Κεφάλαιο 20°

Σεργκέι Γεσένιν
Ο ποιητής

Είναι χλωμός, τρέχει ο λογισμός μέσα σε μονοπάτια σκοτεινά,
Και στην ψυχή του κατοικούν οι οπτασίες.
Απ’ τα χτυπήματα της μίζερης ζωής ο θώρακας μπηγμένος μέσα,
Και τα βαθουλωμένα μάγουλά του ήπιαν οι αμφιβολίες.
Σε τούφες ανακατωμένα τα μαλλιά του,
Το μέτωπο ψηλό ρυτιδωμένο
Αλλά η ολοκάθαρη, η αληθινή ομορφιά
Λάμπει στα όνειρα του σηγκεχυμένα.
Κάθεται στην στενόχωρη σοφίτα,
Μικρό κερί το στοχασμό του αναφλέγει,
Και το μολύβι αμβλικόρυφο στο χέρι του,
Τις μυστικές κουβέντες του μαζί του ξαναλέγει.
Γράφει το άσμα των θλιβερών συλλογισμών,
Του κόσμου τις καρδιές το χτύπημα και τη λαχτάρα,
Κι αυτούς τους ήχους , της ψυχής το βουητό,
Θα πάει στον εκδότη για δεκάρα.

_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-

Τριάντα χρόνια πριν
Πλάνο, Τέξας

"Τελειώνετε!" τα έσπρωξε και εκείνα έτρεξαν γρήγορα προς το σπίτι. Το παρακολουθούσε για μήνες μέχρι να βεβαιωθεί ότι πλέον είναι ακατοίκητο. "Καταραμένος καιρός!" έκλεισε τη πόρτα πίσω του και τα είδε να κάθονται στη σειρά. "Τι με κοιτάτε!" φώναξε δυνατά "Αυτό θα είναι το σπίτι μας τώρα!" ο Νίκολας κοίταξε ολόγυρα του. Ελάχιστα έπιπλα υπήρχαν μέσα. Το σπίτι ήταν ψυχρό και δεν είχε ρεύμα. Άνοιξε τις ασφάλειες, έριξε μια ματιά στο μποιλερ και το άναψε και αυτό.

"Πεινάω..." τόλμησε να ακούσει και κοίταξε προς το σαλόνι

"Σκάσε! Γιατί το κάνεις αυτό μου λες;" Ο Νίκολας βγήκε έξαλλος από τη κουζίνα.
"Βρείτε μια γωνιά και καθίστε! Θα φέρω φαγητό! Αν τολμήσετε να βγείτε από το σπίτι ξέρετε τι θα γίνει .." τους είπε και έφυγε.

"Ιαν; Κρυώνω ..." αποκρίθηκε το ένα και εκείνο το αγκάλιασε

"Και εγώ Λουκ.  Ελάτε όλοι εδώ..." Τραβηξε τα αδέρφια του κοντά και κάθισαν κάτω.

"Πονάω..." Παραπονέθηκε το άλλο

"Όλοι μας Λίαμ... Κάντε υπομονή. Θα φέρει φαγητό. Πάντα μας φέρνει..."

"Γιατί ήρθαμε εδώ;"

"Είναι τρομακτικό σπίτι"

"Ελάτε... Μη μιλάτε. Ας σηκώσουμε λίγο τη μπλούζα μας και με τις ανάσες μας να ζεσταθούμε..."

                           °°°°°°°°°°°
Δύο βδομάδες μετά

"Λουκ! Έλα εδώ καταραμένο!" φώναξε και εκείνο έτρεξε αμέσως. "Στη σοφίτα!"

"Μπαμπακα τι έκανα;" κλαψουρισε τρομαγμένο

"Έτρεξες!" του απάντησε "Δεν τρέχουμε σε όποιον μας φωνάζει!"

"Μα είσαι ο μπαμπάς μου..." ψέλλισε λυπημένο "Αν δεν έρθω θα έχει τιμωρία"

"Άρα;"

"Τι έκανα μπαμπά;"

"Στη σοφίτα είπα!!" τα άλλα δύο κοιτούσαν τρομαγμένα. Τον ανέβασε επάνω, ύστερα ανέβηκε και αυτός και μετέπειτα οι κραυγές του γέμισαν το σπίτι...

"Τον χτυπάει πολύ... Φοβάμαι Ιαν.."

