11. Η Επιστροφή

Της φαινόταν σαν όνειρο όταν έμπαινε στο αεροπλάνο που θα τη μετέφερε πίσω στην Αθήνα. Ήταν έφηβη όταν έφυγε και τώρα που γυρνούσε ήταν μια νεαρή ενήλικη. Αποχαιρέτησε τη Θεσσαλονίκη από ψηλά, την πόλη όπου κι εκεί είχε όμορφες αναμνήσεις, καθώς το αεροπλάνο σηκωνόταν ψηλά στον αέρα.

Ο Μιχάλης την περίμενε στο αεροδρόμιο της Αθήνας. Τον ξεχώρισε ανάμεσα στο πλήθος και έτρεξε στην αγκαλιά του.

"Καλώς την!" αναφώνησε εκείνος. Είχε να τη δει από τα Χριστούγεννα του '97, τότε που ανέβηκε Θεσσαλονίκη για να γιορτάσει μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια του.

"Πόσο που έλειψες, αδελφούλη μου..." του είπε.

"Κι εμένα. Καλέ, εσύ ομόρφυνες κι άλλο!"

"Ευχαριστώ."

"Έλα, πάμε."

Αφού πήραν τις βαλίτσες της, πήγαν στο πάρκινγκ του αεροδρομίου και τις φόρτωσαν στο πανάκριβο αυτοκίνητο του Μιχάλη.

"Η μαμά έκλαιγε πάλι;" τη ρώτησε.

"Ναι. Και άρχισε όπως πάντα τα δικά της."

"Χα χα! Δεν θα καταλάβει ποτέ αυτή η γυναίκα ότι δεν είμαστε πλέων μωρά." Η Βάσια συμφώνησε (και με το παραπάνω!). Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν.

"Πώς τα πάτε με την Κατερίνα;"

"Χωρίσαμε." απάντησε απότομα ο Μιχάλης.

"Γιατί;" απόρησε η Βάσια. "Απ' ότι μου έλεγε η Κατερίνα στο τηλέφωνο, ήσασταν πολύ αγαπημένοι."

"Ναι, αλλά ό,τι κι αν έκανα, ποτέ δεν ήταν αρκετό για αυτήν. Πήγε μ΄άλλον."

"Σε απάτησε; Μα γιατί;"

"Ρώτα την ίδια. Δεν πρόκειται να τη συγχωρέσω."

Η Βάσια λυπήθηκε. Δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτα. Το λάθος ήταν της φίλης της και θα το συζητούσε μαζί της κάποια στιγμή, όμως αργότερα. Τώρα είχε άλλες υποθέσεις να ασχοληθεί. Έπρεπε να τακτοποιηθεί στο σπίτι της, να γραφτεί στη σχολή της... και να συναντήσει τον Μύρωνα. Όσο σκεφτόταν αυτή τη συνάντηση, την έπιανε άγχος, ανυπομονησία και η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Τι θα γινόταν άραγε; Ο Μύρωνας θα είχε τα ίδια αισθήματα για εκείνη;

Το ανακαινισμένο σπίτι της φαινόταν πολύ διαφορετικό απ' ότι ήταν παλιά. Καινούργια έπιπλα, μοντέρνα χρώματα, μόνο το δωμάτιο της δεν είχε αλλάξει.

"Σκέφτηκα πως θα σου άρεσε όπως ήταν παλιά." εξήγησε ο Μιχάλης. "Αν θες, το αλλάζουμε τώρα." Η Βάσια μπήκε στο παλιό της δωμάτιο συγκινημένη. Τόσες αναμνήσεις...

"Όχι." απάντησε. "Μου αρέσει όπως είναι. Μου θυμίζει τα παιδικά μου χρόνια."

Ξεκουράστηκε λίγο και τακτοποίησε τα πράγματα της. Μετά, τα δυο αδέλφια έφτιαξαν πατάτες με αυγά και κάθισαν να φάνε για μεσημέρι.

"Τι νέα απ' τους Γεωργίου;" ρώτησε η Βάσια.

"Δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Οι επιχειρήσεις τους πάνε μια χαρά, ενώ ο Μύρωνας σπουδάζει."

"Τι σπουδάζει;"

"Δεν ξέρω. Κάτι που έχει σχέση με τις οικογενειακές τους επιχειρήσεις. Οι Γεωργίου το κρατάνε κρυφό. Θα έχει σχέση με το μέλλον, λένε."

Η  γνωστή οικογένεια Γεωργίου. Κρυμμένη στα μυστήρια. είπε από μέσα της η Βάσια, ενώ η περιέργεια της να ξαναδεί τον Μύρωνα φούντωσε.

