Κεφάλαιο 24°

«Μακάριοι όσοι τον θάνατο αγνοούν και όταν σωνεται η ψυχή τους, τότε βλέπουν την αλήθεια του...
Παλιά μικρά σκουριασμένα παιχνίδια, κορδέλες κόκκινες βαμμένες με αίμα, ένα παρθένο δάσος να διαβεί και εκείνος να το ρημάζει.
Πόνος θλίψη και παράνοια, τίποτα όμως από όλα τα κακά δε φέρνει την μετάνοια...
Σκέψη στη πράξη αμαρτίες έγιναν πολλές και οι θύμησες έκλεισαν τις πόρτες του μυαλού ψάχνοντας μονάχα έναν για να τις ξεκλειδώσει...
Πόνος ενός μικρού παιδιού που χρόνια τον βασταινει αντί ο πατήρ του να κοιτά εκείνο να βλασταίνει...
Και τι θα φέρει ο θάνατος εν τέλει;
Ένα ποτάμι λήθης που κανένας δε το θέλει...»

Λόγια δικά μου...❤️

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_


Μόλις η Άλισον έφτασε στη περίφραξη του σπιτιού  αντίκρυσε κάποιον. "Τρέξε! Σε ικετεύω φύγε!" Δεν ήξερε ποιος από τους δύο ήταν... Κρατούσε ένα περίστροφό και στο κεφάλι είχε αίματα. "Ο Ίαν είμαι! Τρέχα!" άρχισε να κλαίει μόλις τον άκουσε. Τον προσπέρασε και ύστερα άκουσε πυροβολισμούς και σταμάτησε. Κοίταξε ανάμεσα από τα δέντρα και είδε τον Νικόλας να πέφτει. Το βήμα της κόπηκε και ήταν έτοιμη να κάνει αναστροφή και να γυρίσει πίσω όταν όλα έγιναν εφιάλτης...

Ο Ίαν τον πλησίασε να δει αν ζει και ο Νίκολας  άρπαξε μια πέτρα , τον κοπανησε στο κεφάλι και ούρλιαξε δυνατά. Ήταν χτυπημένος μα πάραυτα στεκόταν όρθιος...

Δεν είχε ελπίδες.
Έπρεπε να τρέξει...
Τα δέντρα ήταν τόσο ψηλά που έκρυβαν τον ουρανό ενώ η πυκνή βλάστηση ολόγυρα έκλεινε κάθε πρόσβαση προς ένα δρόμο ο οποίος θα οδηγούσε στην επιβίωση.

Οι άκρες από το σατέν της φόρεμα άρχισαν να φθείρονται μα εκείνη συνέχιζε να τρέχει αψηφώντας το πόνο από τα χιλιάδες τσαλιά τα οποία είχαν καρφωθεί στη σάρκα της. Το μακιγιάζ έμοιαζε πια με μια φθηνή μάσκα στο πρόσωπο της ενώ οι μπούκλες στα μακριά μαλλιά της , ισιωσαν ατσαλα στους ώμους από τον ιδρώτα και την υγρασία. Ήθελε απελπισμένα να πιστέψει πως έτρεχε μονάχη. Πως δεν ήταν άλλο στο κατόπι της και πως είχε γλιτώσει. Ίσως ακόμα και πως κάθε τι που έζησε το τελευταίο διάστημα  ήταν ο απόηχος ενός εφιάλτη και σύντομα το οδυνηρό αυτό όνειρο θα τελείωνε.
Μόνο που εκείνη δεν κοιμόταν...
Ούτε τα ματωμένα της άκρα ήταν αποτέλεσμα κάποιου εφιάλτη...

Τον άκουγε....

Έτρεχε....

Ήταν μέτρα πιο πίσω της και πνιγμένος στα αίματα αλλά ακόμα έτρεχε και μάλιστα γρήγορα. Γιατί δεν πέθαινε;
Γιατί συνέχιζε ενώ κάθε άλλος στη θέση του θα ήταν νεκρός; Ίσως ο διάολος που κατοικούσε μέσα του να ήταν η κινητήριος δύναμη για να στέκεται. Ίσως η σαπιλα της ψυχής να ήταν τελικά τόσο μεγάλη που δε θα τον εμπόδιζαν λίγες σφαίρες.
Και ολοένα και έτρεχε...
Εκατοντάδες κλαριά έσπαγαν στα βαριά του βήματα ενώ εκεινη δέχονταν το ένα ράπισμα μετά το άλλο από τα γεμάτα αγκάθια κλαδιά των θάμνων.

