~Στην Ερημιά του Ζόφου~

~Το aesthetic της Γκέθουιν, παραγωγής της υποφαινόμενης~

Εισαγωγή τριών νέων χαρακτήρων. Η Kelley Howes ως Αρχόντισσα Σέσιλυ Ρούτλαντ

Mark Addy ως Άρχοντας Μασριελ Άραγκον του Ποσπέριους

Και ο Matthew Goode ως Ρέσεν Άραγκον

Καλή Ανάγνωση!

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Νόραμπηλ Καστέλ, η μικρή Νόρα, η χαμένη νέα, το καμμένο χαρτί, εκείνη που πάντοτε υποτιμούταν, απλά και μόνο γιατί ήταν κορίτσι, απλά και μόνο επειδή είχε γεννηθεί η κόρη μιας οικογένειας λίγο παραπάνω από τη φτώχεια.

Αυτό ήταν η πατρογονική της εστία, εξαιτίας αμιγώς του πατρός της. Είχε γεννηθεί ως πρωτότοκη κόρη μιας από τις πλουσιότερες κληρονόμους της Περιφέρειας του Ποσπέριους κι ενός ανώνυμου πρακτικά ιππότη, που έχτισε όλη του τη ζωή στην πλάτη του κεραυνοβόλου έρωτα με τη μητέρα της. Ποιός ήταν ο Σερ Όζουολντ Καστέλ, προτού γίνει σύζυγος της Μοργκέιν Χάρστοουν; Ένα απόλυτο μηδενικό· κι όμως, ανελισσόταν ιλιγγιωδώς κι η Νόραμπηλ ήταν εκεί, για να παρακολουθεί την εξέλιξή του, που έσερνε την οικογένεια στον όλεθρο, μόνη, διότι ο αδελφός της γεννήθηκε αργότερα κι η μητέρα της στεκόταν υπερβολικά συνεπαρμένη από τον ψηλό, σκοτεινό και πανέμορφο άνδρα της. Απλώς, λοιπόν, καθόταν και κοίταζε η μικρή, όσο όλο της το μέλλον καταστρεφόταν.

Φιλοδοξία. Αδυνατούσε να την κατανοήσει, μέχρι που τη γεύτηκε. Ακόμα και πρωτύτερα, ωστόσο, τη χαρακτήριζε ναρκωτικό, εφάμιλλο του οπίου, που εισαγόταν λαθραία από τη Σκοτεινή Πεδιάδα του Θερ. Μισούσε τη γλυκιά αίσθηση της υπόσχεσης που δημιουργούσε, καθότι είχε μεθύσει τον πατέρα της όσο τυφλώσει έναντι στον κίνδυνο. Δεν του έφτανε ο πλούτος της Αρχόντισσας Μοργκέιν, δεν του αρκούσε η αφοσιωμένη σύζυγος και η δραστήρια κόρη, ήθελε τα πάντα. Θεωρούσε τον εαυτό του υπερβολικά άξιο, για να περιοριστεί σε έναν Πύργο και μια οικογένεια. Επεδίωκε να φτάσει στο Παλάτι, να επηρεάζει ακόμα και το Στέμμα. Για αυτή την ανόητη, ατέρμονη, ασυγκράτητη εμμονή και λαχτάρα, οι Θεοί τους τιμώρησαν.

Η Νόραμπηλ, παρόλο που αναγνώριζε και αποδοκίμαζε την επιπόλαια αποφασιστική φύση του πατέρα της, τον αγαπούσε, τον λάτρευε περισσότερο από τη μητέρα της και τον θεωρούσε πρότυπο. Μολονότι ο αριβισμός του μονοπωλούσε τη συμπεριφορά του, η κόρη αναγνώριζε τις αληθινές του αρετές· τη διορατικότητα, την ευστροφία, την πηγαία του εξυπνάδα. Αυτό φοβόταν περισσότερο· όχι τους υψηλούς του στόχους μα το γεγονός ότι δύναντο να τους κατορθώσει. Η Νόραμπηλ τότε, δεν ήθελε να φύγει από το ήσυχο σπίτι, από την ήρεμη ζωή και τους υπέροχους φίλους της. Ειδικά από τον Ισίντορ Ρούτλαντ, που λάτρευε ιδιαίτερα, καθώς εκείνος τη μισούσε ιδιαίτερα.