"Σταμάτα. Θα σταματήσει"

"Δε μπορώ!" έτρεξε τρομαγμένο και χώθηκε κάτω από το τραπέζι

"Λίαμ βγες. Θα σε δει... Θα τα κάνεις χειρότερα. Είπε όχι φόβο. Θυμάσαι;"

Η πόρτα της σοφίτας άνοιξε , τα ουρλιαχτά σταμάτησαν και ο Νίκολας κατέβηκε κάτω.

Σταμάτησε στο σαλόνι και τα κοίταξε...

"Ποιος είναι κάτω από το τραπέζι;" ρώτησε θυμωμένα και ο Λίαμ άρχισε να τρέμει.

"Ο Ίαν μπαμπά!" πετάχτηκε το όρθιο λέγοντας το ίδιο το όνομα του.

"Στο υπόγειο!" διέταξε και έφυγε για τη κουζίνα.

"Τρελάθηκες;" Ο Λίαμ βγηκε κάτω από το τραπέζι φοβισμένος μα ο Ίαν έτρεξε αμέσως στη κουζίνα, είδε τη πορτα του υπόγειου και κατέβηκε.

"Έλα εδω! Δε πάει άλλο! Δεν είπα όχι φόβο;!"

Ο Λίαμ κάθισε κάτω και αγκάλιασε τα γόνατα του νευρικά ενώ την ίδια στιγμή, άκουγε τον Ιαν να ουρλιάζει από το υπόγειο...

                               °°°°°°°°°°°°°

"Ει, Λουκ! Κοιτάτε βρήκα στα σανίδια στο δωμάτιο..."

"Πας καλά; Απαγορεύεται να ανεβαίνουμε στο δωμάτιο!"

"Κοιτα... Ένα βιβλίο!"

"Με το ζόρι ξέρεις να διαβάζεις Ίαν.."

"Θα μάθω... Άκου αυτό: Η Βεατρίκη θα ήταν η σωτηρία. Εκείνη θα τον οδηγούσε από το σκοτάδι στο..."

"Τι στα κομμάτια είναι αυτό;!" ένα χέρι εμφανίστηκε πάνω από τα κεφάλια τους και εκείνα άρχισαν αμέσως να τρέμουν. "Μάλιστα..." αποκρίθηκε σκεπτικός "Ώστε σας αρέσει και εσάς σα την πόρνη τη μάνα σας Ε; Ωραία... Ας διαβάσουμε λοιπόν!" έπιασε το ένα και άρχισε να το σέρνει. "Ποιο είσαι εσύ;" τσιριξε

"Ο Ίαν μπαμπά..."

Ο Νίκολας κοντοσταθηκε. Του έδωσε το βιβλίο στα χέρια και άνοιξε τη πόρτα του υπόγειου "Λίαμ! Λουκ!" φώναξε και εκείνα τους ακολούθησαν τρομαγμένα "Πρέπει να σας ξεχωρίζω! Δε πάει άλλο! Κατεβείτε!" τα διέταξε

"Μπαμπακα σε παρακαλώ..." είπε ο Λουκ αλλά εκείνος το έπιασε από τα μαλλιά και το εσυε μέχρι την αρχή της σκάλας

"Κάτω είπα!!"

Τα κατέβασε στο υπόγειο και τα έβαλε να κάτσουν στη σειρά. Ύστερα κράτησε το βιβλίο και χαμογέλασε

"Ιαν...;" ρώτησε και εκείνο σήκωσε το χεράκι του. "Η κόλαση είναι δική σου..." του είπε και έβγαλε τη ζώνη του.

"Μπαμπά μη τον χτυπήσεις!"

"Εσύ ποιο είσαι;"

"Ο Λίαμ..."

"Ωραία... Εσύ θα πάρεις τον παράδεισο γιατί έχεις ελπίδα... Έτσι θα δεις ότι δεν υπάρχει παράδεισος! Και εσύ!" Είπε προς το τελευταίο "Εσύ είσαι ο Λουκ ... Θα γίνεις το καθαρτήριο .." ο Νίκολας ήξερε καλά εκείνο το βιβλίο. Ήταν το αγαπημένο της μητέρας του και μετέπειτα το διάβαζε συνεχώς και ο πατέρας του. "Ιαν εδώ!" το παιδάκι σύρθηκε μέχρι τα πόδια του και ο Νίκολας χαμογέλασε "Στη κόλαση βλέπεις κάθε είδους πληγή..." είπε και σηκώνοντας το χέρι ψηλά, κατέβασε με μανία τη ζώνη. Εκείνο κραυγασε δυνατά και έπεσε στα γόνατα. "Λίαμ! Τη βίτσα!"

