Κεφάλαιο 14°

«Διότι ίσως φαίνεται το υποκείμενόν του
οτ’ είναι πάντοτε καλόνˑ αλλά καλόν δεν είναι
παν έκτυπον, κι’ αν ο κηρός καλός συμβή να ήναι»
Οι λόγοι σου και ο πιστώς ακολουθών σε νους μου
μοι έχουσιν, απήντησα, τον έρωτα δηλώσειˑ
πλην τούτο αμφιβολιών μ' επλήρωσε πλειόνων.
Διότι αν μας έρχεται ο έρως εκ των έξω,
και δεν βαδίζη η ψυχή με βήμα παραλλάσσον,
αν ίσα βαίνη ή λοξά δεν είναι θέλημά της.»

Θεία κωμωδία. Έρωτας.

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_

Εξι χρόνια πριν

Κοιμόταν σαν άγγελος.
Η αναζήτηση της τελειότητας όμως , εκείνη που θα πληρούσε εντελώς τα στάνταρ του, δεν είχε τη μορφή της και το ήξερε.
Χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της, τα μύρισε και χαμόγελασε λυπημένος.
Είχε βαρεθεί να ψάχνει το τέλειο.
Πάντα κάτι θα υπήρχε που δε θα άγγιζε τη τελειότητα κι αν δεν την άγγιζε ο δρόμος ήταν ένας... Τη σκουντηξε απαλά και εκείνη άνοιξε τα νυσταγμενα της βλέφαρα και ετριψε τα μάτια της.

"Είναι περασμένα μεσάνυχτα Λίαμ... Τι συμβαίνει;"

"Θέλω να σου δείξω κατι. Δεν μπορούσα να κρατηθώ μέχρι το πρωί..."

"Τέτοια ώρα;"

"Ναι Μάγκυ, είναι σοβαρό.."

"Με κάνεις και ανησυχώ" ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και τον κοίταξε

"Μην ανησυχείς. Δεν είναι κάτι κακό αγάπη μου..."

"Έγινε μήπως κάτι στο πανεπιστήμιο; Έμαθαν για μας; Τρομάζω Λίαμ! Πως να μη τρομάζω! Με σήκωσες βραδιάτικα και είσαι περίεργος"

"Όχι. Κανένας δε ξέρει για μας... Απλά σου έχω μια έκπληξη..."

"Και δε μπορεί να περιμένει;"

"Δυστυχώς όχι... Θέλω να σου γνωρίσω κάποιον βασικά..."

"Τώρα;" απόρησε παραξενεμένη

"Ναι. Δεν το ήξερα. Έφτασε στη Βοστώνη για να με δει... Έλα, βάλε κάτι επάνω σου και πάμε" Τη φίλησε στα χείλη , χάιδεψε τα μαλλιά της και χαμογέλασε βλέποντας το δισταγμό της "Θα πάρουμε ευχή αγάπη μου..." της εξήγησε

"Ευχή; Δεν πιστεύω να εννοείς..." Το πρόσωπο της άλλαξε ξαφνικά

"Αυτό ακριβώς εννοώ... Σου εξήγησα πόσο πολύ ήθελα να ταξιδέψουμε στο Τέξας για... Ξέρεις... Για να πάρουμε την ευχή του και να παντρευτούμε επιτέλους."

"Δε το πιστεύω Λίαμ! Πες μου ότι ήρθε ως εδώ;!"

"Ναι. Είναι κάτω αγάπη μου..."

"Θα τρελαθώ!" σηκώθηκε αναστατωμένη "Κοίτα πως είμαι! Πως θα με δει έτσι ο άνθρωπος! Θεέ μου... Θα τρελαθώ"

"Είσαι μια κούκλα. Ηρέμησε..." Άρχισε να ντύνεται βιαστικά, έπιασε τα μαλλιά της και ξεφυσησε "Είδες; Ούτε ένα λεπτό σου πήρε. Άλλωστε αύριο θα βγούμε για φαγητό και είσαι ελεύθερη να εντυπωσιάσεις.."

