Κεφάλαιο 5: Ο παράφορος έρωτας έρχεται στο φως

Πήρε πάλι το ημερολόγιο στα χέρια της. Ακούμπησε με προσοχή στο μεγάλο γραφείο και συνέχισε την ανάγνωση.


Το φως του ήλιου μπήκε απότομα στην μεγάλη κρεβατοκάμαρα. Η Ευθαλία άνοιξε με δυσκολία τα μάτια της. Οι ακτίνες του ήλιου της προκάλεσαν πόνο στην απότομη είσοδο στο χώρο. Ένιωθε το σώμα της ακόμα βαρύ.

"Αγάπη μου, σε πήρε ο ύπνος;"

Η φωνή του Πέτρου, του άντρα της, ακούστηκε στα αυτιά της σαν ξυπνητήρι. Τον είδε να τον λούζει το πρωινό φως από το παράθυρο. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι της.

"Πότε γύρισες;"

"Έχω λίγη ώρα."

"Πω πω, με πήρε ο ύπνος, δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα", του είπε και ανακάθισε για τα καλά.

Εκείνος την πλησίασε, έκατσε δίπλα της και της έδωσε ένα τρυφερό φιλί.

"Λοιπόν; Πώς περάσατε χθες;" τη ρώτησε με χαμόγελο.

"Χθες ; Πού;" απάντησε εκείνη αμήχανα.

"Α, νομίζω δεν έχεις ξυπνήσει ακόμα για τα καλά. Μα στο καρναβάλι. Δεν μου είχες πει θα βγαίνατε με τις φίλες σου;"

"Α ναι!" απάντησε, προσπαθώντας να μαζέψει το νου της, "Καλά ήταν! Μια χαρά! Έχασες όμως, κρίμα!"

"Τι να κάνουμε; Έπρεπε να πάω στον Πύργο. Η δουλειά δεν είχε αναβολή. Την επόμενη Κυριακή όμως στο υπόσχομαι..." της απάντησε και σηκώθηκε από το κρεβάτι της. Πήγε προς το τραπέζι της τουαλέτας της. Σήκωσε το δίσκο που ήταν εκεί και τον έφερε μπροστά της.

"Σου έφερα το πρωινό σου."

"Με προσέχεις σαν μωρό!", του είπε

Της χαμογέλασε. Πήγε προς την τουαλέτα. Με το χέρι του πήρε κάτι και πήγε πάλι προς το μέρος της.

"Νομίζω κάπου το ξέχασες!" της είπε την ίδια στιγμή που στο χέρι του της έδειχνε το μικρό μενταγιόν που στόλιζε την προηγούμενη μέρα το λαιμό της.

Η Ευθαλία ένιωσε σαν κάποιος να την χτύπησε στο κεφάλι. Προσπάθησε με όλες της τις δυνάμεις να απαντήσει ψύχραιμα. Μπροστά της ήταν το μενταγιόν που φόραγε στο λαιμό. Μια χρυσή μικρή αλυσίδα με ένα πανέμορφο γαλάζιο πετράδι. Η χθεσινή της ερωτική κραιπάλη!

"Πού το βρήκες;" τον ρώτησε, χωρίς να είναι σίγουρη αν η φωνή της ακούστηκε φυσιολογική ή βγήκε από μέσα της σαν πεθαμένη.

Ο Πέτρος, ο άντρας της, χαμογέλασε. Πήρε την αλυσίδα και την άφησε δίπλα στην τουαλέτα πάλι. Γύρισε προς το μέρος της.

"Πριν έρθω εδώ, πέρασα από τον Κίμωνα, τον αδελφό μου!"

Η Ευθαλία ένιωθε να μένει χωρίς αναπνοή, ο Πέτρος συνέχισε:

"Το βρήκα στο τραπεζάκι του μαζί με μια Μάσκα. Ορίστε και αυτή!", την έδειξε στην έντρομη Ευθαλία που κρατούσε την ανάσα της.

"Περάσατε από εκεί χθες μου είπε, με την παρέα σου. Μείνατε πολύ;"

Η Ευθαλία κρεμάστηκε λες καταμεσής του πελάγους από τα λόγια του

"Ναι, είχαμε ξεθεωθεί στο περπάτημα και στο γυρισμό περάσαμε από τον Κίμωνα να πάρουμε μια ανάσα. Πω πω πω πω! Ευτυχώς που μου έπεσε εκεί το μενταγιόν και όχι στο δρόμο γιατί τώρα..."

"Αυτό μου είπε και εκείνος. Το βρήκε λέει μετά σαν φύγατε. Και τη μάσκα σου που είχες ξεχάσει. Έτρεξε να σας προλάβει, αλλά είχατε ήδη απομακρυνθεί. Οπότε, ευκαιρίας δοθείσης, βρήκε εμένα και μου τα έδωσε."

