Η Μεγαλύτερη Οδύνη Πριν Τη Μεγαλύτερη Ευτυχία

⚠️ Προς αναγνώστες από mirror sites, όπως το teenfic: ⤵️

Εγώ, η Στυλιανή Κανταρτζή, ως μοναδική διαχειρίστρια του προφίλ EstelleLuminesCent και συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, δηλώνω υπεύθυνα ότι ουδεμία σχέση έχω με την αναδημοσίευσή του στο teenfic κι άλλους παρόμοιους ιστότοπους κι απαιτώ την άμεση και μόνιμη διαγραφή του από αυτούς, καθώς η παράνομη παρουσία του εκεί αποτελεί παραβίαση του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Αν διαβάζετε δικό μου κείμενο σε ιστοσελίδες πέραν του Wattpad, σας ενημερώνω ότι βρίσκεστε σε έναν παράνομο ιστότοπο που παραβιάζει τα πνευματικά δικαιώματα των συγγραφέων, κλέβει τη δουλειά τους και πιθανότατα εκθέτει τη συσκευή σας σε κακόβουλα λογισμικά κι επικίνδυνους ιούς. Εγκαταλείψτε άμεσα αυτόν τον ιστότοπο, καταγγείλτε τον στη δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος και διαβάστε τις ιστορίες μου στο Wattpad.

⚠️ To readers from mirror sites such as teenfic: ⤵️

I, Styliani Kantartzi, as the sole administrator of the EstelleLuminesCent profile and the author of this book, declare responsibly that I have nothing to do with its republishing on teenfic and other similar websites and I demand its immediate and permanent deletion, as its illegal presence there is a violation to the law of copyright. If you are reading my literary work on websites other than Wattpad, I am informing you that you are on an illegal web page that violates authors' copyrights, steals their work, and probably exposes your device to malware and dangerous viruses. Please leave this site immediately, notify cybercrime prosecution and read my stories on Wattpad.

Η Μεγαλύτερη Οδύνη Πριν Τη Μεγαλύτερη Ευτυχία


Δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσες ώρες είχε περάσει να περπατάει πέρα-δώθε με τις φωνές και τα κλάματά της για υπόκρουση. Ο Όμπερον συνοφρυωνόταν εδώ και μήνες με τούτη τη σκέψη του: η Τιτάνια δεν είχε νιώσει ποτέ της μεγάλο πόνο, δεν ήξερε πώς είναι. Όλα όσα θα ήταν πιθανό να της τον προκαλέσουν, θα μπορούσε να πει, είχαν αποτραβηχθεί μακριά της κατόπιν βασιλικής διαταγής. Ήταν ένα εύθραυστο λουλούδι. Ένα εύθραυστο, πολύ μικρό γαλάζιο λουλουδάκι, που όλοι κι όλα έπρεπε να πλησιάζουν με τον ύψιστο σεβασμό που ταίριαζε σε κάτι το θεϊκό, το ανώτερο. Θυμόταν χαρακτηριστικά την μεγάλη του αγωνία στο πρώτο τους σμίξιμο, αλλά και μετέπειτα. Πάντα ο ίδιος φόβος μην την πονέσει άθελά του, η ίδια συστολή, η ίδια ευγένεια που, όσο αρμόζουσα κι αν ήταν, όση γλύκα κι αν προσέφερε και στην ψυχή και στο κορμί του, ήταν και φορές που τον άφηνε εξαιρετικά ανικανοποίητο. Μικρό τίμημα σε σύγκριση με όλα όσα του προσέφερε η θέση του στο πλάι της, η θέση του Βασιλιά του Νοβέλιαν. Είχε πειστεί με το παραπάνω επιχείρημα πως η δική του ευχαρίστηση ήταν δευτερεύουσα σε τέτοιες περιπτώσεις. Πάντα ερχόταν πρώτη η δική της! Πάντα η επιθυμία της μικρής του 'Θεάς' ήταν διαταγή του. Και πάντα αυτός την προστάτευε από τον όποιο πόνο, σωματικό και ψυχικό. Μα να που τώρα δεν θα μπορούσε να την προστατέψει από τον πόνο της γέννας. Τούτον που δεν καταλάβαινε από θνητές κι αθάνατες, βασίλισσες κι απλές γυναίκες. Σε όλες ερχόταν ίδιος: η μεγαλύτερη οδύνη πριν τη μεγαλύτερη ευτυχία, όπως λέγανε.

Κι ο Όμπερον, που εδώ και πέντε χρόνια έγγαμου βίου παρακάλαγε να αποκτήσει έναν διάδοχο, όπως ακριβώς κι η σύζυγός του, πέρασε τους εννιά μήνες της εγκυμοσύνης τρέμοντας για την Τιτάνια και για το πώς θα αντιμετώπιζε ένα τόσο πρωτόγνωρο συναίσθημα ολομόναχη, χωρίς εκείνον στο πλευρό της. Κι οι μέρες κυλούσαν μέσα στην αγωνία. Την αγωνία που απόψε κορυφωνόταν κάθε που την άκουγε να κλαίει και να ουρλιάζει στα χέρια της Βασιλικής Μαίας. Δεν ήταν μια και δυο οι φορές που ο Νεραϊδοβασιλιάς σκέφτηκε πως ήταν λάθος να την προφυλάσσουν με τόση υπερβολή σε όλη της την ζωή. Αν οι γονείς της, οι υπηρέτες κι αργότερα αυτός ο ίδιος δεν είχαν φροντίσει να την τυλίξουν σ' ένα πουπουλένιο σύννεφο, δεν θα υπέφερε όπως τώρα! Θα μάθαινε πως ναι, ακόμα κι οι πριγκίπισσες πέφτουν και χτυπάνε, ακόμα κι οι πριγκίπισσες ματώνουν, ακόμα κι αυτές περνάνε δύσκολα, όμως αυτό είναι το φυσιολογικό και πάντα, μα πάντα ξεπερνιέται.