Το ίδιο απόγευμα, παρόλο που ο Μιχάλης την παρακαλούσε να βγουν για ένα καφέ, η Βάσια αποφάσισε να πάει στη Γοτθική Έπαυλη. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο για να τον δει. Η έπαυλη των Γεωργίου δεν είχε αλλάξει καθόλου.

Χτύπησε το κουδούνι ο ήχος του οποίου θύμιζε τον πύργο του Δράκουλα και περίμενε. Η καρδιά της ήταν έτοιμη να σπάσει όταν τον είδε να πλησιάζει τη τζαμένια πόρτα. Ήταν όπως τον θυμόταν, ντυνόταν ακόμα στα μαύρα, μόνο που τα χαρακτηριστικά του ήταν πιο αντρικά. Της άνοιξε και τα μαύρα μάτια του πάγωσαν μόλις είδαν τη μορφή της.

"Βάσια...;" ψέλλισε.

"Γεια σου, Μύρωνα." του είπε εκείνη.

"Απίστευτο... Γύρισες; Για πάντα;"

"Ναι. Να περάσω;"

"Ω, μα και βέβαια. Έλα μέσα." είπε ο Μύρωνας και παραμέρισε για να περάσει η Βάσια.

Κοίταξε τη γνώριμη παλιά κουζίνα. Τον πάγκο με τα σκαλιστά λουλουδάκια, το ξύλινο τραπέζι με τις καρέκλες, τα πράσινα κουρτινάκια στα παράθυρα.

"Οι γονείς σου είναι εδώ;" τον ρώτησε.

"Όχι, λείπουν. Δεν ξέρω τι ώρα θα επιστρέψουν. Έλα, πάμε στο σαλόνι." Πήγαν στο σαλόνι και κάθισαν. Κουβέντιασαν για ώρες και διηγήθηκαν ο ένας στον άλλον τα όσα έζησαν χώρια.

"Και τώρα τι ακριβώς είναι αυτό που σπουδάζεις;" ρώτησε κάποια στιγμή η Βάσια.

"Θα το πω μόνο σε εσένα, Βάσια. Ρομποτική και εφεύρεση. Ο πατέρας μου έχει τη μισή κυριαρχία των Επιστημονικών Εργαστηρίων, λίγο έξω από την πόλη και συνεργάζεται με τον Νίκο Λιβανό, ο οποίος είναι ο κύριος κάτοχος των εργαστηρίων."

"Ενδιαφέρον ακούγεται..." είπε η Βάσια σκεπτική. "...Όμως, πώς και δεν ασχολήθηκες με κάτι πιο καλλιτεχνικό που θα σου ταίριαζε; Με τη ζωγραφική ή τη μουσική;"

"Ασχολούμαι και με αυτά." απάντησε ο Μύρωνας. "Ερασιτεχνικά όμως. Το τι θα σπουδάσω ήταν απόφαση των γονιών μου. Εσύ είσαι πολύ τυχερή που θα κάνεις αυτό που σου αρέσει."

"Α, ναι! Είμαι τόσο ενθουσιασμένη... Αύριο είναι η πρώτη μου μέρα στη σχολή."

"Τι ώρα σχολάς;"

"Τρεις."

"Θα βγούμε αργότερα, το απόγευμα;"

"Εννοείται."

Λίγο μετά κι ενώ είχε ήδη βραδιάσει, γύρισαν οι γονείς του Μύρωνα.

"Ποια είναι η φίλη σου;" ρώτησε η Κλέλια, επειδή δεν αναγνώρισαν αμέσως τη Βάσια.

"Σίγουρα θα θυμάστε τη Βάσια Μιχαλοπούλου." είπε ο Μύρωνας. "Επέστρεψε μόνη στην Αθήνα και μένει στο πατρικό της, μαζί με τον αδελφό της."

"Ω...! Η Βάσια, φυσικά."

"Πώς είσαι, κορίτσι μου;" της είπε ο Γιάννης και τη χαιρέτησε με μια θερμή χειραψία.

"Καλά, κύριε Γεωργίου. Εσείς;"

"Είμαστε όλοι καλά, δόξα το Θεό."

"Καλώς ήρθες πίσω, Βάσια." της είπε η Κλέλια και την αγκάλιασε.

Την επόμενη μέρα, η Βάσια πήγε στη σχολή και πραγματικά ενθουσιάστηκε με όλα αυτά τα καινούργια πράγματα, τους μεγάλους καθαρούς χώρους, τις αίθουσες σε σχήμα αμφιθεάτρου, τους καθηγητές και φυσικά τα ενδιαφέροντα μαθήματα. Γνώρισε και μερικούς συμμαθητές της στα διαλείμματα και έκαναν παρέα.

