Κεφάλαιο 10°
Του ανθρωπίνου βίου ο μεν χρόνος στιγμή, η δε ουσία ρέουσα, η δε αίσθησις αμυδρά, η δε όλου του σώματος σύγκρισις εύσηπτος, η δε ψυχή ρόμβος, η δε τύχη δυστέκμαρτον, η δε φήμη άκριτον.
Μάρκος Αυρήλιος
Ρωμαίος Αυτοκράτωρ (121-180 μ.Χ.)
– «Τα εις εαυτόν», β’17
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_
Μαρόκο
Τρεις εβδομάδες μετά
"Πως σου φαίνεται αυτό;" Φόρεσε στο λαιμό της ένα όμορφο κόσμημα φτιαγμένο από κλωστες "Η κυρία είπε ότι φέρνει καλή τύχη..."
"Δε τη χρειάζεσαι αγάπη μου. Εσύ έχεις εμένα" ο Λίαμ έπιασε απαλά το κολιέ, το τράβηξε και το άφησε στο πάγκο.
"ant faqat tajlib alsaeadat linafsika, walbaed alakhir yajlib alzalam..." (Τύχη φέρνεις μόνο εσύ στον εαυτό σου... Οι άλλοι φέρνουν απλά σκοτάδι)
αποκρίθηκε η γριούλα που πουλούσε το κολιέ
"Τι είπε;" τη ρώτησε ο Λίαμ αφού η Άλισον ήξερε τη γλώσσα. Της άρεσε να μελετάει και ήταν από τις αγαπημένες της.
"Τίποτα..." απάντησε κοιτώντας τη "Μου είπε απλά πως είναι όμορφο πάνω μου..." το βλέμμα της έμεινε για λίγο στη γριούλα. Το πρόσωπο της ήταν ταλαιπωρημένο. Ζαρωμενο σε κάθε του γωνία. Σαν χάρτης της δύσκολης ζωής της.
"Θα κάνουν τα πάντα για να πουλήσουν κάτι Άλισον. Αλλά αν το θέλεις, πάρτο"
"Όχι... Είναι εντάξει" Του είπε διστακτικά μα πριν φύγουν η γριούλα έπιασε το χέρι της και της το έβαλε μέσα
"hadiat min allahi. sawf tahtaj 'iilayha" (Δώρο από το θεό. Θα σου χρειαστεί"
"Άλισον πάμε;" Ο Λίαμ ήδη είχε προχωρήσει μερικά μέτρα μακριά της. Η Άλισον πήρε το κολιέ, της έριξε ένα γλυκό και συνάμα ευχαριστήριο βλέμμα και τον ακολούθησε.
Είχαν αποφασίσει μέχρι να τελειώσει η αποκατάσταση του σπιτιού να ταξιδέψουν.
Τους πήρε μια εβδομάδα να ετοιμάσουν τα χαρτιά τους και ύστερα πήγαν Ιταλία ενώ επόμενη στάση και τελευταία ήταν το Μαρόκο. Μετρούσαν ήδη τρεις μέρες εκεί. Ο έρωτας τους πέρασε σε άλλο επίπεδο. Αν σε κάτι είχε δίκιο ο Λίαμ ήταν ότι το άγχος από τη ζωή τους θα εξαφανιζόταν. Και αυτό ακριβώς έγινε. Έβγαιναν βόλτες, πήγαιναν για φαγητό και δεν άφηνε λεπτό το χέρι του. Δεν την ένοιαζε αν τους δει κάποιος. Ήταν πλέον και επίσημα μαζί χωρίς φόβο.
"Τι θα έλεγες να πάμε για φαγητό;" του είπε πηγαίνοντας προς το ξενοδοχείο. Εκείνος σταμάτησε, τη κοίταξε γλυκά και τη φίλησε.
"Πήγαινε επάνω. Θέλω να σου κάνω μια έκπληξη... Μετά μπορούμε να φάμε όπου θέλεις"
"Έκπληξη;" Στάθηκε στη λέξη του
"Ναι μωρέ Άλισον... Να... Ξέρεις δεν είμαι καλός σε αυτά. Είδα κάτι και απλά μου άρεσε... Πρέπει να σου τα λέω όλα;" παραπονέθηκε και εκείνη χαμογέλασε.