Αναστέναξε προβληματισμένος και τον αναστεναγμό του έκοψε στη μέση μια ακόμα σπαρακτική κραυγή της. Τα φτερά του κινήθηκαν σαν με δική τους βούληση κι έκανε να κατευθυνθεί προς το δωμάτιο όπου την είχανε, μα οι δυο φρουροί που έστεκαν απ' έξω του έκοψαν τον δρόμο ευγενικά. «Σας παρακαλώ, Μεγαλειότατε», απάντησε ο ένας απ' αυτούς στο αλαφιασμένο βλέμμα του, ακολουθώντας τις αυστηρές οδηγίες της μαίας κι ο Όμπερον προσπάθησε να συγκρατήσει τα μέλη του που είχαν αρχίσει πάλι να τρέμουν. Και πέρασαν κι άλλες ώρες και τα κλάματα δεν έλεγαν να κοπάσουν κι εκείνος πρόσμενε κι ευχόταν να μπορούσε να την φτάσει και να της προσφέρει λίγη συμπόνια. Απελπισμένος έκανε να καλέσει το Ονειρονήμα του, μήπως κατάφερνε να την ανακουφίσει με κάποιον όμορφο λογισμό, μα κι αν βρίσκονταν κι οι δύο στο παλάτι, τέτοια ήταν η ταραχή στο νου του, που ούτε να εμφανίσει τις γκρίζες κλωστές δεν μπόρεσε καλά-καλά. Ο κατακόκκινος ήλιος του δειλινού, που πίστευε ότι θα φέγγιζε τα γαλάζια μαλλιά της, κάνοντάς τα λιλά σαν εκείνος θα έμπαινε στο δωμάτιο να δει αυτήν και το παιδί τους, εξαφανίστηκε. Η νύχτα έφτασε κι ο μαύρος, βελούδινος μανδύας της σκέπασε το Νεραϊδοβασίλειο, κεντημένος λευκά άστρα και την αέναη, ασημένια ματιά της Νυχτοδεσπότιδας Σελντίνιας.

Κόντευαν πια μεσάνυχτα κι ο Βασιλιάς Όμπερον στεκόταν έξω στον κήπο, προσπαθώντας να παρηγορηθεί από τις μυρωδιές των σπάνιων λουλουδιών, τον δροσερό καλοκαιρινό αγέρα και την γλυκιά μελωδία από τα κρυστάλλινα ανεμοκαμπανάκια. Η αγαπημένη του δεν ακουγόταν πια. Ή μπορεί αυτός να μην την άκουγε. Δεν είχε σημασία. Απλώς περίμενε και περίμενε κι αναρωτιόταν, όλο αναρωτιόταν πότε ο εφιάλτης θα γινόταν όνειρο. Και μια πρώτη αχτίδα του ονείρου εμφανίστηκε άτολμα και τα μάτια του έλαμψαν από ενθουσιασμό σαν, μαζί με τα ανεμοκαμπανάκια, ένα γλυκό κλάμα μωρού ήρθε στα αυτιά του. «Φωνούλα μου, ήρθες!»*, ψέλλισε συγκινημένος στη σκέψη ότι ο γιος του ή η κόρη του, το παιδί που λαχταρούσε να κρατήσει στην αγκαλιά του τόσους μήνες είχε επιτέλους έρθει στον κόσμο. Περιχαρής πέταξε για το εσωτερικό του παλατιού, όλο το βάρος που είχε συσσωρευτεί στην πλάτη του να ξεμακραίνει σαν φτερό στον άνεμο.

Η λάμψη δεν έλεγε να φύγει από τα μάτια του, όμως αυτό άλλαξε, μόλις είδε την πιο αγαπημένη Συνοδό της Τιτάνιας, εκείνη που ήταν σχεδόν σαν αδελφή της, να στέκει μπροστά του με σκυμμένο κεφάλι και σφιγμένα χέρια. «Ζέλλια;», αναφώνησε τ' όνομά της, πλησιάζοντάς την ανήσυχος.

«Ω, Μεγαλειότατε...», μουρμούρισε εκείνη αντιλαμβανόμενη την παρουσία του και τα υγρά της μάτια τον έκαναν να ανησυχήσει ακόμη περισσότερο.

«Ζέλλια, γιατί είσαι έτοιμη να κλάψεις; Έπαθε τίποτα η Τιτάνια; Μίλα, σε παρακαλώ!», της είπε με ύφος επιτακτικό, αλλά πάνω απ' όλα γεμάτο αγωνία. Η νεαρή Νεράιδα κούνησε σπασμωδικά το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά, χωρίς όμως κάποια αλλαγή στην έκφραση του προσώπου της. «Τότε τι συνέβη;», ξαναρώτησε ο Βασιλιάς με περισσότερη επιμονή και η Ζέλλια τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

---

«Συγχαρητήρια, Μεγαλειοτάτη! Αποκτήσατε γιο!»

Η ήρεμη, μα κι εύθυμη φωνή της μαίας ήρθε να χαϊδέψει τα αυτιά της, όπως ένα απαλό, δροσερό αεράκι μετά από εγκλεισμό στο καυτό κέντρο της γης για ώρες, μέρες, χρόνια. Η Τιτάνια, που είχε αντιληφθεί πως τις τελευταίες στιγμές τις είχε περάσει σε μία κατάσταση ημιλιποθυμίας, τόλμησε να ανοίξει τα κουρασμένα μωβ της μάτια και ν' απομακρύνει με το χέρι της τις γαλάζιες μπούκλες που είχαν κολλήσει ανάκατες στο πρόσωπό της. Η μορφή της μεγαλόσωμης κι έμπειρης γυναίκας με τα μακριά καφεκόκκινα μαλλιά ήρθε μπρος στα μάτια της διπλή και στιγμιαία η νεαρή βασίλισσα αναρωτήθηκε αν είχε δίδυμη αδελφή. Μα έπειτα από μερικά βλεφαρίσματα, η Ιμθέλτυ ξανάγινε μία και τα λόγια που της είπε εισχώρησαν επιτέλους στο νου της. Ανάσανε αργά. «Είναι... αλήθεια;», κατάφερε να ξεστομίσει. «Έγινα... μητέρα; Έχω γιο;», συνέχισε, μη μπορώντας να το πιστέψει.

«Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη», την επιβεβαίωσε η μεγαλύτερη Νεράιδα χαμογελώντας απαλά. «Μας παίδεψε πολύ ο μικρός μας πρίγκιπας, μα τελικά ήρθε», κατέληξε κι ένα δάκρυ κύλησε στο δεξί μάτι της Τιτάνιας.

«Φέρε μου το μωρό μου, Ιμθέλτυ. Φέρ' το, μην καθυστερείς», την παρακάλεσε, μα έστω και στην κατάσταση που βρισκόταν, μπόρεσε να διακρίνει την αλλαγή της άλλης. «Σ-Συμβαίνει κάτι άσχημο;», τόλμησε να ρωτήσει με την καρδιά της ήδη να σφίγγεται από την προηγούμενη αγωνία που δεν είχε προλάβει να φύγει.