Εκείνη τον λάτρευε για τη ζωηράδα του, την ευφυή του σκέψη, την αισιοδοξία του, την επίμονη, παιδική του ονειροπόληση. Εκείνος τη μισούσε, επειδή προτιμούσε να φέρεται ανδρικά, να υποκρίνεται το αγόρι και να παραβγαίνει μαζί με τους φίλους τους στην υποτυπώδη ξιφομαχία και τοξοβολία. Δεν καθόταν παραπέρα, για να τους χειροκροτεί και θαυμάζει, όπως μια πραγματική Κυρά θα έπραττε. Μα η Νόραμπηλ δεν υπήρξε ποτέ μια συμβατική Αρχόντισσα και κυρίως ήταν ενοχή για το πιο στυγερό έγκλημα στα παιδικά μάτια του Ισίντορ· είχε κολλητή φίλη τη μοναδική Μάγκνταλ Όουενς.

Η Μάγκνταλ εργαζόταν στο σπίτι τους, στον πανώριο κι επιβλητικό Πύργο των Χάρστοουν, ως ψυχοκόρη της πάντοτε καλόψυχης μητέρας της. Την αγαπούσε βαθύτατα η Νόραμπηλ, σαν αδελφή της, δεν την ενδιέφερε ποσώς που δεν ήταν πλούσια ή ευγενής στην καταγωγή. Ο πατέρας της δεν το ενέκρινε μα η Αρχόντισσα Μοργκέιν είχε παραδόξως κατορθώσει να του επιβληθεί και να μην απασχολείται η μοναχοκόρη τους με αυτό το ζήτημα,

Μέχρι τη γέννηση του μικρού της αδελφού, του Τάνλιν, αυτή ήταν η οικογένεια της. Παρόλο που δεν ήταν παρά έξι ετών όταν γεννήθηκε ο μικρός, θυμόταν καθαρά τα χρόνια πριν και τα χρόνια μετά, σηματοδοτώντας τη γέννηση του ως την ημέρα που η ζωή της άλλαξε ριζικά. Την ημέρα εκείνη, ανακάλυψε πως κι ένα ιερό τέρας, σαν τον αγαπημένο, άψογο στα μάτια της πατέρα, μπορούσε να κρύβει ένα ανίερο θηρίο.

Άνοιξη ήταν. Ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό, έχοντας ανατείλει ελάχιστες ώρες πριν. Η Νόραμπηλ εξασκούταν στην ιππασία πλάι στον πατέρα της, ένα ξέγνοιαστο, ευτυχισμένο παιδί μέσα στην άγνοια των πέντε ετών του, όταν η κραυγή έσκισε τη νηνεμία.

«Στην οικογένειά μου, φτωχή πλην τίμια πάντοτε, παππού προς πάππου ήμαστε εξαίρετοι ιππείς,» της εξηγούσε με περήφανη χροιά ο Σερ Όζουολντ κι ακόμη και το άλογο του ύψωνε τη μουσούδα με καμάρι.

«Θα μάθεις και στο μωρό να ιππεύει;» Είχε ρωτήσει η μικρή αυθόρμητα.

«Όχι, στο μωρό θα μάθεις εσύ,» ήταν η εύχαρη απάντησή του κι η Νόραμπηλ ένιωσε την ώθηση να χοροπηδήσει από χαρά, τι κι αν βρισκόταν σε σέλα.

Ακούγοντας την κραυγή, το αίμα τους πάγωσε. Ο πατέρας άρπαξε τα ηνία αμφοτέρων των αλόγων και τους γύρισε τάχιστα στον Πύργο, έχοντας αναγνωρίσει αμέσως τη φωνή της συμβίας του.

