10. Ζιγκολό

Την επόμενη μέρα, είδε έξω απ΄το σχολείο κάτι που δεν της άρεσε καθόλου: τον Ντίνο με την καλύτερη της φίλη, την Ελένη. Ο Ντίνος κάτι της έλεγε και η Ελένη είχε ξεκαρδιστεί στο γέλιο. Πλησίασε.

"Καλώς την." είπε η Ελένη, λίγο ειρωνικά.

"Γεια..." της είπε ξερά ο Ντίνος.

"Γεια." είπε η Βάσια.

"Έμαθα πως δεν τα πήγατε και τόσο καλά οι δυο σας στο πρώτο ραντεβού. Κρίμα." είπε η Ελένη.

"Γι' αυτό γελάγατε; Κοροϊδεύατε εμένα;" τους είπε, έτοιμη να αφήσει το θυμό της να ξεσπάσει.

"Όχι καλέ, τι είναι αυτά που λες; Απλώς, ο Ντίνος με είπε ένα ανέκδοτο."

"Ναι, ε; Για πες το μου κι εμένα." είπε επιθετικά στον Ντίνο.

"Ε, δεν λέει να το πω δεύτερη φορά. Αν όμως έρθεις το απόγευμα μαζί μας για καφέ, μπορεί και να στο πω."

"Μαζί σας;"

"Ναι. Με εμένα και την Ελένη. Φιλικά, εννοείται."

Κανονικά, ήξερε πως έπρεπε να πει όχι, ειδικά μετά το χθεσινό φιάσκο. Όμως ένιωθε μια ανεξήγητη ζήλια όσο έβλεπε την Ελένη δίπλα του. Ήταν σίγουρη πως, αν άφηνε τον Ντίνο, θα της τον έπαιρνε εκείνη. Και δεν θα της άρεσε καθόλου να τους βλέπει μαζί. Εξάλλου, σίγουρα θα υπήρχε λογική εξήγηση για τη συμπεριφορά του Ντίνου χθες. Δεν ήταν φυσιολογικός απ' την αρχή και ήθελε να μάθει τι του συνέβαινε.

"Εντάξει. Θα έρθω." είπε και χαμογέλασε. Η Ελένη φάνηκε να ενοχλήθηκε λίγο. Αλλά δεν μίλησε.

Το απόγευμα, η Βάσια φόρεσε το καλύτερο μπλουζάκι που είχε, το πιο στενό τζιν, βάφτηκε με μαύρη μάσκαρα και σκιά, έβαλε μέχρι και κραγιόν, που σπάνια φορούσε. Κρεπάρισε και τα μαλλιά της με μπόλικη λακ, να φαίνονται πιο πλούσια. Ήταν κούκλα, αν και δεν συναγωνιζόταν με τίποτα την ξανθιά εντυπωσιακή Ελένη, που ντυνόταν πάντα με την τελευταία λέξη της μόδας.

Όταν βγήκε απ' το σπίτι της, απορούσε γιατί ζήλευε. Αφού δεν τον ήθελε τον Ντίνο! Ή μήπως τον ήθελε;

Έφτασε στο σημείο του ραντεβού. Ο Ντίνος στεκόταν μόνος του μπροστά απ' το αυτοκίνητο του.

"Η Ελένη;" απόρησε η Βάσια.

"Δεν θα έρθει. Δεν την αφήνουν οι γονείς της είπε, αν και δεν την πιστεύω. Ζήλεψε εμάς τους δύο, σίγουρα."

Η Βάσια ένιωσε ανακούφιση μαζί με άγχος, γιατί, αν και η Ελένη της άφησε το πεδίο ελεύθερο, τώρα θα έμενε πάλι μόνη της με τον Ντίνο. Και φοβόταν μην καταλήξει και το δεύτερο ραντεβού της αποτυχία.

"Τι περιμένεις, μπέμπα; Μπες μέσα." της είπε ο Ντίνος, που κρατούσε ανοιχτή την πόρτα του συνοδηγού. "Μη φοβάσαι." συμπλήρωσε. "Μπορεί να είμαι μαλάκας, ζιγκολό, κάφρος, όπως πιστεύεις, αλλά βιαστής δεν είμαι."

Η Βάσια γέλασε και μπήκε στο αμάξι, με τη διάθεση της να ανεβαίνει απ' τη μια στιγμή στην άλλη. Ήταν σαν να της έκαναν ξαφνικά κάποια ένεση εναλλαγής διάθεσης.

"Πάντως κι εσύ ζήλεψες, παραδέξου το." είπε ο Ντίνος, καθώς έμπαινε στη θέση του οδηγού.

