Κεφάλαιο 12°
«Του φεγγαριού το κάτω μέρος πέντε φρές το είδαμε
αναμμένο και άλλες πέντε μάς έμεινε σβηστό,
σ’ αυτό το επικίνδυνο ταξίδι αφότου μπήκαμε,
όταν ξεπρόβαλε μπροστά μας θεόρατο και σκούρο
ένα βουνό, σ’ απόσταση μεγάλη, κι ήταν τόσο ψηλό
όπου ποτέ μου άλλο δεν είδα σαν αυτό.
Σε λύπη γύρισε η πρώτη μας χαρά,
σαν εγεννήθηκε απ’ εκεί ένας σίφουνας,
ου το σκαρί μας χτύπησε στην πλώρη.
Τρεις φορές το ’κανε τα γύρω να γυρίσει·
την τέταρτη η πρύμνη ορθώθηκε ψηλά
κι η πλώρη γύρισε και βούτηξε βαθιά, τί έτσι είχε θελήσει
κάποιος άλλος, και μας σκεπάσανε του πόντου τα νερά».
Απόσπασμα από τη θεία κωμωδία, πράξη Πέμπτη.
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_
Τα κλαδιά των δέντρων μάλωναν με τα παράθυρα προκαλώντας έντονους ήχους.
Η φωτιά άρχισε να σβήνει και εκείνη άνοιξε τα βλέφαρα της, σιγανα. Κρύωνε. Φυσικά και δεν βασιζόταν στο τζάκι για θέρμανση, και ήταν σίγουρη ότι άναψε τα καλοριφέρ μα το σπίτι ήταν παγωμένο. Ετριψε με τις παλάμες της, το πρόσωπο της, χασμουρηθηκε και κατέβασε τα πόδια της.
Την διαβεβαίωσαν ότι η κεντρική θέρμανση ήταν σε λειτουργία και έγιναν όλες οι απαραίτητες επισκευές. Η ώρα είχε πάει τρεις το χάραμα. Έξω η καταιγίδα ακόμα κρατούσε καλά και βάζοντας τη ζακέτα της, πήγε να ελέγξει το πίνακα στη κουζίνα μήπως έπεσε η ασφάλεια από το μποιλερ.
"Ήμουν σίγουρη..." ξεφυσησε βλέποντας ότι πράγματι η ασφάλεια ήταν κατεβασμένη και τη σήκωσε. Έβαλε ένα τσάι να γίνεται και μέχρι να ετοιμαστεί, έριξε λίγα ακόμα ξύλα στο τζάκι. Θα έπαιρνε τουλάχιστον μία ώρα για να ζεσταθεί εντελώς το σπίτι. Το τσαγιερό σφύριξε και επέστρεψε στη κουζίνα. Μπορεί να είχε εκμοντερνισει το σπίτι αλλά εκείνο δεν έχανε την επιβλητικότητα του. Η κεντρική σκάλα, η διαρρύθμιση, όλα της φάνταζαν βγαλμένα από άλλη εποχή. Στη σκέψη της αυτή, θυμήθηκε τις κούτες με τα πράγματα της που ακόμα δεν είχε ανοίξει και αφού ένιωθε ότι δε θα την έπαιρνε ο ύπνος αποφάσισε να κατέβει στο υπόγειο και να βγάλει τη κούτα με τα βιβλία της. Ίσως ένα παλιό ρομαντικό μυθιστόρημα να έφτιαχνε τη κατάλληλη ατμόσφαιρα για να χαλαρώσει και ύστερα να αποκοιμηθεί. Ήξερε ακριβώς και ποιο θα διάβαζε. Ήταν ένα από τα αγαπημένα της όταν ήταν πιτσιρίκα. Μια πριγκίπισσα, ένας ιππότης και ένα κάστρο. Όλα αυτά βέβαια ειρωνικά βγαλμένα καθώς το βιβλίο περιέγραφε τις δυσκολίες ενός ζευγαριού λίγο μετά το μεσαίωνα.
