Κεφάλαιο 13°
























«Τούτοι οι χαμένοι που ποτέ δε ζήσαν,
ολόγυμνοι γυρνούν και τους δαγκάνουν
αλύπητα χοντρόμυγες και σφήκες.
Το πρόσωπό τους μ' αίμα χαρακώναν,
που, ανάκατο με κλάματα, βρωμιάροι
στα πόδια τους το μάζωναν σκουλήκοι.
Κι ως έριξα πιο πέρα τη ματιά μου,
πλήθος στον όχτο ποταμού μεγάλου
τηρώ και κράζω: «Δάσκαλέ μου, στέρξε
και μάθε μου ποιοι να 'ν' και ποιος ο νόμος
που τόσο να περάσουν λαχταρίζουν,
καθώς στο μουχρωμένο φως ξεκρίνω».
Κι αυτός: «Το λόγο θα τον νιώσεις, είπε,
τα βήματά μας όντας πια σταθούνε
στου αραχνιασμένου Αχέροντα τον όχτο».

Κόλαση του Δάντη.
Άσμα τέταρτο

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-

Άπλωσε το χέρι του και άναψε το πορτατίφ.
Δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
Γύρισε προς τη πλευρά της και τη κοίταξε. Κοιμόταν γαλήνια.
Σηκώθηκε σιγά σιγά από το κρεβάτι και κατέβηκε στη κουζίνα.
Ξημέρωνε.
Άνοιξε το ντουλάπι με τα ποτά, έβγαλε το ουίσκι και σέρβιρε στον εαυτό του ένα ποτήρι. Το κατέβασε όλο και το ξαναγεμισε ώσπου πρόσεξε ότι η πόρτα του υπόγειου δεν ήταν καλά κλειστή. Άδειασε το ποτήρι ξανά και σηκώθηκε. Άναψε το φως και κοντοσταθηκε στην αρχή της σκάλας μα δευτερόλεπτα αργότερα ξεκίνησε να κατεβαίνει. Φτάνοντας κάτω πρόσεξε ότι η μία από τις κούτες ήταν μισάνοιχτη. Πλησίασε ώσπου με το πόδι του κλώτσησε κάτι και έκανε θόρυβο. Χαμήλωσε το βλέμμα και είδε ένα κλειδί ...
"Το" κλειδί...
Αμέσως οι γροθιές του έκλεισαν ενώ κάθε μυς του κορμιού του σφίχτηκε.

Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε προς τα πάνω κάνοντας την,  εικόνα να κοιμάται γαλήνια στο κρεβάτι...
Έσκυψε, πήρε το κλειδί και το έβαλε στη τσέπη του. Ύστερα ανέβηκε, ήπιε αλλά δύο ποτήρια ουίσκι και κίνησε για τη κρεβατοκάμαρα ήρεμος.
Όπως ακριβώς την άφησε έτσι ακριβώς κοιμόταν... Με βήμα σιγανό, προχώρησε και στάθηκε πάνω από το κεφάλι της.

Ακόμα και με την απόσταση ανάμεσα τους μπορούσε να μυρίσει τα μαλλιά της , τη κρέμα του σώματος της και το απαλό της άρωμα... Ξεχώριζε και τις τρεις μυρωδιές...
Έσκυψε από πάνω της και την επεξεργάστηκε. Τα βλέφαρα της τρεμοπαιζαν απαλά, τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα και τα χέρια της μπλεγμένα στα μαλλιά της. Ήταν αδιαμφισβήτητα η πιο όμορφη από όσες είχαν περάσει...

Χαμήλωσε λίγο παραπάνω το κορμί του και φίλησε απαλα το μέτωπο της 
"...εξηφανίσθη βαθμηδόν από των οφθαλμών μουˑ
όθεν ο έρως μ’ έκαμεν κι’ η παύσις πάσης θέας , να στρέψω με τα βλέμματα επί την Βεατρίκην..." Ψέλλισε και ύστερα κάθισε στη πολυθρόνα απέναντι της...
"Τα σώματα σαπίζουν... Οι ψυχές επιζούν. Μόνο εκείνες μένουν να πονάνε, να αγαπάνε και να υπομένουν. Δεν είναι η ελπίδα, αυτή εχάθη, είναι ο προορισμός που κινεί τα νήματα και η ανάγκη..." Αποκρίθηκε και εγυρε το κεφάλι του προς τα πίσω...

