13. Για Πάντα
1999
Ο Μύρωνας και η Βάσια βρίσκονταν στη σοφίτα και άκουγαν μουσική από ένα παλιό κασετόφωνο. Είχαν κλείσει σχεδόν ένα χρόνο μαζί και οι πρώτες εντάσεις είχαν ξεκινήσει. Ο κύριος λόγος των τσακωμών τους ήταν η Κατερίνα, η οποία όποτε έβγαιναν με τη Βάσια δεν έβγαιναν μόνες τους, αλλά με πολλά αγόρια για παρέα.
"Θέλω να κόψεις την παρέα μαζί της." είπε ο Μύρωνας. "Προσπαθεί να μας χωρίσει, δεν το καταλαβαίνεις;"
"Δηλαδή τόσα χρόνια που με ξέρεις και ένα χρόνο που έχουμε σοβαρή σχέση, ακόμα δεν μπορείς να με εμπιστευθείς;!" είπε η Βάσια νευριασμένη. Ο Μύρωνας έσφιξε τις γροθιές του.
"Δεν μπορώ να σε εμπιστευθώ με αυτήν, τη στιγμή που σε περιτρυγιρίζουν τόσοι πολλοί μαλάκες!" ξέσπασε, παρόλο που σπάνια έβριζε. "Ποιος ξέρει τι θα έχουν στο νου τους! Όλο και κάποιος θα σε φλερτάρει και μετά..."
"Και μετά τι; Θα σε απατήσω; Μα για τόσο τιποτένια με έχεις;!" φώναξε η Βάσια.
"Η Κατερίνα έχει ξεφύγει και σε παρασέρνει κι εσένα!"
"Δεν με παρασέρνει! Είμαστε διαφορετικές!"
Έπεσαν μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής μετά το ξέσπασμα.
"Ξέρεις κάτι;" μίλησε τελικά η Βάσια. "Μ' έχουν κουράσει όλοι αυτοί οι καυγάδες. Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι."
"Βάσια..." πήγε να πει ο Μύρωνας.
"Θέλω να χωρίσουμε." είπε η Βάσια κάνοντας την καρδιά της πέτρα, και πριν προλάβουν να κυλήσουν τα πρώτα δάκρυα είχε φύγει απ' τη σοφίτα και κατέβαινε προς τα κάτω.
Η Κλέλια την πρόλαβε στις σκάλες:
"Βάσια; Τι έγινε, γλυκιά μου; Τι πάθατε;" Δεν της απάντησε. Βγήκε τρέχοντας απ΄το σπίτι και έτρεχε χωρίς να κοιτάει πίσω, με τα δάκρυα να τρέχουν βροχή απ' τα μάτια της.
Μπήκε στο σπίτι της και χωρίς να πει λέξη στον αδελφό της, ανέβηκε στο δωμάτιο της κι έπεσε στο κρεβάτι για να ξεσπάσει. Ο Μιχάλης ανησύχησε που την είδε έτσι, όμως σκέφτηκε πως καλύτερο ήταν να μην την ενοχλήσει.
Πέρασαν δυο ώρες και η Βάσια ακόμα να δώσει σημεία ζωής στο σπίτι. Ο Μιχάλης το ξανασκέφτηκε. Είχε κανονίσει να βγει με τον Τάκη και τους άλλους και ήδη είχε αργήσει. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι η αδελφή του ήταν καλά. Ανέβηκε πάνω και χτύπησε την πόρτα της, όμως δεν πήρε απάντηση.
"Βάσια;" Ένα αδύναμο "ναι" ακούστηκε από μέσα. Ο Μιχάλης άνοιξε και μπήκε.
Την είδε ξαπλωμένη στο κρεβάτι και με δυο δρασκελιές βρέθηκε κοντά της.
"Τι έπαθες, αδελφούλα; Σε πείραξε κανείς;"
"Χώρισα με τον Μύρωνα." αποκρίθηκε και τον κοίταξε με μάτια κατακόκκινα απ' το κλάμα.
"Γιατί;!" ρώτησε έκπληκτος ο Μιχάλης.
"Κουράστηκα, επειδή τσακωνόμασταν συνέχεια. Εγώ του είπα να χωρίσουμε και το μετάνιωσα, όμως είναι πλέων αργά."
Καινούργια δάκρυα κύλησαν.
"Έλα, ηρέμησε. Ποτέ δεν είναι αργά. Θες να πάω να του μιλήσω;" της πρότεινε ο αδελφός της.
"Όχι, Μιχάλη. Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Θα τον ξεπεράσω. Η μαμά έχει δίκιο. Οι κόσμοι μας δεν ταιριάζουν." Το τηλέφωνο στην κουζίνα άρχισε να χτυπάει. Ο Μιχάλης της είπε ότι επιστρέφει αμέσως και κατέβηκε να το σηκώσει. Ήταν ο Τάκης.
"Έλα ρε! Που είσαι και σε περιμένουμε τόση ώρα;"
"Δεν θα έρθω. Η αδελφή μου χώρισε με το αγόρι της και είναι χάλια."
