Η ζωή μου
"Πώς αντιμετωπίζεις τους πιο σκοτεινούς σου φόβους; αφήνεις το φως να τους διώξει η τους τρέφεις με το σκοτάδι της ψυχής σου ;"
«Σάλο έχει προκαλέσει κυρίες και κύριοι η υπόθεση που έχει συγκλονίσει ολόκληρη την πολιτεία της Βιρτζίνια. Ο εν λόγο άντρας ο οποίος δεν διστάζει να παρακολουθεί και να ασέλγει πάνω σε γυναίκες ηλικίας 16 με 30 έχει τρομοκρατήσει το γυναικείο πληθυσμό της πόλης. Οι αρχές κάνουν λόγο για έναν κατά συρροή βιαστή. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ακόμα. Τα θύματα του αγγίζουν τα 12 τους τελευταίους δύο μήνες και καμία από όλες αυτές τις γυναίκες δεν τον έχει δει . Φοράει μάσκα που καλύπτει όλο το πρόσωπό. Οι αρχές προειδοποιούν ειδικά τις νέες κοπέλες να μην κυκλοφορούν μετα της 10 το βράδυ χωρίς συνοδεία. Περιπολίες γίνονται συνεχώς. Για οτιδήποτε ύποπτο καλέστε στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα. Συνεχίζουμε κυρίες και κύριοι με μια ακόμα είδηση….»
Η Ρενατα έκλεισε την τηλεόραση και αναστέναξε... Όλα αυτά τα απεχθή γεγονότα την ταραζαν αρκετά. Αδυνατούσε να διανοηθεί ότι κάποιος κακοποίησε τόσες γυναίκες μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τις αρρωστημένες ορέξεις του . Κοίταξε δίπλα της το άδειο κρεβάτι , ένιωθε μόνη... Φοβισμένη μέσα σε ένα άθλιο κόσμο. Οι φωνές που άκουγε από το σαλόνι μόνο ένα πράγμα σήμαιναν... Η μητέρα της είχε πάλι κάποιον γκόμενο ή πελάτη όπως συνήθιζε να τους αποκαλεί η Ρενατα . Βραδιά ατελείωτα την άκουγε να φωνάζει, να δίνει το κορμί της από συνήθεια... Πόσο γαμημένα κακές ήταν αυτές οι συνήθειες... σκεφτόταν συνεχώς...
Οικονομικά πλέον ήταν αρκετά καλά, μπορεί ο πατέρας τους να πέθανε πολλά χρόνια πριν αλλά ο αδερφός της όχι μόνο κατάφερε να βγει από το βούρκο , το έκανε και πέτυχε... Συντηρούσε δύο σπίτια μόνο και μόνο για εκείνη .
Δούλευε σαν υπάλληλος σε μια αρκετά μεγάλη φαρμακοβιομηχανία τα τελευταία 3 χρόνια. Έφυγε όπως ήταν φυσικό από την κόλαση του σπιτιού και μετακόμισε σε δικό του σπίτι λίγα τετράγωνα παρακάτω. Η Πόλη δεν ήταν και από τις μεγαλύτερες αλλά και πάλι τα σπίτια ηταν έτσι κατασκευασμένα που νόμιζες ότι ζεις σε ένα από τα πιο όμορφα μέρη... μικρές ισογιες κατοικίες στόλιζαν τους δρόμους δεξιά και αριστερά. Άλλες ήταν ομορφα στολισμένες ενώ άλλες παρατημένες και έρημες.
Από τη πρώτη στιγμή της ειπε να πάει να μείνει μαζί του αλλά εκείνη δεν ήθελε να αφήσει πίσω την μητέρα της . Μια μητέρα φυσικά που δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για τα παιδιά της. Η Ρενατα από πιτσιρίκι θυμάται να κλέβει μαζί με τον αδερφό της το μικρό σούπερ μάρκετ της γειτονιάς. Τα περισσότερα παιδιά το έκαναν εξάλλου αφού ο ιδιοκτήτης ήταν γέρος. Η διαφορα ηταν πως εκείνα έπαιρναν γλυκά , σοκολάτες και καραμέλες. Για τα αδέρφια Σαντσεζ όμως ήταν διαφορετικά... Έκλεβαν από τη πείνα. Τα γλυκά έπαιρναν την μορφή του ρυζιού ενώ οι σοκολάτες του γάλατος...
Κανένας δεν τους ήθελε. Ούτε καν η δασκάλα στο σχολείο. Ήρθαν από το Μπουένος Άιρες σε ηλικία μολις 2 ετών η Ρενατα και 6 ο Ίαν. Το ελαφρος μελαχρινό τους δέρμα και τα εκρηκτικα Λατινοαμερικάνικα χαρακτηριστηκα τους δεν ταίριαζαν στο πρότυπο των άνθρωπων της πόλης.