"Εγώ, γιατί να ζηλέψω;"

"Ω, έλα τώρα. Όταν με είδες με την Ελένη σήμερα το πρωί."

"Τόσο πολύ φάνηκε;"

"Τόσο πολύ." είπε κι έβαλε μπροστά. "Αν και...να σε πω την αλήθεια, δεν χρειάζεται να τη ζηλεύεις. Αυτή θα την κρατούσα για μια νύχτα, άντε δύο το πολύ. Ενώ εσύ είσαι για κάτι σοβαρό. Και χαίρομαι που τελικά θα βγούμε οι δυο μας πάλι απόψε, γιατί θα επανορθώσω για χθες και θα σε δώσω εξηγήσεις για τη συμπεριφορά μου. Φύγαμε, λοιπόν."

Η Βάσια αναθάρρησε με αυτά τα λόγια που της είπε. Άρα ο Ντίνος την έβλεπε σοβαρά, σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες που είχε μπλέξει. Ζούσε στον Παράδεισο αυτή τη στιγμή.

Έφτασαν στην καφετέρια. Ο Ντίνος συμπεριφέρθηκε πολύ καλύτερα από το προηγούμενο ραντεβού. Της άνοιξε την πόρτα να περάσει και όταν κάθισαν, της έδωσε μόνο ένα τρυφερό φιλί στα χείλη.

"Κοίτα, Βάσια." της είπε μόλις ήρθαν οι καφέδες τους. "Χθες δεν ήμουν ο εαυτός μου. Είχα βγει προηγουμένως, γι΄αυτό και άργησα να έρθω να σε πάρω. Είχα ήδη μεθύσει."

"Αλήθεια;" έκανε η Βάσια, αλλά χαιρόταν που δεν ήταν έτσι νηφάλιος! 

"Δεν θέλω να σε λέω ψέματα. Είμαι...επαγγελματίας ζιγκολό. Πηγαίνω με γυναίκες επί πληρωμής." Η Βάσια τον κοίταξε σοκαρισμένη, αλλά τον άφησε να συνεχίσει. "Πριν από λίγο καιρό, είχα ένα μεγάλο καυγά με τους γονείς μου επειδή με έλεγαν ότι είμαι κακομαθημένος και ότι όλα τα περιμένω από αυτούς. Έτσι ορκίστηκαν από εδώ και στο εξής να μη με δίνουν άλλα λεφτά, παρά να κόψω το λαιμό μου να βρίσκω τα δικά μου χρήματα. Δεν φτάνει, λένε, ότι θα με καλύψουν τα έξοδα σπουδών... Ένας φίλος με πρότεινε αυτή τη δουλειά. Χθες είχα βγει ραντεβού με μια γυναίκα αρκετά μεγαλύτερης ηλικίας επειδή χρειαζόμουν τα χρήματα αυτά για να σε βγάλω έξω για φαγητό. Πήγαμε σε ένα ξενοδοχείο...ήπιαμε και έγιναν κάποια πράγματα. Μετά εκείνη συνειδητοποίησε πως είχε ξεχάσει το πορτοφόλι στο σπίτι της και ότι έπρεπε να πάει να το πάρει. Εγώ όμως είχα αργήσει, δεν μπορούσα να σε στήσω κι άλλο. Έτσι την είπα ότι δεν πειράζει και ότι θα μου τα δώσει άλλη φορά. Ήρθα σε σένα, άφραγκος, πιωμένος και τρομερά αγχωμένος. Για αυτό φερόμουν έτσι."

Η Βάσια σκέφτηκε για λίγο αν έπρεπε να τον πιστέψει. Αυτή η ιστορία ήταν λίγο παρατραβηγμένη, αλλά τουλάχιστον ήταν ειλικρινής μαζί της. 

"Βάσια, αν όντως σοβαρέψει το πράγμα μεταξύ μας, υπόσχομαι να ξεκόψω από αυτό. Υπόσχομαι να βρω μια κανονική δουλειά, τουλάχιστον μέχρι να φύγω για σπουδές. Φτάνει να με δώσεις μια δεύτερη ευκαιρία. Λοιπόν;" Η Βάσια χαμογέλασε και τον κοίταξε:

"Εντάξει." του είπε. "Σου τη δίνω. Μόνο μια ερώτηση: σήμερα έχεις λεφτά ή ακόμα δεν σε πλήρωσε η γιαγιά;" ρώτησε μεταξύ σοβαρού και αστείου.

"Όχι, έχω. Βρεθήκαμε το πρωί και με πλήρωσε." απάντησε γελώντας ο Ντίνος.

