Η Δολοφόνος της ΔΕΗ
«Άννα - Μαρία;», φώναξε η Μάρθα με όσο πιο δυνατή φωνή μπορούσε την ώρα που ξύπνησε.
Αγωνία και άγχος. Άγχος και αγωνία. Δυο λέξεις που συνήθως πάνε μαζί. Ειδικά όταν καταφτάνει ο ταχυδρόμος και βάζει ένα σωρό γράμματα στο κουτί έξω από το σπίτι της κάθε οικογένειας. Βέβαια, όλα θα ήταν καλύτερα, σε περίπτωση που εκείνος ο κύριος δεν έφερνε μονάχα πράγματα τα οποία θα έπρεπε να πληρωθούν μέσα σε σύντομο χρονικό περιθώριο.
Πάντως, χωρίς αμφιβολία το γράμμα που τρόμαζε τους περισσότερους δεν ήταν οι ειδοποιήσεις των τραπεζών για τα δάνεια, αλλά ο λογαριασμός ρεύματος της ΔΕΗ. Και αυτό ίσχυε για δυο λόγους. Πιο συγκεκριμένα, ο φτωχός κόσμος δεν κατάφερνε να εγκριθεί από τους οργανισμούς που έδιναν χρήματα. Όμως, όλοι ανεξαίρετος είχαν πάνω από τα κεφάλια τους τους κόκκινους κεραυνούς της ηλεκτρική παροχής. Οι οποίοι θα βύθιζαν τα πάντα στο σκοτάδι, αν δεν πληρώνονταν στην ώρα τους. Επιπρόσθετα, εν έτη 2020, κυκλοφορούσε ένας κατά συρροή δολοφόνος στην Αθήνα που άφηνε δίπλα από τα θύματα του τον λογαριασμό τους στην ΔΕΗ.
«Άννα - Μαρία;», επανέλαβε η εικοσιπεντάχρονη κοπέλα και σηκώθηκε από το κρεβάτι της.
Όπως και προηγουμένως, έτσι και τώρα, η Μάρθα δεν πήρε κάποια απάντηση. Περίεργο! Ειδικά από την στιγμή που η αδελφή της έπρεπε να είχε ήδη επιστρέψει από το σχολείο της πριν μια ολόκληρη ώρα.
«Άννα - Μαρία;», αποκρίθηκε για τρίτη συνεχόμενη φορά και πλέον ήταν σίγουρη πως η μελαχρινή της αδελφή, αντί να πάει στο σπίτι τους, είχε καταλήξει για μια ακόμα φορά στο νεκροταφείο της πόλης όπου είχαν θαφτεί οι γονείς τους.
Δίχως να χάσει περισσότερο χρόνο, προχώρησε προς το κλιμακοστάσιο της οικίας της. Μόλις έφτασε ακριβώς απέναντι από τα σκαλοπάτια, ξεκίνησε να τα κατεβαίνει. Ο λόγος, που έπραττε την συγκεκριμένη κίνηση, αφορούσε το γεγονός πως θα πήγαινε προς ολοταχώς στο αυτοκίνητο της. Στην συνέχεια, θα κατευθυνόταν στον χώρο στον οποίο σύχναζε η Άννα - Μαρία κάθε Παρασκευή του τελευταίου μήνα, ύστερα από τα μαθήματα του λυκείου της.
Η νεαρή δεκαοχτάχρονη κοπέλα είχε διαλέξει την συγκεκριμένη μέρα να επισκέπτεται τον τάφο της μητέρας της και του πατέρα της, διότι τους είχε χάσει μια Παρασκευή πριν τρία χρόνια. Εκείνο το απόγευμα οι γονείς της είχαν αποφασίσει να πάνε στο σπίτι της κολλητής της Άννας - Μαρίας με σκοπό να την οδηγήσουν στο σπίτι τους. Όμως, προτού φτάσουν στον προορισμό τους, ένα αυτοκίνητο με το λογότυπο της ΔΕΗ τους τράκαρε στο μπροστινό μέρος και ως συνεπακόλουθο βρήκαν τον θάνατο τους εξαιτίας του φυσικού φαινομένου με το όνομα πυρκαγιά, που ξέσπασε από το δυνατό χτύπημα.