"Επιτέλους... Δε θα κρυβόμαστε πια... Έκλεισα και τα δεκαοχτώ χθες. Ούτε άδεια θα χρειαστώ από κανένα... Δε βλέπω την ώρα να το πω στα κορίτσια!"

"Δεν έχουν πάρει χαμπάρι τίποτα;" τη ρώτησε σκεπτικός

"Κανένας. Δε θα σε εξέθετα ποτέ. Άσε που θα έχανα και τη χρονιά μου. Ξέρεις πόσο σημαντικό είναι να περάσω στο πανεπιστήμιο με άριστα... Τώρα όμως επιτέλους θα το φωνάξω! Εγώ, η Μάγκυ Θάτσερ, σύντομα θα γίνω κυρία Σμιθ- Σπένσερ...!" Του είπε γελαστή και εκείνος συνοφρυωθηκε

"Τι σου είπα για το δεύτερο επίθετο μου; Από τότε που σκαλισες εκείνα τα χαρτιά, το αναφέρεις συνέχεια. Σου είπα δε το χρησιμοποιώ. Το έχω αλλάξει. Ούτε εσύ θα το έχεις. Είναι σκέτο Σμιθ!"

"Σωστά. Με συγχωρείς. Απλά με παρέσυρε ο ενθουσιασμός..."

Ο Λίαμ αναστεναξε.

"Πάμε;"

"Πάμε... Τον κάναμε να περιμένει ήδη αρκετά τον άνθρωπο..."

"Οι κύριες προηγούνται..." την άφησε να περάσει και την ακολούθησε. Η Μάγκυ κατέβηκε τη σκάλα μα φτάνοντας στο κάτω όροφο παραξενεύτηκε. "Τώρα δεν ήσουν πίσω μου;" αποκρίθηκε βλέποντας τον στο σαλόνι και γυρίζοντας τον είδε πίσω της.
"Δεν καταλαβαίνω... Τι είναι αυτό;"
Γύρισε ξανά προς το σαλόνι αλλά το βλέμμα της έπεσε στο διάδρομο.

"Θεέ μου!" αναφώνησε βλέποντας έναν ακόμα μαυροντυμενο άντρα ενώ μόλις έβγαλε τη κουκούλα του , η Μάγκυ πάγωσε.

"Δεν υπάρχει Βεατρίκη τελικά... Τουλάχιστον όχι τώρα..." άκουσε πίσω της και γυρίζοντας, ένιωσε έναν οξύ πόνο στο κεφάλι και κατέρρευσε...

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-

Κοίταξε τον εαυτό της στο καθρέφτη.
Το ταγιέρ της έδειχνε λιγάκι αυστηρό.
Είχαν περάσει περίπου δύο μήνες από τότε που ο Λίαμ της είπε για τη δουλειά στο σχολείο και πράγματι η Άλισον είχε ξεκινήσει σχεδόν αμέσως. Ένιωθε όμως ότι το ντύσιμο της, δεν ήταν το κατάλληλο. Δεν έκανε τα παιδιά να νιώσουν άνετα.
Άνοιξε τη ντουλάπα, έβγαλε ένα τζιν και ένα πουλόβερ. Ίσως έπρεπε να τους δείξει μια άλλη πτυχή του εαυτού της. Ίσως έτσι καταλάβαιναν καλύτερα τη λογοτεχνία που τους δίδασκε και δε την έβλεπαν απλά σαν ένα δύσκολο μάθημα.