Μέχρι να φύγουν δεν την ξαναφίλησε, δίνοντας της έτσι μια αίσθηση σεβασμού. Έκαναν σοβαρές συζητήσεις, την κοιτούσε στα μάτια και την έκανε να γελάει με τα αστεία του. Η βραδιά τελείωσε με ένα απ' τα υπέροχα φιλιά του, όταν την πήγε σπίτι της αργότερα.

Όλη την υπόλοιπη εβδομάδα έβγαιναν συνέχεια μαζί. Τους έβλεπαν μαζί και δεν το πίστευαν. Ο Ντίνος πολλές φορές την έπαιρνε απ' το σχολείο να πάνε βόλτα και οι συμμαθήτριες της έσκαγαν απ' τη ζήλια τους που την έβλεπαν να μπαίνει στο πανάκριβο αυτοκίνητο του.

Στη βδομάδα επάνω της ζήτησε να πάνε σπίτι του αντί να την πάει στο δικό της, ύστερα από ένα ραντεβού που βγήκαν για καφέ. Η Βάσια κοίταξε το ρολόι της. Η ώρα ήταν εννιά και εφόσον ήταν Σάββατο, της επιτρεπόταν να μείνει έξω μέχρι τις δώδεκα. Οπότε προλάβαινε να καθίσει μαζί του για ένα τρίωρο ακόμα. Επιπλέον, τον εμπιστευόταν και ας τον ήξερε λίγο. Σίγουρα δεν θα της έκανε τίποτα ενάντια στη θέληση της.

"Εντάξει, πάμε." του είπε με βεβαιότητα, αλλά και με λίγο δισταγμό κατά βάθος.

Το διαμέρισμα του ήταν αρκετά μεγάλο και ευρύχωρο, με πανάκριβα έπιπλα και πλούσια διακόσμηση, πράγμα το οποίο εξέπληξε ευχάριστα τη Βάσια.

"Πόσο ενοίκιο πληρώνεις για αυτό;" τον ρώτησε.

"Τίποτα. Αυτό είναι δικό μου. Το είχε γράψει η γιαγιά μου κατευθείαν σε εμένα λίγο πριν πεθάνει, οπότε οι γονείς μου δεν μπορούν να με διώξουν και να θέλουν. Έλα, σαν στο σπίτι σου." της είπε. Όμως η Βάσια δεν μπορούσε να νιώσει άνετα σαν στο σπίτι της. Πέρασε στο σαλόνι και παρατήρησε με μεγάλο ενδιαφέρων τα έπιπλα και τους πίνακες.

Σίγουρα ο Μύρωνας θα έβρισκε αυτή την τέχνη υπερβολικά μοντέρνα για τα γούστα του.

"Θα πιεις κάτι;" τη ρώτησε ο Ντίνος.

"Ό,τι έχεις." απάντησε και κάθισε στον άνετο βελούδινο καναπέ, προσπαθώντας να χαλαρώσει.

"Έχω τα πάντα." είπε ο Ντίνος και πήγε στο μεγάλο έπιπλο- μπαρ, που στόλιζε τη μια γωνία του σαλονιού. "Εγώ θα πιω κόκκινο κρασί. Είναι πανάκριβο, αλλά αξίζει να το ανοίξω για πάρτη σου. Να σε βάλω κι εσένα;"

"Ναι... Κι εγώ κάτι σε κρασί σκεφτόμουν." του είπε.

Ο Ντίνος πήρε το κρασί και δυο ποτήρια και κάθισε δίπλα της.

"Ας πιούμε λοιπόν." είπε και σέρβιρε πρώτα εκείνη, ύστερα τον εαυτό του. "Στον ατελείωτο έρωτα μας." Την κοίταξε στα μάτια και τσούγκρισαν.

Μετά από άλλα δύο ποτήρια, η Βάσια είχε πλέον χαλαρώσει αρκετά. Μιλούσε με άνεση και γελούσε με ό,τι αστείο και αν της έλεγε ο Ντίνος, όσο αποτυχημένο κι αν ήταν. Δεν κατάλαβε για πότε βρέθηκαν στην κρεβατοκάμαρα του και γιατί τον άφησε να την οδηγήσει εκεί...

Ο Ντίνος τη φίλησε με πάθος και ύστερα έβγαλε το πουκάμισο του. Έπειτα, με αργές κινήσεις έβγαλε τη μπλούζα της Βάσιας, το σουτιέν της και την ξάπλωσε στο κρεβάτι. Εκείνη, σαν υπνωτισμένη, τον άφησε να της κάνει ό,τι ήθελε στο στήθος της. Όταν όμως κατέβηκε προς τα κάτω και πήγε να ξεκουμπώσει το τζιν της, κάτι έπαθε. Μπλοκάρισε και δεν μπορούσε να νιώσει τίποτα πια.