Η Βασιλική Μαία, γυναίκα ψύχραιμη, που φανερά είχε αντιμετωπίσει και στο παρελθόν τέτοιες καταστάσεις, δίσταζε. Πρώτη φορά είχε καθήκον να ξεστομίσει μια τέτοια είδηση σε μια αρχόντισσα και μάλιστα στην ίδια της τη Βασίλισσα! Φόβος την κυρίευσε για το ποια θα μπορούσε να είναι η κατάληξή της –φυλάκιση, εξορία ή μέχρι και θάνατος- όταν η κοπέλα μπροστά της θα άκουγε το μαντάτο. Ωστόσο, η αλήθεια δεν αποτελούσε μέρος της δικής της ευθύνης, δεν έφταιγε αυτή, δεν έκανε κάποιο λάθος. Με μια βαθιά εισπνοή, πλησίασε πιο κοντά στο κρεβάτι και κράτησε το τρεμάμενο χέρι της γαλαζομάλλας με ύφος σταθερό και συνάμα συμπονετικό.

«Λυπάμαι πολύ, Βασίλισσά μου», άρχισε να λέει, «...το παιδί ήρθε μεν φυσιολογικά: και έκλαψε και φτερά είχε στην πλατούλα του, μα... δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε τις γωνιές των αυτιών του. Επίσης, κανονικά όλα τα Νεραϊδοπαίδια έρχονται στον κόσμο με το χρώμα της μαγικής τους αύρας ν' αρχίζει να τα περικλείει αμέσως μετά το κόψιμο του ομφάλιου λώρου, όμως το δικό σας... δεν έχει εμφανίσει ακόμη τίποτα». Η Τιτάνια άκουγε χωρίς ανάσα την επεξήγησή της κι από μέσα της απευχόταν το τρομερό συμπέρασμα που ήδη έπαιρνε μορφή στο μυαλό της. Μα κάθε καινούρια λεπτομέρεια ερχόταν να το επιβεβαιώσει, σε σημείο που το μυαλό της μούδιασε και για μερικά δευτερόλεπτα δεν ήξερε αν ήταν στον πραγματικό κόσμο ή μέσα σε όνειρο. Η Ιμθέλτυ πρόσεξε τον τρόμο της. Κι η ίδια τρόμαζε, γιατί τα μάτια της είχαν δει πολλά κι οι αντιδράσεις των περισσότερων γονιών τέτοιων πλασμάτων ήταν άσχημες. Κάποιοι κλειδαμπάρωναν τα παιδιά τους, ντροπιασμένοι και φοβούμενοι για το τι θα πει ο κόσμος. Άλλοι τα παίρνανε και φεύγανε μακριά. Άλλοι τα εγκατέλειπαν ή τα έδιναν για υιοθεσία, ενώ υπήρχαν και μερικοί... που η Ιμθέλτυ δεν ήθελε καν να σκέφτεται σε τι αποτρόπαιες πράξεις προβαίνανε και τ' άστρα πλάι στη Θεά γεμίζανε αμάθητες, βρεφικές ψυχούλες. Εξοργισμένη με την τελευταία της σκέψη, κατάπιε τη γλώσσα της κι επικέντρωσε την προσοχή της στη μητέρα μπροστά της. «Αυτό που θέλω να πω είναι πως όλες αυτές οι ενδείξεις μας δίνουν την εντύπωση ότι το παιδί σας...»

«...γεννήθηκε Ανολοκλήρωτο», ολοκλήρωσε τη φράση η Τιτάνια κι έσκυψε το κεφάλι της, παίρνοντας γρήγορες, ρηχές ανάσες.

---

«...γεννήθηκε Ανολοκλήρωτο».

Εκείνη την στιγμή ακριβώς, χωρίς να το ξέρει, ο Όμπερον επαναλάμβανε την ίδια κουβέντα με την γυναίκα του. Η Ζέλλια του είχε εξηγήσει, αν και με πιο λίγες λεπτομέρειες, τα ίδια που εξήγησε κι η μαία στην Τιτάνια και η συνειδητοποίηση έσυρε μαζί της πάγο. Τα πάντα γύρω του έμοιαζαν να έχουν τυλιχτεί σ' ένα στρώμα διάφανου πάγου που προκαλούσε μια ενοχλητική γυαλάδα σε όλα όσα πήγαινε να πέσει το μάτι του. Μέσα από τον πάγο αυτό, όλες οι φωνές έρχονταν μ' έναν αντίλαλο τόσο μακρινό, τόσο πολλαπλά επαναλαμβανόμενο, που του προκαλούσε έναν φριχτό πονοκέφαλο. Του φάνηκε πως άκουσε την Ζέλλια να του μιλάει, μα τόσο η υπερηφάνεια του, όσο κι οι προσδοκίες του, που είχαν δεχθεί πανίσχυρα, ταπεινωτικά πλήγματα, δεν του επέτρεψαν ν' αποκριθεί. Ήρθαν στα αυτιά του κι άλλες φωνές από μέλη της αυλής. Φωνές που τον προέτρεπαν να πάει να δει την γυναίκα του και το παιδί του, μα δεν αντέδρασε. Δεν ήθελε να τους δει. Δεν ήθελε να δει το κακό που του έλαχε. Χωρίς να μιλά σε κανέναν, απομακρύνθηκε πίσω στον κήπο.

---

Όταν η Ιμθέλτυ αποπειράθηκε να φέρει το μικροσκοπικό νεογέννητο Νεραϊδάκι κοντά στην Τιτάνια κι απομάκρυνε την απαλή λευκή κουβερτούλα από το προσωπάκι του, η έκφραση της Βασίλισσας ήταν κάτι που δεν είχε ξαναδεί, μήτε ξαναείδε στη ζωή της. Μέσα σε ελάχιστες μόλις στιγμές, τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της, που ήταν πλημμυρισμένα δάκρυα θυμού κι απελπισίας, έπεσαν πάνω στο μικρό πλασματάκι και μια ανείπωτη γλυκύτητα πήρε σταδιακά τη θέση των δακρύων. Κοίταξε στοργικά το στρογγυλό πρόσωπο του γιου της και το αδύνατο κορμάκι του, που έμοιαζε περισσότερο σαν ψεύτικο, μα ξάφνου της φάνηκε πως ποτέ σε όλη της την ζωή, τη ζωή που ζούσε μέσα στην πολυτέλεια και στα πλούτη, δεν είχε αντικρίσει κάτι πιο όμορφο, πιο πολύτιμο. «Παιδάκι μου...», ψιθύρισε απαλά κι άπλωσε το χέρι της, κοιτάζοντας παράλληλα την Ιμθέλτυ, σαν να ήθελε να της πάρει την άδεια για να τον ακουμπήσει. Η άλλη Νεράιδα έγνεψε ενθαρρυντικά κι η Τιτάνια έφερε το μικρό δάχτυλο του αριστερού της χεριού στο μικροσκοπικό χεράκι του μωρού. Εκείνο, σαν να είχε αναγνωρίσει ποια ήταν, το έσφιξε με τα τοσοδούλικα δικά του δάχτυλα.