Μα ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου να τρέξει και εκείνη...
Να τρέξει να σωθεί από όσα πίστεψέ και σε όσα στήριξε τις ελπίδες...
Δεν ήταν παράδεισος τελικά...
Δεν ήταν άνθρωπος.
Δεν είχε καρδιά , ψυχή και αισθήματα...
Ήταν ένα μέρος που μέσα του έκλεινε όλα τα σκοτάδια εκείνου του κόσμου φτιάχνοντας μια φυλακή για όλους γύρω του ακόμα και για τα ίδια τα παιδιά του.

Ήταν η κόλαση με σάρκα και οστά...
Αυτός ο άντρας άνηκε βαθιά μέσα στα έγκατα της γης και εκείνη ήξερε καλά πως αν δε του ξεφύγει, θα καταλήξει ένα μαζί της.
Θα σαπίσει όπως ακριβώς σάπισαν κι άλλοι πριν από εκείνη.

Κάποτε  ο Λίαμ της ζήτησε να γράψει τον πιο ενδόμυχο της φόβο και ύστερα να ρίξει το χαρτάκι στη φωτιά και να τον καταστρέψει. Να τον διαλύσει...
Πόσο δυνατά ευχόταν τώρα να είχε γράψει απλά το όνομα του...
Να κατάφερνε να τον κάνει σκόνη.
Που να ήξερε όμως...
Κανείς δεν ήξερε και κανείς δεν φαντάστηκε αυτό τη σκοτεινή τροπη των πραγμάτων...

Τόλμησε να γυρίσει να κοιτάξει προς τα πίσω και είδε το βλέμμα του να γυαλίζει σαλεμενο στο ματωμένο μονοπάτι που άφηνε πίσω της. Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που δεν τον πέτυχε η σφαίρα στη καρδιά.
-Τρέχα!- μίλησε η φωνή στο κεφαλι της και άρχισε να κοιτάζει δεξιά και αριστερά προσπαθώντας να βρει κάποιο δρομάκι ή έστω κάποιο φως έξω από το δάσος μα ήταν μάταιο. Είχε βγει σε εκείνο το δάσος πολλές φορές για πεζοπορία και ήξερε καλά πως η πολη ήταν χιλιόμετρα μακριά.

Δάκρυα απελπισίας ξεκίνησαν να ρέουν από τα μάτια της και έβαψαν μονομιάς τις ίριδες τους σε ένα σκούρο μαύρο. Ένα μαύρο του τρόμου...

-Θα με πιάσει - τα δάκρυα γίνηκαν ρυάκια ώσπου ξαφνικά άκουσε ένα δυνατό βογγητο, βρισιές και μουγκρητά.
Αυτό ήταν! Σκέφτηκε με τη καρδιά έτοιμη να σπάσει. Η μόνη ευκαιρία που είχε να κρυφτεί κάπου και να χάσει τα ίχνη της. Ο διάολος έπεσε και σίγουρα θα του έπαιρνε δύο λεπτά να βρεθεί ξανά πίσω της.

Ο πανικός έδωσε τη σκυτάλη στην κοινή λογική και ξέροντας πως σε εκείνο το δάσος υπήρχαν διάσπαρτες εκατοντάδες κουφάλες γιγάντιων δέντρων ξεκίνησε να ψάχνει δίχως να σταματήσει στιγμή να τρέχει. Εκείνος ήταν ακόμα πίσω της μα τα μέτρα που τους χώριζαν αρκετά πια.
-Ναι!- με το φως από το φεγγάρι να την οδηγεί σε κάτι που έμοιαζε με ξέφωτο, κοίταξε ολόγυρα και βρήκε ένα άνοιγμα σαν βαθιά λακούβα κάτω από μια μεγάλη φυσική γέφυρα που έφτιαχναν τα νεκρά κλαδια και τα πεσμένα φύλλα.
Ήταν κουρασμένη.
Φοβισμένη. Λαχανιασμενη...
Ήταν εξαντλημένη, λυπημένη και ματωμένη...
Αίματα από τις δεκάδες πληγές που προκλήθηκαν στο κορμί της.
Πληγές που ακόμα ήταν νωπές και πονούσαν. Πληγές που άνοιξε ηθελημένα εκείνος και αν μπορούσε θα άνοιγε ξανά.
Διδάχθηκε τη πατρική φιγούρα...

