Κεφάλαιο 16°
«Καλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο, ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να 'ναι!
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
μα βούρκος, το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι' αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.
Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδι' απ' ασφοδίλι,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.
Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
θέλουν – μα δε βολεί, να λησμονήσουν»
Λ. Μαβίλης,
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_
Το κορμί της πονούσε καθώς οι αισθήσεις επανέρχονταν και ανοίγοντας τα βλέφαρα της αντιλήφθηκε πως βρισκόταν στη κρεβατοκάμαρα. Γύρισε πλευρό μα ο Λίαμ δεν ήταν εκεί. Ετριψε ελαφρά τους κροτάφους της, ανακαθισε στο κρεβάτι και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ήταν γυμνή. Το αντιλήφθηκε λίγο αφότου οι μνήμες άρχισαν να σκάνε στο μυαλό της. Πρώτη φορά της έκανε τόσο άγρια έρωτα. Ίσως ήταν ζαλισμενη από το κρασί αλλά θυμόταν τα χέρια του στο κορμί της και ανασηκώνοντας το σεντόνι είδε τις μελανιές στο μπούτι της. Τα δάχτυλα της άγγιξαν τα χείλη της φέρνοντας το φιλί του στο μυαλό μα μαζί με εκείνο, σκυθρωπιασε ξαφνικά...
"Ιαν..." ψέλλισε "Λίαμ, Ιαν ..." κούνησε λίγο το κεφάλι της και σηκώθηκε. "Ότι να ναι ακούς Άλισον..." Φόρεσε τη ρόμπα της και κατέβηκε κάτω. Προς έκπληξη της καθόταν στη βεράντα.
Για μια στιγμή αισθάνθηκε να τη πλημμυρίζει μια αμηχανία. Πρώτη φορά την άγγιζε Πέμπτη ενώ ο τρόπος που το έκανε, ήταν εντελώς διαφορετικός. Θαρρείς και έκανε έρωτα μαζί της από την αρχή.
Όσο ο εγκέφαλος της επεξεργαζόταν τη νύχτα που πέρασε , έφτιαξε ένα καφέ και πλησίασε στη βεράντα.
"Καλημέρα..." η φωνή της πρόδιδε τα μπερδεμένα της αισθήματα αλλά τα έβαλε στην άκρη, του χάρισε ένα φιλί και τραβώντας τη καρέκλα κάθισε πλάι του.
"Καλημέρα..." το τασάκι είχε ήδη επτά τσιγάρα σβησμένα. Έδειχνε και εκείνος λίγο στα χαμένα. "Συγνώμη αν σε πόνεσα χθες..."
"Ίσως το είχα ανάγκη..." παραδέχθηκε σέρνοντας τη κούπα ως τα χείλη της "Σε ευχαριστώ..."
"Θα πας στο μνημόσυνο;" ρώτησε χωρίς να τη κοιτάξει
"Δεν ξέρω... Ζήτησα άδεια από το σχολείο μέχρι τη Δευτέρα αλλά..."
"Αλλά νιώθεις ότι δε θα το αντέξεις .." τη συμπλήρωσε "Ειλικρινά λυπάμαι..."
Η Άλισον πήρε μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκε
"Εύχομαι να σαπίσει στη κόλαση οποιος της το έκανε αυτό" είπε σοβαρη. "Δεν του αξίζει να αναπνέει"
Ο Ίαν έμεινε σιωπηλός "Χθες..." Μίλησε ύστερα από λίγο και γυρίζοντας του πλάτη, ακούμπησε στο κάγκελο "Ήσουν αλλιωτικος... Ένιωσα εντελώς διαφορετικά το κορμί σου..."
Εκείνος σφίχτηκε "Έμοιαζε σαν να είναι η πρώτη μας φορά... Πάντα θέλω να είναι έτσι... Να με φιλάς σαν να μη με είχες ξαναφιλησει και να με αγγίζεις με την ίδια δίψα..."
