Κεφάλαιο 19°

Τι είναι ο κόσμος; Ποίημα αιώνιο

Όπου το πνεύμα του Θεού λάμπει, ακτινοβολεί
Αφρίζει, ξεπετιέται της σοφίας το κρασί
Όπου ο ήχος της αγάπης μας μιλάει
Και κάθε ανθρώπου η διάθεση, μεταβαλλόμενη
Είναι μι' ακτίνα που απ' τον ήλιο ξεκολλάει

Είν' ένας στίχος που διαπλέκεται με χίλιους άλλους
Που απαρατήρητος μαραίνεται, χάνεται, φθίνει
Όμως και πάλι είν' ένας κόσμος μόνος του

Όλο αποχρώσεις ανεπαίσθητες, γλυκές και μυστικές
Με μια δική του άσπιλη ομορφιά είναι προικισμένος
Χωρίς απόηχους, ξένες αντανακλάσεις
Σαν μες στο διάβασμά του είσαι βυθισμένος

Ένα βιβλίο είναι -ακατανόητο μες στη ζωή σου μένει.

Hugo von Hofmannsthal (1874-1929)

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-

Τριάντα τέσσερα χρόνια πριν

Τα παιδιά είχαν αποκοιμηθεί...
Εκείνη ήταν γυμνή στη αγκαλιά του μα ήξερε ότι δε θα κρατήσει για πολύ...
Ένα βράδυ μόνο ήθελε να κλείσει τα βλέφαρα της και να αποκοιμηθεί πλάι του χωρίς να χρειαστεί να χωριστούν. Ο Νίκολας όμως ήταν απρόβλεπτος. Μπορεί να έμπαινε σπίτι ανά πάσα ώρα και στιγμή και το ήξεραν καλά και οι δύο.

"Μάργκαρετ..."

"Ξέρω Φρανσουά..." σηκώθηκε, έβαλε τα ρούχα της και κάθισε στη καρέκλα απέναντι του. "Γιατί δε του εξηγούμε; Δεν το καταλαβαίνω... Λείπει σχεδόν τις μισές μέρες μέρες του μήνα και όταν είναι εδώ, κάποιες είναι χαρούμενος και κάποιες άλλες μόνο φωνάζει..."

"Γιατί είναι παιδί μου. Αρκετά προβλήματα έχει .. Ήδη πεθαίνω κάθε φορά που κάνουμε έρωτα. Δεν μου είναι εύκολο..."

"Καταλαβαίνω... Αλλά"

"Δεν έχει αλλά..."

"Δεν μπορώ να ζω έτσι. Δεν κάνουμε τίποτα κακό..."

"Μάργκαρετ; Δεν είναι τόσο απλό"

"Το ξέρω. Έχω σκεφτεί πολλές φορές να φύγω. Να πάρω τα παιδιά και απλά να φύγω. Αλλά δεν μπορώ..."

"Είναι λάθος όλο αυτό ... Ντρέπομαι για λογαριασμό μου αλλά ούτε εγώ μπορώ να διώξω. Με ξεπερνάει .."

"Σκέψου το σε παρακαλώ. Να του μιλήσουμε. Εξάλλου ούτε με αγγίζει Φρανσουά! Και ούτε θέλω είναι η αλήθεια..."

"Θα τον καταστρέψει. Σου εξήγησα πως έχει πολλά παιδικά τραύματα από τη μητέρα του"

"Έχω καθυστέρηση..." του πέταξε ξαφνικά τη βόμβα και εκείνος ασπρισε"Δεν μπορώ να το κρατήσω. Το ξέρεις..."

"Ανάθεμα..." ψέλλισε συγκλονισμένος "Πως διάολο γίναμε έτσι... Δε γίνεται να σκοτώσεις μια ψυχή!"

"Και τι να κάνω;! Τα παιδιά μου τι ακριβώς θα τα έχει; Αδέρφια; Ανίψια; Θεέ μου..." έβαλε τα κλάματα και εκείνος γονάτισε μπροστά της

"Σε ικετεύω... Μη το ρίξεις Μάργκαρετ. Ποτέ δε Θάσου επέβαλα κάτι αλλά δε μπορώ να γίνω δολοφόνος εν γνώση μου..."

"Δεν ξέρω. Ειλικρινά... Κι αν το κρατήσω; Ο Νίκολας ούτε με αγγίζει το τελευταίο διάστημα... Και τα παιδιά; θεουλη μου ..."