"Κάπως καλύτερα..." σκέφτηκε και ετοιμάστηκε. Ο Λίαμ όλο αυτό το διάστημα  είχε τα πάνω του και τα κάτω του. Η Άλισον πολλές φορές ένιωθε τύψεις γιατί γύριζε σπίτι και είχε να διορθώσει γραπτά η να βγάλει την ύλη της επομενης αλλά τη διαβεβαίωνε πως την καμαρωνε και πως όλα ήταν καλά. Σε μια συζήτηση μάλιστα που είχε με τον παλιό του φίλο και καθηγητή στο σχολείο της, και εκείνος της είπε ότι από παιδί, τις μισές μέρες του μιλούσαν όλοι και τις υπόλοιπες ήταν κλεισμένος στον εαυτό του. Πάντα όμως ήταν καλός φίλος και όλοι τον θαύμαζαν. Αυτό δικαιολογούσε και τη συμπεριφορά που και η ίδια είχε παρατηρήσει...
Πλέον ήταν συνήθεια...
Κάθε Πέμπτη καθόταν ήρεμος πλάι στο τζάκι και διάβαζε σιγανα το αγαπημένο του βιβλίο. Η Άλισον είχε πιάσει πολλές φορές τον εαυτό της να το απολαμβάνει τελικά...
Ίσως δεν είχαν σωματική επαφή αλλά όσο τον ζούσε άλλο τόσο έβλεπε ότι σαν άνθρωπος ήθελε να έχει το χρόνο και το χώρο του. Και εκείνη φρόντιζε πια να του τα δίνει απλόχερα όταν τα είχε ανάγκη.
Οι ρυθμοί άλλωστε που απέκτησε η ζωή τους, δε της επέτρεπαν πολλές φορές να σκαλισει παλιές του πληγές και τραύματα για να μάθει. Γιατί σίγουρα είχε ... Απλώς δε της τα είχε πει ακόμα...

Είχαν αποφασίσει ο γάμος να γίνει μετά το νέο έτος. Η Άλισον ήθελε να τελειώσει η σχολική χρονιά και να έχει καθαρό μυαλό. Δεν το είχε ανακοινώσει ακόμα στους γονείς της αλλά πέρα από αυτούς, ήθελε κοντά της και τις φίλες της οι οποίες ήταν ακόμα στα σκοτάδια. Μήνες είχε να μιλήσει μαζί τους και αυτό ήταν κάτι που την ενοχλούσε αφού λόγω δουλειάς το ανέβαλε συνεχώς.

"Λίαμ;" Φώναξε κατεβαίνοντας κάτω μα δεν έλαβε απάντηση. "Λίαμ" ξαναφωναξε μα τίποτα. Κοίταξε στη βεράντα και τον είδε να καπνίζει. "Εδώ είσαι;" βγήκε και εκείνος ούτε που τη κοίταξε "Φεύγω για το σχολείο. Θα κρυώσεις. Το έχει στρώσει για τα καλά... Να σου φέρω μια ζακέτα;"

"Όχι, είμαι εντάξει" απάντησε και εκείνη αναστεναξε. Τον πλησίασε και τον φίλησε απαλά στα μαλλιά.

"Θα αργήσω λίγο σήμερα. Υποσχέθηκα στα παιδιά  να..."

"Μην ανησυχείς" τη διέκοψε

"Καλώς..." αρκέστηκε να πει και ξαναμπήκε μέσα. Είχαν στολίσει το σπίτι για τις γιορτές μα ο Λίαμ γινόταν θλιμμένος αντί να χαίρεται. Πρώτη φορά τον ένιωθε τόσο απόμακρο... Το είχε πάρει απόφαση όμως να του μιλήσει το βράδυ. Ίσως να έφτιαχνε και ένα ωραίο δείπνο, να έπιναν λίγο κρασί και επιτέλους να της μιλούσε...

Του έριξε μια τελευταία ματιά πριν φύγει... Έδειχνε τόσο βυθισμένος στις σκέψεις του.
Και εκείνο το τσιγάρο δε μπορούσε να το καταλάβει... Κάπνιζε συγκεκριμένες μέρες ενώ τις υπόλοιπες τα έβλεπε και ούτε τα άγγιζε...
Αποφασισμένη να κάνει μια συζήτηση μαζί του το βράδυ, τον άφησε και έφυγε...

_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-

Εννιά χρόνια πριν

Το δέντρο ήταν πανέμορφο. Είχαν αγοράσει κάθε λογής χαζα στολίδια. Από ελαφάκια μέχρι σκυλάκια. Τα φωτάκια ήταν πολύχρωμα. Είχε μια αδυναμία σε αυτά και εκείνος δεν είχε πρόβλημα.