"Με τον Γεωργίου; Α καλά. Δεν βγάζεις άκρη με αυτούς. Δεν πειράζει, ρε συ. Κάτσε να της κάνεις παρέα και βγαίνουμε αύριο."
Το βράδυ που ακολούθησε, ο Μιχάλης παρήγγειλε πίτσα και πετάχτηκε μέχρι το κοντινότερο βίντεο κλαμπ να νοικιάσει ταινία. Πήρε μια κωμωδία, μήπως της φτιάξει λίγο τη διάθεση. Όταν έφτασε η πίτσα, κατάφερε να πείσει τη Βάσια να κατέβει στο σαλόνι για να δουν την ταινία. Την έβαλε να καθίσει στην πολυθρόνα με μια κουβέρτα στα πόδια της και έβαλε την κασέτα στο βίντεο.
Η Βάσια ένιωσε κάπως καλύτερα και έφαγε ένα κομμάτι πίτσα. Δεν μπορούσε να φάει άλλο.
Τη νύχτα κοιμήθηκε ελάχιστα και ξύπνησε με κλάματα. Ξημέρωσε μια βροχερή μέρα, κάνοντας τη διάθεση της ακόμα χειρότερη. Περίμενε να τηλεφωνήσει ο Μύρωνας, να της ζητήσει συγνώμη, να παραδεχτεί ότι ήταν υπερβολικός, όμως τίποτα δεν έγινε όλη μέρα. Ο Μιχάλης κάθισε πάλι σπίτι και προσπαθούσε να την παρηγορήσει και να την κάνει να φάει, όμως τίποτα.
Το βράδυ καθόταν στο σαλόνι κι έβλεπε ποδόσφαιρο, ώσπου ξαφνικά άκουσε μια φωνή απ' τον κήπο. Σηκώθηκε και βγήκε τρέχοντας έξω.
Ανάμεσα στη βροχή που έπεφτε καταρρακτωδώς, διέκρινε μια φιγούρα στην πέρα γωνία του φράχτη. Κατάλαβε ποιος ήταν.
"Μύρωνα! Τι κάνεις εκεί;!"
"Φώναξε τη Βάσια! Θέλω να τη δω!" ξεφώνισε ο Μύρωνας για να ακουστεί μέσα στη βροχή.
"Περίμενε!" απάντησε ο Μιχάλης κι έτρεξε μέσα.
Σε δευτερόλεπτα η Βάσια είχε πεταχτεί έξω μη μπορώντας να το πιστέψει. Βγήκε στη βροχή και στάθηκε απέναντι του, χωρίς να τολμάει να τρέξει κοντά του. Ήθελε πρώτα να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν όνειρο.
Η βροχή που την έκανε μούσκεμα τη συνέφερε κάπως.
"Βάσια!" της φώναξε ο Μύρωνας. Πρώτη φορά στη ζωή του έκανε τέτοια τρέλα, να φύγει βραδιάτικα μες στην καταιγίδα, χωρίς μπουφάν, χωρίς τίποτα, μόνο με ένα κοντομάνικο μπλουζάκι.
"Μύρωνα! Γιατί ήρθες;!" φώναξε η Βάσια.
"Επειδή σ' αγαπάω!" της απάντησε.
"Τι;!"
"Σ΄αγαπώ Βάσια!" φώναξε ακόμα πιο δυνατά.
"Κι εγώ!" φώναξε και η Βάσια κι έτρεξε στην αγκαλιά του.
Ο Μύρωνας τη φίλησε με πάθος. Μετά την κοίταξε στα μάτια και της είπε:
"Δεν θέλω να σε χάσω ποτέ ξανά, μωρό μου. Είσαι τα πάντα για μένα. Θα κάνω πολλές υποχωρήσεις φτάνει να μη μου ξαναφύγεις."
"Θα τα βρούμε, αγάπη μου." είπε η Βάσια. "Το μόνο που έχει σημασία είναι ότι σ' αγαπώ και μ' αγαπάς. Ας μη βάζουμε όρους ο ένας στον άλλον." Φιλήθηκαν ξανά και ήταν ένα απ' τα ωραιότερα φιλιά που έδωσαν ποτέ.
"Έλα μέσα." του είπε μετά η Βάσια. "Θα κρυώσουμε."
"Να μείνω εδώ απόψε, να κοιμηθούμε αγκαλιά;"
"Και το ρωτάς, μωρό μου;"
Πιάστηκαν χέρι χέρι, περπάτησαν και μπήκαν στο σπίτι. Ο Μιχάλης χάρηκε που τα ξαναβρήκαν και που το πρόσωπο της αδελφής του έλαμπε και πάλι από ευτυχία. Έδωσε στον Μύρωνα δικά του στεγνά ρούχα και άλλαξαν από τα βρεγμένα. Είδαν οι τρεις τους ταινία τρώγοντας και ύστερα ανέβηκαν επάνω για ύπνο. Ο Μύρωνας και η Βάσια κοιμήθηκαν στο παλιό δωμάτιο των γονιών τους, το οποίο το χρησιμοποιούσαν πλέων ως ξενώνα και στις σπάνιες περιπτώσεις που κατέβαιναν οι γονείς τους απ' τη Θεσσαλονίκη.