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-

Είκοσι οκτώ  χρόνια πριν
Πλάνο, Τέξας

Το κορμάκι του ήταν γεμάτο ουλές ...
Μερικές ήταν φρέσκιες ενώ άλλες μετρούσαν χρόνια...
Ήταν καθισμένο σε μια καρέκλα και τα ποδαράκια του βυθισμένα μέσα σε μια λεκάνη με πάγο. Είχαν μελανιασει μα δε τα έβγαζε. Αν τα έβγαζε θα κατέληγε ολόκληρος μέσα στο βαρέλι...

Στα χέρια κρατούσε το βιβλίο του.
Μόνο η κόλαση μπορούσε να παρομοιαστεί με τη ζωή του αλλά εκείνος τόλμησε και προσπέρασε τις σελίδες φτάνοντας επιτέλους στο παράδεισο...
Στο αθώο κεφαλάκι του, η Βεατρίκη ήταν η μανα... Ήταν η σωτηρία. Ένας παράδεισος που ήταν σίγουρος ότι σύντομα θα πάει...
Δεν άντεχε άλλο...

"Καταραμένο βδελυγμα της μήτρας της! Τι σου είπα;!" γύρισε γρήγορα τις σελίδες και επέστρεψε στη κόλαση "Θέλω να σε ακούω καθώς  τρώω να διαβάζεις δυνατά!" η βροντερή του φωνή από τη κουζίνα τον τάραξε. Πάντα του άρεσε να τρώει ενώ εκείνος διάβαζε δυνατά τα αποσπάσματα.
Έτρεμε όμως ολόκληρος. Ήταν γυμνός και δεν ένιωθε τα πόδια του. Έξω η θερμοκρασία ήταν υπό το μηδέν...

"Σε ικετεύω... Διάβασε του..." ακούστηκε μια ακόμα φωνή και γυρίζοντας δεξιά, βουρκωσε... "Δεν αντέχω ... Έχω να φάω τρεις μέρες..."

"Ξεκίνα καταραμένο γιατί θα κατέβω!!" η κραυγή του συνοδεύτηκε με ένα βαρύ χτύπημα στη πόρτα του υπόγειου και εκείνο τρομαγμένο άρχισε να διαβάζει δυνατά αποσπάσματα που τα είχε ήδη μάθει απ' έξω... Είχε φτάσει οκτώ πια... Ήταν αρκετά μεγάλος για να τα αποστηθίσει...

Με φωνή που έβγαινε μετά βίας από τα χείλη του συνέχισε να διαβάζει ώσπου η πόρτα άνοιξε. Τα βαριά του βήματα έγιναν εικόνα και εκείνα άρχισαν να τρέμουν όχι από το κρύο αλλά από το φόβο. Στα χέρια του είχε μπλεγμένη τη ζώνη και στο πρόσωπο του απίστευτο θυμό.

"Η πόρνη η Βεατρίκη, πέθανε... Ο εξευτελισμός όμως δε τελειώνει...
Στο κόσμο που θα περπατήσετε θα βρείτε πολλές... Όλες είναι πόρνες!" Χτύπησε τη ζώνη στο πάτωμα και τα πλησίασε.

"Εμένα!" φώναξε αυτό που καθόταν στη καρέκλα και εκείνος γέλασε... Πήγε κοντά και έσφιξε τη ζώνη κοιτώντας το κατάματα.

