1. Γνωριμία με τους Γεωργίου

* 1992 *

Οι Γεωργίου ήταν μια οικογένεια αλλιώτικη από τις άλλες. Ήταν πλούσιοι, χωρίς να είναι σνομπ. Ζούσαν στην άκρη της Κηφισιάς, σε μια ήσυχη γειτονιά. Η έπαυλη τους ήταν χτισμένη σε βικτοριανό στυλ και ίσως ήταν το πιο παλιό κτήριο της περιοχής. Είχε κάτι το σκοτεινό και πολλοί έλεγαν πως ήταν στοιχειωμένη και πως οι Γεωργίου ήταν φίλοι με τα φαντάσματα τους, τα οποία ήταν στην ουσία οι προγόνοι τους. Και αυτό επειδή έθαβαν επί πολλά χρόνια τα μέλη της οικογένειας στο ιδιωτικό νεκροταφείο, στο πίσω μέρος του σπιτιού.

Δεν πλησίαζε κανένας εκεί το βράδυ, παρά μόνο οι πιο γενναίοι. Αυτή την εποχή, η οικογένεια αποτελούνταν από τρία άτομα: τον Γιάννη, την Κλέλια και τον γιο τους Μύρωνα, δώδεκα χρονών. H Κλέλια είχε επίσης και μια μικρότερη αδελφή, την Αγνή, η οποία όμως δεν έμενε μαζί τους. Ο Γιάννης και η Κλέλια είχαν υιοθετήσει ένα γκόθικ στυλ το οποίο διατηρούσαν από τα εφηβικά τους χρόνια. Γενικώς δεν φοβούνταν το θάνατο και ό,τι είχε σχέση με αυτόν. Αντίθετα τους γοήτευε και πολλές φορές τον αντιμετώπιζαν με χιούμορ.

Σε μια άλλη γειτονιά έμενε η ακριβώς αντίθετη τους οικογένεια, οι Μιχαλόπουλοι. Δεν ήταν εχθροί μαζί τους, απλά τους φοβούνταν όπως τόσοι άλλοι. Ήταν μια κλασική μεσοαστική οικογένεια των βορείων προαστίων, όχι πλούσιοι αλλά με οικονομική άνεση, όπως έλεγαν. Ο Σίμος και η Ιοκάστη είχαν δύο παιδιά: τον Μιχάλη, δεκαπέντε χρονών και τη Βάσια, δώδεκα χρονών.

Έμεναν σε μια τριώροφη μεζονέτα με έναν πολύ περιποιημένο κήπο τον οποίο φρόντιζε τακτικά η Ιοκάστη. Καλλιεργούσε φρούτα εποχής και φρέσκα λαχανικά.

Η Βάσια διέσχισε με το ποδήλατο της το μεγάλο δρόμο μέχρι το τέλος του όπου ήταν το σπίτι των Γεωργίου. Το άφησε εκεί, έξω απ' το γκαράζ και μπήκε απ' την καγκελόπορτα στο πέτρινο μονοπάτι του κήπου. Από πάνω της δέσποζε το επιβλητικό γοτθικό σπίτι, που άλλους τους τρόμαζε και άλλους τους γοήτευε.

Η Βάσια ανήκε στη δεύτερη κατηγορία. Έφτασε στην είσοδο της κουζίνας, ανέβηκε τα τέσσερα σκαλιά και χτύπησε τη τζαμένια πόρτα. H κεντρική είσοδος από τη μεριά του σαλονιού ήταν πάντα κλειστή και την άνοιγαν μόνο σε επίσημες περιπτώσεις. Η μητέρα του Μύρωνα φάνηκε μέσα από το τζάμι της πόρτας, με τα βαμμένα βιολετί μαλλιά της και ένα μαύρο φόρεμα, ως συνήθως. Της άνοιξε.

"Γεια σας, κυρία Γεωργίου."

"Γεια σου Βάσια. Πέρασε μέσα." είπε η Κλέλια και μπήκαν στην κουζίνα. "Πάω να φωνάξω τον Μύρωνα."

Μετά από λίγο κατέβηκε μαζί με το γιο της. Εκείνος πλησίασε την κολλητή του.

"Γεια σου Βάσια. Πως πάει;" τη χαιρέτησε.

"Μια χαρά εσύ;"

"Καλά. Θέλεις να παίξουμε μήλα;"

"Ναι, φυσικά."

"Ωραία. Πάω να φέρω τη μπάλα."

Λίγη ώρα μετά, οι δυο φίλοι βρίσκονταν στον κήπο και πετούσαν ο ένας στον άλλον μια μπάλα του μπέιζμπολ.

"Λοιπόν, πώς σου φαίνεται τώρα που αρχίζει η νέα σχολική χρονιά;" ρώτησε κάποια στιγμή η Βάσια.