Η Άλισον γύρισε , άφησε τη κούπα και τόλμησε να κάτσει στα πόδια του ενώ εκείνος έδειχνε προβληματισμένος
"Σε ερωτευθηκα και σε πόθησα πριν καιρό μα χθες..." έκανε μια παύση και χάιδεψε το μάγουλο του "Χθες σ'αγαπησα..." Ένιωσε στις παλάμες της τα σαγόνια του να κλείνουν. "Δεν ξέρω γιατί είσαι εσύ, ούτε τι σε προβληματίζει... Αλλά να ξέρεις πως είμαι εδώ..."
"Θέλω να ζητήσω μια χάρη" ήταν οι πρώτες του κουβέντες μετά από όσα του είπε
"Φυσικά..." ένιωθε ήρεμη στα χέρια του και αυτό φαινόταν
"Μερικές φορές, είμαι όντως λίγο στα χαμένα. Άλλες πάλι , ίσως δε μιλάω ή μιλάω πολύ... Όλοι έχουμε τα πάνω μας και τα κάτω μας..."
"Το κατανοώ..." αποκρίθηκε σιγανα
"Θέλω να μη συζητήσουμε καθόλου για τη χθεσινή βραδιά... Ούτε αύριο, ούτε μεθαύριο ούτε την επόμενη βδομάδα. Σαν να μην υπήρξε" η χάρη του τη ξάφνιασε "Ξέρω πως ακούγεται παράλογο, αλλά θέλω να το έχω και εγώ στο μυαλό μου σαν κάτι μοναδικό... Δε θέλω να το φέρνουμε παράδειγμα στις συζητήσεις ούτε να..." Η Άλισον τον φίλησε και τον διέκοψε
"Θα είναι ένα μυστικό τότε που δε θα λέμε ούτε μεταξύ μας... Μα πάντα θα μας ενώνει" του είπε στίχους γνωστούς για εκείνον από ένα διάσημο ποίημα και εκείνος της χαμογέλασε "Μου χαμογελασες ή είναι ιδέα μου;"
"Περίεργο σου φαίνεται;" ρώτησε αυθόρμητα και εκείνη αναστεναξε
"Σταμάτησες να μου χαμογελάς στα τελειώματα της βδομαδας μήνες τώρα..." είπε έχοντας μια θλίψη στο βλέμμα "Σε ζω καθημερινά Λίαμ..." Το ψύχος στο βλέμμα του επανήλθε και η Άλισον σηκώθηκε. Κατάλαβε αμέσως ότι αυτό που του είπε τον επηρέασε. "Ότι κι αν σε προβληματίζει, θα το φτιάξουμε... Μαζί" Του είπε λίγο πριν μπει στο σπίτι και δίχως να περιμένει την απάντηση του , τον άφησε μόνο...
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-
Τέσσερα χρόνια πριν
St. Edward's University
Τέξας
"Πάντως ξέρεις να κάνεις μια γυναίκα χαρούμενη..." κατέβασε τη φούστα της και με βλέμμα γεμάτο πονηριά κάθισε στα πόδια του.
"Τι νόμιζες; Ότι λόγω της ηλικίας μου δε θα κατάφερνα να σε ικανοποιήσω;"
"Την αλήθεια; Φυσικά... Είσαι 68 Φρανσουά... Όχι ότι μοιάζεις... Δε θα πίστευα ποτέ ότι είσαι τόσο αν δε μου το έλεγες... Σε έκανα για πενήντα αλλά μέχρι εκεί... Μάλλον έχεις καλό γονίδιο..."
"Από όλα τα καλά έχω Σέριλ..."
"Έκανες νέος παιδιά σωστά;"
"Πράγματι... Στα δεκαεπτά είχα το γιο μου. Έναν έκανα μόνο. Βέβαια εκείνες ήταν άλλες εποχές. Πάσχιζα να του μάθω να χαρεί τη ζωή μα το μήλο έπεσε κάτω από τη μηλιά και στα δεκαέξι του μου κουβάλησε μια νύφη..."
"Το κατάλαβα... Ο Λίαμ είναι τόσο νέος..."
"Μήπως σου γυαλισε κι όλας;"
"Τρελάθηκες; Τι είναι αυτά που λες..."
"Δεν ξέρω... Μια ερώτηση έκανα" ήταν τόσο ψυχρός που πάγωσε το αίμα της. Το βλέμμα του ήταν θεοσκοτεινο.
"Για εκείνον είμαι και θα είμαι η δεσποινίς Άντερσον..."