Ένας ήχος σαν λυγμός ξέφυγε απ' τα όμορφα χείλη της κι η Τιτάνια ανοιγόκλεισε τα μάτια της σαν μαγεμένη. «Μπ-Μπορώ να τον κρατήσω;», ρώτησε. Και πάλι η μαία έγνεψε και με πολύ προσοχή απίθωσε το μωρό στην αγκαλιά της. Η Τιτάνια το χάιδεψε με προσοχή και το βάρος του στα χέρια της, η ανάσα του, ο χτύπος της καρδούλας του πήραν μακριά κάθε πόνο, κάθε σκέψη που λίγο πριν την διέλυε. «Είναι τόσο όμορφος», είπε.

«Πράγματι, Μεγαλειοτάτη», συμφώνησε η Ιμθέλτυ κι άφησε μια μικρή εκπνοή ανακούφισης κι ευγνωμοσύνης για την αντίδραση της Βασίλισσας. Καθώς η Τιτάνια λίκνιζε αργά τον γιο της, σιγοτραγουδώντας μια τρυφερή μελωδία, μπήκε στο δωμάτιο η Συνοδός της.

«Ζέλλια;», έκανε, βλέποντάς την κι η κοπέλα έκανε μια ελαφριά υπόκλιση προτού την πλησιάσει. Ήξερε ποια θα ήταν η επόμενη ερώτηση και θλιβόταν βλέποντας την κυρά της τόσο άξαφνα ευτυχισμένη, γιατί το σίγουρο ήταν πως η απάντησή της θα εξαφάνιζε αυτή την ευτυχία. «Πού είναι ο Όμπερον; Δεν του είπες να 'ρθει; Γιατί δεν είναι εδώ;»

«Του... το είπα, Μεγαλειοτάτη», απάντησε. «Μα εκείνος... δεν ήθελε να έρθει...»

Η Νεραϊδοβασίλισσα την κοίταξε πληγωμένη κι η σκέψη ότι με το παιδί που γέννησε απογοήτευσε τον σύζυγό της φώλιασε μέσα στην καρδιά της. Δεν άργησε να φτάσει και στη διαπίστωση ότι όλο το βασίλειο θα απογοητευόταν με τα νέα για τον Ανολοκλήρωτο πρίγκιπα: όλοι θα ντρεπόντουσαν και φυσικά δεν θα τον θεωρούσαν ποτέ μελλοντικό διάδοχο, αλλά κάτι σαν χαρακιά: μια μακριά, απαίσια χαρακιά στην εξιδανικευμένη εικόνα τους. Όσο για την ίδια, θα την λυπόντουσαν και θα τη χαρακτήριζαν μια άτυχη μάνα που γέννησε κάτι τόσο αλλόκοτο... «Ώστε έτσι...», έκανε κι αμέσως μετά η δική της απογοήτευση μετατράπηκε σε θυμό, όταν πρόσεξε τη λύπηση στο βλέμμα της Βασιλικής της Συνοδού, σημάδι που επιβεβαίωνε τον συλλογισμό της. «Ντρέπεστε για εμάς, ε;», έκανε γνέφοντας προς το παιδί. «Ντρέπεστε και θαρρείτε πως δεν αξίζουμε παρά μόνο τον οίκτο σας», συνέχισε και μια φλόγα οργής καθρεφτίστηκε στα μάτια της. «Φύγετε», διέταξε προσπαθώντας να ανασηκωθεί, παρά την απόπειρα της Ιμθέλτυ να την εμποδίσει.

«Μα, Μεγαλειοτάτη-»

«Δεν ακούω τίποτα!», της φώναξε. «Φύγετε κι οι δυο σας! Έξω από 'δώ! Αφήστε μας μόνους με τον γιο μου! Δεν θέλουμε τον οίκτο κανενός, ακούτε!;», συνέχισε να φωνάζει, σταματώντας μόνο όταν το κλάμα του μωρού στα χέρια της την έκανε να καταλάβει ότι το τρόμαξε. Λυπημένη, το κράτησε πιο κοντά της και ξανακάθισε στο κρεβάτι, ψιθυρίζοντάς του να ηρεμήσει. Οι άλλες Νεράιδες έμειναν με τα στόματα ανοιχτά, μα δεν τόλμησαν να φέρουν αντίρρηση στην προσταγή της κυράς τους. Μη μπορώντας να εξηγήσουν την απότομη και ξαφνική μεταστροφή της, αποχώρησαν μία-μία από το δωμάτιο. Η Ιμθέλτυ, που έμεινε τελευταία, έριξε μια θλιμμένη ματιά στις αδύναμες φιγούρες στο κρεβάτι, προτού κλείσει την πόρτα πίσω της.

Και η Τιτάνια συνέχισε να ψιθυρίζει και να τραγουδάει στο μωρό, μην καταφέρνοντας τελικά να συγκρατήσει και τα δικά της γοερά κλάματα. Πρώτη φορά στα 24 χρόνια που ζούσε –ή έστω τόσα υπολογίζονταν με τον τρόπο που τα μετράγαν οι Άνθρωποι-, η Νεραϊδοβασίλισσα κατάλαβε ότι ο κόσμος δεν ήταν το όμορφο παραμύθι που θαρρούσε. Στην αγκαλιά της είχε το μεγαλύτερο θαύμα του κόσμου! Το μεγαλύτερο! Κι όμως, κανείς άλλος δεν θα το έβλεπε έτσι. Η απόρριψη του Όμπερόν της, η άρνησή του να έρθει κοντά σε εκείνη και στο παιδί τους, σε συνδυασμό με τα θλιμμένα πρόσωπα των άλλων, την έκαναν να καταλάβει: κανείς δεν θα έβλεπε τούτο το παιδί σαν τον θησαυρό που ήταν, αλλά σαν κατάρα, σαν κάτι που θα έπρεπε να λυπούνται με τον ίδιο τρόπο που θα λυπούνταν ένα πληγωμένο πουλί στο δάσος ή ένα μυρμήγκι στο χώμα. Η ίδια της η ξαφνική διαύγεια, το γεγονός ότι οι υπόλοιποι δεν έβλεπαν τα πράγματα όπως εκείνη τώρα και πως δεν ήταν ικανή να τους επιβάλει πώς να τα δουν, έστω κι αν ήταν μια βασίλισσα, της προκάλεσε σοκ. Συνέχισε να κλαίει, κρατώντας στην αγκαλιά της τον γιο της, που έκλαιγε κι αυτός, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για το τι συνέβαινε γύρω του.