"Σταμάτα." του είπε και σηκώθηκε απότομα.

"Τι έπαθες;" απόρησε ο Ντίνος.

"Δεν είμαι έτοιμη... Νομίζω πως θα το μετανιώσω αν το κάνουμε τώρα." απάντησε η Βάσια καθώς ντυνόταν.

"Τι στο καλό, Βάσια; Σε πήγα στα πιο ακριβά μαγαζιά, σε έκανα να νιώσεις άνετα, σε έδωσα κρασί μπας και χαλαρώσεις... Τι άλλο πρέπει να κάνω για να μου δοθείς επιτέλους;!" αναφώνησε εκνευρισμένος.

"Τίποτα." απάντησε η Βάσια ήρεμα. "Αυτό ήθελες απ' την αρχή. Όπως με όλες τις άλλες." και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

Ο Ντίνος την έπιασε και τη σταμάτησε.

"Κάνεις λάθος." της απάντησε. "Δεν ήθελα μόνο αυτό. Απλώς βιάστηκα και...σου ζητώ συγνώμη." Η Βάσια όμως δεν τον πίστεψε.

"Ντίνο..." Κόμπιασε, αλλά τελικά αποφάσισε να του πει την αλήθεια: "Όταν γυρίσω πίσω στην Αθήνα, θα επιστρέψω στον Μύρωνα. Είμαι σίγουρη πως θα με περιμένει και θέλω να είναι εκείνος ο πρώτος μου."

Όμως ο Ντίνος νευρίασε και φώναξε:

"Πας καλά, κοπέλα μου;! Νομίζεις ότι αυτός δεν θα έχει πάει με άλλες;! Θα έχει ήδη άλλη γκόμενα όταν εσύ γυρίσεις και θα σ έχει ξεγράψει! Ξύπνα επιτέλους, Βάσια! Όλοι ίδιοι είμαστε! Και οι φίλες σου δεν στο λένε;! Όλοι το σεξ σκεφτόμαστε πρώτα απ' όλα!"

"Ο Μύρωνας είναι διαφορετικός! ΕΣΥ είσαι σαν όλους τους άλλους!" πείσμωσε η Βάσια.

"Ωραία! Τότε πήγαινε πίσω στον Μυρωνάκο σου! Αλλά μην τολμήσεις να με αναζητήσεις ξανά όταν εκείνος σε φτύσει!"

"Δεν θα πήγαινα ποτέ μαζί σου, ακόμα κι αν ήσουν ο τελευταίος άντρας στη Γη!" είπε τα τελευταία της λόγια και κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά.

"Δεν με ξέρεις καλά, Βασούλα! Κάτι τέτοια κοριτσάκια σαν κι εσένα, εγώ τα παίζω στα δάχτυλα!" τον άκουσε να της φωνάζει από πάνω.

Δεν του έδωσε σημασία. Ήθελε να φύγει το συντομότερο από εκείνο το μέρος. Τελικά, τώρα φάνηκε ο αληθινός χαρακτήρας του Ντίνου, που επειδή δεν κατάφερε να τη ρίξει στο κρεβάτι, προσπάθησε να την ταπεινώσει με τα σκληρά του λόγια. Δεν κατάφεραν να την πληγώσουν όμως.

Γύρισε σπίτι της με ταξί, ενώ σε όλη τη διαδρομή σκεφτόταν: 

Μα πώς πήγα να την πατήσω έτσι; Γιατί πήγα να του δοθώ, ενώ δεν ένιωθα τίποτα για εκείνον; Μόνο ο Μύρωνας αξίζει τελικά.

Τις ημέρες που ακολούθησαν, ο Ντίνος δεν επιχείρησε να επικοινωνήσει ξανά μαζί της, όμως ούτε εκείνη έκανε καμιά προσπάθεια να τα ξαναβρούν. Το πιο περίεργο απ' όλα όμως, ήταν ότι η κολλητή της, η Ελένη, την απέφευγε συστηματικά, τόσο στο σχολείο, όσο και εκτός σχολείου.

Λίγες ημέρες μετά, την είδε να βγαίνει απ' το σχολείο και να μπαίνει καμαρωτή στο αμάξι του Ντίνου. Δεν στενοχωρήθηκε καθόλου. Ήταν αναμενόμενο έτσι κι αλλιώς.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top