Επέστεψαν στον Πύργο ευθύς κι η μικρή Νόραμπηλ έλαβε τη διαταγή να σπεύσει και να φέρει τη Σέσιλυ Ρούτλαντ, τη μητέρα του Ισίντορ, τη μόνη που γνώριζε τα στοιχειώδη της μαιευτικής στην περιοχή, πλην των γιατρών. Μα γιατροί δεν υπήρχαν, είχαν όλοι συγκεντρωθεί στη Ρέισαν μετά από διαταγή του Βασιλέως, καθώς η Βασίλισσα ετοιμαζόταν να φέρει στον κόσμο το δεύτερο παιδί τους.

Η Αρχόντισσα Σέσιλυ κατέφθασε με έναν μανδύα δεμένο σφιχτά γύρω από τη νυχτικιά της. Είχε μόλις ξυπνήσει και δεν αφιέρωσε καν χρόνο για να ντυθεί, σπεύδοντας να συντρέξει τη γειτόνισσα και φίλη της. Το μόνο που κουβαλούσε ήταν ο ενός έτους γιός της τότε, ο Ισίντορ, τον οποίο δεν αποχωριζόταν ποτέ. Η Νόραμπηλ ευθύς ανέλαβε να τον απασχολεί, όσο η μητέρα του επωμίστηκε το ισχυρότερο βάρος.

Δε θυμόταν πολλά από τα επακόλουθα η μικρή. Η τραυματική εμπειρία της μητέρας της που υπέφερε, ξεθώριασε από τη μνήμη της. Έμεινε μόνο ο Ισίντορ, που γελούσε χαρωπά κι έτρεχε στον κήπο. Είχε ξεχάσει την οδύνη της μητέρας της και την Αρχόντισσα Σέσιλυ που είχε εξέλθει του δωματίου γεμάτη αίματα και λουσμένη στον ιδρώτα, για να αναγγείλει δακρύβρεχτα τη γέννηση του γιού, του αδελφού της Νόραμπηλ, του Τάνλιν, του οποίου τα βαθυγάλανα μάτια αποτέλεσαν την πιο όμορφη νότα γαλήνης. Ιδού η ειρωνεία· η Αυτού Μεγαλείοτης πέθανε λίγες ημέρες αργότερα, αφού έφερε στον κόσμο μια θνησιγενή κόρη, τι κι αν ήταν περιτριγυρισμένη από τους εκατόν σαράντα ιατρούς της Επικράτειας.

Μολαταύτα, η ισχυρότερη ειρωνεία κι έκπληξη που σημάδεψε για πάντα την ψυχή της ήταν χτύπημα από την πιο απίθανη πηγή· τον πατέρα της. Λίγες ώρες αφότου είχε γεννηθεί ο αδελφός της, ενώ ο ήλιος πλέον βασίλευε, ο Σερ Όζουολντ είχε ζητήσει από την Αρχόντισσα Σέσιλυ να διανυκτερεύσουν στον Πύργο, μιας κι ο Ισίντορ είχε αποκοιμηθεί ήδη στο κρεβάτι που θα ανήκε στον γιό του σύντομα κι η Νόραμπηλ τον πρόσεχε. Είχε χαρεί απροσδόκητα· λάτρεψε την ιδέα να παρακολουθεί όλη τη νύχτα τον ύπνο του Ισίντορ. Όταν, όμως, έσπευσε να βρει τον πατέρα της και να τον καληνυχτίσει, αναζητώντας ένα φιλί του όπως κάθε βράδυ, ανακάλυψε μετά τρόμου ότι κάποια άλλη είχε κλέψει το φιλί του πατέρα της εκείνη τη βραδιά. Η Αρχόντισσα Σέσιλυ.

Το θέαμα την αναγούλιασε. Βγήκε από τον Πύργο όσο πιο άηχα μπορούσε -κι είχε ταλέντο στο ελαφρό πάτημα- ώστε ξέρασε όλο της το δείπνο στον κήπο. Επέστρεψε πολύ αργότερα, ασθμαίνοντας αδιάκοπα, για να κοιμηθεί απρόθυμα, ευγνώμων στους Θεούς για την έλλειψη εφιαλτών.