---

Τα νέα για τον δύσκολο τοκετό του Κυανού Άστρου είχαν ταξιδέψει στο βασίλειο, φτάνοντας ως τον Ναό της Σελήνης. Σταλμένη από την ίδια την Αρχιέρεια Λούθια, η Ραβάννα έφτασε στην είσοδο του παλατιού. Γύρω της επικρατούσε αναστάτωση: οι Νεράιδες της ακολουθίας της Τιτάνιας, κάποιοι από τους Ευγενείς, καθώς και πλήθος υπηρετών και φρουρών πήγαιναν κι έρχονταν. Ωστόσο, η αναστάτωσή τους δεν ήταν χαρούμενη, όπως συνηθιζόταν στον ερχομό ενός βασιλικού παιδιού. Η νεαρή ιέρεια πέταξε προς τα μέσα, προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε συμβεί. Μερικές απ' τις κοπέλες κλαίγανε, γεγονός που την παραξένεψε αρκετά, μα την αγωνία της ήρθε να καθησυχάσει το τυχαίο της συναπάντημα με την Βασιλική Μαία. Εκείνη της εξήγησε χαμηλόφωνα και βιαστικά τι είχε συμβεί, προτού αποχωρήσει για το σπίτι της. Η είδηση για την ιδιαίτερη φύση του μωρού που γεννήθηκε, το ξέσπασμα της Τιτάνιας κι η παγερή στάση του Όμπερον την άφησαν αποσβολωμένη για ώρα.

«Ιέρεια, μάθατε τα μαύρα μαντάτα;», άκουσε μια φωνή να τη ρωτάει. Γύρισε κι είδε μια Συνοδό της Τιτάνιας. Δεν της απάντησε. Θεώρησε γελοίο τον τρόπο που χαρακτήρισε το γεγονός ότι ο μικρός πρίγκιπας ήταν Ανολοκλήρωτος, καθώς κι όλο το κλίμα θρήνου που την περιέβαλε, λες κι είχε έρθει η Πτώση των Ερυθρών της Καταδίκης Αστέρων. Τι έφταιγε το μωράκι, μα κι όλοι οι Ανολοκλήρωτοι, αν τούτοι 'δώ ήταν κλειστόμυαλοι και δεν έβλεπαν πέρα απ' τις μύτες τους; Γύρισε προς την κατεύθυνση του κήπου, όπου της είπε η Ιμθέλτυ ότι βρισκόταν ο βασιλιάς, αμίλητος. Κι εκείνη είχε πάει να του μιλήσει, να τον ενημερώσει για την άσχημη ψυχολογική κατάσταση της συζύγου του και να τον πείσει να πάει να δει το όμορφο αγοράκι του. Όμως εκείνος την αγνόησε εντελώς και δεν μπήκε καν στον κόπο να την κοιτάξει.

Η σκέψη του ξαδέλφου της σε αυτή την κατάσταση της προκάλεσε ανάμεικτα συναισθήματα. Δεν είχε δει τον Όμπερον από την ημέρα του γάμου του, πριν από πέντε ολόκληρα χρόνια κι απέφευγε την όποια επαφή μαζί του, όπως τα τελώνια το λάδι γιασεμιού. Ήταν το ενδιαφέρον της για την άλλοτε φίλη της, την Τιτάνια, που την έκανε να καταπολεμήσει τον φθόνο της και να υπακούσει στην διαταγή της Φεγγαροφώτιστης. Μα αυτή τη στιγμή, η Τιτάνια ήταν απαρηγόρητη κι όπως έλεγαν, δεν ήθελε να δει κανέναν. Όσο κι αν τη δυσαρεστούσε η σκέψη, έπρεπε να στραφεί στον Όμπερον, αν ήθελε η επίσκεψή της στο παλάτι να αποκτήσει κάποιο νόημα και χρησιμότητα.

Τον βρήκε να κάθεται σε ένα πεζούλι, το πορτοκαλοκίτρινο φως των φαναριών να πέφτει στο σκυθρωπό του πρόσωπο, που ήταν στραμμένο στο χώμα. Πάνω από το κεφάλι του, το Φεγγάρι είχε κρυφτεί πίσω από σύννεφα, τα οποία έφεγγαν στη θέση του, στέλνοντας προς τα κάτω λευκές και σκουρόγκριζες θαμπές αχτίδες. Θεία δίκη, δεν πρόλαβε η ιέρεια να συγκρατήσει τη σκέψη τούτη, μήτε την ικανοποίηση που της προσέφερε. Ο Όμπερον που δεν υπολόγιζε τίποτα πλέον, που νόμιζε ότι μπορούσε να τα έχει όλα δικά του, να έχει συντελέσει στο να έρθει στον κόσμο ένα παιδί που ο ίδιος, όπως και οι περισσότεροι θεωρούσαν 'ανεπαρκές'; Ήταν σίγουρη πως το γεγονός αυτό τσάκιζε αυτή τη στιγμή την αλαζονεία του, κομμάτιαζε την υπεροχή που πρόσδιδε στον εαυτό του και του έδινε να καταλάβει πόσο ανόητος ήταν. Η κοπέλα έφερε το χέρι μπροστά στο στόμα της σε μια κίνηση μεταμέλειας για όσα σκεφτόταν. Ήξερε ότι δεν της έκαναν καλό τέτοιοι λογισμοί κι ήταν ευγνώμων στην Αρχιέρειά της, που τη βοήθησε να καταλάβει πως δεν έπρεπε να χαίρεται με την δυστυχία κάποιου άλλου, έστω κι αν αυτός ο άλλος είχε κάποτε προκαλέσει δυστυχία στην ίδια. Το να αντιμετωπίσει τον Όμπερον ήταν όλα αυτά τα χρόνια ο μεγαλύτερός της φόβος κι ο λόγος που πολλές νύχτες ξυπνούσε κάθιδρη και ταραγμένη από ονείρατα σκοτεινά. Ήξερε πως αν οι συνθήκες τους έφερναν κοντά, θα αντιδρούσε ακραία, βγάζοντας πάνω του όλο τον συσσωρευμένο της θυμό για τα παλιά. Μα να που τώρα τον κοίταζε άφοβα, σχεδόν με πλεονεξία και δεν της έμοιαζε τρομακτικός. Μάλλον τρομαγμένος. Με μια βαθιά ανάσα, ξεμάκρυνε από την βοή στο εσωτερικό του παλατιού κι έκανε λίγα αθόρυβα βήματα προς το μέρος του.

