη, όμως τα χαρακτηριστικά της  διακρίνονταν υπέροχα. Φορούσε ένα μακρύ, βικτοριανό φόρεμα.

"Γεια σου, κορίτσι μου." της μίλησε τελικά με την απαλή, βελούδινη φωνή της. "Ναι, σωστά το μάντεψες. Είμαι η Γκρέτα Γεωργίου, μητέρα του Ιωάννη και γιαγιά του Μύρωνα. Κι εσύ σίγουρα είσαι η Βασιλική, η γυναίκα του."

"Ναι, εγώ είμαι. Χάρηκα για τη γνωριμία."

"Κι εγώ χαίρομαι που σε γνωρίζω. Η γιαγιά σου, η Βασιλική, μου έχει πει πολλά για σένα στον άλλο κόσμο. Πρέπει να είσαι πολύ γενναία για να μπορείς να συνομιλείς με ένα φάντασμα."

Η Βάσια θυμήθηκε με νοσταλγία τη γιαγιά Βασιλική, τη μητέρα του μπαμπά της δηλαδή. Τι περίεργο να κάνει παρέα με τη γιαγιά του Μύρωνα, με την οποία δεν είχαν συναντηθεί καν όταν ζούσαν...

"Πώς είναι η γιαγιά μου; Είναι χαρούμενη; Και ο παππούς μου ο Μιχάλης;"

"Φυσικά, είναι και οι δυο πολύ χαρούμενοι για σένα και ανυπομονούν να δουν το πρώτο τους δισέγγονο, όπως κι εγώ."

Πλησίασε και άγγιξε απαλά τη μικρή ακόμα κοιλιά της. Ίσα που ένιωσε το απαλό της χάδι.

"Θα γεννήσεις κορίτσι." της είπε. "Μετά από πέντε χρόνια, θα κάνεις και ένα αγοράκι. Από εκεί και πέρα, το μέλλον σου είναι λίγο σκοτεινό."

"Τι εννοείτε;" απόρησε με αγωνία η Βάσια.

"Δεν επιτρέπεται να σου αποκαλύψω άλλα. Πρέπει να φύγω τώρα. Με περιμένει ο άντρας μου και οι υπόλοιποι. Αντίο, Βασιλική."

"Αντίο." της είπε η Βάσια.

Την ίδια στιγμή, η Γκρέτα μετατράπηκε αργά σε χρυσό καπνό, πέρασε μέσα απ' τον τοίχο του σαλονιού και επέστρεψε στον τάφο της. Η Βάσια γύρισε στο κρεβάτι και κοιμήθηκε ήρεμη, μαγεμένη ακόμα από αυτή τη συγκλονιστική εμπειρία. Ήταν χαρούμενη που υπήρχε ζωή μετά το θάνατο, που δεν θα γινόταν μόνο σκόνη και θρύψαλα όταν θα πέθαινε.

Από τότε συναντιόταν συχνά με τη Γκρέτα και τα υπόλοιπα φαντάσματα του σπιτιού, αν και συνήθως εμφανιζόταν μόνο η Γκρέτα. Γνώρισε τον άντρα της, Βίκτορα, καθώς και τους άλλους παππούδες του Μύρωνα, τους γονείς της Κλέλιας. Η Αλεξία ήταν πιο ντροπαλή και την έβλεπε πιο σπάνια, όμως ήταν η πιο ενδιαφέρουσα απ' όλους. Και η Βάσια συνέχεια σκεφτόταν: 

Αφού υπάρχουν φαντάσματα, γιατί να μην υπάρχουν κι εξωγήινοι;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top