Νόραμπηλ σήμαινε Όμορφο Φως. Από τότε, ωστόσο, η παιδική της ψυχή μαύρισε και κατεβλήθη από έναν αποτρόπαιο ζόφο, τρομακτικό και επίμονα επιβλητικό, που δεν έμελλε ποτέ να την εγκαταλείψει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

~Κάστρο Μόνταγκιου των Ρούτλαντ, έτος 317~

Μετά το παράξενο γέλιο της, η μαυροντυμένη γυναίκα σηκώθηκε από την αρχοντική καρέκλα, κοιτώντας κατάματα τον Ισίντορ. Η παρουσία του Κέρμιτ της ήταν παντελώς αδιάφορη.

«Γιατί εκπλήσσεσαι, Ισίντορ Ρούτλαντ;» Τον προκάλεσε με ένα άρτια ανασηκωμένο φρύδι. «Θαρρούσες πως δε γνώριζα τον πρώην ένοικο αυτού του Κάστρου; Έχω τις πληροφορίες μου από τον Άρχοντα Καστέλ και τον ίδιο τον γέρο-ξεκούτη Άρχοντα Μάσριελ.»

«Ακόμα δε μου απαντάς ποιά είσαι,» γρύλισε σχεδόν ο Ισίντορ, εκνευρισμένος από τις προστριβές της. «Και γιατί πρώην ένοικος; Το Κάστρο μου ανήκει, όπως ανήκε στον πατέρα μου και σε δέκα γενιές πριν από εμένα!»

«Όχι πλέον,» απάντησε με απόλυτα ήρεμη φωνή η γυναίκα, παραδίδοντας του ανάλαφρα μια περγαμηνή, σαν να περίμενε την ερώτηση. «Ορίστε· το Κάστρο Μόνταγκιου είναι δικό μου, κατά διαταγή του Βασιλέως Βίκτορος. Πάψε να γκρινιάζεις σαν κακομαθημένο μωρό, Σερ Ισίντορ.»

Παρότι άναυδος με τα εξωφρενικά που διάβαζε, έμεινε αρκετά ψύχραιμος, ώστε να διώξει τον Κέρμιτ από το δωμάτιο. Του είπε να περιμένει στην πόρτα. Επιθυμούσε να αντιμετωπίσει την αυθάδη καταληψία μόνος.

«Ο Βασιλιάς δεν έχει κανένα δικαίωμα να κατάσχει γη, της οποίας ο κτήτωρ απουσιάζει!»

Η γλώσσα του είχε πάρει φωτιά. Ήταν έτοιμος να της εξαπολύσει όσα επιχειρήματα γνώριζε και δε γνώριζε περί ιδιοκτησίας -δεν ήταν κι άπειρα- για να αποδείξει το δίκιο του. Περίμενε το δίχως άλλο να βρει αλλαγές μετά από τόσο μακροχρόνια απουσία αλλά δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα είχε χάσει μητέρα και περιουσία, λες και δεν είχε γυρίσει ο ίδιος μα το πτώμα του.

«Μην υψώνεις τη φωνή, μονάχα προκαλείς ανεπιθύμητη φασαρία,» ανασήκωσε κουρασμένα το βλέμμα στον ουρανό η μαυροντυμένη, παρατώντας την περγαμηνή στο δρύινο τραπέζι δίπλα της. «Ονομάζομαι Γκέθουιν Μόριτζ και βρίσκομαι εδώ ως Αρχόντισσα Κλητήρας και Φοροεισπράκτωρ. Ο Άρχοντας Μάσριελ δε θεώρησε συνετό για μια ανύπαντρη γυναίκα να διαμένει στο Κάστρο του Ουέστεντ, οπότε ο Βασιλιάς Βίκτωρ μου παραχώρησε το δικό σου.»

«Δεν είχε δικαίωμα να το κάνει,» επέμεινε ο Ισίντορ, πλησιάζοντας την απειλητικά.

«Όταν ένας Άρχοντας πηγαίνει στον πόλεμο και δεν αφήνει σημεία ζωής ή διαδόχους, φαντάζει νεκρός,» του υπενθύμισε ψυχρά η Γκέθουιν, χωρίς να κάνει βήμα από τη θέση της. «Άλλωστε, είναι ο Βασιλιάς μας. Έχει δικαίωμα να κάνει το οτιδήποτε.»