Η πόρτα του υπόγειου ήταν στη κουζίνα. Έβγαλε το τσάι να κρυώνει και πλησιάζοντας ξεφυσησε. Είχαν κάνει φυσικά ανακαίνιση στο υπόγειο και έβαλαν και μόνωση αλλά και πάλι τις έβγαζε δυσφορία να κατεβαίνει εκεί. Άνοιξε τη πόρτα, έπειτα τράβηξε το σχοινακι που άναβε τη λάμπα και οι σκάλες φωτίστηκαν. Κατέβηκε και είδε αμέσως τη στοίβα με τις κούτες στη γωνία. Δεξιά ήταν οι δικές της και αριστερά κάποια πράγματα του Λίαμ από το διαμέρισμα που της είπε ότι θα τα τακτοποιήσει ο ίδιος.
Χωρίς καθυστέρηση πήγε στη μεριά της και άρχισε να ψάχνει για το βιβλίο. Δέκα λεπτά αργότερα το βρήκε και ξεφυσησε ανακουφισμένη. Έκανε παγωνιά εκει κατω. Σίγουρα έπρεπε να βάλουν θέρμανση κάποια στιγμή και εκεί , σκέφτηκε για να μην υπάρχει διαρροή θερμοκρασίας. Σηκώθηκε για να ανέβει μα κοντοσταθηκε κοιτάζοντας τις τρεις κούτες του Λίαμ.
Σκέφτηκε να τις ανοίξει στιγμιαία χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο , δικαιολόγησε τη σκέψη της , πως θα μπορούσε να έχει και εκείνος ένα ωραίο βιβλίο μα τελικά κίνησε προς τη σκάλα. Θα ήταν αδιάκριτο.
Ανέβηκε μερικά σκαλάκια και σταμάτησε.
Η περιέργεια της κέρδισε και γύρισε πίσω.
Γονάτισε και άνοιξε τη πρώτη κουτα. Ήταν γεμάτη και εκείνη με βιβλία. Μερικά από το πανεπιστήμιο και μερικά συγγραφικά έργα. Η Άλισον την έκλεισε και ύστερα κοίταξε και τη δεύτερη. Είχε μερικά ρούχα μέσα. Της φάνηκε περίεργο που τα άφησαν εκεί. Ίσως τα ξέχασε, σκέφτηκε και άρχισε να τα βγάζει για να τα πλύνει μα κάτω κάτω υπήρχε ένα σιδερένιο κουτί.
"Τι είναι πάλι αυτό..." μονολογησε κοιτώντας το. Έμοιαζε αρκετά παλιό. Σαν εκείνα που είχαν κάποτε μπισκότα μέσα και κατέληγαν σε θήκες για τα ραπτικα. Ήξερε χίλια της εκατό ότι θα παραβίαζε κάποια προσωπικά του αντικείμενα αλλά το έπιασε και το άνοιξε.
Μέσα υπήρχαν κάποιες παλιές ασπρόμαυρες καρτ-ποσταλ , μερικά διπλωμένα χαρτιά, ένα μαντήλι και κάτω κάτω είδε ένα κλειδί.
Κοίταξε τις κάρτες και όλες ήταν από κάποιον Φρανσουά που τις έστελνε στην Καρολίνα από διάφορα μέρη της γης. Δεν είχε ιδέα ούτε ποια ήταν τα ονόματα των γονιών του μα υπέθεσε ότι κατά πάσα πιθανότητα ήταν δικά τους. Εκτός αυτού οι καρτες έμοιαζαν της δεκαετίας του σαράντα και του πενήντα. Τις άφησε ξανά στο κουτί και άνοιξε ένα από τα διπλωμένα χαρτιά...
Έμεινε άναυδη όταν είδε πως μέσα υπήρχαν ποιήματα αγάπης.
"Και όταν θα φτάσω μάτια μου να ξαναδώ την όμορφη μορφή σου, θα γίνω χαλίκι να πατάς , θα γίνω η ζωή σου...