Ο Νεραϊδοβασιλιάς τόση ώρα ήταν βυθισμένος σε περισυλλογή. Η υποψία ότι θα μπορούσε η γυναίκα του να τον έχει απατήσει και μάλιστα με κάποιον 'ελαττωματικό' ή, ακόμα χειρότερα, με θνητό κατά τη διάρκεια του περσινού  ολιγόμηνου χωρισμού τους έκανε την οργή του να σαλεύει. Φυσικά την είχε ικανή για μοιχεία! Τη θεωρούσε αρκετά κακομαθημένη ώστε να πιστεύει ότι μπορεί να γίνεται πάντα το δικό της, ένα γνώρισμα απολύτως οικείο του, που όμως πίστευε ότι ο ίδιος κατάφερνε να χαλιναγωγήσει, σε αντίθεση με αυτήν. Γνώριζε όμως πόσο εκλεκτική και απαιτητική μπορούσε να γίνει και με βάση αυτά, δεν θα καταδεχόταν ποτέ της να κάνει κάτι με έναν τέτοιο, όσο και αν ήθελε να τον 'εκδικηθεί'. Έτσι δεν έμενε παρά μία λογική εξήγηση, που έριχνε ανελέητα την ευθύνη σε εκείνον: είχε φέρει στο νου του το ιστορικό της οικογένειάς του, τον Ανολοκλήρωτο θείο του, που πιθανώς είχε λάβει τούτη την κατάρα από κάποιον μακρινό πρόγονο· τα γονίδια που ήταν αμείλικτα και πηδούσαν συνήθως μια και δυο γενιές προκειμένου να επιφέρουν την έλευση ενός ακόμη Ανολοκλήρωτου Νεράιδου. Κι αυτός ο Ανολοκλήρωτος Νεράιδος έπρεπε να είναι ο γιος του, ο συνεχιστής του! Ανήμπορος να το διαχειριστεί, καταράστηκε την τύχη του, όταν με την περιφερειακή του όραση διέκρινε κάτι ασημένιο. Σήκωσε το βλέμμα του κι αντίκρισε εκείνη να έρχεται κοντά του. Θα μπορούσε ν' αντιδράσει έκπληκτα, άλλωστε χρόνια είχε να τη δει κι η τελευταία φορά που μιλήσανε ιδιαιτέρως... είχε τελειώσει απότομα, μ' εκείνη να τον χαστουκίζει πριν ακόμα ντυθεί το χρώμα της Θεάς του Φεγγαριού. Το θυμόταν αυτό το χαστούκι. Θυμόταν πόσο τον πόνεσε και πόσο τον ξάφνιασε. Κι όμως αυτή τη στιγμή δεν ήταν ξαφνιασμένος, μήτε θυμωμένος. Σαν να ήταν η παρουσία της εκεί ό,τι πιο αναμενόμενο. Ήταν φανερό ότι ήξερε, είχε ακούσει τι συνέβη. Την κοίταξε χωρίς να βγάλει μιλιά. Το ίδιο έκανε κι αυτή. Η άφιξή της προκάλεσε μετά από ένα λεπτό τα χείλη του να σχηματίσουν την ερώτηση που στριφογυρνούσε στο μυαλό του:

«Γιατί σ' εμάς;», ρώτησε. Δεν ακουγόταν ούτε εξοργισμένος, ούτε λυπημένος. Της φάνηκε πως δεν είχε κουράγιο να προσδώσει στο λόγο του τίποτα απ' τα δυο. Ήταν συντετριμμένος. Η Ραβάννα δεν ήξερε πώς ν' απαντήσει. Η χρόνια απέχθειά της είχε ξάφνου κρυφτεί, όπως ακριβώς είχε κρυφτεί και το Φεγγάρι πίσω απ' τα σύννεφα.

«Δε γνωρίζω», του είπε εξίσου ήρεμα κι άχρωμα κι ο Νεραϊδοβασιλιάς έστρεψε πλήρως το σώμα του προς το μέρος της.

«Εσύ πρέπει να γνωρίζεις», έκανε με ύφος πιο πολύ σίγουρο, παρά επικριτικό. «Γιατί η Σελντίνια μου έστειλε αυτό το κακό;»

Πλησίασε κι άλλο και κάθισε δίπλα του. «Οι βουλές της Θεάς είναι άγνωστες ακόμη και σ' εμένα. Δεν μπορώ να ξέρω», δήλωσε σε μια προσπάθεια να φανεί ειλικρινής, χωρίς να πει κάτι που να μπορούσε να του δώσει λαβή να κακολογήσει την Σελντίνια. «Αυτό που ξέρω, όμως, είναι ότι δεν πρόκειται για κακό. Πρόκειται για δώρο», συνέχισε κι ακόμα κι αν δεν κοίταζε τον άντρα στα αριστερά της, μα τα λουλούδια μπροστά της, αντιλαμβανόταν ότι τα σκούρα μπλε μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω της. «Τα πάντα σε αυτή τη ζωή έχουνε δύο όψεις: μια φανερή και μία απόκρυφη. Όλοι γύρω μας μάς μάθαιναν ότι το να γεννιέται κανείς Ανολοκλήρωτος ισοδυναμεί με φριχτή τύχη. Αυτή είναι η φανερή όψη, μα η απόκρυφη; Ποια είναι η απόκρυφη;»

«Ποια είναι;», τη ρώτησε ψιθυριστά, προσμένοντας με αγωνία την απόκρισή της.

Μόνο τότε η πρασινομαλλούσα γύρισε να τον κοιτάξει. «Ότι οι Ανολοκλήρωτοι, αυτά τα πλάσματα που, όπως λένε, γεννήθηκαν για να υποφέρουν, έχουν καθάριες ψυχές και γενναιότητα που εμείς οι υπόλοιποι δεν μπορούμε μήτε να φανταστούμε», του είπε κι ήταν σαν να 'βλεπε για λίγο τον πατέρα της που είχε χάσει περίπου έναν χρόνο πριν. «Και ξέρεις γιατί; Γιατί από τη στιγμή που παίρνουν την πρώτη τους ανάσα είναι μαχητές! Δίνουν μάχη για να γεννηθούν, δίνουν μάχη για να ζήσουν, δίνουν μάχη για ν' αποδείξουν πόσα πολλά μπορούν να κάνουν! Και τη δίνουν με ταπείνωση... και μοναξιά πολλές φορές, χωρίς να έχουν την υποστήριξη ή την αγάπη κανενός. Θα έπρεπε... να χαίρεσαι που ένα τέτοιο παιδί είναι δικό σου...»