"Μόνο και μόνο επειδή το ζήτησες, θα κάνω το αντίθετο... Αυτό θα σου διδάξει πώς ο συναισθηματικός πόνος ξεπερνάει το σωματικό καμιά φορά..." είπε και κατευθύνθηκε στα γρήγορα προς το άλλο που ήταν πεσμένο καταχαμα. Κράτησε σφιχτά τη ζωνη και άρχισε να το χτυπάει αλύπητα με μανία ενώ εκείνο ούρλιαζε και εκλιπαρούσε για έλεος...

"Διάβαζε!!" φώναξε προς το άλλο και εκείνο έσφιξε τα δόντια του και σηκώθηκε από τη καρέκλα. Στο πρώτο βήμα, τα παγωμένα του πόδια το πρόδωσαν και έπεσε κάτω. Ξεκίνησε να σέρνεται ώσπου ένιωσε ένα τσούξιμο στη πλάτη και κουλουριαστηκε...

"Χτύπα τον! Πιο δυνατά!!" στη προσταγή του τα χτυπήματα έγιναν οδυνηρά.. η βίτσα άρχισε να σκιαγραφεί δρόμους στο κορμάκι του και εκεινο λιποθύμησε από το πόνο...

_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-

"Σιωπηλός είσαι σήμερα..." η Άλισον έφτιαξε καφέ και πρόσεξε ότι πάλι ήταν περίεργος. Όπως τότε στο Μαρόκο. Δεν μιλούσε πολύ και ήταν ντυμένος με σκούρα ρούχα.

"Το σεμινάριο δεν πήγε καλά..."

"Γιατί δεν είπες κάτι χθες;" ρώτησε και τραβώντας μια καρέκλα κάθισε κοντά του.

"Γιατί παραλίγο να με σκοτώσεις ίσως;" απάντησε θαρρείς και είχε έτοιμο το λόγο του.

"Σωστά..." του χαμογέλασε γλυκά "Με συγχωρείς για αυτό... Τρόμαξα πολύ"

"Δεν πειράζει... Συμβαίνουν αυτά. Λοιπόν; Έχουμε τίποτα πράγματα ακόμα να ανοίξουμε ή τα τακτοποίησες όλα;" ρώτησε αδιάφορα

"Εμ... Έχουμε. Εσύ δεν είπες να μην πειράξει κανείς τα πράγματα σου; Τα έχω στο υπόγειο. Θέλεις μήπως να τα ανοίξουμε;" η Άλισον σηκώθηκε αποφεύγοντας την οπτική επαφή και πήγε προς το ψυγείο

"Πως και κρατηθηκες και δε τα πειραξες;"

"Δεν είμαι περίεργη Λίαμ..."

"Το κατάλαβα" απάντησε σοβαρός και έτσι όπως ήταν γυρισμένη άκουσε τη καρέκλα και κατάλαβε ότι σηκώθηκε.
Στάθηκε πίσω της, έκανε στην άκρη τα μαλλιά της και έσκυψε στο λαιμό της "Το ξέρεις ότι εκτιμώ πολύ όταν γίνεσαι διακριτική... Σωστά αγάπη μου;" οι τελευταίες του λέξεις έβγαζαν ειρωνία.

"Σωστά..." Του απάντησε μονολεκτικά

"Χαίρομαι" Απομακρύνθηκε και κάθισε πάλι στη θέση του. "Αύριο είναι Κυριακή. Θα πρέπει να φύγω να πάω στη πόλη για λίγο" της ανακοίνωσε

"Να έρθω μαζί;"

"Όχι" Απάντησε ξερά "Ξεχασα το βιβλίο μου στο άλλο σπίτι όταν επιστρέψαμε και είπα έναν φίλο να μου το στείλει με το ταχυδρομείο. Θα πάω να το πάρω"

"Γιατί το κρατάς ακομα Λίαμ; Αφού δε θα επιστρέψουμε..." Γύρισε και ακούμπησε στο πάγκο κοιτώντας τον ήρεμη πια. Δεν ήταν χαζή. Κατάλαβε ότι ο Λίαμ αντιλήφθηκε πως έψαξε τα πράγματα του αλλά και μόνο που δεν έγινε σκηνή ήταν ευχαριστημένη. Ώρες ώρες γινόταν πολύ μουντρουχος και δε της άρεσε. Δεν ήθελε να προκαλεί και εκείνη με τη σειρά της παραπάνω καυγάδες.