"Χαίρομαι..." της είπε και πιάνοντας την από το πηγούνι το έσφιξε στη παλάμη του "Σε έφερα εδώ για να τον προσέχω. Για να έχω μάτια παντού... Αυτό να θυμάσαι μόνο"
"Το θυμάμαι Φρανσουά. Και τώρα άσε με γιατί με πονάς"
"Ο πόνος αυτός δεν είναι τίποτα μπροστά σε ότι σου κάνω αν καταλάβω ότι με προδίδεις Σέριλ... Μη ξεχνάς πως δεν έχεις καν άδεια για καθηγήτρια μουσικής. Σε ένα κωλομπαρο της Βοστώνης έπαιζες κιθάρα.."
"Δε το ξεχνάω"
"Ωραία. Τώρα συνεννοούμαστε μια χαρά..."
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_
Τριάντα τέσσερα χρόνια πριν...
Πλάνο, Τέξας
Έχοντας το χέρι στη κοιλιά της, βγήκε σιγά σιγά από το αυτοκίνητο και κοίταξε το σπίτι. Ήταν περίεργες εποχές. Η πόλη μικρή και τα στόματα αρκετά για να θρέψουν τα κουτσομπολιά.
"Μη φοβάσαι Μάργκαρετ. Τώρα είμαστε μια οικογένεια" έπιασε απαλά το χέρι της για να τη βοηθήσει και εκείνη κοντοσταθηκε.
"Φοβάμαι πολύ Νικόλας. Κι αν οι γονείς σου δε με συμπαθήσουν; Πως θα μείνουμε εδώ;"
"Κοίτα... Η απόφαση να έρθουμε εδώ ξέρω πως ήταν μονόδρομος. Αλλά μην ανησυχείς. Η μητέρα μου δε μένει μαζί μας Μάργκαρετ. Αυτό είναι κατι που δε σου έχω πει..."
"Και περίμενες να μου το πεις τώρα;!"
"Είναι μεγάλη ιστορία. Δες όμως τη θετική πλευρά. Επιτέλους θα μπει μια γυναίκα στο σπίτι και σε λίγους μήνες θα γεμίσει ο τόπος με χαρούμενες φωνές .."
"Δεν μου έχεις μιλήσει για την οικογένεια σου..."
"Μοναχοπαίδι είμαι. Ζούσα με το πατέρα μου πριν με στείλει στη σχολή. Δεν υπάρχει κάτι άλλο αγάπη μου..."
"Είναι αυστηρός;"
"Ο μπαμπάς μου; Περίεργος μερικές φορές θα έλεγα... Αλλά το ξέρω ότι θα σε λατρέψει. Η μητέρα μου μας άφησε όταν ήμουν τριών. Ελάχιστες είναι οι μνήμες μου. Έφυγε με έναν ναυτικό. Έκτοτε ο πατέρας μου κλείστηκε στον εαυτό του αλλά νομίζω ότι θα χαρεί με τη χαρά μας... Δεν είναι και κανένας μπαμπούλας Μάργκαρετ. Διδάκτωρ είναι. Άνθρωπος της γνώσης..."
Εκείνη τον κοίταξε λυπημένη
"Και θα δεχτεί για γυναίκα σου εμένα; Μια σερβιτόρα είμαι Νικόλας... Δεν έχω ούτε γονείς από πίσω... Κανένα. Κοίτα το σπίτι... Κοστίζει μια περιουσία..."
"Μην ανησυχείς σου είπα... Έλα, πάμε γιατί δε κάνει στη κατάσταση σου να είσαι όρθια"
"Μας περιμένει;"
"Όχι. Είναι έκπληξη..."
°°°°°°°°°°
Τρεις βδομάδες αργότερα
"Πατέρα, θα ήθελες ένα τσάι;" Η Μάργκαρετ τον πλησίασε και τον είδε να διαβάζει. Ήξερε ότι λάτρευε το τσάι καθώς διάβαζε. Την δέχθηκε με χαρά τελικά. Ήταν περίεργος άνθρωπος όντως αλλά δεν έφερε αντίρρηση στο γιο του.
"Ναι γλυκιά μου... Με δυο σταγόνες λεμόνι σε παρακαλώ"
"Εντάξει πατέρα..."