Όταν σχόλασε, ήρθε και την πήρε ο αδελφός της, ο οποίος είχε μόλις τελειώσει την προπόνηση. Πήγαν σπίτι, έφαγαν και αργότερα τηλεφώνησε ο Μύρωνας. Κανόνισαν να βγουν κατά τις εφτά.

Ήταν πέντε ακόμα, οπότε η Βάσια σκέφτηκε να πάει λίγο απ' το σπίτι της Κατερίνας.

"Εντάξει. Θα έρθω να σε πάρω από εκεί να φύγουμε κατευθείαν." της είπε ο Μύρωνας και συμφώνησαν.

Η Κατερίνα πέταξε απ' τη χαρά της όταν την είδε και την αγκάλιασε με δάκρυα συγκίνησης. Είχε αλλάξει πάρα πολύ. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της έφταναν ως τη μέση και το ντύσιμο της ήταν αρκετά προκλητικό, ακόμα και για μες στο σπίτι. Φορούσε πολύ κοντό σορτσάκι και μπλουζάκι λίγο πιο πάνω απ' τον αφαλό.

"Δεν το πιστεύω! Δηλαδή γύρισες μόνιμα;" τη ρώτησε όταν πέρασε η πρώτη συγκίνηση.

"Εννοείται."

"Και θα είμαστε και πάλι κολλητές;"

Αυτό θα εξαρτηθεί από εσένα. ήθελε να της πει η Βάσια, όμως απάντησε με ένα απλό "ναι." Η Κατερίνα την οδήγησε στο σαλόνι, όπου ο πατέρας της και η θεία της έβλεπαν τηλεόραση.

"Τη θυμάστε τη Βάσια; Γύρισε για σπουδές και θα μείνει μόνιμα εδώ." τους είπε.

"Γεια σου, κορίτσι μου." τη χαιρέτησε η Ζέτα ευγενικά.

"Γεια σας." χαιρέτησε η Βάσια.

Μετά ανέβηκαν στο δωμάτιο της.

"Έγιναν πάρα πολλά." είπε η Κατερίνα. "Όπως ήδη σου είχα πει, οι γονείς μου χώρισαν, επειδή η μητέρα μου έπιασε στα πράσα τον πατέρα μου με τη θεία μου. Ύστερα η μαμά έφυγε απ' το σπίτι και ξαναπαντρεύτηκε λίγους μήνες μετά, ενώ ο μπαμπάς μου και η θεία μου έχουν ακόμα δεσμό. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, εγώ με τον Μιχάλη..."

"Ναι, το έμαθα." τη διέκοψε η Βάσια απότομα. "Γιατί το έκανες αυτό στον αδελφό μου;"

"Δεν έφταιγα μόνο εγώ. Έφταιγε και ο Μιχάλης." δικαιολογήθηκε η Κατερίνα. "Τον τελευταίο καιρό είχε γίνει πολύ πιεστικός. Δεν με άφηνε να πηγαίνω πουθενά χωρίς εκείνον, ούτε μέχρι τη μητέρα μου. Ε, δεν άντεξα κι εγώ και τον κεράτωσα μ' ένα φίλο του αδελφού μου."

Η Βάσια θύμωσε κατά βάθος, αλλά δεν μίλησε, απλά κούνησε το κεφάλι με κατανόηση. Δεν ήθελε να χαλάσει μια φιλία τόσων χρόνων.

"Τέλος πάντων..." είπε η Κατερίνα. "Εσύ τι νέα; Κανόνισες να βγεις με τον Μύρωνα;"

"Ναι, βέβαια. Θα έρθει να με πάρει μετά από εδώ."

"Αχ... Μη μου πεις ότι θα ξαναείσαστε μαζί...;"

"Το ελπίζω." απάντησε η Βάσια.

Έπειτα από λίγη σκέψη πρόσθεσε:

"Μπορεί να ακούγεται περίεργο, όμως, νομίζω πως ακόμα υπάρχει έρωτας μεταξύ μας."

Ο Μύρωνας την πήγε στην καλύτερη και πιο ακριβή καφετέρια της περιοχής και ήταν ένας σωστός ιππότης. Της κράτησε την πόρτα για να περάσει, της τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει και δεν πήγε καν τη συζήτηση στο πονηρό. Αντίθετα, μίλησαν για τις σπουδές τους, για τα νέα τους, για τις παρέες τους...

"Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πολλούς φίλους." παραδέχτηκε ο Μύρωνας. "Έχω μόνο δυο- τρεις καλούς και βγαίνω και με τον αδελφό σου μερικές φορές. Αλλά προτιμώ να περνάω χρόνο μόνος μου."