"Μπορεί να χρειαστεί Άλισον. Στη τελική, δεν είναι και κανένα τρελο πόσο. Προπληρωσα για ένα χρόνο. Αν δε μας χρειαστεί μετά θα το αφήσω" της εξήγησε

"Καλώς... Και τώρα πες μου..." τον πλησίασε , άφησε τη κούπα και έκατσε απροειδοποίητα στα πόδια του. "Τι θέλεις να σου μαγειρέψω σήμερα; Ζήτα μου ότι θέλεις!"

"Σήκω" της είπε σοβαρός και εκείνη έσμιξε τα φρύδια της παραξενεμένη

"Γιατί;" απόρησε χωρίς να το κρύψει

"Πονάει λίγο το πόδι μου. Αυτό είναι όλο..." η Άλισον σηκώθηκε "Κοκκινιστό είναι ότι πρέπει...." ο Λίαμ της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και πήρε τη κούπα του. "Θα τον πιω το καφέ στο δρόμο. Πάω για να προλάβω να πάρω και κάτι χαρτιά που χρειάζομαι..."

"Εντάξει..." απάντησε ελαφρώς απογοητευμένη βλέποντας τον να φεύγει, ώσπου το βλέμμα της, στράφηκε προς το ημερολόγιο. Ήταν Πέμπτη. Σκέφτηκε λίγο και αναρωτήθηκε αν κάτι του συμβαίνει προς το τέλος της βδομάδας αλλά δεν το ανέλυσε και πολύ. Σκέφτηκε ότι ίσως ήταν στη φαντασία της. Εκτός αυτού, πέθαναν οι γονείς του λίγο καιρό πριν. Δεν ήταν χαζή. Ήξερε πως καμιά φορά τα μεγαλύτερα παράπονα τα έχουμε από ανθρώπους που δε μιλάμε... Πόσο μάλλον όταν αυτοί χάνονται και δεν μας δίνεται ποτέ η ευκαιρία να ακούσουμε και μια συγνώμη.

"Κοκκινιστό!" άφησε στην άκρη κάθε σκέψη της, άνοιξε το ψυγείο και ξεκίνησε...

_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-

Κοιτούσε τρομαγμένη ολόγυρα της. Είχε το κεφάλι καλυμμένο με ένα σκούφο και κουκούλα. Τα πόδια της χτύπαγαν μηχανικά το πάτωμα κάτω από το τραπέζι ενώ τα δάχτυλα της, αγκάλιαζαν τη ζεστή κούπα του καφέ.

"Συγνώμη που άργησα..." Η Κλάρα κάθισε πλαι της και έβγαλε το μπουφάν της.

"Δεν σε ακολούθησε κανένας έτσι δεν είναι;"

"Ορόρα τι σε έχει πιάσει;"

"Τίποτα. Ολα καλά..."

"Καταλαβαίνεις σε τι κίνδυνο μπήκα για να σου φέρω αυτά τα χαρτιά έτσι; Αν το μάθει η μάνα μου ότι πήγα στο τμήμα και σκαλισα τα αρχεία του τμήματος στον υπολογιστή της θα με γδάρει!"

"Χίλια συγνώμη..."

"Γιατί δε μου μιλας;" Η Κλάρα της έπιασε απαλά το χέρι μα η Ορόρα το τράβηξε και κοίταξε ολόγυρα της "Τέλος πάντων. Δεν ξέρω γιατί μου ζήτησες αυτά τα χαρτιά αλλά εδώ είναι..." της έδωσε το φάκελο και η Ορόρα τον πήρε και τον έβαλε βιαστικά στη τσάντα της. "Πάντως το μητρώο είναι πεντακάθαρο Ορόρα. Νομίζω παραλογιζεσαι. Εκτός αυτού, σταμάτησε και να διδάσκει... Δε καταλαβαίνω τι κόλλημα έφαγες μαζί του. Ένας γέρος άνθρωπος είναι ..."