Έκαναν έρωτα σαν τρελοί εκείνη τη νύχτα, με πολύ πάθος και μετά κοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι και γυμνοί, ενώ η βροχή και ο αέρας έξω λυσσομανούσαν.
Το επόμενο πρωί ξημέρωσε μια διαφορετική μέρα, με ήλιο, ο οποίος στέγνωνε σιγά σιγά ό,τι είχε βρέξει η χθεσινοβραδινή καταιγίδα. Ο Μύρωνας και η Βάσια ξύπνησαν συγχρόνως. Είπαν καλημέρα ο ένας στον άλλον και σηκώθηκαν να ντυθούν για να κατέβουν για πρωινό.
Ο Μιχάλης τα είχε ετοιμάσει όλα και τους περίμενε.
"Εγώ πρέπει να φύγω τώρα." της είπε ο Μύρωνας όταν τελείωσαν. "Μπορείς να με συναντήσεις σε μισή ώρα στο πάρκο; Σου έχω μια έκπληξη."
"Φυσικά. Αφού το ξέρεις ότι λατρεύω τις εκπλήξεις."
"Ωραία. Λοιπόν, θα τα πούμε εκεί." είπε ο Μύρωνας και σηκώθηκε απ' το τραπέζι. "Μην αργήσεις." είπε και της έδωσε ένα ντροπαλό φιλί λόγω του αδελφού της που ήταν μπροστά!
"Θα κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ." του είπε η Βάσια.
"Γεια σου, Μιχάλη. Ευχαριστώ για τη φιλοξενία."
"Δεν κάνει τίποτα. Τα λέμε." είπε ο Μιχάλης, που είχε σχεδόν την ίδια ευτυχία με την αδελφή του.
Η Βάσια άργησε λίγο στο ραντεβού τους στο πάρκο, επειδή δεν μπορούσε να αποφασίσει τι να φορέσει. Τελικά, επέλεξε το αγαπημένο της φόρεμα, εκείνο που άρεσε πολύ και στον Μύρωνα: ένα κόκκινο μίνι. Αν και δεν ήταν κατάλληλο για την εποχή, μπορούσε να αντέξει αυτή την ελαφριά ψύχρα αν ήταν να φαίνεται όμορφη.
Ο Μύρωνας την περίμενε στο κέντρο περίπου του πάρκου, δίπλα απ' το συντριβάνι, με ένα τεράστιο μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα. Φαινόταν απίστευτα όμορφος έτσι όπως τον έλουζε το φως του ήλιου και τα κατάμαυρα μαλλιά του έλαμπαν. Φορούσε τζιν, μαύρο ριγέ πουκάμισο ξεκούμπωτο και ένα γκρίζο μπλουζάκι από μέσα. Τον πλησίασε ενθουσιασμένη.
"Τι όμορφα τριαντάφυλλα..." είπε.
"Είναι για σένα." της είπε και της τα έδωσε.
"Ευχαριστώ."
Η Βάσια τα πήρε στην αγκαλιά της και εισέπνευσε βαθιά τη μυρωδιά τους. Τότε πρόσεξε ότι ανάμεσα τους βρισκόταν ένα κόκκινο βελούδινο κουτάκι κοσμηματοπωλείου. Το άνοιξε και είδε μέσα ένα χρυσό δαχτυλίδι με ένα αστραφτερό διαμάντι στη μέση, φανερά πανάκριβο. Η έκπληξη της ήταν τόση, που σχεδόν της κόπηκε η αναπνοή.
Ο Μύρωνας ακούμπησε τα τριαντάφυλλα στο πεζούλι του σιντριβανιού, πήρε το μονόπετρο και γονάτισε:
"Βασιλική Μιχαλοπούλου." ξεκίνησε να λέει. "Είσαι τα πάντα για μένα. Είσαι το λουλούδι μου, η βασίλισσα μου, η έμπνευση μου. Χωρίς εσένα δεν μπορώ να ζήσω, ούτε να ζωγραφίσω έχω διάθεση. Σ' αγαπώ όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, πιο πολύ και απ' τη ζωή μου ακόμα. Θέλω να ζήσω μαζί σου για πάντα. Θέλω να σε παντρευτώ. Δέχεσαι να γίνεις γυναίκα μου;"
Η Βάσια τελικά κατάφερε να συνέλθει και να καταλάβει ότι αυτό που ζούσε ήταν αληθινό. Ναι, ο Μύρωνας της έκανε πρόταση γάμου! Και ναι, εκείνη ήθελε όσο τίποτα άλλο να τον παντρευτεί.
"Δέχομαι." κατάφερε να πει, και ο Μύρωνας της φόρεσε το δαχτυλίδι, σφραγίζοντας έτσι τον όρκο τους:
"Για πάντα μαζί."
Μόνο που το "Για πάντα" δεν υπάρχει, τουλάχιστον σε αυτή τη ζωή...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top