Μπαίνοντας στο σπίτι τη βρήκε να κάθεται στην αγαπημένη της πολυθρόνα και να πλέκει. Πάντα το θαύμαζε από πάνω της...
Οι εποχές είχαν προχωρήσει μα οι αρχές της και οι τρόποι της, τον έκαναν να τη θαυμάζει καθημερινά. Φορούσε ένα όμορφο ανάλαφρο κόκκινο φόρεμα, το τζάκι έκαιγε και έπλεκε πάνω στην φουσκωμένη της κοιλίτσα. Ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που λάτρεψε στη ζωή του.

Τα ξανθά της μαλλιά λαμπυρίζαν ενώ από τα χείλη της, έβγαινε ένα απαλό νανούρισμα. Ήξερε πως όταν γεννηθεί το παιδί τους, θα γίνει η καλύτερη μάνα... Μερικές γυναίκες ήταν γεννημένες για αυτό και εκείνη ήταν αδιαμφισβήτητα μια.

"Αγάπη μου; Δε σε άκουσα να μπαίνεις.." άφησε το πλεκτό και πιάνοντας τη μέση της σηκώθηκε σιγά σιγά

"Μη σηκώνεσαι... " της είπε πιάνοντας το χερι της και την έβαλε να καθίσει ξανά. "Δύο εβδομάδες μείνανε. Είναι και ο μικρός ζωηρός... Κάτσε να ξεκουραστείς σε παρακαλώ"

"Είσαι τόσο γλυκός..." τον φίλησε στα χείλη και χαμογέλασε

"Τι είδους χαμόγελο είναι αυτό τώρα;"

"Νομίζω βρήκα το όνομα..." του ανακοίνωσε ευτυχισμένα

"Μμμμμ ακούγεσαι σίγουρη" γονάτισε πλάι της στο τζάκι και εκείνη του χάιδεψε τα μαλλιά

"Τζόσουα..." αποκρίθηκε γλυκά "Σου αρέσει;"

Εκείνος άφησε το κεφάλι του να γύρει εξολοκλήρου στα πόδια της και έκλεισε τα μάτια του. "Είναι πανέμορφο..."

"Σαγαπαω Ίαν..." τα δάχτυλα της άγγιξαν τα βλέφαρα του και σαν να του έπαιρνε χιλιάδες βάρη από τη ψυχή εκείνος αναστεναξε βαθιά.

"Εγώ να δεις πόσο πολύ ..." είπε ύστερα από λίγο και ανοίγοντας τα βλέφαρα του, εστίασε στις φλόγες... Η κόλαση είχε περάσει για εκείνον... Όπως και το καθαρτήριο... Ο μόνος δρόμος πια, ήταν ο παράδεισος...

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-

Το κουδούνι χτύπησε μα ήταν τόσο άσχημος ο καιρός που παρέμεινε στην αίθουσα. Είχε ήδη ζεστό καφέ και δέκα λεπτά μπροστά της για να χαλαρώσει. Τελικά είχε δίκιο. Οι μαθητές ένιωσαν ξεκάθαρα πιο άνετα με την εμφάνιση της και το μάθημα ήταν εντελώς διαφορετικό. Η Άλισον ήταν τρισχαρουμενη.

Έβγαλε το κινητό θέλοντας να μοιραστεί τη χαρά της με τον Λίαμ μα προσεξε μια  ειδοποίηση στην οθόνη που την έκανε ακόμα πιο χαρούμενη. Η Κλάρα της είχε στείλει μήνυμα. Η Άλισον το άνοιξε χωρίς δεύτερη σκέψη μα το χαμόγελο της έσβησε μονομιάς...

Πριν καν διαβάσει τι έγραφε, κοίταξε τη φωτογραφία που της έστειλε. Ήταν μια ανακοίνωση για κηδεία...
Ένιωσε τη γη να χάνεται όταν είδε το όνομα...
Ορόρα Πάτερσον...

Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της και κοίταξε το κείμενο

"Άλισον, ξέρω ότι είσαι μακριά. Όπως ξέρω ότι δε κρατήσαμε και την επαφή που θα θέλαμε... Αλλά πρέπει να μάθεις ότι η Ορόρα πέθανε. Σε τρεις μέρες είναι η κηδεία. Δε μπορώ να σου πω λεπτομέρειες. Πάρε με τηλέφωνο όποτε μπορέσεις να σου εξηγήσω. Θα ήθελα πολύ να παρευρεθείς. Δεν θα είναι κανονική κηδεία. Το σώμα της ενταφιάστηκε δύο μήνες πριν... Τώρα όμως τα σύνδεσαν και όπως καταλαβαίνεις, θα γίνει ένα μνημόσυνο..."

Διάβαζε τις αραδες ξανά και ξανά μπερδεμένη....
Δύο μήνες πριν;
Σύνδεση;
Δεν καταλάβαινε τίποτα πέρα από το γεγονός ότι η Ορόρα ήταν νεκρή ...
Άρπαξε τη τσάντα της, και χωρίς δεύτερη σκεψη σηκώθηκε να πάει στο γραφείο και να τηλεφωνήσει στη Κλάρα...

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_

Ενάμιση χρόνο πριν

Το μισούσε το νοσοκομείο.
Ένιωθε απροστάτευτη εκεί μέσα...
Είχε δυο μέρες που συνήλθε και όλα ήταν θολά δύο κεφάλι της. Οι γιατροί δεν άφησαν τους αστυνομικούς να της πάρουν ακόμα κατάθεση. Ζήτησαν μια εβδομάδα και τους εξήγησαν πως η κατάσταση της δεν ήταν ακόμα καλή.

Κοίταξε το καμπανάκι και ύστερα το ταβάνι.
Διψούσε αλλά δεν έβλεπε κάπου νερό ενώ ένιωθε ανήμπορη να σηκωθεί. Τεντώθηκε ελαφρώς να το φτάσει αλλά δε τα κατάφερε.
Έκλεισε τα βλέφαρα της και προσπάθησε να θυμηθεί ξανά όσα έγιναν εκείνο το βράδυ αλλά η μνήμη της σταματούσε στο σημείο που του έβγαζε τη κουκούλα...
Οι γιατροί είπαν πως το σοκ ήταν τόσο μεγάλο που ο εγκέφαλος της διέγραψε προσωρινά την ανάμνηση ή τη κρατούσε κλειστή.

Εικόνες πεταριζαν διάσπαρτες και η Ορόρα θύμωσε με τον εαυτό της. Έβλεπε γκρίζο ... Μόνο γκρίζο...
Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να συγκεντρωθεί...
Τίποτα όμως...
Το μόνο που θυμόταν ήταν το γκρι...

Ξάφνου άκουσε ένα μπουμπουνητο και το σώμα της σφίχτηκε. Έβρεχε και εκείνη τη μέρα που τη χτύπησαν...
Τα φώτα τρεμοπαιξαν και η Ορόρα προσπάθησε να τεντωθεί προς το καμπανάκι ώσπου ένας κεραυνός σταμάτησε τη καρδιά της και έμεινε με τα μάτια ορθανοιχτα να κοιτάζει προς το παράθυρο...

"Δε μπορεί...." ψέλλισε όταν οι πρώτες θύμησες ζωντάνεψαν "Δεν είναι δυνατόν... Δε γίνεται...." ένιωσε το τρόμο να σκεπάζει τη ψυχή της... "Σίγουρα είναι απλά το μυαλό μου που παίζει παιχνίδια... Αυτό είναι ... Τίποτα άλλο..." η καταιγίδα δυνάμωνε και το μυαλό της άρχισε να καθαρίζει την εικόνα αλλά η Ορόρα αρνιόταν να πιστέψει αυτό που ένιωθε και έβλεπε στις αναμνήσεις της.
Ήταν πεπεισμένη πως ήταν κάποιο τρικ του εγκεφάλου της...
Δεν ήταν δυνατόν άλλωστε να της επιτέθηκε ο πρύτανης Σπένσερ... Ήταν;

Ξεροκαταπιε και ξάπλωσε... 
Όλα θα έφτιαχναν....
Όλα....

🤔🤫🖤🤔🤫🖤🖤🖤🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top