"Ας μην χαλάσουμε τότε την έκπληξη" τον φίλησε και έβγαλε τη κάρτα του δωματίου τους "Έχεις τη δική σου; Θα είσαι εντάξει μόνος σου;"
"Είπαμε δε τα μιλάω αλλά κάποιος θα ξέρει αγγλικά σε αυτό το μέρος" αστείευτηκε "Και ναι, έχω τη κάρτα. Από εσένα θέλω να ανέβεις, να κάνεις ένα ντουζ να χαλαρώσεις και να με περιμένεις. Αν θέλεις μπορείς να παραγγείλεις και γεύμα... Να φάμε στο μπαλκόνι κοιτώντας τα άστρα..." ήταν τόσο ρομαντικός ώρες ώρες. "Γιατί γελάς;" ρώτησε περίεργα
"Τίποτα. Αλλά θυμήθηκα τις πρώτες μας μέρες στο Πανεπιστήμιο κύριε καθηγητά!" Είπε ανασηκώνοντας ψηλα το δάχτυλο της "Θέλω το ακατόρθωτο δεσποινίς Μπλέικ!" άλλαξε τη φωνή της και τον κορόιδεψε
"Α έτσι;" αποκρίθηκε πονηρά και εκείνη τον φίλησε τρυφερά
"Έτσι... Έτσι ακριβώς σε ερωτευθηκα..."
"Και ακόμα δεν είδες τίποτα!" χαμογέλασε "Λοιπόν, σε μισή ωρίτσα θα είμαι πίσω. Απόλαυσε το μπάνιο σου πριν έρθω... Μετά δεν υπόσχομαι τίποτα" της έκλεισε το μάτι και εκείνη τον άφησε και μπήκε στο ξενοδοχείο. Δεν είχε ιδέα τι μπορεί να του προκάλεσε το ενδιαφέρον αλλά δεν το σκέφτηκε και πολύ. Ήταν όλη μέρα στους δρόμους και είχε ανάγκη από ένα ζεστό μπάνιο.
Το δωμάτιο ήταν ονειρικό. Σε ταξίδευε από μόνο του σε εκείνη τη χώρα. Από το ταβάνι κρέμονταν κατακόκκινα υφάσματα, και παντού υπήρχαν κουρτίνες και χαλακια κεντητά. Όλο άψογα συνδυασμένα μεταξύ τους και παραδοσιακά.
Η Άλισον έκανε ένα ντουζ και βγαίνοντας τηλεφώνησε στη ρεσεψιόν για να τους στείλουν γεύμα.
Η γριούλα δεν έλεγε να βγει από το κεφάλι της. Τράβηξε τη ζακέτα της από το πάτωμα και έβγαλε το κολιέ. Δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο αλλά παρόλα αυτά της άρεσε υπερβολικά. Το κράτησε και κάθισε στο κρεβάτι. Ήθελε να το φορέσει αλλά από την άλλη ο Λίαμ δεν είδε ότι της το χάρισε και δε του είπε τίποτα. Σκεπτόμενη ότι θα του το δείξει αργότερα το έβαλε στη τσέπη της και ξάπλωσε. Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Κοίταξε το ρολόι και διαπίστωσε ότι πέρασε πάνω από μιάμιση ώρα που εκείνος έλειπε.
"Που είσαι ρε Λίαμ..." μονολογησε πιάνοντας το κινητό της και πριν τον πάρει άκουσε τη πόρτα να ανοίγει. "Επιτέλους!" αναφώνησε μα βγαίνοντας στο διάδρομο έμεινε στατική. "Τι έπαθαν τα ρούχα σου ; Είσαι εντάξει;"
"Με συγχωρείς που άργησα" ήταν οι πρώτες του κουβέντες και ο τόνος της φωνής του, προκάλεσε την ανησυχία της. Ήταν βαθύς. Περίεργος. Φορούσε μια μαύρη φόρμα και ένα μαύρο μπλουζάκι ενώ στα χέρια είχε τρεις σακούλες.
"Τι συνέβη;" Ο Λίαμ άφησε τις σακούλες τη καρέκλα και τη προσπέρασε
"Ήταν ένας πωλητής που πουλουσε αυτό το περίεργο τσάι τους . Έγινε μια φασαρία δίπλα από το μαγαζί που ήμουν και πάνω στο χαμό, όταν βγήκα να βοηθήσω το έριξε όλο πάνω μου... Ευτυχώς οι άνθρωποι μου έδειξαν ένα μαγαζί και πήρα αυτά..." Πράγματι στη μία σακούλα είχε τα ρούχα του. Τα έβγαλε και της τα έδωσε. Ήταν βρεγμένα. Η Άλισον τα κρέμασε στις καρέκλες του μπαλκονιού και έπειτα τον αγκάλιασε .
"Δεν χτύπησες πουθενά έτσι;"
"Όχι. Είμαι καλά" Έπιασε τα χέρια της απαλά και τα απομάκρυνε από πάνω του. "Αυτό είναι για σένα" Της έδωσε τη μια σακούλα αν και εκείνη ένιωθε περίεργα. Ήταν ψυχρός. Κενός. Θαρρείς και έγινε κάτι παραπάνω και της το έκρυβε.