"Μπαμπά σταματα!" άρχισε να κλαίει ο Λουκ

"Θα περάσετε όλοι τις βαθμίδες! Και έτσι θα σας ξεχωρίζω!" άρχισε να κοπαναει αλύπητα τον μικρό μια με τη ζώνη και μια με τη βίτσα μέχρι που το δέρμα στη πλάτη του άνοιξε εντελώς και εκείνο έπεσε λιποθυμο καταχαμα.

"Λουκ..." είπε στρέφοντας τη προσοχή του πάνω του "Το έχει στο καθαρτήριο ξέρεις;" ρώτησε και εκείνο κούνησε φοβισμένα το κεφάλι "Στάχτες... Όλα τα κακά που αφήνουν κατά τη μετάβαση στο παράδεισο..." Ο Νίκολας έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε. "Έλα εδώ!"

"Μπαμπά σε παρακαλώ..."

"Τσακίσου είπα!!" το τραβήξει του έβγαλε τη μπλούζα και δίχως προειδοποίηση έσβησε το τσιγάρο στη πλάτη του και εκείνο ούρλιαξε. Το ένα έγινε δύο, τρία και μέχρι να τελειώσει το πακέτο ο Λουκ είχε κουλουριαστει και σφαδαζε από το τσούξιμο.

"Λίαμ!" φώναξε μα εκείνο άνοιξε απλά διάπλατα τα μάτια του και άρχισε να τρέμει έχοντας ήδη δει τι έκανε στα αδέρφια του.

"Είσαι τυχερός..." αποκρίθηκε ύστερα από λίγο "Ο παράδεισος είναι παράδεισος. Η πλάτη σου θα μείνει καθαρή. Έτσι θα σας ξεχωρίζω..." Ο Νίκολας έμεινε για λίγο κοιτάζοντας τα... Το ένα ήταν μέσα στα αίματα, το άλλο μύριζε καμμένη σάρκα και το τρίτο είχε το τρόμο για ζωγραφιά στα μάτια του. "Στο παράδεισο δεν εχει φόβο!" του έδωσε ένα χαστούκι και εκείνο σωριάστηκε πλάι στον Ιαν "Επανέλαβε μετά από μένα!"

"Στο... Στο παράδεισο..."

"Πιο καθαρά!" το έπιασε από τα μαλλιά και σήκωσε το κεφάλι του ψηλά

"Στο παράδεισο δεν εχει φόβο!"  Τσιριξε εκείνο και ο Νίκολας χαμογέλασε αυταρεσκα.

"Υπέροχα παιδιά μου! Μάθημα πρώτο έλαβε τέλος... Να θυμάστε ότι θα περάσουμε πολύ όμορφα με αυτό το βιβλίο... " έριξε μια τελευταία ματιά στο δημιούργημα του και ύστερα ανέβηκε τη σκάλα "Θα μείνετε εδώ μέχρι αύριο" είπε και τους κλείδωσε στο υπόγειο...

                              °°°°°°°°°

"Έλα εδώ εσύ!" Μπήκε στο σπίτι πνιγμένος και έπιασε το πρώτο παιδί που βρήκε μπροστά του. Του έβγαλε τη μπλούζα και κοίταξε τη πλάτη του. "Έχουμε μάθημα σήμερα !" Ανακοίνωσε προς τα άλλα δύο που κοιτούσαν έντρομα "Ο δρόμος της κόλασης!" τράβηξε τον Ιαν και τον πέταξε στις σκάλες. "Παράδεισε!" φώναξε και ο Λίαμ έτρεξε αμέσως "Τις αλυσίδες!" Δίχως να μπορεί να φέρει αντίρρηση, άνοιξε το ντουλάπι και έβγαλε από μέσα ότι του ζήτησε

"Δε θα παρακαλέσεις σήμερα εσύ;" είπε προς τον Ιαν

"Όχι πατέρα. Αποδέχθηκα τη φύση μου" Είπε την απάντηση που ήθελε να ακούσει

"Καθαρτήριο!" φώναξε ξανά και ο Λουκ πλησίασε "Πρέπει να καθαρίσει η κόλαση..."

"Μπαμπά σε ικετεύω... Δε θέλω!"