Από το θάνατο του πατέρα τους και μετά ακολούθησε και η απόλυτη κατρακύλα στο σπίτι. Η μητέρα τους ενέδωσε στις φήμες και άρχισε να πουλάει το κορμί της. Όχι φυσικά για να θρέψει τα παιδία της αλλά για να φροντίσει τον ίδιο της τον εαυτό. Πόσο μακάβριο και κακόγουστο ήταν το θέαμα. Ντυνοταν πάντα με την τελευταία λέξη της μόδας... κι εκείνα σαν ζητιανακια τριγύριζαν γύρω της . Παλαιότερα όταν ο πατέρας τους ήταν εν ζωή τα οικονομικά τους ήταν μια χαρά κι εκείνη μια καθημερινή γυναίκα . Είχαν περάσει βέβαια στεναχώριες αλλά όλα ήταν μέσα στη ζωή. Και όπως όλες οι λέξεις έτσι κι εκείνη είχε τον θάνατο σαν αντίθεση.
Μεγαλώνοντας κατάφερε να δαμάσει τον ατίθασο εαυτό της αλλά σαν αποτέλεσμα κλείστηκε στο καβούκι της . Σηκώθηκε και πλησίασε το παλιό ξύλινο γραφείο. Έβγαλε τις ωτοασπίδες από το συρτάρι και τις φόρεσε. Λίγο καιρό πριν άκουγε μουσική αλλά πλέον κι εκείνη της προκαλούσε κατάθλιψη.
Ξάπλωσε και άφησε την απόλυτη ησυχία να απλωθεί στο σώμα και στο μυαλό της . Μπορεί ο Ίαν να είχε τρία χρόνια που έφυγε αλλά ακόμα δεν συνήθισε την μοναξιά του άδειου κρεβατιού της . Καθότι μικρό , το σπίτι είχε δύο υπνοδωμάτια. Κοιμόταν μαζί του ενώ η μητέρα τους στο διπλανό. Αναμνήσεις με εκείνον να της κλείνει τα αυτιά και να της τραγουδάει την έκαναν να γελάσει... είχε φτάσει αξιοπρεπώς πλέον στα 24 κι εκείνος στα 28.
Ανέτρεξε στην αγαπημένη της φωτογραφία... τα δωδεκατα γενέθλια του αδερφού της ήταν και η τελευταία χρόνια που ο πατέρας την ήταν εν ζωή. Έμοιαζαν όλοι τόσο αγαπημένοι σε σύγκριση με σήμερα που η οικογένεια σκόρπισε ,εξανεμίστηκε μαζί με την αγάπη.
Το κινητό της χτύπησε, μπορεί να μην το άκουγε αλλά η δόνηση ήταν αρκετή. Έλαμψε όλο της το πρόσωπό όταν είδε το όνομα του στην οθόνη. Δεν της άρεσε να τον ενοχλεί γιατί ήταν ολόκληρος άντρας αλλά ήξερε καλά πως κάθε του κλήση κατέληγε με εκείνη σπίτι του . Κοιμόταν ξεγνοιαστη και ήρεμη. Μακριά από τα άγχη της καθημερινότητας και της σκοτούρες.
Έβγαλε τις ωτοασπίδες και το σήκωσε.
"Τι κάνει η γυναίκα της ζωής μου ;" την ρώτησε ευδιάθετος.
"Καλά είναι... Όπως τα ξέρεις, εσύ πως είσαι;" Αποκρίθηκε με όσο πιο αδιάφορη φωνή γινόταν και αυξημένη ένταση. Τον ενοχλούσε τρομερά η ιδέα πως η μάνα του έφερνε άντρες στο σπίτι. Γι αυτό δούλευε και σαν το σκυλί άλλωστε. Για να έχει η αδερφή του ένα σωστό περιβάλλον να ζει. Βέβαια η Ρενατα είχε ήδη προσπαθήσει να βρει δουλειά αλλά δύσκολα θα την έπαιρνε κάποιος.
Ήταν τόσο εξωτικά όμορφη που άλλοι φοβόντουσαν και άλλοι την ήθελαν μόνο για καφέ και μπαρ .
"Ρενατα ; πες μου ότι αυτά που ακούω δεν είναι..." είπε αγανακτισμένος και έβρισε.
"Ίαν,ηρέμησε σε παρακαλώ και σταματά να βρίζεις!!! Αφού ξέρεις πως είναι ρε γαμωτο ... " Άφησε σιγάνα τις τελευταίες της λέξεις και τον άκουσε να ξεφυσαει
"Σε 5 βγες από το παράθυρο. Πάρε και έναν σάκο με τα απαραίτητα! Εγώ σε αυτό το σπίτι με μια πουτανα για μανα δεν σε αφήνω λεπτό κατάλαβες; θα έρθεις μαζί μου θες δε θες !" Η έκρηξη του ήταν αναμενόμενη... την προηγούμενη κι όλας εβδομάδα η Ρενατα προσπάθησε να μειώσει το χάσμα ανάμεσα τους και εκείνη υποσχέθηκε στο γιο της πως δεν θα το ξανακάνει... Μια ακόμα υπόσχεση που δεν τήρησε. Όσες φορές και να της είχε εξηγήσει ο Ίαν πως τα λεφτά είναι αρκετά εκείνη συνέχιζε. Το κορμί της το είχε ανάγκη... έγινε συνήθεια...