"Μπορείς απλά να μη με αποκαλείς έτσι; Με κάνεις να νιώθω γέρος άνθρωπος... Τριάντα πέντε ετών είμαι. Φρανσουά σκέτο σε παρακαλώ. "
"Με συγχωρείς.. Απλά είναι ο σεβασμός και..."
"Ο σεβασμός δε φαίνεται από το τρόπο που μου απευθύνεσαι σε αυτό το σπιτι... Θα προτιμούσα να με φωνάζεις με το όνομα μου" η Μάργκαρετ χαμογέλασε και πήγε στη κουζίνα να ετοιμάσει το τσάι χωρίς να του φέρει αντίρρηση μα ξαφνικά ένιωσε μια αδιαθεσια και κάθισε. Ήταν ήδη στον έβδομο μήνα.
"Φρανσουά!" φώναξε και εκείνος έτρεξε αμέσως μέσα
"Τι έπαθες;" Την έπιασε από τη μέση και την έβαλε να καθίσει. "Να φωνάξω το γιατρό; Να πάμε στο νοσοκομείο;"
"Όχι όχι... Απλά ένιωσα μια ζάλη και φοβήθηκα..."
"Έλα να σε πάω να ξαπλώσεις..."
"Δεν χρειάζεται.. θα βάλω το τσάι και..."
"Έλα, είπα..." τη σήκωσε μονομιάς στα χέρια του και την ανέβασε επάνω. Την ξάπλωσε στο κρεβάτι, της έβγαλε τις παντόφλες και τις κάλτσες και ύστερα τη σκέπασε. "Δεν είναι ανάγκη να κάνεις τίποτα σε αυτό το σπίτι... Μπορώ να τα κάνω όλα μόνος μου"
"Το ξέρω. Αλλά το θέλω" έπιασε το χέρι του και κοιταχθηκαν για μια στιγμή ώσπου εκείνος σηκώθηκε
"Θα σε αφήσω να κοιμηθείς. Θα φτιάξω εγω γεύμα..."
"Ο Νικόλας θα επιστρέψει σημερα;"
"Όχι γλυκιά μου... Τηλεφώνησε πως λόγω του καιρού θα παραμείνει στη Βοστώνη. Έρχεται σε δύο μέρες..."
Η Μάργκαρετ του χαμογέλασε...
Τελικά άδικα φοβόταν.
Ήταν απίστευτα γλυκός άνθρωπος και πράγματι πολύ νέος.
°°°°°°°°°
Τρεις βδομάδες μετά...
"Και εσύ του χαμογέλασες!"
"Νικόλας σε παρακαλώ!"
Οι φωνές ακούγονταν σε όλο το σπίτι πριν καν μπουν μέσα
"Ει! Τι κάνετε εκεί;" Ο Φρανσουά βγήκε έξω και τους είδε να μαλώνουν μπροστά από το αμάξι "Νικόλας τι τρόπος είναι αυτός;!"
"Εκείνη ρώτα!"
"Είναι έγκυος και εσύ τις βάζεις τις φωνές;!" αγριεψε
"Γλυκοκοιτουσε το γιατρό της!"
"Είσαι με τα καλά σου;!" εσκουξε εκείνη "Ένα ευχαριστώ είπα στον άνθρωπο!"
"Πάει και τελείωσε θα γεννήσεις σπίτι!"
"Νικόλας τράβα μέσα τώρα!" φώναξε ο Φρανσουά δυνατά "Παραλογιζεσαι!"
"Τέλος πάντων! Δε δίνω δεκάρα!" ο Νικόλας βροντηξε τη πόρτα πίσω του και εκείνη έβαλε τα κλάματα
"Σσς ... Μη κλαίς... Έλα, πάμε στο δωμάτιο..."
"Μου φέρθηκε σαν να ήμουν σκουπίδι..." ψέλλισε λυπημένη
"Περνάει τη φάση του..."
"Ποια φάση;" ρώτησε σκουπίζοντας τα μάτια της.
"Τίποτα... Έλα, πάμε επάνω... Έχεις ανάγκη από ξεκούραση..."