Χώθηκε όσο πιο αθόρυβα γινόταν μέσα στο άνοιγμα και αρπάζοντας μια πέτρα, την πέταξε προς την αντίθετη κατεύθυνση για να προκαλέσει θόρυβο.
Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος παρακαλώντας το να ημερεψει ενώ η βροντή που ακούστηκε ήρθε σαν καταρα για να ενισχύσει τη κατάσταση της.

"Γλυκιά μου;" η συρτή τσιριχτή φωνή του που ακούστηκε μέτρα μακριά έμοιαζε με δαίμονα σε ταινία. Τα χέρια της σκαρφάλωσαν στα χείλη και τα γόνατα ήρθαν ακόμα πιο κοντά στο στήθος. Έκλαιγε στα βουβά και ήξερε πως αν κάνει έστω και το παραμικρό θόρυβο, είναι νεκρή.

Ολόκληρη η γη τρανταχτηκε αξαφνα και τον ουρανό έσκισε στα δύο ένας κεραυνός. Ο φόβος της έσκασε μέσα στις παλάμες πριν ουρλιάξει και το κορμί ξεκίνησε να σέρνει ένα τρομαγμένο χορό κόντρα στα μουχλιασμενα φύλλα.

"Ένα παγωτακι έχω για το μικρό μου κοριτσάκι ... Βγες έξω καλή μου..." η συριστικη φωνή ακούστηκε εκ νέου και αυτή τη φορά πιο κοντά.
Αν και είχε πάψει να πιστεύει στο Θεό, ξεκίνησε να προσεύχεται.

Το βλέμμα της χάθηκε για λίγο σε ενα ξεραμένο φύλλο. Το σκουλήκι που νωχελικα σερνόταν πάνω του γέμισε σκέψεις το μυαλό της και αμέσως ξεπρόβαλε η πιο τρομακτική εικόνα μέσα του.
Η εικόνα του νεκρού κορμιού της , πλημμυρισμένο από εκατομμύρια τέτοια μικρά λευκά σκουλήκια ενώ κείτεται παρατημένο στο βρεγμένο χώμα εκείνου του δάσους.
Χωρίς να τη ψάξει κανείς...
Να μένει εκεί και απλά να λιώνει με τα μάτια ανοιχτά κοιτάζοντας έναν ουρανό που δε θα φτάσει ποτέ...

Τελικά ένας άνθρωπος κρύβει μέσα του τόσα πρόσωπα που ούτε το φαντάζεσαι.
Πρόσωπα άγνωστα. Γνωστά...
Πρόσωπα της διπλανής πόρτας και πρόσωπα που εκπέμπουν φόβο. Πρόσωπα που σε προσπερνούν στο δρόμο ενώ άλλα σε διεκδικούν.
Είναι όλα εκείνα που δίνεις σημασία.
Όλα εκείνα που είναι απαρατήρητα.
Πρόσωπα που σου γελούν, που σου κλείνουν το μάτι πονηρά...
Πρόσωπα κατά ιδρωμένα από μια νύχτα πάθους...
Αδιάφορα...
Ερωτευσιμα...
Επικίνδυνα...
Σατανικά...

Πολλά...
Πάρα πολλά...

Σουφρωσε τα φρύδια και έκλεισε τα μάτια θέλοντας να αποβάλει το δικό του πρόσωπο από τη ψυχή της και σαν τα άνοιξε ξανά, αφουγκραστηκε μια απόκοσμη ηρεμία στο δάσος.
Μια βροντερή σιωπή που δεν ήταν φυσιολογική.
Έμοιαζε θαρρείς και όλη η πλάση είχε πέσει σε λήθαργο.
Οι βροχή που ξεκίνησε...
Ο αέρας...
Το θρόισμα των φύλλων...
Τα κλαδιά...
Τα βήματα...
Η φωνή...