"Ευχαριστώ..." ψέλλισε σιγανα βγάζοντας από μέσα ένα όμορφο φόρεμα. "Αυτή;" Μόλις άγγιξε τη τρίτη σακούλα ο Λίαμ της τη πήρε απότομα και εκείνη τον κοίταξε έκπληκτη.
"Αυτό είναι δικό μου"
"Εντάξει αγάπη μου... Ήθελα απλώς να δω. Σίγουρα είσαι καλά;" Είχε ανησυχήσει. Η συμπεριφορά του κάθε άλλο παρά τον Λίαμ θύμιζε ενώ εκείνος από τη πλευρά του απέφευγε την οπτική επαφή μαζί της.
"Μια χαρά είμαι. Ζήτησες να μας φέρουν γεύμα;"
"Ναι. Σε λιγάκι θα είναι εδώ... Βιβλίο είναι;" ρώτησε όταν τον είδε να βγάζει και που έμοιαζε με βιβλίο. Ήταν τυλιγμένο με ένα πανί και δεν ήταν σίγουρη.
"Ναι. Το έψαχνα καιρό..." αρκέστηκε να πει τοποθετώντας το στο τραπέζι.
"Τι βιβλίο;"
"Αμάν μωρέ Άλισον. Πολλά ρωτάς" η απότομη απάντηση του προκάλεσε το θυμό της.
"Λίαμ είσαι με τα καλά σου; Τι διάολο έχεις πάθει; Τι συνέβη και δε μου το λες;!" Εκρωξε και εκείνος πήρε μια τεράστια ανάσα, στάθηκε μπροστά της και την αγκάλιασε. Παγωμένα... Τόσο παγωμένα...
"Με συγχωρείς" είπε σπάζοντας την αγκαλιά "Κουράστηκα πολύ έξω. Έμπλεξα άθελά μου και στο καυγά... Το κεφάλι μου πάει να σπάσει" Έπιασε το κεφάλι του και εκείνη αναστεναξε
"Εμένα με συγχωρείς... Από το πρωί είμαστε στους δρόμους. Λογική η ένταση. Έλα, πήγαινε να αλλάξεις και σε λίγο θα έρθει και το φαγητό"
Ο Λίαμ έσκυψε προς τη σακούλα που είχε τα βρεγμένα του ρούχα και η Αλισον αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν εντελώς άδεια. Έβγαλε από μέσα μια ακόμα φόρμα και ένα μπλουζάκι και τα κράτησε "Μου άρεσαν. Πήρα ένα ζευγάρι ακόμα..." της εξήγησε δείχνοντας της τα ρούχα και ύστερα πήγε στο μπάνιο. Μόλις η Άλισον άκουσε το νερό να τρέχει πλησίασε στο τραπέζι και κοίταξε το βιβλίο. Ήταν ακόμα καλυμμένο. Έπιασε την άκρη από το πανί και μόλις το τράβηξε ανασηκωσε τα φρύδια της. Έμοιαζε σαν αντίτυπο του δέκατου τρίτου αιώνα. Αυθεντικό μάλιστα.
Θεία κωμωδία. Δαντε Αλιγκιέρι...
Προφανώς και αναγνώρισε τόσο το βιβλίο όσο και τον συγγραφέα. Ποτέ του όμως δεν της μίλησε για αυτό. Δεν είχε ιδέα ότι του άρεσε. Συνήθως διάλεγε πιο ανάλαφρη ποίηση μα η θεία κωμωδία κάθε άλλο παρά ανάλαφρη ήταν. Η Άλισον το άγγιξε χωρίς να το σηκώσει. Δεν έδειχνε καινούριο. Πολλά βιβλία είχα την όψη των αυθεντικών η έστω των πρώτων αντιτύπων αλλά το συγκεκριμένο σίγουρα ήταν παλιό.
Η Άλισον το άγγιζε απαλά. Στο εξώφυλλο ήταν ο Δάντης με τη Βεατρίκη. Ήταν ένα υπέροχο βιβλίο το οποίο ήταν χωρισμένο σε τρία άσματα. Τη κόλαση, το καθαρτήριο και τον παράδεισο. Ο ίδιος ο Δάντης περιέγραφε με λεπτομέρειες τη κάθοδο του σε πρώτο πρόσωπο. Τα παρουσίαζε θαρρείς και τα έζησε στη πραγματικότητα και αυτός ήταν και ένας λόγος που το συγκεκριμένο βιβλίο της άρεσε πολύ.
