Κεφάλαιο 11°

Τι συμφέρει στον άνθρωπο
Να πάσχει να αντέχει σωπαίνοντας τις πληγές
από μια μοίρα πού τον ταπεινώνει χωρίς κανένα έλεος
ή να επαναστατεί. Να αντισταθεί
στην ατέλειωτη παλίρροια των λυπημένων κόπων
Να πεθάνεις. Να κοιμηθείς. Αυτό είναι όλο
Να κοιμηθείς και να κοιμηθούν
όλοι οι πόνοι που από αυτούς είσαι πλασμένος.

Να μη ξυπνήσουν πια ποτέ. Αυτόν τον ύπνο
να εύχεσαι για σένα. Να πεθάνεις. Να κοιμηθείς
Κι αν στον ύπνο σου έρθει ένα όνειρο;
Τι θα είναι αυτό το όνειρο; Μετά τον αιώνα τού σώματος
ποιος ύπνος αναλαμβάνει τα όνειρα; Πώς ονειρεύεται
ο θάνατος;”

Σαίξπηρ
Πράξη τρίτη

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_

Το Σαββατοκύριακο κύλησε σχεδόν εφιαλτικά. Δεν της έκανε έρωτα ούτε μια νύχτα ενώ όσες φορές προσπάθησε να έρθει εκείνη κοντά του, ο Λίαμ την απέφυγε. Ύστερα περίμενε να κοιμηθεί και έβγαινε στο μπαλονάκι διαβάζοντας σιγανα το πρώτο μέρος της θείας κωμωδίας. Ήταν αποκαρδιωτικο αλλά εν τέλει, την έπαιρνε στα αλήθεια ο ύπνος υπό τον ήχο της φωνής του στο μισοσκόταδο.

Η Άλισον προσπάθησε να του μιλήσει μα αντάλλασσαν λιγοστές κουβέντες. Δεν είχε όρεξη να βγει και την παρότρυνε πολλές φορές να βγει μόνη της κάτι που εκείνη δεν έπραττε. Στο μυαλό της ήρθαν μαζί, συνέβη κάτι και εκείνος χαλαστηκε. Και μάλιστα της το κρατούσε και κρυφό. Δε μπορούσε να περάσει όμορφα με τη συγκεκριμένη κατάσταση.

"Πρέπει να βγω. Αύριο φεύγουμε και ξέχασα να πάρω κάποια πράγματα" της είπε ξαφνικά βγαίνοντας από το μπάνιο.

"Μπα; Θυμήθηκες ότι υπάρχω;" αναφώνησε φανερά ενοχλημένη

"Μεγάλο θέμα το κάνεις Άλισον"

"Μεγάλο θέμα; Μεγάλο θέμα;;;" Ξέσπασε "Νιώθω πως έχω έναν άλλο άνθρωπο μπροστα μου και τολμάς να μου λες ότι το κάνω και θέμα; Σε παρακαλώ πολύ..." απαξίωσε και βγήκε στο μπαλκόνι. Τον άκουσε να αναστεναζει και να ξεφυσαει μα εκεί που πίστεψε ότι θα έβγαινε έξω μαζί της, άκουσε την εξώπορτα να κλείνει και κατάλαβε ότι έφυγε. "Φύγε. Ωραία... Καλές διακοπές Άλισον!" μουρμουρουσε ώσπου τον είδε να βγαίνει από το ξενοδοχείο. Φορούσε εκείνα τα ρούχα δύο μέρες και με αυτά έφυγε. Ούτε να αλλάξει μπήκε στο κόπο... Σκέφτηκε και αναστεναξε. "Τι έχεις πάθει πια ρε Λίαμ..." ήταν λυπημένη.

Θέλοντας να ηρεμήσει και να χαλαρώσει μπήκε στο δωμάτιο, ξάπλωσε και άνοιξε τη τηλεόραση. Μπορεί να μη μιλούσε άπταιστα τη γλώσσα αλλά όλο και κάτι θα της τραβούσε τη προσοχή. Ίσα ίσα να τη κάνει να ξεχαστεί πριν τρελαθεί. Έβαλε μια ταινία αλλά ήταν χάλια. Άρχισε να αλλάζει κανάλια ώσπου το άφησε στις  ειδήσεις.

"Ποιος είναι τώρα;" μονολογησε ακούγοντας το κινητό της να χτυπά και χαμηλώνοντας τη φωνή, σηκώθηκε. Είδε το όνομα του και η καρδιά της χτύπησε δυνατά.
"Λίαμ;..." είπε σιγανα απαντώντας τη κλήση και βγήκε στο μπαλόνι αφήνοντας τη τηλεόραση ανοιχτή.