"Είσαι με τα καλά σου ; και πως θα την ...." Ο Ίαν είχα ήδη ακούσει αρκετά. Ανάμεσα στις λέξεις της έμπαινε και μια κραυγή της μανας του.
"Ειπα κάτι Ρενατα! Μην με αναγκάζεις να έρθω από την μπροστινή πόρτα ΓΑΜΩ!!! " Ήταν πιο εξοργισμένος από κάθε άλλη φορά και εκείνη τον ένιωθε...
"Εντάξει εντάξει... Μόνο ηρέμησε, σε πέντε λεπτά θα είμαι έξω ...." Έκλεισε το τηλέφωνο δακρυσμένη. Όσο και να πάλεψε το σχίσμα ήταν τεράστιο...
Η αρρώστια της μητέρας της αγιάτρευτη και η επιλογές μηδαμινές. Μάζεψε σε μια παλιά τσάντα τα απαραίτητα. Έβαλε μέσα την αγαπημένη της φωτογραφία και έριξε μια τελευταία μάτια στο δωμάτιο της ...
Άνοιξε το παράθυρο και πήδηξε...Τα φώτα τρεμοπαιξαν και αμέσως γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του. Είχε ήδη φτάσει . Προχώρησε προς το αυτοκίνητο άνοιξε την πόρτα και πέταξε στο πίσω μέρος τον σακο της αμίλητη.
"Δεν θέλω μούτρα... Δεν την χρειαζόμαστε πλέον στη ζωή μας μάτια μου ... κοίτα που φτάσαμε... " Της ειπε και έκλεισε όμορφα στο χέρι του το μάγουλο της .
"Απλά είναι τόσο.... μάνα μας είναι γαμωτο ..." ψέλλισε και δάκρυσε.
"Αυτό έπρεπε να το σκεφτεί εκείνη για μας κι όχι εμείς... Τώρα έχεις εμένα... Όπως παντα με είχες. "Τον κοίταξε και του χάρισε το πιο όμορφο χαμόγελο της .
"Υπόσχεση;" Τον ρώτησε και εκείνος της έκλεισε το μάτι. Αναβίωσε το παρελθόν και γέλασε...
Flashback 10 χρόνια πριν
Το σπίτι ήταν τόσο κρύο που δεν άντεχε ούτε μυρμήγκι να περπατήσει για να κρυφτεί από τον χιονιά που επικρατούσε έξω. Η Ρενατα κουλουριασμενη στην αγκαλιά του προσπαθούσε να ηρεμήσει . Προσπαθούσε να συγκρατήσει τον εαυτό της για να μην του δώσει πάτημα να βγει από το δωμάτιο και να τα κάνει όλα λίμπα.
Δίχως την άδεια της μητέρας της πήρε το μικρό σομπακι που είχε στο σαλόνι για να ζεσταίνεται εκείνη και οι νυχτερινοι της "επισκέπτες " ... ήταν μόλις 14 όταν έφαγε το πρώτο της χαστούκι. Η μάνα τους μπήκε στο δωμάτιο και άρπαξε το σομπακι χαστουκιζοντας την . Βρήκε ευκαιρία που ο μεγάλος της γιος έλειπε για να ξεσπάσει την οργή της .
Όταν γύρισε την βρήκε να ξαπλώνει αμίλητη. Προσπάθησε πολύ μέχρι να του πει τι είχε συμβεί ...
"Έχεις εμένα... άφησε με να βγω ρε πουστη και να δώσω ένα τέλος. Δεν έχεις να φοβάσαι κανένα!" Της έλεγε συνεχώς κι εκείνη απλά κουρνιαζε σαν μωρό στην αγκαλιά του .
"Υποσχεσου μου μόνο πως ότι και να συμβεί δεν θα σε χάσω... πως θα είσαι εκεί, θα υπάρχεις κάπου στη ζωή μου να μου δίνεις αγάπη... " ψιθύρισε κι εκείνος δάκρυσε. Πρώτη φορά έκλαιγε , ούτε στο θάνατο του πατέρα του δεν έκλαψε. Οι άντρες δεν κλαίνε αγόρι μου...Έτσι του έλεγε.
"Υπόσχεση μάτια μου ... σου την δίνω απλόχερα. Όσο αναπνέω θα σε προσέχω..." Έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε πάνω του ....
Τέλος flashback
Εκείνο το βράδυ τους βρήκε αγκαλιά να κάνουν όνειρα στο ζεστό σαλόνι του σπιτιού του για το μέλλον... να μοιράζονται τους φόβους και τις ανησυχίες τους για το αύριο...
Ένα αύριο που θα έμελε να γίνει η καταστροφή τους ....
Σας φιλώ....
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top