"Κοίταξε με... Δώσε μου λίγες μέρες να βάλω κάτω το κεφάλι μου. Θα βρω μια λύση στο ορκίζομαι" την έπιασε απαλά από το πρόσωπο και ένωσε τα μέτωπα τους "Ειλικρινά στο ορκίζομαι..."

                               °°°°°°°°°°

Την επόμενη μέρα....

"Νίκολας!" τον είδε να μπαίνει στο σπίτι και ανασηκώθηκε αμέσως από το σαλόνι ενώ τα παιδιά έπαιζαν στο πάτωμα
"Ήρθες νωρίτερα!"

"Ναι. Τελείωσα κάποια πράγματα στη σχολή... Ο πατέρας;"

"Πήγε στην αγορά. Έλα, κάθισε. Θέλεις να σου βάλω να φας; Ή να παίξεις λίγο μετά παιδιά;"

"Βασικά ξέρεις κάτι; Θέλω μια χάρη"

"Χάρη;"

"Ναι... Για αυτό ήρθα..."

"Πες μου..." απόρησε σιγανα και εκείνος έβαλε κάτω το σάκο του και τον άνοιξε. Έβγαλε από μέσα ένα παλιό φόρεμα, κάτι εργαλεία και ένα φακό και τα άφησε στο πάτωμα.

"Πρέπει να αναδημιουργήσω μια φωτογραφία. Πρέπει να δείχνει γύρω στο σαράντα... Ασπρόμαυρη..."

"Εμ... Δε καταλαβαίνω"

"Θέλω να βάλεις αυτό το φόρεμα, να κρατήσεις αγκαλιά τα παιδιά μας και να σε βγάλω φωτογραφία"

"Αυτό μόνο;"

"Ναι..." ήταν περίεργος αλλά πάντα ήταν περίεργος... Η Μάργκαρετ δεν έδωσε βάση.

"Μισό λεπτακι... Θα ετοιμαστώ..." του είπε μα όταν της έδωσε το φόρεμα εκείνη σκυθρωπιασε "Μυρίζει θαρρείς και ήταν κλειστό για χρόνια..."

"Ναι. Έτσι μου το έδωσαν. Δε ξέρω..."

"Εντάξει..." έφυγε το φόρεσε και ύστερα ακολούθησε τις οδηγίες του. Ο Νίκολας είχε ήδη στήσει μια παλιά φωτογραφική μηχανή και τις υπέδειξε που να κάτσει.


"Υπέροχη!" της είπε "Νομίζω βγάλαμε τη λήψη. Κοίταξε την..." Η Μάργκαρετ άφησε τα μικρά κάτω και τη κοίταξε.

"Όντως μοιάζει παλιά... Μπορώ να βγάλω τώρα αυτό το φόρεμα σε παρακαλώ γιατί μυρίζει περίεργα και με έπιασε φαγούρα..."

"Όχι ακόμα... Θέλω να σου δείξω κάτι..."
Έβγαλε από τη τσέπη του μια ακόμα φωτογραφία και της την έδειξε. "Το αναγνωρίζεις;" της είπε και εκείνη τη κοίταξε καλά. Ήταν μια γυναίκα και φορούσε ένα παρόμοιο φόρεμα. "Περίμενε .. έχω ακόμα μια..." ύστερα της έδειξε μια που ήταν πράγματι πάλια.

"Ποιες είναι;" ρώτησε

Ο Νίκολας της χαμογέλασε

"Αυτή, είναι η μαμά μου ..." είπε δείχνοντας τη φωτογραφία "Και αυτή η γιαγιά μου..."

"Μα..."

"Ακριβώς. Το φόρεμα που φοράς το εδώ η γιαγιά μου στη μητέρα μου, τη μέρα του γάμου της...Είναι όσο παλιό μυρίζει και φαίνεται .."

"Νικόλας δεν καταλαβαίνω..."