«Η εγκληματικότητα σαρώνει τη περιοχή με το πιο βάναυσο τρόπο...Το άψυχο σώμα μιας ηλικιωμένης γυναίκας βρέθηκε σήμερα τα ξημερώματα πίσω από την αγορά του Λέιλ. Στο κορμί της υπήρχαν εκδορές πιθανότατα από το σύρσιμο ενώ ο θάνατος της οφείλεται σε στραγγαλισμό. Η άτυχη γυναίκα πουλούσε κοσμήματα στο κέντρο της πόλης και μάλιστα πηγές λένε ότι ο δράστης τη στραγγάλισε με ένα από τα κολιέ της... Οι αρχές δεν έχουν προβεί ακόμα...»

"Εννοείται χάρηκα... Πριν λίγο έφυγες και δεν είπες ούτε λέξη" η Άλισον κοίταξε τον ουρανό χαμογελώντας για πρώτη φορά αυτό το διήμερο "Και εγώ σαγαπαω... Εντάξει. Σε δέκα λεπτά θα είμαι έτοιμη!" έκλεισε και μπήκε μέσα. Έκλεισε δίχως να κοιτάξει τη τηλεόραση και έβγαλε το κόκκινο φόρεμα που της αγόρασε. Ήταν μετανιωμένος στο τηλέφωνο. Της είπε ότι θα της εξηγούσε από κοντά και ότι της ετοίμασε μια έκπληξη για την άσχημη συμπεριφορά του. Σκεπτόμενη ότι ο Λίαμ σίγουρα κάτι έπαθε αλλά το πάλεψε και ήθελε να της μιλήσει , χάρηκε.
Ήταν η τελευταία τους μέρα πριν επιστρέψουν πίσω και δεν ήθελε να φύγουν μαλωμενοι. Είχαν μπροστά τους πολλές ετοιμασίες για το σπίτι και υποτίθεται το ταξίδι αυτό θα ήταν για να ηρεμήσουν.

Κοιταχθηκε στο καθρέφτη και χαμογέλασε. Ήταν υπέροχο το φόρεμα πάνω της.
Της είπε να ετοιμαστεί και να κατέβει στο λόμπι. Δεν είχε ιδέα που θα την πάει και ούτε την ένοιαζε. Και μόνο που τον άκουσε χαρούμενο και τρυφερό της ήταν αρκετό...

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_

Έπεσε λαχανιασμενη στο κρεβάτι και κοίταξε ψηλά. Ανάσα δε μπορούσε να πάρει. Μπορεί να μη την άγγιξε δύο μέρες αλλά να που τώρα της έκανε έρωτα σαν να μην υπήρχε αύριο. Η έκπληξη που της ετοίμασε τελικά ξεπερνούσε τις προσδοκίες της και φυσικά δικαιολογούσε και την περίεργη συμπεριφορά του. Ήταν ευτυχισμένη...
Ο Λίαμ τη τράβηξε στην αγκαλιά του και έπιασε το χέρι της. Το ανασηκωσε και της χαμογέλασε...

"Σου πάει πολύ..." της είπε κοιτώντας το μονοπετρο που της χάρισε νωρίτερα.

"Δεν το περίμενα ποτέ..." του απάντησε και αφήνοντας το χέρι της να χαμηλώσει, τον αγκάλιασε και κουρνιασε.

"Με είχε καταβάλει το άγχος. Δεν είχα ιδέα πως να το κάνω σωστά. Όλα πήγαν στραβά..." της είπε λυπημένος "Όταν έφυγα κατάλαβα ότι ενώ πάσχιζα να βρω τρόπο να σου κάνω προταση γάμου, εγώ φέρθηκα σαν μαλάκας" παραδέχθηκε απογοητευμένος από τον εαυτό του.

"Σημασία έχει, ότι είμαστε εδώ... Μαζί... Όλα πέρασαν" Την έσφιξε στην αγκαλιά του

"Δε θα σε αφήσω ποτέ αγάπη μου... Εσύ είσαι το φως μου. Μονάχα εσύ..." της ψιθύρισε

"Λίαμ;" ρώτησε αφήνοντας ένα προβληματισμό στον αέρα

"Πες μου αγάπη μου"

"Είχες εύκολα παιδικά χρόνια;" Σφίχτηκε στην ερώτηση της "Ξέρω ότι έπαψες να μιλάς με τους γονείς σου... Αλλά τίποτα παραπάνω. Θα παντρευτούμε και... Δεν ξέρω. Υποθέτω αναρωτιέμαι. Δεν έχεις άλλους συγγενείς; Δεν μου μιλάς ποτέ για αυτά. Αυτές τις δύο μέρες που ήσουν έτσι περίεργος και διάβαζες συνεχώς , εγώ σκεφτόμουν... Και θέλησα να σε ρωτήσω. Μα δε μου έδωσες την ευκαιρία..."