"Κάποια στιγμή θα σου εξηγήσω . Τώρα πρέπει να φύγω. Χίλια ευχαριστώ Κλάρα. Θα σου χρωστάω χάρη! Το υπόσχομαι" η Ορόρα άρπαξε τη τσάντα της άφησε λίγα ψιλά στο τραπέζι και έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω...

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-

"Μμμμμ Μοσχομυριζει εδώ μέσα!" Τον είδε να μπαίνει και σηκώθηκε. Έδειχνε ευδιάθετος

"Έβαλα όλη μου τη τέχνη!" τον πλησίασε , τον φίλησε και εκείνος ανταπέδωσε το φιλί.

"Πεινάω σαν λύκος! Πάμε για φαγητό;"

"Εννοείται. Σε περίμενα..." πήγαν στη κουζίνα, η Άλισον έστρωσε το τραπέζι και ύστερα τον κοίταξε "Δε θα έπαιρνες το βιβλίο σου;" ρώτησε αντιλαμβανόμενη πως επέστρεψε με άδεια χέρια

"Έγινε ένα μπέρδεμα. Θα μου το στείλει τη Πέμπτη τελικά" αρκέστηκε να πει

"Τι ταλαιπωρία... Δεν πειράζει" κάθισε και εκείνη, ο Λίαμ άνοιξε ένα μπουκάλι κρασί και γέμισε τα ποτήρια τους.

"Σκεφτόμουν αν ήθελες να βγούμε για ψώνια το απόγευμα αν ηρεμήσει ο καιρός. Τώρα που ήμουν στη πόλη είδα ένα καινούριο μαγαζί με πολύ όμορφα πράγματα. Επίσης είδα και έναν παλιό γνωστό... Θέλουν μια δασκάλα στο λύκειο. Δεν είναι κάτι τρομερό αλλά..."

"Αλήθεια;!" Απάντησε ενθουσιασμένη

"Ναι. Ο καθηγητής ιστορίας έφυγε τη περασμένη βδομάδα και επειδή είναι μικρή πόλη δε μπορούν εύκολα να βρουν κάποιον να δεχθεί να διδάξει... Είναι δύσκολο. Με τα πτυχία σου μπορείς να διδάξεις άνετα"

"Αυτά είναι υπέροχα νέα!"

"Όντως. Τώρα μένει να βρω και εγώ μια δουλειά...Όχι πως έχουμε και ανάγκη τα χρήματα αλλά όσο να ναι, δεν είμαι τεμπέλης. Ούτε θέλω να φύγω να διδάξω μακριά"

"Ώρες ώρες δεν ξέρω αν ήταν καλό για τη καριέρα σου που φύγαμε..." του είπε λυπημένη

"Έζησα τη καριέρα μου Άλισον... Θέλω να κάνω το επόμενο βήμα..." της χαμογέλασε γλυκά "Εκτός αυτού, αν ήθελα να διδάξω άμεσα θα κοιτούσα αυτή τη θέση για μένα. Νομίζω όμως πως μου χρειάζεται λόγος καιρός ηρεμίας. Εσύ πάλι επιθυμείς διακαώς να διδάξεις. Γιατί να μη ξεκινήσεις;"

"Ήμουν σίγουρη ότι θα σου πρότεινε εσένα πρώτο" αστείευτηκε

"Ναι αλλά όταν αρνήθηκα και του είπα ότι η γυναίκα μου..."

"Η ποια σου;" η Άλισον στραβοκαταπιε χαμογελαστή

"Πρέπει να το συνηθίσεις δεσποινίς Μπλέικ..." της απάντησε πονηρά "Σε λίγο θα είσαι κυρία Σμιθ..." Η Άλισον κοκκίνισε "Ακόμα κοκκινίζεις..." άπλωσε το χέρι, της χάιδεψε το μάγουλο και εκείνη άφησε το πρόσωπο της να χαθεί στη παλάμη του

"Δεν ξέρω αν θα σταματήσω ποτέ Λίαμ..."