Στο μεσοστρατι της ζωής, ήρθες και τα άλλαξες όλα και να που τώρα εσύ κρατάς, τα σερνικα μου όλα"
Διάβασε ένα από αυτά φωναχτά και το έκλεισε. Ήταν περίεργο το τελείωμα του και υπέγραφε με τα αρχικά Φ.Σ . Μάλλον ήταν από τον Φρανσουά κι αυτά... Ύστερα σκέφτηκε το επίθετο του Λίαμ που ήταν Σμιθ και σιγουρευτηκε ότι ίσως ήταν οι γονείς του. Η Άλισον το άφησε στη θέση του και ύστερα άνοιξε ένα ακόμα αλλά από μέσα έπεσε μια παλιά φωτογραφία...
Τη κοίταξε γεμάτη απορία μα δεν πρόλαβε να την αναλύσει καθόλου αφού από τον επάνω όροφο ακούστηκε ένας γδούπος και σηκώθηκε έντρομη. Έβαλε όλα τα πράγματα πίσω στη θέση τους, έκλεισε τη κούτα και κοίταξε τη σκάλα. Η καρδιά της χτύπησε ξέφρενα όταν ακούστηκε κι άλλος θόρυβος.
Με τη λογική να της λέει να ανέβει να ελέγξει και τη καρδιά να της λέει να μείνει εκεί, αποφάσισε να ανέβει. Ήταν σπίτι της. Όλα ήταν κλειδωμένα. Στη σκέψη πως ίσως δεν έβαλε σωστά κάποια ξύλα και εκείνα έφυγαν και έπεσαν από το τζάκι, έτρεξε έντρομη προς τα πάνω. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να πάρει φωτιά το καινούριο τους σπίτι. Πήγε στο σαλόνι και έπιασε τη καρδιά της βλέποντας ότι όλα ήταν στη θέση τους. Μα αν ήταν όλα στη θέση τους, από πού ακούστηκε ο θόρυβος; Σκέφτηκε και κοίταξε ολόγυρα της.
Έξω η καταιγίδα είχε οργιάσει. Τα κλαδιά των δέντρων χτυπούσαν μανιασμένα στα παράθυρα.
"Σίγουρα αυτό ακούστηκε... Πρέπει να πω του Λίαμ να τα κλαδέψουμε..." σκέφτηκε μα εκεί που ένιωσε ότι όλα ήταν εντάξει, ακούστηκε ξανά. Ερχόταν από τον πάνω όροφο. Η Άλισον κόλλησε το βλέμμα της στο ταβάνι. Θα ορκιζόταν ότι άκουγε βήματα πια. Πήγε σιγά σιγά ως το χωλ, έλεγξε την εξώπορτα και όταν έπιασε το χερούλι, είδε πως ήταν ξεκλειδωτη. Μα αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Κατεβάζοντας το βλέμμα χαμηλά, πρόσεξε πως υπήρχαν υγρές πατημασιές παντού. Μονομιάς πανιασε ολόκληρη.
Ένας ακόμη θόρυβος από πάνω την έκανε να τρέξει στο σαλόνι. Πήρε το κινητό της και κρύφτηκε πίσω από το καναπέ. Η καρδιά της ήταν έτοιμη να σπάσει. Προσπαθούσε απελπισμένα να πληκτρολογήσει τον αριθμό του Λίαμ να τα δάχτυλα της έτρεμαν. Ξάφνου σώπασε. Τα σανίδια της σκάλας ετριξαν και κατάλαβε ότι όποιος κι αν μπήκε στο σπίτι, κατέβαινε κάτω. Με τα χίλια ζόρια κατάφερε να καλέσει τον Λίαμ αλλά η κλήση λόγω της κακοκαιρίας τερματίστηκε. "Δε μπορεί... Βρες σήμα καταραμένο" ψέλλισε τρομαγμένη. Τα βήματα έφτασαν στο σαλόνι και κόλλησε το κορμί της στο καναπέ. Απέναντι ακριβώς ήταν το παράθυρο. Σκέφτηκε να τρέξει, να το ανοίξει και να βγει στα γρήγορα αλλά το κορμί της δεν υπάκουσε. Έτρεμε ολόκληρη από φόβο.