Κάθε ήχος έπαψε να υφίσταται ενώ το μόνο που άκουγε ήταν ο χτύπος της καρδιάς της ο οποίος έφτανε ως τα αυτιά προκαλώντας συσπάσεις στα τύμπανα .

Τόλμησε να ρίξει το βλέμμα προς το άνοιγμα και δεν υπήρχε τίποτα.
Περίμενε λίγα λεπτά με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό ενώ τα δάκρυα πια κατέληγαν σε χείλη που γελούσαν.
Ήταν το γέλιο του τρελού...
Το απελπισμένο εκείνο γέλιο που δεν ηξερες αν γλίτωσες ή αν έφτασες στο τέλος...

Όλα έμοιαζαν τόσο παγωμένα.
Σαν να σταμάτησε ο χρόνος στη καρδιά του χειμώνα και εκείνη ήταν ολόγυμνη καταμεσής του.
Σκέφτηκε να κουνηθεί μα το κορμί της ήταν καρφωμένο βαθιά σε εκείνο το άνοιγμα έχοντας μια αίσθηση προστασίας. Σαν όλα εκείνα τα μικρά παιδιά που κουρνιάζουν κάτω από τη κουβέρτα με τη σκέψη πως εκεί μέσα είναι άτρωτα. Πως το κακό εκεί δε μπορεί να τους βλάψει και πως είναι ασφαλής...

Η καρδιά της ξεκίνησε να ημερευει...
Τα χέρια της χαμήλωσαν στο στήθος μα το τρομαγμένο της βλέμμα εξακολουθούσε να κοιτάζει προς τα έξω.
Αφού αγάπησε εκείνη την αίσθηση για λίγα λεπτά ακόμα, άρχισε να κουνάει σιγά σιγά το σώμα της , τόσο όσο έτσι ώστε να αποκτήσει λίγη παραπάνω οπτική επαφή με το χώρο γύρω της.

Όλα έδειχναν τρομακτικά φυσιολογικά.
Οι ήχοι είχαν αρχίσει να επιστρέφουν σιγά σιγά γιατί εκείνη το επέτρεπε και βρίσκοντας το θάρρος σταμάτησε λίγα εκατοστά πριν το άνοιγμα και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Έπρεπε να βγει.
Να τρέξει πάλι προς τα πίσω ...
Να ζητήσει βοήθεια ...
Ίσως ο Ίαν να ήταν ακόμα ζωντανός.

Έκλεισε τα βλέφαρα , έφερε στο μυαλό δύο μάτια που ίσως ήταν τα μόνα που λάτρεψε τελικά και γεμίζοντας τα στήθη της με ελπίδα, κοίταξε ξανά προς τα έξω. Έπρεπε να το κάνει. Δεν είχε επιλογή.
Έσφιξε τις γροθιές.
Παραμέρισε τις βροντές και τη καταρρακτώδη πια βροχή και εστίασε μονάχα στη σωτηρία...

Το κεφάλι της βγήκε αργά αργά προς τα έξω ενώ το κορμί της ήταν ακόμα στα γόνατα.
Γύρισε προς τα δεξιά και όσο η βροχή της επέτρεπε είδε μονάχα βλάστηση.

Έκλαψε η ψυχή της από ελπίδα και ύστερα γύρισε από την άλλη...

"Σε τσακωσα!"
Τη φωνή του συνόδευσε άψογα το όμορφο ουρλιαχτό της και έχοντας τη πιασμένη από τα μαλλιά, άρχισε να τη σέρνει γελώντας προς το δάσος.
Μ

άταια πάλεψε και μάταια φώναξε...
Καταβαθος ήξερε καλά πως έρχεται το τέλος της. "Δεν είσαι αθώα! Ήξερα γιατι σε επέλεξα ..!" συνέχισε να τη σέρνει "Έψαχνα χρόνια για τη τελειότητα! Για εκείνη τη γυναίκα που θα ήταν διατεθειμένη να απαρνηθεί τις ρίζες της... Μόνο μια τέτοια θα μου ταίριαζε Άλισον.."