"Να μη σταματήσεις τότε ... Τρελαίνομαι όταν κοκκινίζεις..." Τη τράβηξε κοντά του , την έβαλε να κάτσει στα πόδια του και φίλησε το λαιμό της.

"Το πόδι σου..." Του υπενθύμισε γλυκά

"Μια χαρά είναι... Πέρασε..." Άρχισε να αφήνει υγρά φιλιά στο δέρμα της και εκείνη δάγκωσε τα χειλη της

"Το φαγητό..." Ψέλλισε

"Θα φάμε μετά..." Ο Λίαμ έπιασε τη μπλούζα της και την έβγαλε. Χώθηκε στα στήθη της και εκείνη εγυρε προς τα πίσω...

Στα επόμενα λεπτά, την είχε ήδη ξαπλώσει στο καναπέ του σαλονιού...

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-

Ανασηκωσε το σεντόνι και έβαλε το χέρι στο στόμα "Δεν χω ξαναδεί κάτι τέτοιο..." αποκρίθηκε κοιτώντας το πτώμα.

"Ούτε εγώ. Η βιαιότητα ξεπερνάει τη φαντασία..." Ο βοηθός της πήρε μια έκφραση αποστροφής

"Αναγνωρίστηκε;"

"Στη κατάσταση της όχι..."

"Την είδε ιατροδικαστής;"

"Έρχεται σε λίγα λεπτά..."την ενημέρωσε

"Ποιος τη βρήκε;"

"Ένας άστεγος..." Της απάντησε δείχνοντας προς το περιπολικό που καθόταν

Η Σούζαν σηκώθηκε και κοίταξε άλλη μια φορά το πτώμα. Το κρανίο της ήταν ολοκληρωτικά πολτοποιημένο. Μέχρι και τα οστά είχαν σπάσει. Θαρρείς και έβαλε κάποιος το κεφάλι της μέσα σε ένα μπλέντερ. Δεν είχε πάνω της κανένα έγγραφο. Ούτε τσάντα. Τίποτα. Τα ρούχα της όλα έλειπαν ενώ από το κορμί της, είχαν κοπεί μερικά κομμάτια. Δεν είχαν ιδέα ποια ήταν. Σίγουρα ηλικιακά δεν ξεπερνούσε τα είκοσι πέντε αλλά ήξεραν πως για να βρουν ποια είναι ήθελε τύχη. Δεν είχαν όλοι οι άνθρωποι της κομητείας καταγεγραμμένα τα στοιχεία τους στο μητρώο. Η οδοντοστοιχία έλειπε επίσης και ενώ όσο κι αν κοίταξαν επιφανειακά για κάποια σημάδια εκ γενετής, κάποιες ελιές ή κάτι το περίεργο δεν βρήκαν τίποτα.

"Πήραν δείγματα DNA; Ρώτησε σκεπάζοντας το πτώμα

"Ναι. Αν είμαστε τυχεροί και έχουμε σε κάποιο αρχείο τον τύπο της ,θα ξέρουμε μέσα στη βδομάδα..."

"Καλώς. Μόλις βγει το πόρισμα του ιατροδικαστή ενημέρωσε με..." Η Σούζαν πήγε στο αυτοκίνητο της και ασυναίσθητα κάλεσε τη κόρη της αμέσως.

"Μαμά; Όλα εντάξει;" Μόλις την άκουσε η καρδιά της επέστρεψε στη θέση της

"Ναι Κλάρα μου. Πήρα απλώς να δω που είσαι"

"Γύρισα σπίτι. Εσύ όλα καλά;"

"Ναι ναι, θα μείνω λίγο στο τμήμα. Προέκυψε μια υπόθεση... Να φας και να ξαπλώσεις εντάξει;"

"Εντάξει μαμά. Καληνύχτα..."

🖤🖤🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top