°°°°°°°°°
"Πάλι λείπει;" κοίταξε το τραπέζι απογοητευμένη
"Λυπάμαι γλυκιά μου... Θα έρθει όμως"
"Τι του συμβαίνει;" Η Μάργκαρετ κάθισε πλάι του στη καρέκλα
"Με τις γιορτές δε τα πάει καλά... Τότε μας άφησε η μητέρα του και έκτοτε όταν πλησιάζουν, κλείνεται λίγο στον εαυτό του"
"Πρώτη φορά τον βλέπω έτσι..."
"Θα ηρεμήσει. Σε λίγο καιρό θα γεννήσεις κι όλας... Όλα θα πάνε καλά. Και στη τελική, είμαι εγώ εδώ..." Η Μάργκαρετ του χαμογέλασε.. πράγματι από τη μέρα που μετακόμισαν , περνούσε σχεδόν όλο το χρόνο της μαζί του αφού ο Νικόλας τελικά συνέχισε τις σπουδές του και έφευγε συχνά.
"Να χαμογελάς περισσότερο..." άγγιξε το μάγουλο της και εκείνη κοκκίνισε
"Πως και δεν έφτιαξες ξανά τη ζωή σου;" ρώτησε γλυκά "Νέος άνθρωπος είσαι. Όμορφος.. γοητευτικός. Θα μπορούσες να..."
"Δεν θέλησα" τη διέκοψε "Όταν η γυναίκα μου με άφησε με το μικρό , ήθελα να του δώσω όλη την αγάπη που μπορούσα. Βλέπεις δε το πήρε και καλά.. την έψαχνε συνεχώς. Στην αρχή του έλεγα δικαιολογίες αλλά δεν άργησε να καταλάβει ότι μας άφησε για έναν άλλο άντρα... Όταν ήταν έξι, βρήκε το γράμμα που κρατούσα φυλαγμένο από τη μέρα που έφυγε. Ήταν Χριστούγεννα... Τον τσάκισε ψυχικά. Ήθελα απλά να γίνω μάνα και πατέρας υποθέτω..."
"Καταλαβαίνω..." Ακολούθησε μια περίεργη σιωπή ανάμεσα τους
"Μην ανησυχείς... Θα στρώσει στο υπόσχομαι..."
"Μετά το γεύμα θα μπορούσες να μου διαβάσεις λίγο; Με ηρεμεί..."
"Αλήθεια; Δεν ήξερα ότι μια νέα κοπέλα θα άντεχε τη θεία κωμωδία.."
"Κι όμως... Σε ακούω πολλές φορές... Δεν καταλαβαίνω κάποια πράγματα αλλά τα λες πολύ όμορφα..."
"Είναι υπέροχο βιβλίο... Είναι από εκείνα που κάθε άνθρωπος όταν το διαβάζει βγάζει ξεχωριστά συμπεράσματα"
"Δηλαδή;"
"Είσαι όντως περίεργη έτσι;"
Εκείνη του χαμογέλασε
"Ναι..."
"Έλα, πάμε στο σαλόνι. Θα καθίσουμε και θα σου εξηγήσω..." την κράτησε και πήγαν στο σαλόνι. Την έβαλε στο καναπέ να ξαπλώσει και εκείνος πήρε το βιβλίο και κάθισε στο πάτωμα δίπλα της "Λοιπόν, ο Δάντης ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος. Περιέγραψε ένα ταξίδι του σε αυτό το βιβλίο. Πολλοί πίστευαν ότι είχε την εντύπωση ότι πράγματι το έζησε. Άλλοι τον είπαν απλά τρελό..."
"Το έζησε;"
"Ίσως... Ποτέ δε θα μάθουμε υποθέτω... Ίσως συνέβη κάτι στη ζωή του τόσο συνταρακτικό που το απέδωσε με τη μορφή αυτή... Στο βιβλίο ξεκινάει να πηγαίνει προς τη κόλαση... Περνάει μέσα από το καθαρτήριο και κάπου εκεί, συναντά τη Βεατρίκη... Μέσω εκείνης κατάφερε τελικά να βρει τον παράδεισο και δεν κόλλησε στη κόλαση... Αυτή η γυναίκα ήταν υπαρκτη στη ζωή του ξέρεις..."