"Τι είπες;" γύρισε θυμωμένα προς το μέρος του και του αστραψε ένα χαστούκι.

"Σταμάτα!" ο Ίαν του έπιασε το χέρι μα εκείνος με μια κίνηση τον έσπρωξε , τον έπιασε από τα μαλλιά και τον έσυρε μέχρι το υπόγειο.

"Θέλεις κάθαρση! Ανάξιο πλάσμα! Αχάριστο!"  Το κορμί του ήταν μέσα στις μελανιές να ο Νίκολας έπιασε το σκουπόξυλο μια το κοπανησε δυνατά στη πλάτη του. Όταν εκείνο ξάπλωσε στο πάτωμα , σκαρφάλωσε πάνω του και το κράτησε ακίνητο "Παράδεισε! Το μαχαίρι!"

"Μπαμπακα..." τόλμησε να πει ο Λίαμ αλλά εκείνος του αριξε ένα φαρμακερό βλέμμα και ο Λίαμ έτρεξε και του έφερε ένα μαχαίρι φοβισμένος

"Σε μισώ!" ο Λουκ στάθηκε γεμάτος δάκρυα

"Θα έρθει και η σειρά σου μην αγχώνεσαι..."
Κοίταξε τη λεπίδα και ύστερα τη πλάτη του παιδιού. Είχε ουλές και μερικές ήταν ακόμα νωπές. Παρόλα αυτά, άγγιξε τη λεπίδα και χαμογέλασε "Λίαμ διάβαζε!" διέταξε και εκείνο άνοιξε το βιβλίο "Τι θέλει ο παράδεισος;"

"Καθαρή ψυχή πατέρα..." Μόλις απάντησε ο Νίκολας έμπηξε το μαχαίρι στη σάρκα και ο Ίαν άρχισε να ουρλιάζει....

                             °°°°°°°°°°°
Δεκα χρόνια αργότερα ...


"Τι είπαμε ότι είναι όλες οι γυναίκες...;"

"Πόρνες μπαμπά" Φώναξαν όλα μαζί με μια φωνή

"Εκτός από;"

"Από εκείνη που θα περάσει όλες τις δοκιμασίες μπαμπά" συνέχισαν δυνατά

"Η μάνα σας τι ήταν;"

"Ανάξια"

"Γιατί;" Τα ρώτησε

"Γιατι αγάπησε το παππού και σε πρόδωσε"

"Μπράβο σας καλά παιδάκια... Και αυτές οι γυναίκες που έχουν θέση;"

"Στη κόλαση μπαμπά"

Τα κοίταξε αυταρεσκα και χαμογέλασε

"Μεγαλώσατε αγαπημένα μου παιδιά. Σε λίγο θα βγείτε στη κοινωνία σαν σωστοί άντρες...Είμαι περήφανος για εσάς! Λίαμ!" φώναξε και εκείνος πλησίασε. Του έδωσε στο χέρι κάτι που έμοιαζε με φυτό "Κράτησε το από την άκρη. Ο παράδεισος πρέπει να μείνει αμόλυντος. Το υπόλοιπο στη κόλαση!" ο Ίαν έβγαλε σιωπηλά τη μπλούζα του και ο Λίαμ τον πλησίασε και σταθηκε πίσω του. Πλέον η διαδικασίες ήταν γνωστές... Άρχισε να τον χτυπάει με το φυτό ώσπου η πλάτη του κοκκίνισε και άρχισε να τσούζει. "Η τσουκνίδα εξαγνίζει..." είπε ανοίγοντας μια μπύρα και απολαμβάνοντας το θέαμα. "Στη ζωή σας θα περάσουν πολλές γυναίκες που έχουν θέση εκεί. Μόνο όταν βρείτε την αληθινή Βεατρίκη θα αποδεχτώ ότι γίνατε άντρες!"

"Σε σιχαίνομαι..."

"Τι είπες καθαρτήριο;" έστρεψε το βλέμμα του αμέσως πάνω του

"Είπα, σε σιχαίνομαι!"

"Αχα! Επαναστάτης! Στη σοφίτα!"

"Πατέρα..."

"Σκάσε Λίαμ! Εσύ είσαι αμόλυντος!"

Ο Λουκ ανέβηκε μόνος του στη σοφίτα πια...
Έβγαλε τη μπλούζα του και περίμενε ώσπου είδε τον Νικόλας να ανεβαίνει και εκείνος.