Ο Όμπερον εξακολουθούσε να την κοιτάζει, η ηρεμία και η καλοσύνη που έβλεπε ξαφνικά στα μάτια της να κάνουν την καρδιά του να βουλιάζει, τα λόγια της να του θυμίζουν πιο πολύ παρηγοριά στον άρρωστο. «Εγώ πάλι πιστεύω πως θα έπρεπε να ντρέπομαι», μουρμούρισε, ξαφνικά ανήμπορος να την κοιτάξει κι η Ραβάννα παραξενεύτηκε από τα λόγια του. Μετά κατάλαβε ότι εννοούσε κάτι άλλο. «Μάλλον... μάλλον όλο αυτό το προκάλεσα εγώ στον εαυτό μου και στην Τιτάνια...», συνέχισε ντροπιασμένος. «Είναι η τιμωρία μου γι' αυτό που έκανα σ' εσένα», συμπέρανε κι όλο του το πρόσωπο είχε γίνει κατακόκκινο. «Έκανα λάθος... συγγνώμη...», της φάνηκε πως τον άκουσε να ψιθυρίζει ανάμεσα σε κοφτές ανάσες και στερέωσε το βλέμμα της επάνω του. Έκλαιγε; Ο Όμπερον έκλαιγε και της ζητούσε συγγνώμη; Ήταν δυνατόν;

Ακόμα και μετά το χρίσμα της, ακόμα και μετά τις άπειρες συζητήσεις που είχε κάνει με την αγαπημένη της Λούθια, ο θυμός προς τον ξάδελφό της παρέμενε, έστω καθηλωμένος σε κάποιον σκοτεινό τοίχο στο πίσω μέρος του μυαλού της. Ίσως η Μητέρα να ήθελε να την υποβάλει σε κάποια δοκιμασία όταν επέμεινε να πάει στο παλάτι αυτή, αντί για οποιαδήποτε άλλη ιέρεια. Ίσως να ήθελε να δει αν είχε μάθει τίποτα κοντά της όλα αυτά τα χρόνια ή αν ο θυμός ετούτος θα την κατάπινε. Κι όμως ο θυμός... δεν ήταν πια εκεί... Όλο της το μίσος -έστω κι αν δεν θέλησε να παραδεχθεί ποτέ της ότι αυτό ένιωθε για εκείνον, μίσος- είχε σκορπίσει στον άνεμο, σαν ονειρομάγια στο λυκόφως τους. Εκείνη τη στιγμή της φάνηκε πως δεν είχε μπροστά της τον Όμπερον που προσπάθησε να την αποπλανήσει με λάγνα λόγια και πράξεις, τον Όμπερον που σαν τον αρνήθηκε έτρεξε την ίδια νύχτα στην αγκαλιά μιας άλλης. Είχε τον ξάδελφό της, εκείνο το ευαίσθητο, μα και σκανταλιάρικο αγόρι, που παίζανε μαζί και κάλυπταν ο ένας τα νώτα του άλλου. Σαστισμένη από τα ίδια της τα συναισθήματα, η Ραβάννα προσπάθησε να μαζέψει ξανά τα λόγια της:

«Μην το βλέπεις σαν τιμωρία, αλλά σαν μάθημα», του είπε και στάθηκε όρθια, για να πάει απέναντί του. «Ένα μάθημα που θα μας βοηθήσει όλους να γίνουμε καλύτεροι: και την Τιτάνια κι εσένα κι όλους μας. Αυτό το παιδί είναι ο γιος σου, Όμπερον. Του αξίζει να νιώσει αγάπη από τον πατέρα του... όχι απόρριψη».

Αυτός έμοιαζε να συλλογίζεται σοβαρά όσα άκουσε. «Δεν θα υφάνει ποτέ του Ονειρονήμα. Η μητέρα δεν θα το δεχτεί».

«Ξέχνα την Ελίντρα», σχεδόν τον διέκοψε. «Κοίτα τι θα δεχτείς εσύ κι άσ' την αυτήν. Δεν μπορεί να ξέρει ή να νιώθει όσα νιώθεις εσύ, μήτε να τα επηρεάσει, κατάλαβέ το επιτέλους», του είπε και διαισθάνθηκε από τις αντιδράσεις του ότι φοβόταν ακόμη την μητέρα του. Και σίγουρα όχι αδίκως.

«Τι θα κάνω;», τον άκουσε να λέει, σαν να μιλούσε μόνος του. «Πώς θα καταφέρω να γίνω σωστός πατέρας γι' αυτό το παιδί; Πώς να το μάθω να μην νοιάζεται για έναν κόσμο που συνεχώς θα το αδικεί, όταν η ίδια μου η μάνα θα κάνει αυτό ακριβώς;»

«Ξεκίνα με το να μην το αδικήσεις εσύ», του είπε κοφτά κι αυστηρά, με μια επιβλητικότητα και σοφία που πρώτη φορά άκουγε ο Όμπερον στην άλλοτε διστακτική της φωνή. «Θα σταθώ κι εγώ δίπλα του, Όμπερον, δεν θα σας αφήσω να το περάσετε αυτό μόνοι σας. Ό,τι μπορώ να κάνω, όποια γνώση μπορώ να σας προσφέρω με βάση όσα έζησα με τον πατέρα μου, θα σας την προσφέρω. Μην αφήνεις όμως το φόβο να σε κυριεύει», τα λόγια βγήκαν αβίαστα από μέσα της, πριν προλάβει να τα σταματήσει κι ο Όμπερον γύρισε να την κοιτάξει και πάλι εντελώς άναυδος.

Σιωπή επικράτησε για λίγες στιγμές κι ο Νεραϊδοβασιλιάς δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν ένιωθε ακόμα μεγαλύτερη ντροπή μπροστά στην προσφορά της ή αν καταριόταν για ακόμα μια φορά την τύχη του που τους έδωσε το ίδιο αίμα και δεν θα τον άφηνε ποτέ να είναι μαζί της. Στο τέλος επικράτησε η ντροπή, μα μαζί της ήρθε και κάτι άλλο: ευγνωμοσύνη. Μια ευγνωμοσύνη που του γλύκανε τον πόνο και τράβηξε μια πελώρια σκιά απ' το στήθος του. Δειλά ακούμπησε το χέρι της. «...Ύβενλυθ-»

«'Ραβάννα'», τον διέκοψε εκείνη, σκεπάζοντας το χέρι του με το άλλο δικό της, υπενθυμίζοντάς του ποιο ήταν πλέον το όνομά της, ποια ήταν πλέον η ίδια. Την κοίταξε στα μάτια με κάτι σαν παράπονο. «Πήγαινε στη γυναίκα και το παιδί σου. Η θέση σου είναι δίπλα τους», σχεδόν τον διέταξε χαμηλόφωνα κι εκείνος συμφώνησε μ' ένα νεύμα.