"Και ούτε πρόκειται να καταλάβεις..." την έπιασε από το λαιμό και της έριξε μια γροθιά στο πρόσωπο χωρίς προειδοποίηση. Εκείνη σωριάστηκε αμέσως στο πάτωμα. "Μόνο η γιαγιά μου ήταν άξια για αυτό το φόρεμα! Εσύ μια πόρνη είσαι! Σα τη μάνα μου!" Τη κλώτσησε δυνατά και εκείνη διπλωθηκε στα δύο. Προσπάθησε να συρθεί και να πάει στα μωρά που άρχισαν να κλαίνε από τις φωνές αλλά εκείνος την έπιασε από το μαλλί και άρχισε να τη σέρνει προς τη κουζίνα. Πήρε ένα μαχαίρι και δίχως να αφήσει τα μαλλιά της, τη κλώτσησε ξανά και την έσυρε στο σαλόνι.
"Αυτή είναι η πουτάνα η μάνα σας!" φώναξε και εκείνα άρχισαν να ουρλιάζουν "Και έχει στα σπλάχνα της τον αδερφό μου!" Την έφτυσε και την πέταξε με δύναμη κάτω "Κοίταξε τα! Κοίτα τα!!" έπιασε το κεφάλι της και το γύρισε προς τα μωρά τα οποία άρχισαν να μπουσουλανε προς το μέρος της. "Θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα δεις! Και σου κάνω και χάρη! Πόρνη! Πίστεψες ότι δε θα το μάθαινα; Σας άκουσα!"

"Σε... Ικετεύω... Τα παιδιά..." είπε με δυσκολία να εκείνος τη χαστούκισε

"Σκάσε! Είσαι ίδια με τη μάνα μου!" το πρόσωπο της γέμισε αίματα. Ένα από τα μικρά πλησίασε πρώτο και εκείνη άπλωσε το χέρι της. Το μικρό κράτησε τα δάχτυλα της και δάκρυα άρχισαν να ρέουν από τα μάτια της. "Θα τα μεγαλώσω με αξίες! Τώρα μπορείς ελεύθερα να καείς και να μείνεις στη κόλαση Μάργκαρετ! Δεν θα υπάρξει ποτέ παράδεισος για σένα!"

"Μη... Σε παρακαλώ... Μη..."

"Σκάσε σου είπα!" την έπιασε από τα μαλλιά ενώ γύρω της σιγά σιγά πλησίασαν και τα μωρά. Κράτησε το κεφάλι της ψηλά και γέλασε "Κοιτάξτε τη μάνα σας..."Είπε και βάζοντας το μαχαίρι στο λαιμό της τράβηξε μια ευθεία γραμμή και το ζεστό της αίμα απλώθηκε πάνω στα παιδιά που έκλαιγαν πια υστερικά.

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_

"Τι έμαθες;"

"Τίποτα. Μίλησα με τον ντετέκτιβ αλλά δεν κατάφερε να εντοπίσει κάτι..."

"Ανάθεμα!" Χτύπησε τη παλάμη του βίαια στο γραφείο "Όσο τον είχα εδώ μπορώ να ειχα έναν έλεγχο...."

"Δεν υπάρχουν αποδείξεις Φρανσουά. Χωρίς πτώμα δεν υπάρχει και δολοφόνος. Έτσι λέει ένα ρητό..."

"Ξέρεις πόσο καιρό μου πήρε να τους βρω; Ακολουθούσα πτώματα μέχρι να καταφέρω να τους εντοπίσω! Και η Σέριλ; Είμαι σίγουρος πως την σκότωσαν. Μη ξεχνάς πως έπαιζε διπλό ταμπλό! Στο είχα πει...!"

"Κοιτα Φρανσουά... Όταν ζήτησες τη βοήθεια μου μετά από τόσα χρόνια είπα ότι θα το κάνω. Αλλά όλα αυτά που μου λες είναι τρελά. Δε γίνεται να ψάχνεις το γιο σου και τα εγγόνια σου εδώ και τριάντα χρόνια! Όλο και κάποιο στραβοπατημα θα έκαναν. Δε γίνεται!
Και εκτός αυτού , δεν έχω ούτε μια απόδειξη για τίποτα... Και μη ξεχνάμε ότι ακόμα και στο σπίτι της Σέριλ τη μέρα που δολοφονήθηκε δεν βρέθηκε τίποτα!"

"Το ξέρω πως κάτι συμβαίνει Πάτρικ! Όπου πήγαιναν ακολουθούσα τα τελευταία χρόνια. Πρώτη φορά έφτασα τόσο κοντά..."

"Ανεπίσημα θα σου πω ότι ψάχνεις ψύλλους στα άχυρα... Και δε μπορώ να ρισκάρω στο τμήμα με μια υπόθεση που στέκεται στον αέρα. Πολύ φοβάμαι ότι είσαι μόνος σου Φρανσουά... Λυπάμαι πολύ..."