Άκουσε ένα μουγκρητό και ύστερα πάλι βήματα...
Έφευγαν και πήγαιναν προς τη κουζίνα.
Σήκωσε το κεφάλι σιγά σιγά και είδε μια μαύρη φιγούρα να προχωράει αργά στο διάδρομο.
Ξανάπροσπαθησε να καλέσει τον Λίαμ αλλά απέτυχε. Άκουσε το ψυγείο να ανοίγει και βγάζοντας το κεφάλι από το πλάι, άρπαξε το εργαλείο από το τζάκι και σηκώθηκε.
Με βήμα αργό και σταθερό προχώρησε όσο πιο σιγά μπορούσε. Φτάνοντας έξω από τη κουζίνα είδε ένα ψηλό άντρα να στέκει με τη πλάτη στο νεροχύτη. Φορούσε κουκούλα και όλα τα ρούχα του ήταν μαύρα.
Η Άλισον έβγαλε μια κραυγή , σήκωσε το εργαλείο μα λίγο πριν το εκτοξεύσει στο κεφάλι του εκείνος γύρισε και το έπιασε.
"Λίαμ;!!!" Εκρωξε τρομοκρατημένη
"Πας καλά;! Θα με σκοτωνες!"
"Λίαμ, θεέ μου..." Η Άλισον έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά του "Τρόμαξα τόσο πολύ..." δεν είχε ούτε τη λογική εκείνη τη στιγμή να τον ρωτήσει το οτιδήποτε. Ήταν απλά χαρούμενη που ήταν εκείνος.
"Τι έπαθες; Μπήκα μέσα και σε έψαχνα σε όλο το σπίτι!"
"Φοβήθηκα. Νόμιζα ήταν κάποιος άγνωστος... Σε περίμενα αύριο .." έβαλε τα κλάματα από τη τρομάρα που πέρασε και εκείνος αναστεναξε.
"Ήθελα να σου κάνω έκπληξη. Να ξυπνήσεις και να είμαι εδώ..." της εξήγησε "Που να φανταστώ τη τρέλα που σε δέρνει!" αστείευτηκε και της τσίμπησε το μάγουλο "Θα ήσουν καλή πάντως με αυτό!" άφησε στο πάγκο το εργαλείο και εκείνη χαμογέλασε μέσα στα δάκρυα της.
"Ευτυχώς δε σε χτύπησα..." Ο Λίαμ τράβηξε μια καρέκλα και την έβαλε να καθίσει.
"Που ήσουν όταν μπήκα; Άσε που νόμιζα ότι μπήκα σε άλλο σπίτι..." είπε ήρεμα "Έκανες υπέροχη δουλειά. Είναι πανέμορφο... Το άφησα άδειο και το βρήκα παλάτι.." Κάθισε απέναντι της και βλέποντας το τσάι της παραδίπλα, της το έδωσε "Έλα, πιες λιγάκι. Ακόμα τρέμεις"
"Εμ.. πήγα κάτω. Ήθελα ένα βιβλίο να ξεχαστω..." του είπε προσπαθώντας να βρει τους παλμούς της
"Και; Βρήκες αυτό που έψαχνες Άλισον;..." η ερώτηση του, ο τόνος της φωνής του και το βλέμμα του, της προκάλεσαν ρίγος.
"Εμ.. ναι. Πρέπει να το άφησα στο σαλόνι" απάντησε με δισταγμό
"Χαίρομαι..." είπε κοφτά και έκανε και παύση " Κάτω δεν έχουμε και τις κούτες μου;"
"Ναι ναι. Τις... Τις έβαλα σε μια άκρη. Είπες θα τις τακτοποιήσεις εσύ και... Και απλά τις άφησα"
"Χαίρομαι ακόμα πιο πολύ...." της είπε χαμηλά και χαμογέλασε...