Η Ευθαλία άρχισε να αναπνέει πιο κανονικά.

"Λοιπόν, εγώ πάω κάτω. Να βάλω κάτι στο στόμα μου, κατέβα να μου κάνεις παρέα", της είπε και την άφησε χαμογελαστά.

"Ναι... ετοιμάζομαι... Έρχομαι σε λίγα λεπτά..."

Σαν έμεινε μόνη στο δωμάτιο, ήρθε όλη η αγωνία να την φέρει στα πρόθυρα να λιποθυμήσει. Ο Πέτρος! Ο άντρας της! Στον αδελφό του! Ο τρόμος και η αγωνία ήρθε να θρονιαστεί σαν βράχος στην καρδιά της.

........................................

Ένας τρόμος και μια πνιχτή κραυγή μέσα στο σκοτάδι όμως βγήκε και από τα χείλη της Θάλειας, καθώς σταμάτησε στις φράσεις που μόλις διάβασε.

"Θεέ μου! Δεν είναι δυνατόν! Ο αδελφός του άντρα της; Δηλαδή... ο εραστής της γιαγιάς, ο άνθρωπος της προηγούμενης ερωτικής νύχτας ήταν ο...."

Έπιασε το κεφάλι της με τα χέρια της αποσβολωμένη.

"Γιαγιά! Πώς είναι δυνατόν;" ψέλλισε, με τη φωνή της να αντηχεί σαν όνειρο μέσα στην απόλυτη σιωπή του μεγάλου σπιτιού. Συνέχιζε να διαβάζει το ημερολόγιο με τρομερή πλέον αγωνία νιώθοντας την καρδιά της να τρέμει σαν το φύλλο σε χειμωνιάτικη αγριωπή νύχτα.

.....................................

"Ο έρωτας! Ναι!" ήχησαν τα λόγια της Ευθαλίας πίσω απ' το μακρινό χρόνο. Ξεπηδώντας με ασίγαστο πάθος και ένταση από τις επόμενες σελίδες του ημερολογίου της.

"Αυτή η ευλογία και κατάρα μαζί! Αυτό το φλογερό πάθος που σε παρασέρνει σε μια τρομερή τρικυμία χωρίς τέλος. Και πολλές φορές χωρίς ελπίδα. Τον αγάπησα! Τον αγάπησα πέρα από τις δυνάμεις μου...."

Ένιωθε να ακούει δίπλα της, στο χώρο, δυνατά τη φωνή της γιαγιάς Ευθαλίας να αφηγείται, καθώς τα μάτια της ακολουθούσαν τις φθαρμένες από το χρόνο σελίδες.

"Προσπαθήσαμε. Το παλέψαμε. Δοκιμάσαμε τα πάντα. Και εγώ και εκείνος, ο Κίμων. Όμως το πάθος δεν ελέγχεται. Ο έρωτας δεν έχει σταματημό. Και αφεθήκαμε στην αμαρτία. Να μας κυριεύει ο πόθος, η ηδονή, τα υγρά μας κορμιά. Δεν υπήρχε δύναμη να μας σταματήσει. Και παρά το ότι, κάθε φορά που βρισκόμασταν, ξέραμε ότι ακροβατούμε στην καταστροφή για τους τρεις μας, εμείς συνεχίζαμε ακόμα πιο δυνατά. Η Αποκριά του 1938 εκείνο το βράδυ, λίγο έλειψε να τα τινάξει όλα στον αέρα. Ευτυχώς για λόγους που δεν μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε, αλλά ευγνωμονούσαμε, ο Θεός προστάτεψε το μυστικό μας. Όμως μέχρι την επόμενη. Είναι μοιραίο, σαν οι άνθρωποι ακολουθούν τέτοια μονοπάτια, κάποτε να φτάνουν στη μεγάλη στιγμή. Στη στιγμή που δεν έχει γυρισμό..."

Η Θάλεια πήρε μια ανάσα. Ήπιε μια ακόμα γουλιά από το τσάι της. Ένιωθε μπροστά της μια μεγάλη κατηφορική σκάλα να βυθίζεται στην άβυσσο. Και εκείνη να την κατεβαίνει χωρίς σταματημό.

(Συνεχίζεται...)

Ο Παράφορος έρωτας της Ευθαλίας με τον αδελφό του συζύγου της ήχησε σαν κεραυνός. Ένα ανεξέλεγκτο καταστροφικό πάθος. Για ποια στιγμή, χωρίς γυρισμό, μιλάει άραγε στο ημερολόγιό της;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top