«Θα με τρελάνει αυτό το παλιοκόριτσο», απευθύνθηκε προς τον εαυτό της η Μάρθα.
Από την συγκεκριμένη μέρα και μετά, η πάντα χαμογελαστή και κοινωνική Άννα - Μαρία κλείστηκε στον εαυτό της και έδιωξε τους πάντες από κοντά της. Βέβαια, την μεγάλη της αδελφή δεν χρειάστηκε να την απομακρύνει από το πλάι της. Και εκείνο το πράγμα συνέβη επειδή, λόγω της διαφοράς ηλικίας και του συνεσταλμένου χαρακτήρα της Μάρθας, οι σχέσεις τους δεν θεωρούνταν άριστες.
Παρόλα αυτά η μεγάλη αδελφή ανέλαβε την κηδεμονία της δεκαοχτάχρονης κοπέλας. Και της είχε βάλει μονάχα δυο κανόνες. Ποτέ να μην εισχωρήσει στο δωμάτιο της και να την ειδοποιεί όταν θα αργούσε να επιστρέψει από το σχολείο της.
«Το ορκίζομαι», μονολόγησε για μια ακόμα φορά η Μάρθα.
Μέσα στον προσωπικό της χώρο υπήρχε κάτι που δεν επιθυμούσε να μάθει κανένας και ειδικότερα η αποξενωμένη της αδελφή, η οποία είχε ήδη αρκετά προβλήματα στην καθημερινότητα της εξαιτίας της κατάθλιψης που βίωνε. Και το συγκεκριμένο κάτι είχε σχέση με τον δολοφόνο που τριγυρνούσε ελεύθερος στην Αθήνα. Πιο συγκεκριμένα, η Μάρθα για να αντιμετωπίσει τον θάνατο της μητέρας της και του πατέρα της είχε διαπράξει αμέτρητους φόνους με την βοήθεια του όπλου που είχε κρυμμένο ο μπαμπάς της στο τελευταίο συρτάρι του ξύλινου γραφείου του. Και κρατούσε αρχείο των δολοφονιών της στο ημερολόγιο της, το οποίο βρισκόταν κάτω από το κρεβάτι της.
Η εικοσιπεντάχρονη κοπέλα διάλεγε πολύ προσεχτικά τα ανθρώπινα θύματα της και στην συνέχεια τα παρακολουθούσε μέχρι να έπιαναν στα χέρια τους τον απλήρωτο τους λογαριασμό στην ΔΕΗ. Ναι! Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ήταν η υπομονή, η οποία δεν εξαντλείτο σχεδόν ποτέ. Σχεδόν, διότι η Άννα - Μαρία και η καταπάτηση του κανόνα σχετικά με την αργοπορία την έφερε στα όρια της.
«Σε περίπτωση που συνεχίσει να εξαφανίζεται έτσι τις Παρασκευές, θα την σκοτώσω την στιγμή που θα αποκτήσει τον πρώτο της λογαριασμό στην ΔΕΗ», απευθύνθηκε προς τον εαυτό της και ένα περίεργο μπλε - κόκκινο φως συνοδευμένο από μια σειρήνα την έκανε να παγώσει στο μέσο του κλιμακοστασίου.
Η εικοσιπεντάχρονη κοπέλα είχε ως πρώτο της στόχο τον δολοφόνο των γονιών της. Όμως, επειδή είχε εξιταριστεί από την πράξη της, αποφάσισε να συνεχίσει να σκοτώνει. Οπότε, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την ΔΕΗ ως φόρο τιμής για τον υπάλληλο της συγκεκριμένης δουλειάς. Ναι! Εκείνος είχε δημιουργήσει την δολοφόνο.
«Με ανακάλυψαν;», αναρωτήθηκε και τότε κατάλαβε τι είχε συμβεί.