"Αλήθεια;"
"Ω ναι... Ακόμα και το όνομα της ήταν αληθινό. Μερικοί λένε πως όλο αυτό είναι ένας ύμνος αγάπης... Μιλάει για το πόνο του και πως τον αντιμετώπισε μέχρι να την βρει και να του δείξει το σωστό δρόμο... Όταν την βρήκε τότε.." ο Φρανσουά σταμάτησε να μιλάει ξαφνικά όταν ένιωσε τα δάχτυλα της στα μαλλιά του... Γύρισε ελαφρώς το κεφάλι του και τη κοίταξε. Οι φλόγες από το τζάκι να χόρευαν στο δέρμα της, τα κατάμαυρα γυαλιστερά της μάτια τον κοιτούσαν παράξενα και η αγνή της ομορφιά, άγγιζε τα μέσα του.
"Θέλω να ζήσω τέτοια αγάπη πριν πεθάνω..." του είπε σχεδόν ψιθυριστά
"Δε τη ζεις;" ρώτησε και εκείνη εγυρε το κεφάλι της στο πλάι και χαμογέλασε λυπημένα
"Με τον Νικόλας γνωριστήκαμε ένα βράδυ όταν ήρθε εκεί που δούλευα. Ήταν νευρικός. Του κερασα έναν καφέ γιατί δεν είχε ψιλά πάνω του... Την επόμενη μέρα ήρθε ξανά και ξανά ώσπου ένα βράδυ μου ζήτησε να βγούμε. Δε θα πω ψέματα... Ήπιαμε, μεθυσαμε... Και κατέληξα έτσι..." είπε δείχνοντας τη κοιλιά της. "Έκτοτε και αφού του το είπα, έγινε απίστευτα γλυκός. Ήθελε να μείνει στη ζωή μου αν και του εξήγησα ότι μπορούσε να συνεχίσει τη δική του. Δεν έχω γονείς. Μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο. Παρόλα αυτά από μικρή δουλεύω. Μπορούσα να τα καταφέρω... Ήξερε ότι δεν υπήρχε έρωτας ανάμεσα μας... Αγάπη ίσως προέκυψε λόγω της εγκυμοσύνης. Ή έστω η ιδέα αυτής... Αλλά όλο αυτό, δεν είναι βγαλμένο από ιστορία πάθους... Ούτε από κάποιο βιβλίο... Είναι απλά μια ξέφρενη νύχτα και τα αποτελέσματα της...
Τα υπόλοιπα τα ξέρεις... Με έπεισε να έρθουμε εδώ και μου ζήτησε να τον παντρευτώ..." Η Μάργκαρετ έκανε μια παύση και αναστεναξε "Υποθέτω δε θα γίνω ποτέ η Βεατρίκη... Ούτε θα βρω τον δικό μου Δάντη. Θα αφοσιωθώ στα παιδιά όμως... Ίσως σε αυτά δώσω όλη την αγάπη μου"
"Ίσως σου φανεί αστείο αλλά δεν είμαι παλαιάς κοπής άνθρωπος Μάργκαρετ. Αν νιώθεις ότι δεν είσαι ευτυχισμένη εγώ θα σε στηρίξω. Οικονομικά ότι κι αν χρειαστείς θα είμαι εδώ... Δε σου λέω να αφήσεις το γιο μου αλλά η δυστυχία γλυκιά μου, μεταλαμπαδεύεται και στα παιδιά είτε το θέλεις είτε όχι..."
"Δε θέλω να φύγω... Όχι πια " παραδέχθηκε
"Γιατί;"
Η Μάργκαρετ πήρε μια βαθιά ανάσα και τον κοίταξε κατάματα...
"Γιατί προτιμώ να ζήσω μια συμβατική ζωή με εσένα μέσα, παρά μια ζωή μόνη μου..." αποκρίθηκε σοκάροντας τον "Συγνώμη. Δεν έπρεπε να το πω αυτό..." προσπάθησε να σηκωθεί και εκείνος ασυναίσθητα τη βοήθησε.
"Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα Μάργκαρετ;" της είπε χαϊδεύοντας απαλά το μάγουλο της "Ότι δε θα ήθελα ούτε εγώ να φύγεις..."
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-
🤫🧐🧐🤔🤔🤔🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top