"Περίεργα, αν σκεφτείς ότι είναι η τελευταία μας χρονιά στο Δημοτικό. Του χρόνου Γυμνάσιο. Λες να τα καταφέρουμε;"

"Θα επιζήσουμε. Έτσι κι αλλιώς, πολλά θα έχουν αλλάξει μέχρι του χρόνου. Όλοι θα είμαστε τελείως διαφορετικοί."

"Μπορεί, αν και δεν ξέρω πόσο θα μας βοηθήσει αυτό."

Μετά από λίγο ακόμα παιχνίδι με τη μπάλα, η Βάσια συνειδητοποίησε πως είχε περάσει η ώρα και θα έπρεπε ήδη να ήταν σπίτι για φαγητό.

"Ώρα να φύγω, Μύρωνα." του είπε.

"Εντάξει. Θα τα πούμε σύντομα. Να έρχεσαι όποτε θέλεις." της είπε εκείνος και τη συνόδευσε στο πέτρινο μονοπάτι μέχρι το ποδήλατο της. Την κοίταξε καθώς απομακρυνόταν. Το κόκκινο φόρεμα που φορούσε της πήγαινε πάρα πολύ. Όταν έστριψε και χάθηκε απ' τα μάτια του, μόνο τότε αποφάσισε να γυρίσει πίσω.

Πήγε στο δωμάτιο του κι έβαλε κλασική μουσική, το αγαπημένο του είδος. Σε λίγη ώρα, πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα φάνηκε η μητέρα του.

"Μπορώ να περάσω;" τον ρώτησε.

"Ναι, μαμά."

Η Κλέλια μπήκε στο δωμάτιο και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του.

"Τι έχεις, αγόρι μου; Τον τελευταίο καιρό σε βλέπω πολύ απόμακρο. Συνέχεια κλείνεσαι στο δωμάτιο σου και ακούς μουσική η ζωγραφίζεις στη σοφίτα. Δεν περνάμε καθόλου χρόνο σαν οικογένεια."

"Τίποτα δεν έχω. Σου υπόσχομαι ότι από εδώ και πέρα θα περνάω περισσότερο χρόνο μαζί σου και με τον μπαμπά." είπε ο Μύρωνας.

"Έλα τώρα... Στη μανούλα μιλάς. Πες μου, τρέχει κάτι;" επέμεινε η Κλέλια.

"Δεν ξέρω τι έχω, αλήθεια." είπε σκεπτικός. "Νομίζω πως έχει να κάνει με τη Βάσια. Θέλω να τη βλέπω συνέχεια, να είμαι μαζί της και όταν δεν είμαι, συνέχεια τη σκέφτομαι." παραδέχτηκε.

"Α! Κατάλαβα τι έχεις!" αναφώνησε η μαμά του. "Το πρώτο σου ειδύλλιο. Θυμάμαι ακόμα τότε που ένιωσα έτσι για τον πατέρα σου." πρόσθεσε με ονειροπόλο βλέμμα.

"Νομίζω είναι κάτι παραπάνω από ειδύλλιο."

"Αχ, τι καλά..."

"Καλησπέρα, οικογένεια!" ακούστηκε η φωνή του Γιάννη.

Είχε μόλις επιστρέψει απ' τη δουλειά. Ήταν μια από τις επιχειρήσεις του Λιβανού, ενός πολύ ισχυρού μεγαλοεπιχειρηματία, η οποία ασχολιόταν με νέες εφευρέσεις και ο Γιάννης τη διηύθυνε. Η Κλέλια σηκώθηκε πάνω για να τον υποδεχτεί.

"Γιάννη μου, ο γιος μας είναι ερωτευμένος!" αναφώνησε.

"Μαμά!" φώναξε ο Μύρωνας λιγάκι πειραγμένος.

"Γιατί καλέ; Ντροπή είναι ο έρωτας;"

"Κατάλαβα. Από μικρός στα βάσανα." είπε ο πατέρας του μπαίνοντας στο δωμάτιο. "Και ποια είναι η τυχερή;"

"Η Βάσια Μιχαλοπούλου." απάντησε ο Μύρωνας.

"Η Βάσια; Εκείνο το ευγενέστατο κοριτσάκι, που γυρνάει με το ποδήλατο σ' όλη τη γειτονιά χαιρετώντας τους πάντες;"

"Ναι."

"Α... Τότε, γιε μου, έκανες σωστή επιλογή. Εγκρίνω."

"Κι εγώ. Λοιπόν, πάω να βάλω να φάμε. Θα σας φωνάξω όταν είναι έτοιμο." είπε η Κλέλια και βγήκε.

Όσο το τραπέζι ετοιμαζόταν, ο Μύρωνας ανέβηκε στη σοφίτα για να συνεχίσει τον πίνακα που ζωγράφιζε εκείνη την εποχή. Ήταν ένα ολόσωμο πορτραίτο της Βάσιας. Δίπλα, στον τοίχο, είχε κολλήσει μια φωτογραφία της που του είχε δώσει και ζωγράφιζε από αυτήν. Η Βάσια χαμογελούσε στο φακό και φορούσε το αγαπημένο της κόκκινο φόρεμα, ενώ πόζαρε χαριτωμένα δίπλα στο ολοκαίνουργιο ποδήλατο της. Ο Μύρωνας πήρε το πινέλο και τις μπογιές του και συνέχισε.