"Ο κλασικός μοναχικός Μύρωνας." είπε η Βάσια και του χαμογέλασε τρυφερά. "Εγώ άφησα όλες μου τις παρέες στη Θεσσαλονίκη, ενώ με τις φίλες μου από εδώ χάθηκα εντελώς. Μόνο την Κατερίνα έχω προς το παρόν."

"Βάσια... Όσο για την Κατερίνα..." δίστασε ο Μύρωνας.

Η Βάσια πανικοβλήθηκε.

"Τι συμβαίνει; Έχει γίνει κάτι μεταξύ σας;"

"Όχι, δηλαδή...πήγε να γίνει, αλλά δεν ήθελα εγώ." εξήγησε ο Μύρωνας.

"Και αυτό έγινε την περίοδο που τα είχε με τον αδελφό μου;"

"Ναι. Γι' αυτό σου λέω, να την προσέχεις." Η Βάσια απογοητεύτηκε. Δεν περίμενε με τίποτα η παιδική της φίλη να καταντήσει έτσι. Όμως δεν είχε άλλες φίλες στην Αθήνα...

Θα έβρισκε την άκρη. Ίσως έμεναν απλά φίλες, όχι κολλητές. Είχε το Μύρωνα όμως και μόνο αυτό της αρκούσε.

Το βράδυ ο Μύρωνας την γύρισε σπίτι. Οδηγούσε ένα από τα πέντε πανάκριβα αυτοκίνητα της οικογένειας.

Βγήκαν έξω και την οδήγησε μέχρι την πόρτα.

"Πέρασα πολύ ωραία μαζί σου σήμερα. Σ' ευχαριστώ." του είπε η Βάσια.

"Μη με ευχαριστείς. Χαίρομαι που είσαι και πάλι μαζί μου, Βάσια." της είπε.

"Κι εγώ." Κανένας απ' τους δύο δεν έβρισκε κάτι άλλο να πει.

"Αυτά λοιπόν. Καληνύχτα." είπε ο Μύρωνας.

"Καληνύχτα." είπε και η Βάσια.

Ο Μύρωνας γύρισε να φύγει, την ίδια στιγμή όμως ξεπέρασε την αμηχανία και το δισταγμό που ένιωθε, στράφηκε και τη φίλησε. Και η Βάσια τον αγκάλιασε και παραδόθηκε. Ήταν διαφορετικό από τότε που ήταν έφηβοι. Για την ακρίβεια, ήταν πολύ καλύτερο. Όταν το φιλί τους τελείωσε, την κοίταξε μες στα μάτια και της είπε:

"Σου ορκίζομαι, Βάσια, δεν θα αφήσω τίποτα και κανέναν να μας χωρίσει ξανά. Ποτέ."

"Κι εγώ σου ορκίζομαι να μην ξαναφύγω από κοντά σου."

Φιλήθηκαν πάλι και ύστερα ο Μύρωνας την καληνύχτισε και κίνησε προς το αυτοκίνητο. Μόλις γκάζωσε με θόρυβο κι έφυγε, η Βάσια μπήκε στο σπίτι. Ήταν σαν υπνωτισμένη ύστερα από το φιλί και τα λόγια που της είπε. Ο αδελφός της έβλεπε τηλεόραση στο σαλόνι.

"Γεια." είπε και πλησίασε.

Ο Μιχάλης γύρισε και την κοίταξε.

"Καλώς την." της είπε. "Πώς τα πέρασες;"

"Τέλεια." είπε η Βάσια και βούλιαξε σε μια αναπαυτική πολυθρόνα. "Νομίζω πως ερωτεύτηκα τον Μύρωνα πάλι απ΄την αρχή."

"Χαίρομαι. Φαίνεται αυτό. Λάμπεις ολόκληρη." Η Βάσια κοίταξε για λίγο το κενό με βλέμμα ονειροπόλο. Μια σκέψη όμως τη σκοτείνιασε ξανά.

"Νομίζεις ότι οι γονείς μας θα έχουν πάλι αντίρρηση με αυτή τη σχέση;"

"Μπα... Δεν τους παίρνει να μιλήσουν. Τώρα πια είσαι ενήλικη." την καθησύχασε ο Μιχάλης.

Η Βάσια μετά από λίγο ανέβηκε στο δωμάτιο της κι έκανε κάτι που είχε να κάνει καιρό: χρησιμοποίησε το παλιό της τηλεσκόπιο για να παρατηρήσει τα αστέρια. Και καθώς ταξίδευε νοερά σε άλλους πλανήτες, φανταζόταν ότι ένας από αυτούς ήταν ένας ονειρεμένος πλανήτης όπου κατοικούσε μαζί με τον Μύρωνα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top