"Είσαι παλαβός! Άσε με!!" Έπιασε το χέρι του προσπαθώντας να απελευθερώσει τα μαλλιά της. Αποφάσισε ακόμα και να τα ξεριζώσει από το κεφάλι της αν χρειαστεί αρκεί να την ελευθερώσει.
"Είμαστε ένα δε το βλέπεις;"

Άρχισε να χτυπάει στο έδαφος τα πόδια της ώσπου άρχισε να βλέπει φώτα. Κατάλαβε αμέσως ότι έφταναν προς το σπίτι.

"Πες μου γιατί δε μιλάς με τους γονείς σου Άλισον; Έχεις γευτεί το θάνατο; Την απελπισία; Τη προδοσία; Ήταν ίσως οι καλύτεροι γονείς και εσύ ο θύτης;"
Είχε σταματήσει να τον ακούει πια...
Για εκείνη το μόνο πράγμα που είχε σημασία ήταν να απελευθερωθεί.

"Τώρα εγώ και εσύ θα γίνουμε ένα..." άφησε τα μαλλιά της και κράτησε το μπράτσο της. "Σήκω! Θα μπούμε σε αυτό το σπίτι με δόξα και τιμή. Όχι όπως τότε...!"

"Με αυτό το πλευρό να κοιμάσαι!" Η Άλισον είδε ένα μακρύ ξύλο να περνάει σύριζα πάνω από το κεφάλι της και να βρίσκει το δικό του. "Γρήγορα! Τρέξε στο αμάξι!"

Ήταν ο Ίαν..
Για δευτερόλεπτα μέσα σε όλη εκείνη τη τρέλα γέλασε η ψυχή της...
Και υπάκουσε...
Έτρεξε και μπήκε στο αυτοκίνητο και εκείνος την ακολούθησε ενώ ο Νίκολας σερνόταν πίσω τους.
"Μη φοβάσαι... Όχι πια. Όλα τελείωσαν..." Ο Ίαν έβαλε μπρος αμέσως και πάτησε το γκάζι. Λίγο πριν φύγει όμως έκανε όπισθεν, έβγαλε μια κραυγή και πέρασε με το αυτοκίνητο πάνω από το σώμα του Νίκολας.

Η Άλισον ήταν συγκλονισμένη.
Οι τελευταίες δυο ώρες της ζωής της έμοιαζαν με τρενάκι του λουνα παρκ.

Δύο λεπτά αργότερα ήταν ήδη στο κεντρικό δρόμο και εκείνη βρίσκοντας την ανάσα της, τον κοίταξε.

"Ο πρύτανης... Εσύ... Ποιος είσαι;! Τι συμβαίνει; Ποιοι είστε;" ήταν απελπισμένη.

Ο Ίαν έκοψε το τιμόνι δεξιά και ακινητοποίησε το όχημα. Είχε ακόμα τα χέρια κολλημένα στο τιμόνι και η ανάσες του έβγαιναν ακανόνιστες από το στήθος.

"Μίλησε μου... Δεν αντέχω άλλο!" στα λόγια της γύρισε και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.

"Σου ζήτησα να με εμπιστευτείς. Θυμάσαι;" τη ρώτησε

"Ναι..." απάντησε δακρυσμένη

"Με εμπιστεύεσαι;" ρώτησε ξανά και εκείνη κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι.

"Δεν ξέρω γιατί... Απλά το κάνω..." Παραδέχθηκε.

"Ας μη κρυβόμαστε τότε μεταξύ μας Άλισον..." της είπε ήρεμος "Εκείνος ήταν ο πατέρας μου. Μας κακοποιούσε συστηματικά για χρόνια. Ο Λίαμ επέλεξε να πορευτεί στο πλευρό του. Εγώ και ο Λουκ, κάναμε ότι μας ζητούσε γιατί κρατάει τα παιδιά μας... Ξέρω ότι με προδοσε στο τέλος αλλά σίγουρα είχε να κάνει με το παιδί... Μόνο αυτό τον ενδιαφέρει..."
Η Άλισον τον άκουγε σοκαρισμένη μα δε τον διέκοψε
"Ο πρύτανης ήταν παππούς μας. Αγάπησε τη μητέρα μας όμως και ο πατέρας μας δε το άντεξε. Τη σκότωσε, μας πήρε και εξαφανίστηκε. Πάσχει από σχιζοφρένεια. Περάσαμε πολλά..."