"Σε μια εβδομάδα περίπου θα είσαι έτοιμη." είπε στον πίνακα, λες και μιλούσε στην ίδια. "Θα σε στολίσω στο δωμάτιο μου και θα σε βλέπω ακόμα και όταν φεύγεις...Βάσια μου..."

"Έτοιμο το φαγητό!" ακούστηκε η φωνή της μητέρας του από τις σκάλες. Κατέβηκε και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας, όπου ο πατέρας του ήδη είχε πάρει θέση.

Η Βάσια έφτασε σπίτι της. Πάρκαρε το ποδήλατο της και μπήκε στον προθάλαμο.

"Γύρισα!" φώναξε για να την ακούσουν.

"Καλώς την!" άκουσε τη φωνή της μητέρας της από την κουζίνα. Πήγε εκεί. Η Ιοκάστη έστρωνε τραπέζι.

"Πού ήσουν;" τη ρώτησε.

"Πήγα μια βόλτα από τον φίλο μου τον Μύρωνα."

"Μμμ..." έκανε ειρωνικά η μητέρα της. "Πάλι στους Γεωργίου;"

"Τι πρόβλημα έχεις μ' αυτούς;"

"Τίποτα, απλά δεν θέλω πολλά πάρε δώσε. Να μην πηγαίνεις τόσο συχνά. Έλα, φώναξε τον αδελφό σου από πάνω και τον μπαμπά να φάμε."

Η Βάσια πήγε στο σαλόνι και ειδοποίησε τον μπαμπά της ότι το φαγητό ήταν έτοιμο. Μετά ανέβηκε πάνω, στον τρίτο όροφο όπου βρισκόταν το δωμάτιο του αδελφού της, το είπε και σε αυτόν και κατέβηκαν μαζί. Κάθισαν να φάνε.

"Σε λίγες μέρες αρχίζουν τα σχολεία, ε;" είπε ο Σίμος στα παιδιά του.

"Ωχ... Μη μας το θυμίζεις τώρα..." γκρίνιαξε ο Μιχάλης, που δεν ήταν και απ τους καλύτερους μαθητές, ήταν όμως καλός αθλητής.

"Πρέπει να πάμε για σχολικά." συμπλήρωσε τον άντρα της η Ιοκάστη.

"Α, ωραία. Πότε θα πάμε;" ρώτησε η Βάσια, που λάτρευε τα καινούργια μολύβια, τα τετράδια και τη μυρωδιά των καινούργιων βιβλίων.

"Τη Δευτέρα θα ζητήσω άδεια και θα πάμε." της είπε ο μπαμπάς της.

Όλα σχετικά με τους Μιχαλόπουλους έδειχναν πως ήταν μια ευτυχισμένη οικογένεια. Ο Σίμος δούλευε ως αρθρογράφος για μια τοπική εφημερίδα, ενώ η Ιοκάστη είχε μια δουλειά μερικής απασχόλησης σε ένα μανάβικο. Ο Μιχάλης λάτρευε το ποδόσφαιρο και ήταν γραμμένος σε μια τοπική ομάδα, τον Ερμή Κηφισιάς. Το όνειρο του βέβαια, ήταν να παίξει σε μια μεγαλύτερη ομάδα, γιατί όχι Ά Εθνικής;

Η Βάσια τους αγαπούσε και τους τρεις. Ήταν ένα κορίτσι με λεπτούς τρόπους και ευγενική συμπεριφορά, αν και πολλοί αναρωτιόνταν γιατί το δωμάτιο της θύμιζε τόσο την έπαυλη των Γεωργίου. Είχε μαύρους τοίχους και κόκκινα πατώματα. Αποτελούνταν από ένα σαλονάκι, με δυο πολυθρόνες, τραπεζάκι και ένα κουτί με όλα της τα παιχνίδια. Οι πολυθρόνες ήταν μαύρες και είχαν λευκές και κόκκινες νεκροκεφαλές επάνω. Μια καμάρα οδηγούσε στο χώρο όπου βρισκόταν το κρεβάτι της.

Δίπλα στο κρεβάτι, μια μπαλκονόπορτα οδηγούσε στο μπαλκόνι της, το οποίο είχε γλάστρες με λουλούδια, ένα παγκάκι και ένα τηλεσκόπιο. Μερικές φορές τα βράδια, της άρεσε να μελετάει τα αστέρια με αυτό. Τα παρατηρούσε με τις ώρες και είχε μάθει απ' έξω όσους πλανήτες φαίνονταν. Πολλές φορές αναρωτιόταν:

Υπάρχει άραγε ζωή εκεί έξω; Αποκλείεται να είμαστε μόνοι μας μέσα σε ολόκληρο το Σύμπαν.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top