"Δεν έχουν σημασία αυτά. Το σημασία έχει το περιβάλλον ενός ανθρώπου αγάπη μου; Μα για να σου απαντήσω, όχι. Είμαι όπως με βλέπεις. Ολομόναχος... Τους έκανα όλους πέρα" απάντησε χωρίς πολλά πολλά.

"Και το βιβλίο; Τι σε έπιασε με αυτό; Ούτε να το αγγίξω με άφησες..."

Ο Λίαμ σηκώθηκε από το κρεβάτι.

"Ήταν της μητέρας μου" της είπε βάζοντας τα ρούχα του.

"Μα νόμιζα ότι το αγόρασες στην αγορά..."

"Ναι... Εννοώ, είχε ένα παρόμοιο... Το λάτρευε... Το είδα και τη θυμήθηκα. Παλιά ήταν άψογη μητέρα. Μου το διάβαζε τις νύχτες. Αυτό είναι όλο. Συγνώμη αν σου φέρθηκα απότομα. Δε το ήθελα. Απλώς με παρέσυραν οι αναμνήσεις υποθέτω. Όπως και να έχει, ας αφήσουμε το παλιόβιβλίο. Και αν καμιά φορά με δεις να το διαβάζω, άσε με. Μη μου δίνεις σημασία... Εντάξει αγάπη μου;" έσκυψε και της άφησε ένα φιλί. "Δε θέλω να μιλάω για το παρελθόν. Υπάρχουν κάποιες πληγές που θέλω να μη κουβαλήσω στη καινούρια ζωή μου"

"Το καταλαβαίνω..." του είπε και σηκώθηκε και εκείνη.

"Σε μια ώρα πετάμε... Επιστρέφουμε σπίτι επιτέλους!" της είπε αλλάζοντας κουβέντα "Πως νιώθεις;"

"Όμορφα..." αρκέστηκε να πει "Θα έχουμε λίγες μέρες να παραγγείλουμε τα έπιπλα αλλά θα τα καταφέρουμε"

"Λίγες μέρες; Άλισον με τα λεφτά που μου άφησαν θα μας φέρουν ότι ακριβώς θελήσουμε την ίδια κι όλας μέρα και το βράδυ θα τρώμε στη βεράντα μας..."

"Λίαμ; Θέλω να συνεισφέρω και εγώ..."

"Όχι βέβαια. Είσαι η γυναίκα μου! Είμαστε ένα πια... Δε θα τους λείψουν αγάπη μου πίστεψε με" αστείευτηκε μα εκείνη δε γέλασε.

"Λοιπόν, έλα να ετοιμαστούμε... Δεν βλέπω την ώρα να επιστρέψουμε!" έδειχνε τόσο χαρούμενος ξαφνικά. Σαν ένα μικρό παιδί που ανυπομονεί να ανοίξει τα δώρα του το βράδυ των Χριστουγέννων. Η Άλισον κατάλαβε πως υπήρχαν πολλά παιδικά τραύματα και ας μη το παραδέχθηκε. Δεν ήθελε όμως να τον φέρει σε δύσκολη θέση ούτε να τον πιέσει. Τον άφησε να της μεταλαμπαδεύσει τη χαρά του, και άρχισε να φτιάχνει τα πράγματα τους κάνοντας μονάχα θετικές σκέψεις για το αύριο...

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_

Δύο μέρες μετά...

Το σπίτι έγινε ένα όνειρο.
Ο Λίαμ άφησε πάνω της εξολοκλήρου τη διακόσμηση. Προέκυψε ένα συνέδριο μόλις έφτασαν και επειδή εκτιμούσε βαθιά το πρύτανη Σπένσερ, ο Λίαμ της εξήγησε πως έπρεπε να πάει μαζί του.
Παρόλα αυτά , πριν φύγει, κανόνισε να έρθουν το ίδιο κι όλας απόγευμα τα έπιπλα και της έδειξε μερικά μαγαζιά στη πόλη από όπου θα μπορούσε να ψωνίσει διακοσμητικά και ότι άλλο ήθελε για το σπίτι.
Θα επέστρεφε σε τρεις μέρες και σε εκείνο το διάστημα η Άλισον ήθελε να το μετατρέψει από τον αδειο χώρο που το άφησε, σε μια ζεστή οικογενειακή φωλιά... Τη δική τους...

Έφτιαξε ένα καφέ και βγήκε στη βεράντα... Έχοντας δει το σπίτι του στη πόλη ήθελε αυτό εδώ να αναδύει θερμότητα και θαλπωρή. Μέχρι και κουρτίνες έβαλε έξω οι οποίες ανέμιζαν όμορφα συνεχώς.
Προτίμησε αποχρώσεις του καφέ, του κόκκινου και του πράσινου. Με τον χειμώνα καθοδόν, το μετέτρεψε σε μικρό παλάτι πριν φτάσουν οι γιορτές.