---

Τα δάκρυά της είχαν στερέψει. Της φάνηκε πως δεν είχε κλάψει πιο πολύ σε όλη της τη ζωή. Αισθανόταν καταβεβλημένη, μα κρατούσε τον εαυτό της ξύπνιο για χάρη του μωρού. Ευτυχώς κι εκείνο είχε ηρεμήσει και τώρα ξάπλωνε ήσυχο στην αγκαλιά της, βγάζοντας γλυκούς ήχους κι έχοντας τα μεγάλα του μάτια στραμμένα σ' εκείνη, λες κι ήθελε να την παρηγορήσει. «Η μαμά είναι εδώ, γλυκό μου αγοράκι», του έλεγε η Τιτάνια, η ευθύνη της για τούτη τη νέα ζωή που έφερε στον κόσμο να επισκιάζει ξαφνικά όλα τα βασιλικά καθήκοντα που είχε αναλάβει από τη στιγμή που η μητέρα της τής παρέδωσε το στέμμα. Τώρα που το σκεφτόταν, ποτέ πριν δεν είχε αναλάβει στ' αλήθεια μία πραγματική, μια μεγάλη ευθύνη. Ποτέ μέχρι απόψε. Κι αυτή η ευθύνη, το ήξερε καλά, ήταν η πιο σπουδαία από όλες! «Δεν θέλω να φοβάσαι, αγαπημένε μου», συνέχισε να μιλάει στο μωρό. «Ακόμα κι αν οι άλλοι δεν σε θέλουν, ακόμα κι αν τους ενοχλεί που είσαι Ανολοκλήρωτος, εγώ πάντα θα σε αγαπώ, σου το υπόσχομαι», κατέληξε φιλώντας την κορυφή του κεφαλιού του.

Της φάνηκε πως ήθελε ξανά να κλάψει, όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Εκνευρισμένη για την πιθανή ανυπακοή κάποιου υπηρέτη στις εντολές της, γύρισε το κεφάλι προς τα εκεί. Τον είδε να μπαίνει στο δωμάτιο, με ύφος αδιευκρίνιστο. «Όμπερον;», αναφώνησε τρομαγμένη, μαζεύοντας τα χέρια της γύρω από τον γιο της, σε μια ενστικτώδη προσπάθεια να τον προστατέψει. Η ντροπή της, η εντύπωση ότι απογοήτευσε τον αγαπημένο της σύζυγο, τον βασιλιά της, την έκανε να διστάσει.

Διαισθανόμενος τον φόβο της, ο Όμπερον χαμογέλασε γλυκά. «Κυανό μου Άστρο», έκανε από μέσα του κι η γαλαζόμαλλη Νεράιδα αισθάνθηκε ένα πρώτο κύμα ανακούφισης να φτάνει ως το νου της. Τον κοίταξε καθώς πλησίαζε περισσότερο κι εξέτασε με προσοχή τα μάτια του, που έπεσαν από το πρόσωπό της στο νεογέννητο. «Αυτός είναι, λοιπόν, ο γιος μας», τον άκουσε να λέει.

«Αυτός», του απάντησε γνέφοντας και κοιτάζοντάς το κι εκείνη. Το βλέμμα του Όμπερον το βάραινε κάτι σαν απορία, σαν την παρατήρηση μιας μυστηριώδους, χαμένης πολιτείας που είχε μόλις ανακαλύψει με κίνδυνο της ζωής του ένας εξερευνητής. Η Τιτάνια δεν προσπάθησε διόλου να κρύψει την συγκίνησή της, σαν είδε τούτο το βλέμμα ν' αλλάζει σ' ένα βλέμμα λατρείας.

«Γεια σου, γιε μου», έκανε ο Όμπερον, ξαφνιασμένος με την ίδια του την πρωτόγνωρη ευτυχία. «Εγώ είμαι, ο μπαμπάς», συνέχισε κι ένας ασημένιος αστερισμός πρόβαλε στα μάτια του, καθώς άπλωσε το χέρι του να αγγίξει το Νεραϊδάκι και να χαϊδέψει με προσοχή το γκριζοπράσινο χνούδι στο κεφαλάκι του. «Είναι αξιαγάπητος», γύρισε κι είπε στην γυναίκα του, που εκείνη τη στιγμή κοίταζε τον πατέρα και τον γιο μ' ένα τεράστιο χαμόγελο.

«Σε κοιτάζει», σχολίασε γελώντας, σαν πρόσεξε τα μάτια του μωρού που στράφηκαν προς τον μπαμπά του.

«Τα μάτια σου έχει, Θεά μου», της είπε τρυφερά ο Όμπερον, καθώς κάθισε κοντά της στο κρεβάτι και φίλησε τα μαλλιά της. «Συγχώρα με που δεν ήρθα αμέσως. Ήταν... δύσκολο. Θα είναι δύσκολο... όλο αυτό που έχουμε μπροστά μας θα είναι δύσκολο, μα ξέρω πως ενωμένοι θα καταφέρουμε να κάνουμε το σωστό για αυτόν τον νεαρό», είπε γελώντας αχνά στο τέλος της μικρής του εξομολόγησης. «Σήμερα μού έκανες το μεγαλύτερο δώρο του κόσμου».

«Και... και δεν σε νοιάζει που είναι Ανολοκλήρωτο παιδί;»

«Με νοιάζει που είναι το παιδί μας», την διαβεβαίωσε. «Και το παιδί μας είναι τέλειο ακριβώς όπως είναι, αγάπη μου». Στα λόγια του αυτά, η Τιτάνια, έγειρε κι ακούμπησε στο στήθος του εξαντλημένη, αφήνοντας επιτέλους την ταλαιπωρία να την καταβάλει. Ο Όμπερον πέρασε το ένα του χέρι γύρω απ' τους ώμους της, ψιθυρίζοντάς της πόσο πανέμορφη ήταν. Έμειναν να κοιτάζουν και οι δυο με αγάπη το μικρό Νεραϊδάκι, που είχε αποκοιμηθεί ήρεμα στην αγκαλιά της μαμάς του κι ο Όμπερον δεν μπορούσε, ούτε κι ήθελε να αποτινάξει το χαμόγελο από το πρόσωπό του. Με την άκρη του ματιού του διέκρινε στην μισάνοιχτη πόρτα τη μορφή μιας άλλης Νεράιδας με πράσινα μαλλιά να τους κοιτάζει εξ αποστάσεως. Έστρεψε το κεφάλι του μόνο για μια στιγμή προς το μέρος της, τα μάτια του να της ζητούν επιβεβαίωση. Εκείνη του έγνεψε χαμογελώντας, σαν να τον επαινούσε για την σωστή του κίνηση, προτού να κλείσει αθόρυβα την πόρτα και ν' απομακρυνθεί, αφήνοντας την βασιλική οικογένεια στην ησυχία της. Έπειτα από αμέτρητα χρόνια, ο Βασιλιάς Όμπερον είχε την εντύπωση ότι η ζωή του ξανάβρισκε την ισορροπία της. Πράγματι, μετά την μεγαλύτερη οδύνη είχε έρθει η μεγαλύτερη ευτυχία...

*ατάκα της Ηλέκτρας προς τον αδελφό της Ορέστη από την τραγωδία 'Ηλέκτρα' του Ευρυπίδη

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top