Κατά το πέρασμά του από την Κόλαση και το Καθαρτήριο, είχε μαζί του τον δάσκαλό του Βιργίλιο, ενώ η πορεία του στον Παράδεισο γίνεται με την παρουσία της Βεατρίκης.
Η Άλισον θαύμαζε το τρόπο με τον οποίο ο χαρακτήρας της, συνδεόταν με το παράδεισο αλλά και με το πρότυπο γυναίκας που ήθελε να περάσει μέσα από εκείνη στη τοτε κοινωνία.
Παρόλα αυτά δεν έτυχε ποτέ να το διαβάσει όλο... Δεν είχε το χρόνο καθώς μεγάλωνε μα ήταν αρκετά ξακουστό για να γνωρίζει τα βασικά. Μόλις το σήκωσε στα χέρια της αντιλήφθηκε ότι το κόκκινο εξώφυλλο ήταν κάλυμμα. Παλαιότερα συνηθίζονταν να καλύπτουν τα κείμενα και αυτό διέγειρε ακόμα περισσότερο τη φαντασία της
"Ουαου ...." έμεινε άναυδη όταν σήκωσε το κάλυμμα και είδε τι υπήρχε από κάτω. Το βιβλίο έμοιαζε χιλιοδιαβασμενο. Οι άκρες από τις σελίδες όπως και το εξώφυλλο είχαν ξεφτισει μα ο ιστορικός τέχνης μέσα της ούρλιαζε. Σίγουρα ήταν γραμμένο περί το 1700 ίσως και νωρίτερα. Ξεκάθαρα όμως ήταν ιστορικής σημασίας. Έπιασε το εξώφυλλο θέλοντας να το ανοίξει μα δε πρόλαβε
"Άφησε το κάτω!" η φωνή του τη τρόμαξε . Ο Λίαμ το έπιασε, του φόρεσε ξανά το κάλυμμα και το τύλιξε. "Σε παρακαλώ. Είναι προσωπικό..." της εξήγησε πιο ήρεμα αμέσως και εκείνη πάλευε να αρθρώσει λέξη από τη συμπεριφορά του.
"Απλά το κοίταζα..." κατάφερε να πει
"Μη το κάνεις σε παρακαλώ. Ας αφήσουμε όμως το βιβλίο. Έχω και εγώ τις παραξενιες μου μερικές φορές..."
Η Άλισον είχε πάθει σοκ.
"Λίαμ;" τον πλησίασε τρυφερά "Πρώτη φορά σε βλέπω έτσι. Τι συμβαίνει;" Άγγιξε απαλά το μάγουλο του και εκείνος τη κοίταξε για πρώτη φορά κατάματα από την ώρα που μπήκε. Ο ουρανός στα μάτια του ήταν σκοτεινός. Βαμμένος σε ένα πιο βαθύ γκρίζο συγκριτικά με εκείνο το απέραντο γαλάζιο που είχε. Εκείνος έμεινε σιωπηλός κοιτώντας τη χωρις να ανοιγοκλεισει ούτε βλεφαρο.
"Με επηρέασε πολύ η βόλτα που έκανα μόνος μου" της εξήγησε σοβαρός "Είδα και τη παλιά πόλη, ανθρώπους να πεινάνε , παιδιά να ξαπλώνουν καταχαμα και απλώς υποθέτω έχασα λίγο τη ζωντάνια μου. Θα επανέλθω. Στο υπόσχομαι" τη φίλησε στο μέτωπο και πριν προλάβει να ειπωθεί κάτι περισσότερο, η πόρτα χτύπησε και έφτασε το δείπνο.
Ο Λίαμ πήγε να ανοίξει και εκείνη ένιωθε τη καρδιά της σπαρταραει...
Ήταν διαφορετικός. Και ίσως όντως να επηρεάστηκε. Ήξερε ελάχιστα για τη παιδική του ηλικία άλλωστε. Ίσως είδε κάτι που χτύπησε φλέβα μέσα του και αναστατώθηκε... Ήξερε ότι κάποια στιγμή θα της έλεγε. Πάντα της τα έλεγε όλα. Τουλάχιστον έτσι έδειχνε... Ίσως έφταιγε και εκείνη που ποτέ δε ρώτησε για τα παιδικά του χρόνια.
Παραμέρισε κάθε αρνητικό συναίσθημα και σκεπτόμενη ότι όλοι οι άνθρωποι που και που έχουν ξεσπάσματα και ανάγκες, έστρωσε στο μπαλόνι το δείπνο και αποφάσισε να του δώσει, το χώρο που χρειαζόταν...
Τον αγαπούσε...
Δε θα άφηνε μια κακή στιγμή να το αλλάξει αυτό με τίποτα ούτε να δημιουργήσει κενό μέσα της...
🖤🖤🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top