Η αδελφή της είχε ξετρυπώσει το ημερολόγιο της καταπατώντας με αυτό τον τρόπο και τον δεύτερο της κανόνα. Έτσι, την είχε καρφώσει στην αστυνομία δίχως να εκτιμήσει το γεγονός πως η Μάρθα, για να την συντηρήσει, δούλευε τα βράδια στο μπαρ όπου βρισκόταν στην γωνιά του δρόμου και ως συνεπακόλουθο κοιμόταν μέχρι τις δυο το μεσημέρι.
«Τι να κάνω;», ψέλλισε και βρισκόταν σε ένα τεράστιο δίλημμα.
Βασικά, οι επιλογές της δεν ήταν δυο, αλλά τρεις. Πιο συγκεκριμένα, ή θα έμενε να παραδοθεί ή θα διακτυνιζόταν σε μια ασφαλή τοποθεσία ή θα προσπαθούσε να το σκάσει από το σπίτι της με ένα πιο ανθρώπινο τρόπο.
Πάντως, δεν ήθελε με τίποτα να καταλήξει στην στενή. Ο λόγος αφορούσε το γεγονός πως αν η ποινή της υπολογιζόταν σε ισόβια φυλάκιση, τότε όλοι θα καταλάβαιναν ότι δεν έμοιαζε με ένα συνηθισμένο πλάσμα. Ναι! Δεν ήταν άνθρωπος. Ανήκε στο είδος των βρικολάκων. Και το αριστερόστροφο μισοφέγγαρο στον αριστερό της καρπό αποδείκνυε την φύση της.
Το συγκεκριμένο σημάδι είχε μήκος τρία εκατοστά και το περίγραμμα του ήταν κόκκινο. Επιπρόσθετα, το εσωτερικό του μηνίσκου περιβαλλόταν από ακανόνιστες σπείρες ένα τόνο πιο ανοιχτές από το χρώμα του δέρματος της.
Η Μάρθα δεν ήθελε ούτε να φύγει από την οικία της τρέχοντας. Ο λόγος αφορούσε το γεγονός πως σε περίπτωση που οι μπάτσοι την ανακάλυπταν και ως αποτέλεσμα την καταδίωκαν πυροβολώντας την, τότε θα μάθαιναν ότι τα κοινά συνηθισμένα πιστόλια δεν της προκαλούσαν την παραμικρή γρατζουνιά.
Φυσικά και μπορούσε να τραυματιστεί ή να πεθάνει. Όμως, οι άνθρωποι δεν γνώριζαν για την ύπαρξη των βρικολάκων και των υπόλοιπων υπερφυσικών πλασμάτων. Άρα, δεν είχε πέσει στην αντίληψη τους ούτε και ο τρόπος θανάτου τους. Ο οποίος μπορούσε να πραγματοποιηθεί εάν τους αποκεφάλιζαν με την βοήθεια ενός στοιχείου της φύσης, τους χτυπούσαν σε σημαντικό όργανο με ένα ασημένιο όπλο, τους επιτίθονταν πολλά άτομα με τις δυνάμεις τους, χρησιμοποιούνταν πάνω τους οι απαγορευμένες τεχνικές, τους είχε βάλει στο στόχαστρο κάποιο φυλαχτό, μπλέκονταν με τα φυσικά φαινόμενα ή τέλος τους δηλητηρίαζαν με ασήμι.
«Νησί, σου έρχομαι», αποφάσισε η εικοσιπεντάχρονη κοπέλα και σφράγισε τα καστανά της μάτια με σκοπό να τηλεμεταφερθεί στον προορισμό της.
Το είδος της, όπως και οι πτερωτοί οι οποίοι χωρίζονταν σε μένταλιστ και νεράιδες, μπορούσε να καλέσει ένα από τα τέσσερα στοιχεία της φύσης και να διακτυνιστεί σε μια τοποθεσία που είχε ξαναπάει.