Ο Πάτρικ έφυγε και μόλις έμεινε μόνος έσπρωξε θυμωμένα το γραφείο του.
Δεν ήταν ηλίθιος. Είχε μάθει τόσο καιρό ότι ξεγλιστρουσαν σαν τα χέλια... Απλά δεν ήξερε λεπτομέρειες. Ούτε καν η Σέριλ κατάφερε να μάθει αν και ακόμα και για εκείνη είχε αμφιβολίες... Κάπου στο ενδιάμεσο της συνεργασίας τους αντιλήφθηκε αλλαγή επάνω της. Ήξερε πως είχε ανάγκη από λεφτά. Μα ήταν σίγουρος πως τον πούλησε. Σκέφτηκε πως κάποιος θα τη πλησίασε, ίσως της έδωσε πιο πολλά, ή ακόμα ίσως και τον γουσταρε... Νέα ήταν... Δεν ήταν βλάκας ο Φρανσουά. Το ότι έκανε σεξ μαζί της, ήταν απλά για να τη τεσταρει μετέπειτα...

Είχε κουραστεί...
Τα χρόνια πάνω του ήταν αρκετά για να παλεύει...
Άνοιξε το συρτάρι και έβγαλε από μέσα τη φωτογραφία της...
Έμεινε τόσο αναλλοίωτη στο χρόνο τελικά...
Η Μάργκαρετ...
Η φωτογραφία ήταν από τα Χριστούγεννα. Ο Νίκολας έλειπε και είχαν βγει μόνοι τους...
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του σκληρυναν στις αναμνήσεις και τα μάτια του γέμισαν οργή και δάκρυα...

Δεν ήταν μόλις λίγα χρόνια πριν όταν άκουσε από ένα συνάδελφο του το επίθετο Σμιθ. Του κόλλησε στο μυαλό και άρχισε να το σκαλίζει. Έμαθε ότι κάποιος ονόματι Λίαμ Σμιθ δίδασκε στη Βοστώνη. Αυτό ήταν και το πρώτο καμπανάκι... Ήταν σίγουρος πως δεν επρόκειτο για συνωνυμία. Αργότερα έμαθε πως είχαν γίνει κάποιες εξαφανίσεις στη περιοχή νέων κοριτσιών. Ήταν σίγουρος πως πίσω από όλα αυτά κάτι δεν ήταν λογικό...

Έβαλε ένα ποτήρι ουίσκι και για πολλοστή φορά αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να αποτρέψει αυτό το κακό τότε...
Τότε που μπήκε στο σπίτι και τη βρήκε νεκρή στο σαλόνι.
Τα παιδιά έλειπαν και το μόνο που του άφησε ήταν ένα σημείωμα στο πτώμα της «Το μπασταρδακι σου πατέρα, θα μείνει στη κόλαση με τη πόρνη τη μάνα του. Τα παιδιά μου θα τα μεγαλώσω με αξίες. Μπορείς να την κρατήσεις τώρα... Στην άφησα για δωρο» το ποτήρι έγινε θρύψαλα και ο Φρανσουά έσφιξε τα σαγόνια του.

"Συγχώρεσε με Μάργκαρετ..." είπε κοιτώντας τη φωτογραφία της. "Θα τα διορθώσω ολα. Στο υπόσχομαι..." δάκρυα άρχισαν να πέφτουν από τα μάτια της...
Έπρεπε να το φανταστεί ότι θα έφταναν στο χάος όταν ο Νικόλας διαγνώσθηκε με σχιζοφρένεια στα έξι του...
Ο Φρανσουά αρνήθηκε τότε να τον κλείσει σε ίδρυμα και το πάλεψε να τον μεγαλώσει σωστά και να τον γιατρέψει...
Οι γιατροί είπαν ότι η απώλεια της μητέρας του ήταν καταλύτης στην αρρώστια.
Για χρόνια έδειχνε φυσιολογικός. Είχε μερικά ξεσπάσματα αλλά τίποτα το τρομερό.
Μέχρι που μετακόμισε πίσω στο σπίτι...
Εκεί άρχισαν οι εμμονές...
Έφευγε και γυρνούσε μετά από μέρες...
Δεν πέρασε μέρα που ο Φρανσουά να μη κατηγόρησε τον εαυτό του....
Όχι μόνο για το θάνατο της αλλά και για τις ψυχές εκείνων των παιδιών που ούτε ήξερε τι απέγιναν...
Μετά το θάνατο της, την έθαψε στη πίσω αυλή και έκλεισε το σπίτι. Δεν ήθελε να έχει καμία επαφή... Προσπάθησε διακαώς να τον βρει αλλά σε κανένα αρχείο δεν ήταν περασμένα τα παιδιά...
Μέχρι που μεγάλωσαν...
Ακόμα όμως κι όταν έμαθε για τον Λίαμ, πάλι δεν κατάφερε να βρει τους άλλους δύο.