"Έχεις φάει; Ξέρω είναι αργά αλλά..."
"Είμαι εντάξει..."
"Θέλεις μήπως να ξαπλώσουμε;"
Η συζήτηση για κάποιο λόγο ήταν ελαφρώς άβολη μεταξύ τους. Μα η Άλισον θεώρησε ότι με όσα έγιναν τα τελευταία λεπτά, ήταν απλά ακόμα σε σύγχυση μέσα της.
"Πήγαινε εσύ και θα έρθω..." Τη φίλησε στο μέτωπο και σηκώθηκε. "Έγινα μούσκεμα όταν ήρθα. Άλλαξα και έβαλα τα ρούχα μου στη μπανιέρα. Μη τα δεις και τρομάξεις" αστείευτηκε και εκείνη του χαμογέλασε επιτέλους
"Μην αργήσεις... Ακόμα νιώθω περίεργα"
"Θα ανέβω σε λιγάκι στο υπόσχομαι..." η Άλισον αναστεναξε ήρεμη αυτή τη φορά.
Του χάρισε ένα απαλό φιλί στα χείλη και ανέβηκε...
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_
Τριάντα χρόνια πριν...
Πλάνο, Τέξας.
"Πιο δυνατά καταραμένο! Διάβαζε πιο δυνατά!"
«Εγώ οδηγώ προς τη θλιμμένη χώρα,
εγώ προς τον απέθαντο τον πόνο,
εγώ προς τις ψυχές τις κολασμένες...»
Το ράπισμα προκάλεσε τα ουρλιαχτά του.
"Πιο δυνατά!!!"
«Εδώ πρεπό ν' αφήσεις κάθε φόβο,
εδώ κάθε ατολμιά πρεπό να σβήσει...»
"Στη κόλαση θα μείνεις! Όπως ο Δάντης!" Τσιριξε κατεβάζοντας βίαια τη ράβδο πάνω στη γυμνή ματωμένη του πλάτη "Δεν θα υπάρξει Βεατρίκη! Μια πόρνη ήταν!και τώρα διάβαζε! Δυνατά!"
«...ελπίδα αυτοί για θάνατο δεν έχουν
και τόσο ταπεινή η τυφλή ζωή τους,
που κάθε ξένο ριζικό ζουλεύουν...»
Στο επόμενο ράπισμα γονάτισε και έπεσε καταχαμα μαζί με το βιβλίο του Δάντη...
Μα δε σταμάτησε...
Δε γίνονταν να σταματήσει...
Τον άκουσε να σηκώνεται και συνέχισε να απαγγέλει...
Κάτι πήρε και επέστρεψε...
"Αααααα..!" έβγαλε μια κραυγή όταν στις πλάτες του, έπεσε πάνω αλάτι...
"Εξαγνισου άβουλο ον! Διάβαζε!!" Δεν ήταν παρά ένα παιδάκι έξι ετών μα εκείνος έβαλε το πόδι του πάνω στη ματωμένη πλάτη και με τη μπότα του να βρίσκει κόντρα στο σακατεμενο του δέρμα, πίεζε το αλάτι στις πληγές...
"Διάβαζε να σε ακούω... Γαργαλησε τα αυτιά μου με τις πόρνης το αγαπημένο άσμα..."
Πίεσε το κορμάκι του με δύναμη στα σανίδια και εκείνο αδυνατώντας να συνεχίσει , άφησε το κεφάλι του να γύρει πάνω στο βιβλίο και έμεινε να κλαίει στα βουβά...
"Στη κόλαση θα μείνεις... Να το θυμάσαι. Παράδεισος δε θα υπάρξει... Ούτε καμιά πόρνη Βεατρίκη..." δίνοντας του μια κλωτσιά στα πόδια, σηκώθηκε και τον παράτησε...
Ανέβηκε τη σκάλα, έκλεισε τη πόρτα από το υπόγειο και γέλασε...
"Επόμενος!"
🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top