Εκεί, τελείωναν οι ομοιότητες των δυο κυριότερων ειδών του κόσμου της. Πιο συγκεκριμένα, οι βρικόλακες είχαν δίψα για αίμα, μυτερούς κυνόδοντες οι οποίοι ήταν κρυμμένοι στην στοματική κοιλότητα και εμφανίζονταν όποτε τους καλούσε ο κάτοχος τους, μακροζωία, γρήγορη επούλωση, δυνατό ανοσοποιητικό σύστημα, πολυγλωσσία και την έκτη αίσθηση. Οι βρικόλακες, (λόγω της έκτης αίσθησης) όταν τους κοιτούσε κάποιος έντονα, μπορούσαν να αναγνωρίσουν το είδος, το φύλο και την δύναμη του. Επίσης αν συγκεντρώνονταν αρκετά ήταν σε θέση να καταλάβουν και ποιος ακριβώς τους έβλεπε. Επιπρόσθετα, είχαν ένα αριστερόστροφο μισοφέγγαρο στο αριστερό χέρι και χρωματιστά μάτια.
Οι πτερωτοί είχαν φτερά τα οποία ήταν κρυμμένα στην πλάτη και εμφανίζονταν όποτε τα καλούσε ο κάτοχος τους, μακροζωία, γρήγορη επούλωση, δυνατό ανοσοποιητικό σύστημα και πολυγλωσσία.
Πάντως, και η Άννα - Μαρία ανήκε στο ίδιο είδος μαζί της. Και αυτό ίσχυε γιατί η αναγέννηση της είχε συμβεί στα δέκατα - έβδομα γενέθλια της.
Πριν την αναγέννηση ήταν ένα συνηθισμένο κορίτσι. Όμως μόλις έκλεισε το συγκεκριμένο έτος της ηλικίας της τον περασμένο μήνα, απέκτησε όλες της τις δυνάμεις. Βέβαια, αν κάποιος για οποιονδήποτε λόγο απέρριπτε την αλλαγή του, κατέληγε νεκρός.
Η αναγέννηση γινόταν πάντα τα μεσάνυχτα και περιλάμβανε ένα αφόρητο άλγος. Πιο συγκεκριμένα, οι βρικόλακες πονούσαν τον αριστερό τους καρπό επειδή στο συγκεκριμένο σημείο εμφανιζόταν ο αριστερόστροφος μηνίσκος που αντιπροσώπευε το στοιχείο τους. Οι βρικόλακες του νερού είχαν γαλάζιο μισοφέγγαρο, οι βρικόλακες της φωτιάς είχαν κόκκινο μισοφέγγαρο, οι βρικόλακες του αέρα είχαν κίτρινο μισοφέγγαρο και οι βρικόλακες της γης είχαν πράσινο μισοφέγγαρο.
Από την άλλη πλευρά, οι πτερωτοί πονούσαν την πλάτη τους γιατί από εκεί έβγαιναν τα φτερά τους. Οι πτερωτοί του νερού είχαν γαλάζια πούπουλα πάνω στα φτερά τους, οι πτερωτοί της φωτιάς είχαν κόκκινα πούπουλα πάνω στα φτερά τους, οι πτερωτοί του αέρα είχαν κίτρινα πούπουλα πάνω στα φτερά τους και οι πτερωτοί της γης είχαν πράσινα πούπουλα πάνω στα φτερά τους.
«Παλιοκόριτσο», ήταν η τελευταία της κουβέντα προτού παρατήσει την παλιά της ζωή και την δράση της ως δολοφόνος της ΔΕΗ.
*Μην ξεχάσετε να αφήσετε το αστεράκι σας και ίσως κανένα σχόλιο.
**Το παρόν διήγημα γράφτηκε αποκλειστικά και μόνο για τον διαγωνισμό WGTAutumn20 που γίνεται από το προφίλ @WGTcontest. Και επειδή είμαι μια ψυχαναγκαστική με καθόλου έμπνευση πραγματοποιείται στο σύμπαν των βιβλίων μου: Η Αιώνια Μάχη - Βιβλίο 1ο - Το Φυλαχτό της Φωτιάς και The story of George Drako.
***Λέξεις: 1504
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top