"Ίσως κάναμε λάθος τακτική..." είπε και μπαίνοντας ολοκλήρος μέσα άφησε μια λάμπα λαδιού πλάι του και ένα σίδερο. Άναψε τη λάμπα και έβγαλε το γυάλινο προστατευτικό . Πήρε το σίδερο και το έβαλε πάνω στη φλόγα. "Δε μπορείς να βγεις στη κοινωνία αν δεν καταλαβαίνεις το μέγα έργο μου! Σας προστατεύω αχάριστα πλάσματα! Για να μη βρεθεί καμιά πόρνη σα τη μάνα σας και σας διαλύσει!" Μόλις το σίδερο κοκκίνισε, το έπιασε από την άκρη και με μανία το κατέβασε στη πλάτη του. Ο Λουκ έβγαλε μια κραυγή και βάζοντας τα χέρια του στο πάτωμα έσκυψε το κεφάλι...

Στο επόμενο ουρλιαχτό , τα μάτια του δακρυσαν μόνα τους. Στο τρίτο, ένιωσε να χάνεται αλλά δεν ήρθε ποτέ τέταρτο χτύπημα. Άκουσε ένα γδούπο και ύστερα είδε με την άκρη του ματιού του τον πατέρα του να σωριάζεται στο έδαφος.

"Γρήγορα Λουκ! Πάμε!" Ο Ίαν κρατούσε στα χέρια ένα ξύλο από το τζάκι. Το πέταξε πλάι στο πατέρα τους και έτρεξε προς τον Λουκ "Πάμε πριν σηκωθεί! Λίαμ! Βοήθησε με!"

"Είστε τρελοί! Θα μας βρει και θα μας σκοτώσει!!"

"Συνελθε! Ή τώρα ή ποτέ! Πρέπει να φύγουμε!"

Ο Νίκολας άρχισε να κουνιέται

"Λίαμ βοήθησε με ανάθεμα σε!!"

Ο Λίαμ έτρεξε και τον βοήθησε να σηκώσουν τον Λουκ. Κατέβηκαν στη σκάλα της σοφίτας προσεκτικά και όσο πιο γρήγορα μπορούσαν έντυσαν τον Λουκ και έβαλαν τα μπουφάν τους. "Μισό λεπτό!" Ο Ίαν έτρεξε στη κουζίνα και άρπαξε το βιβλίο

"Κάνε γρήγορα! Σηκώθηκε!" Τσιριξε ο Λίαμ και ο Ίαν πήγε γρήγορα έπιασε τον Λουκ και άνοιξαν τη πόρτα.

"Καταραμένα θα σας λιώσω!" Ο Νίκολας έπιανε το κεφάλι του και κατέβαινε τη σκάλα όταν ξαφνικά ο Λίαμ κοντοσταθηκε

"Είμαστε τρελοί! Θα μας πιάσει!"

"Σκάσε και βοήθησε με να τον κουβαλήσω ανάθεμα σε!" του είπε ο Ίαν αλλά εκείνος σταμάτησε

"Έρχεται! Δε προλαβαίνουμε!"

"Λίαμ γαμωτο σου!" Ο Λίαμ πάγωσε και ο Ίαν έπιασε το Λουκ και άρχισε να περπατάει με όση δύναμη είχε "Δεν έχουμε άλλη ευκαιρία!"

"Θα μας σκοτώσει!" τσιριξε ο Λίαμ "Που θα πάμε;!"

"Τρέχα ρε ηλίθιε!!! ΤΡΕΧΑ!" Ούρλιαξε ο Ίαν αλλά ο Νίκολας είχε ήδη βγει έξω και ήταν στο κατόπι τους.

"Φοβάμαι! Δε μπορώ! Ελάτε πίσω!"

"Λίαμ!! Ανάθεμα σε τρέχα για το θεό! Βοήθησε με!!" ο Ίαν έβαλε τα κλάματα από τα νεύρα αλλά ο Λίαμ έστεκε στη μέση της αυλής παγωμένος

"Γυρίστε πίσω! Δε μπορούμε!!"

Μα δεν γύρισαν... Ο Ίαν έβγαλε μια κραυγή απελπισίας και βάζοντας όλη την οργή για δύναμη έπιασε τον αδερφό του , τον πέταξε στη πλάτη του και άρχισε να τρέχει προς το δάσος...

🖤🖤🖤🖤
Βγήκε λιγάκι μεγάλο οπότε, η σοφίτα έρχεται στο επόμενο..🤔🥹

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top