"Η σοφίτα..." Ψέλλισε λυπημένη

"Ναι... Δεν ήθελε να τα πετάξει.. ήθελε να μας θυμίζουν όσα περάσαμε..."

"Μα γιατί ... Δε το καταλαβαίνω..." έπιασε το πρόσωπο της και εκείνος άγγιξε τα χέρια της, γύρισε προς το πλάι και τα κατέβασε.

"Δεν είμαι αθώος. Έχω σκοτώσει. Δεν το ήθελα... Αλλά για το παιδί μου, θα το έκανα ξανά. Ο Νίκολας αναζητούσε το τέλειο και εμείς ήμασταν τα πιόνια. Για χρόνια καταφέραμε να του ξεφύγουμε αλλά... Αποτύχαμε"

"Θεουλη μου..."

"Ξέρεις γιατί σε επέλεξε;" ο Ίαν χάιδεψε το μάγουλο της "Ξέρεις έτσι δεν είναι;" η Άλισον άφησε ένα δάκρυ να καταλήξει στα δάχτυλα του....

"Με βίαζε από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου..." ξεκίνησε να λέει και τα δάκρυα άρχισαν να πληθαίνουν "Η μητέρα μου πάντα άκουγε. Πάντα καταλάβαινε... Και ποτέ δεν έκανε κάτι. Έφευγε από το σπίτι για να μην ακούει... Τι θα έλεγε άλλωστε η γειτονιά αν χώριζε τον άντρα της;" ο Ίαν τη τράβηξε στην αγκαλιά του και εκείνη έκλαιγε με παράπονο "Ήταν ατύχημα... Ήμουν δεκαεπτά όταν συνέβη. Ήρθε στο δωμάτιο μου και απαίτησε να γδυθω. Δεν ήταν κανένας αλκοολικός Ιαν. Με βιαζε εν γνώση του. Το ήθελε... Από τότε που ήμουν τριών το έκανε και το απολάμβανε... Εκείνη τη μέρα απλά δεν άντεξα..."

"Ηρέμησε... Κλάψε αλλά μην φέρνεις τον εαυτό σου σε τέτοια κατάσταση..."

"Ξάπλωσε στο κρεβάτι θυμάμαι και απαίτησε να με δει σε ρόλο γυναίκας. Με ανάγκασε να κάτσω πάνω του και να του κάνω εγώ σεξ. Μη ρωτήσεις γιατί δε μίλησα... Έτσι μεγάλωσα. Έπρεπε να φτάσω σε κάποια ηλικία για να καταλάβω την αρρώστια...Για να ξεχωρίσω το -Αυτό είναι φυσιολογικό-  από το -διεστραμμένο-..."

"Και τον σκότωσες..." της είπε στοργικά και εκείνη ξέσπασε σε λυγμούς...

"Δεν είχα επιλογή...ΔΕ ΜΠΟΡΟΎΣΑ!"

"Σσςςς"

"Αρνήθηκα να κάνω ότι ζήτησε και εκείνος με κυνήγησε στο δωμάτιο και με χτύπησε. Ο καθρέφτης που είχα στερεωμένο στο τοίχο έσπασε και για να αμυνθώ τον κλώτσησα και εκείνος καρφώθηκε σε ένα από τα κομμάτια... Η μητέρα μου μόνο ακούγοντας τις κραυγές του ήρθε στο δωμάτιο. Μπήκε μέσα και έτρεξε αμέσως κοντά του. Πόση αηδία να χωρούσε η ψυχούλα μου Ίαν...
Άρπαξα ένα κομμάτι και της το κάρφωσα στο λαιμό... Τη σκότωσα. Εκείνη τη σκότωσα ηθελημένα!"