Αν προχωρούσε λίγο ακόμη, θα κολλούσαν πρακτικά τα σώματα τους. Η ιδέα της φάνηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.

Πράγματι, ο Ισίντορ την πλησίασε, παρατηρώντας τη σχολαστικά με τα μάτια. Είχε κάτι γνώριμο πάνω της μα αδυνατούσε να το προσδιορίσει.

«Μόριτζ,» πρόφερε με επιτηδευμένη απέχθεια. «Είσαι νόθη, λοιπόν, αμφίβολων καταβολών. Ποιός είναι ο πατέρας σου, ώστε ευνοήθηκες τόσο; Ο Άρχοντας Μάσριελ ή ο ίδιος ο Βασιλιάς;»

Δεν πρόλαβε να εκπλαγεί καν. Σε μια στιγμή, η ανάποδη της παλάμης της είχα συγκρουστεί με το πρόσωπο του βίαια, αφήνοντας ένα κόκκινο σημάδι. Στην απόπειρά του να αντιδράσει, του γράπωσε τον βραχίονα στον αέρα.

«Είμαι ανώτερη σου, Σερ Ισίντορ,» του επισήμανε σαρδόνια. «Αν με χτυπήσεις, μπορώ να σε τιμωρήσω όπως θέλω.»

«Άρα, με χτύπησες για επίδειξη δύναμης;» Αντιγύρισε ο νέος.

«Το έκανα, για να μην τολμήσεις ξανά να προσβάλεις το όνομα μου. Είμαι υπερήφανη για αυτό,» άφησε το χέρι του αδιάφορα εκείνη. «Η καταγωγή μου δε με έκανε αυτό που είμαι σήμερα. Μόνη μου κέρδισα τη θέση και θα το έπραττα είτε αν ήμουν η κόρη του πιο φτωχού ζητιάνου ή του πιο πλούσιου ευγενή.»

Ένα εξ αυτών αλήθευε. Αλλά είχε αποφασίσει προ πολλού να μην αποκαλύψει ποτέ τίποτα για το παρελθόν της.

«Εν πάση περιπτώσει, δε με ενδιαφέρεις εσύ αλλά το κάστρο που αποκαλείς δικό σου και μου ανήκει αδιαμφισβήτητα,» αποπειράθηκε να συγκροτηθεί ο Ισίντορ, συνειδητοποιώντας ότι είχε παραφερθεί.

«Δεν έχω δικαιοδοσία να σου το δώσω πίσω, πόσο μάλλον όταν δεν έχω άλλο τόπο κατοικίας,» ξεκαθάρισε η Γκέθουιν. «Για αυτό, πρέπει να απευθυνθείς στον Άρχοντα Μάσριελ στο Ουέστεντ.»

«Ο Σερ Όζουολντ Καστέλ, πού βρίσκεται;» Το όνομα φτερούγισε από τα χείλη του ανεξέλεγκτο. «Αυτόν πρέπει να δω. Τον είχα ορίσει προστάτη της περιουσίας και της μητέρας μου. Προτού φύγω, αυτός κατείχε τη θέση σου.»

Χασκογέλασε, ακούγοντας την απαίτησή του. Ζήλευε την άγνοια κι αφέλειά που τον διακατείχαν.

«Δεν είναι απλώς Σερ, είναι Άρχοντας πια,» τον διόρθωσε, καγχάζοντας ακόμη. «Παρόλα αυτά, είσαι τυχερός. Μας έστειλε αετό από τη Ρέισαν. Έρχεται από μέρα σε μέρα, για μερικά τυπικά ζητήματα του Στέμματος. Επομένως, θα έχεις την ευκαιρία να συναντήσεις κι αυτόν.»

«Και πού θα μείνω μέχρι τότε; Στο δάσος; Το σπίτι μου έχει γίνει απόκτημα σου,» ανασήκωσε το φρύδι με αψήφηση ο πυρρόξανθος ιππότης.

«Ως ένδειξη καλής θέλησης, για να σου αποδείξω ότι τελώ απλώς το καθήκον μου, σου προσφέρω έναν ξενώνα, που σίγουρα θα αρκέσει για εσένα και τους συνοδούς σου.»