Άφησε το κεφάλι του να γύρει προς τα πίσω και κοίταξε το ταβάνι... Ήταν τόσα πολλά αυτά που έπρεπε να παλέψει...
Δεν ήταν αθώος άλλωστε και ο ίδιος...
Το αίμα της Ορόρα ήταν στα δικά του χέρια...Ίσως αυτό να βάρυνε τη ψυχή του αλλά δεν είχε άλλη επιλογή...
Όταν κρυφακουσε μια μέρα το Λίαμ να μιλάει μαζί της, κατάλαβε ότι ήταν και εκείνη μπλεγμένη...
Προσπάθησε να πάρει πληροφορίες, βγήκε εκτός εαυτού και τη χτύπησε για να μη μιλήσει... Δε τη σκότωσε τότε όμως... Ούτε μετέπειτα ... Ακόμα αναρωτιόταν ποιος είχε το σθένος να πολτοποιησει το κεφάλι της...

Με κάθε θάνατο όμως, άλλο τόσο ένιωθε ότι ο Λίαμ είχε άμεση σχέση. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως δε μπορούσε να καταλάβει το γιατί, αλλά ούτε και να συνδέσει καταστάσεις..

Ξεφυσησε δυνατά...
Ήταν αποφασισμένος πια...
Ήξερε πως η Άλισον έπιασε δουλειά σε ένα σχολείο πίσω στο Τέξας... Και όχι σε ένα οποιοδήποτε. Στο σχολείο που ήταν στη πόλη του. Σε εκείνη τη πόλη που είχε να πατήσει χρόνια ολόκληρα. Δε θα άφηνε άλλη ζωή να χαθεί άδοξα...
Μπορεί ο Πάτρικ να μη το πίστευε αλλά εκείνος ήταν πεπεισμένος πως ο Λίαμ σκότωνε γυναίκες και μάλιστα είχε τον Νίκολας από πίσω...

Ίσως ο μόνος δρόμος τελικά, να ήταν η επιστροφή του σε εκείνο το σπίτι ...

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-

Πήρε το καλάθι με τα άπλυτα της εβδομάδας και πριν φύγει για το σχολείο αποφάσισε να βάλει μια προγραμματισμένη πλύση έτσι ώστε στο γυρισμό της να ήταν έτοιμα για άπλωμα. Ένιωθε περίεργα. Σαν να είχε ένα βάρος στο στήθος. Ο Λίαμ είχε φύγει για τη δουλειά. Της ήταν περίεργο να φεύγει τη παρασκευή. Τόσο καιρό απλά έμενε σπίτι.

Έπιασε τα ρούχα όταν ξαφνικά άκουσε κάτι να πέφτει και κοίταξε κάτω.
"Το κλειδί..." αναφώνησε μπερδεμένη βλέποντας το. Κοίταξε και είδε πως κρατούσε ένα παντελόνι του Λίαμ.
Πλέον ήταν σίγουρη ότι κατάλαβε ότι έψαξε τα πράγματα του.

Κοίταξε το ρολόι της.
Είχε περίπου είκοσι λεπτά για να είναι στη τάξη. Ύστερα κοίταξε ξανά το κλειδί...
Η περιέργεια την έτρωγε εκ των έσω και ξέροντας ότι ίσως το μετανιώσει ανέβηκε στα γρήγορα κάνω. Έπιασε την αλυσίδα της σκάλας, τη κατέβασε και μόλις είδε τη κλειδαριά , δοκίμασε το κλειδί και εκείνο γλίστρησε αμέσως μέσα της.
Το στριφογυρισε, η αλυσίδα έπεσε και κατέβασε τη σκάλα...
Κοντοσταθηκε για μια στιγμή.
Ένιωθε κάτι βαρύ στο στήθος. Σαν να της έλεγε η λογική να μη κάνει άλλο βήμα..
Μα εκείνη έκανε...
Ανέβηκε σιγά σιγά και μόλις το κεφάλι της εισχώρησε στη σοφίτα , πάγωσε...

🖤🤔🖤🤔

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top