                            -----------------------
       '~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~'
°^°^°^°^°^°^°^°^°^°^°^°^°^°^°^°^°^°^°^°^°^°^

"Μπράβο!" Παλαμάκια ακούστηκαν σε όλη την αίθουσα "Επιτέλους!" Οι τέσσερις άντρες άρχισαν να βγάζουν τα καλώδια από πάνω τους. "Έφυγε μαζί του. Νομίζω το πετύχαμε!"

"Συγχαρητήρια ντετέκτιβ Σμιθ..."

"Δε κόβεις τις μαλακίες ρε Λίαμ;" του είπε ενοχλημένος βγάζοντας τα καλώδια από το μέτωπο του.

"Εντάξει ρε μη βαράς! Μέχρι και ο κύριος Νίκολας απέτυχε..." Αποκρίθηκε ο Λουκ.

"Ήμουν πολύ κοντά όμως παραδεχτείτε το!"

"Για την ηλικία σου καλος ήσουν δόκτορα Σπένσερ. Μην τους ακούς. Και χίλια ευχαριστώ που μας άφησες να χρησιμοποιήσουμε τον εργαστήριο"

"Για εσάς τα πάντα...!

"Ναι αλλά εγώ έφερα τον εξοπλισμό με ρίσκο να χάσω τη δουλειά μου! Αξίζω κάποια εύσημα νομίζω!" Πετάχτηκε ο Λουκ
"Αν δε τον έφερνα, ακόμα θα έψαχνες την άκρη Λίαμ!"

"Σωστά. Τα αξίζεις..." ο Λίαμ του έδωσε το χέρι "Παρόλα αυτά τελικά, ούτε δύο ψυχίατροι τα κατάφεραν αλλά ούτε και ο προγραμματιστής..."

"Ναι, πάντα ο μπάτσος κερδίζει έτσι;" αστείευτηκε ο Λουκ και όλοι γύρισαν προς τον Ιαν

"Λοιπόν; Τους σκότωσε;" ρώτησε ο Λίαμ ανυπόμονα και ο Ίαν γύρισε προς τα δεξιά...

Πίσω από ένα γυάλινο τοιχο, εκείνη ήταν ακόμα βυθισμένη στον εφιάλτη της.
Αλισον-Βεατρικη Μπλέικ... Έγραφε η ταμπελιτσα...
Τα χέρια και τα πόδια της ήταν δεμένα ενώ στο μέτωπο της υπήρχαν ακόμα τα καλώδια επαφής.

Κανένας δεν είχε καταφέρει να αποσπάσει την ομολογία της και ενώ όλοι ήταν σίγουροι ότι εκείνη τους σκότωσε, τα στοιχεία ήταν λιγοστά...
Ούτε όμως και εκείνη παραδέχθηκε το φόνο. Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια επέλεξε για ψυχίατρο της το Λίαμ και εκείνος απο τ η πρώτη στιγμή ήταν πεπεισμένος πως τους σκότωσε αλλά ποτέ και σε καμία τους συζήτηση η Άλισον δεν παραδεχόταν κάτι...
Μέχρι που φυσικά ο Λουκ τον ενημέρωσε πως στη κυβέρνηση, είχαν ένα καινούριο μηχάνημα εικονικής πραγματικότητας...
Αυτό ήταν...
Αν κατάφερνε να αποδείξει τις σκέψεις του, θα κέρδιζε τα εύσημα από την επιτροπή...

Έπεισε το Λουκ να συμμετάσχει και μαζί με τον καθηγητή και πρόεδρο της επιτροπής, τον κύριο Νίκολας Σπένσερ, ξεκίνησαν μαζί το πείραμα.
Είχαν δοκιμάσει αρκετές φορές μόνοι τους αλλά πάντα οδηγούσε σε αποτυχία...

Μέχρι που κάλεσε τον αδερφό του...
Ίσως τελικά να μην ήθελε ψυχίατρο, αλλά κάποιον που θα ήξερε να χειριστεί έναν ένοχο διαφορετικά...

"Θα μας πεις επιτέλους;!" ο Λίαμ δεν έβλεπε την ώρα..."Τους σκότωσε έτσι δεν είναι;"

🥰❤️🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top