«Ας είναι,» υποχώρησε στην ετοιμολογία της.

«Θα σε αναλάβει η επικεφαλής των υπηρετών, για να τακτοποιηθείτε.»

Η Γκέθουιν χτύπησε τα χέρια της ηχηρά δυο φορές και φώναξε ένα όνομα που αιφνιδίασε τον Ισίντορ.

Σε μια στιγμή, πριν καν ξεμουδιάσει από την έκπληξη, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την εφηβική του αγάπη, τη Μάγκνταλ Όουενς, συνειδητοποιώντας εντελώς ότι είχε ανελιχθεί στην επικεφαλής του αλλοτινού νοικοκυριού του.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Δηλαδή είσαι ακτήμων από τη μια στιγμή στην άλλη;»

Ο Κέρμιτ Φορτ, ακούγοντας την απίστευτη ιστορία του Ισίντορ, που μάλλον ξεπερνούσε και την πιο νοσηρή φαντασία, πρόδιδε μέσα από τα αμυγδαλωτά του μάτια απορία, ξάφνιασμα και σίγουρα φόβο. Είχε συνηθίσει, φυσικά, να ζει στην αβεβαιότητα αλλά ήλπιζε ότι ως ακόλουθος ευγενή, θα αποκτούσε μια σταθερά στη ζωή, επιτέλους.

«Πράγματι,» άφησε μια εκνευρισμένη ανάσα να διαφύγει από τα ρουθούνια του ο Ισίντορ. «Αλλά σε βεβαιώνω, φίλε μου, δεν πρόκειται να παραμείνει έτσι η κατάσταση. Όσο υψηλά ιστάμενους συμμάχους ή συγγενείς έχει αυτή η σφετερίστρια, στο ορκίζομαι στον τάφο της μητέρας μου ότι θα πάρω πίσω την πατρογονική μου κληρονομιά.»

«Πρόσεξε πού ορκίζεσαι, αγόρι μου,» αντήχησε στο δωμάτιο τους μια φωνή που είχε εισέλθει σιωπηλά από τη βαριά πόρτα.

Στη θέα της αγαπημένης Νέλι, ο Ισίντορ ένιωσε να πλημμυρίζει χαρά στο ζοφερό παρόν του κι όρμησε στην αγκαλιά της. Η ευφορία του γιγαντώθηκε, βλέποντας πως τη συνόδευε η Μάγκνταλ, η οποία έκλεισε την πόρτα πίσω της και την κλείδωσε προσεκτικά.

«Τι εννοείς, καλή μου;» Επεξεργάστηκε και τα λόγια της. «Είναι αμαρτία να ορκιστώ στον ιερό τάφο της μητέρας μου;»

«Δεν υπάρχει τάφος, Ισίντορ,» απάντησε κοφτά η Μάγκνταλ. «Η μητέρα σου ζει, απλώς δεν ήθελε να σου το πούμε.»

«Και δεδομένου ότι οι μισοί υπηρέτες εδώ μέσα είναι πλέον πιστοί στην μπάσταρδη που μας κουβαλήθηκε για κυρά, δεν μπορούσαμε να σου πούμε δημόσια την αλήθεια,» συμπλήρωσε με πικρία η γερόντισσα. «Το παλιογύναιο· δεν της άρεσα ως Επικεφαλής του νοικοκυριού κι έκανε τη δεσποινίδα Όουενς από εδώ.»

«Τα πηγαίνω υπέροχα, όμως. Εσύ η ίδια το έχεις παραδεχτεί,» μειδίασε πονηρά η νεότερη κοπέλα.

«Αλήθεια είναι αυτό,» ανασήκωσε τους ώμους σχεδόν παιδικά η Νέλι.

«Νέλι, δεν το πιστεύω,» αναφώνησε έκθαμβος και πάλι ο Ισίντορ. «Έπρεπε να πληροφορηθώ την απώλεια της περιουσίας μου κι αλήθεια έπρεπε να μου πείτε και ψέματα για τη μητέρα μου; Είναι αισχρό, τουλάχιστον.»