Το βλέμμα της χάθηκε στα λιβάδια.
Δεν υπήρχε σπίτι για τουλάχιστον πέντε χιλιόμετρα τριγύρω ούτε μαγαζιά. Φρόντισε να γεμίσει το ψυγείο και έκανε μια λίστα με τα ψώνια της εβδομάδας έτσι ώστε να βγαίνει μόνο μια φορά. Άφησε το καφέ στο τραπεζάκι, και μπήκε μέσα να φέρει το λάπτοπ.

Αν και ο Λίαμ της είπε ότι είχε όσο χρόνο χρειαζόταν η Άλισον ήθελε να ρίξει μια ματιά στις τριγύρω σχολικές μονάδες και να κάνει αίτηση σε κάποιο από τα σχολεία.

"Μα που το άφησα;" Κοίταξε στη κουζίνα και δεν ήταν εκεί. Μετά πήγε στο σαλόνι αλλά ούτε εκεί το βρήκε. Σκεπτόμενη ότι ίσως το ξέχασε στη κρεβατοκάμαρα ανέβηκε στον επάνω όροφο. "Εδώ είσαι!" το βρήκε στο κρεβάτι. Το πήρε μα πριν κατέβει κοντοσταθηκε. Το μόνο μέρος που της ζήτησε να μην πειράξουν οι μάστορες και γενικά κανένας ήταν η σοφίτα. Ούτε εκείνη ανέβηκε με τόσες δουλειές που είχε να κάνει. Κοίταξε την αλυσίδα που κατέβαζε τη σκάλα σκεπτική. Της είπε ότι υπήρχαν κάποια παλιά οικογενειακά κειμήλια εκεί που δεν ήθελε να πετάξει. Το χέρι της βρέθηκε από μόνο του να αγγίζει την αλυσίδα. Ο Λίαμ έλειπε. Θα μπορούσε να ρίξει μια ματιά, σκέφτηκε μα όταν τη τράβηξε αντιλήφθηκε ότι υπήρχε μια κλειδαριά τέρμα πάνω.
Υπέθεσε ότι θα ξέχασε να της αφήσει το κλειδί ή θα ήταν μέσα σε κάποια κούτα από αυτές που έφερε από το διαμέρισμα και τις έβαλαν  στο υπόγειο.

Μα δεν υπήρχε περίπτωση να πάει να δει. Το υπόγειο ήταν το μόνο μέρος του σπιτιού που της προκαλούσε ανατριχιλα. Στο δικό της σπίτι δεν είχαν υπόγειο και με τόσες ταινίες που είχε δει , δεν ήθελε να κατεβαίνει εκεί κάτω. Πόσο μάλλον ξέροντας ότι ήταν μόνη της σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι.

"Άλλη μια μέρα Άλισον... Από αύριο ο Λίαμ θα είναι εδώ και όλα θα στρώσουν..." ψέλλισε χαρούμενη και κατέβηκε στη βεράντα με το λάπτοπ "Πότε πρόλαβε και χάλασε ο καιρός θεέ μου! Πέντε λεπτά ελειψα!" παραπονέθηκε βλέποντας ότι μαύρισε ο ουρανός και δένοντας τις κουρτίνες, μπήκε μέσα.

Είχε βγάλει απίστευτο αέρα και ο ουρανός μαύρισε. Έκλεισε όλα τα παράθυρα , έβαλε λίγα ξύλα στο τζάκι και πιάνοντας μια κουβέρτα, αποφάσισε να περάσει εκεί τη νύχτα της... Έπρεπε να συνηθίσει τις απότομες αλλαγές του καιρού. Ήταν ίσως το μόνο που δε της άρεσε σε εκείνο το μέρος. Βρισκόταν σε τέτοιο σημείο που μπορούσε να χαλάσει ανά πάσα ώρα και στιγμή.

Τα φώτα τρεμοπαιξαν για λίγο μα ύστερα ηρέμησαν... Ο ηλεκτρολόγος την είχε ενημερώσει όμως για αυτό. Δεν είχαν προλάβει να αλλάξουν κάποια πράγματα στο πίνακα και θα το έκαναν την επόμενη μέρα. Η βροχή άρχισε να πιτσιλαει απαλά τα τζάμια και υπό τον ήχο της η Άλισον ξάπλωσε ,πήρε το λάπτοπ στα πόδια της και προσπάθησε να χαλαρώσει...

Μια νύχτα άλλωστε...

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-

🖤🖤🖤🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top