«Η μητέρα σου έχει αποσυρθεί για το υπόλοιπο της ζωής της στο μοναστήρι της Θεάς Διάνδρα, έξω από το Ουέστεντ,» εξήγησε ήρεμα η Μάγκνταλ. «Επρόκειτο για δική της επιθυμία, την ημέρα που η Μόριτζ κατέφθασε στο Κάστρο μας. Της παρέδωσε τα κλειδιά κι έφυγε, μαζί με όλα της τα προσωπικά αντικείμενα.»

«Θα πάω στο μοναστήρι τώρα αμέσως,» πετάχτηκε από την πέτρινη, σκαλιστή καρέκλα του ο νεαρός Ρούτλαντ. «Όχι μόνο θα τη δω μα ίσως λάβω κι απαντήσεις για αυτό το παρανοϊκό φιάσκο που συμβαίνει στο σπίτι μου.»

«Όχι τώρα,» συμβούλευσε η Νέλι με τόνο διδακτικό. «Έχει σκοτεινιάσει για τα καλά και σύννεφα κρύβουν το φεγγαρόφως. Αύριο, με την αυγή αν θέλεις, να πας.»

«Καλώς,» υποχώρησε με μισή καρδιά. «Θα το συνδυάσω με την επίσκεψη στο Ουέστεντ, στον Άρχοντα Μάσριελ.»

«Δε θα μπορεί να κάνει τίποτα,» δήλωσε με σιγουριά η Μάγκνταλ. «Δεν μπορεί να αναιρέσει τη διαταγή του Βασιλιά.»

«Τότε, θα πάω και στη Ρέισαν,» έμεινε ακλόνητος ο Ισίντορ, με το βλέμμα του ένθερμο πάνω της. «Αν χρειαστεί, για να βρω το δίκιο μου, θα φτάσω μέχρι τον Πάγο στις Αρχαίες Γαίες! Δε γίνεται να μου στερούν την περιουσία, όταν μάλιστα επιστρέφω από πόλεμο, υπηρετώντας τον Βασιλιά και τη χώρα μου.»

«Θα πάμε, κύριε. Θα σε ακολουθώ παντού,» επικύρωσε τη στήριξη του ο Κέρμιτ, που συνετά διατηρούσε σιωπή και παρακολουθούσε τη συζήτηση.

«Συγχαρητήρια, Σερ Ράνος και Σερ Γκόλαν, ο ρομαντισμός των νοών σας είναι συγκινητικός, όμως, έχετε να κάνετε με την Γκέθουιν Μόριτζ, που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει,» τόνισε η Μάγκνταλ, αναφερόμενη έξυπνα στους αγαπημένους ιππότες των τροβαδούρων, που είχαν αγγίξει τον θρύλο με τα επικά τους κατορθώματα, από τον καιρό της Κατάκτησης.

Ο Ισίντορ ανασήκωσε το αριστερό του φρύδι, μην κρύβοντας ότι το διασκέδαζε.

«Τέσσερα χρόνια μετά, τι κι αν αναβαθμίστηκες ως υπηρέτρια, η γλώσσα σου παραμένει βιτριολική.»

«Δεν είναι το μόνο τάλαντο της γλώσσας μου αυτό, αγάπη μου,» του έκλεισε το μάτι εκείνη, ανερυθρίαστα, χωρίς να τη νοιάζει που δεν ήταν μόνοι τους.

«Για όνομα της Αμάρα, Μάγκνταλ, κράτησε έναν τύπο,» προσπάθησε να την επιπλήξει μα απέτυχε η γερόντισσα Νέλι.

«Έχω να τον δω τέσσερα χρόνια,» υπενθύμισε η νεαρή. «Δε φαντάζεσαι πόσο μου έχει λείψει.»

Το βλέμμα λαχτάρας που αφιέρωσε στον πυρρόξανθο ιππότη, υπεραρκούσε. Εκείνος πάλι, τη θαύμαζε· κοιτούσε με υπερηφάνεια τη γυναίκα που είχε γίνει, είχε ωριμάσει και ανθίσει.

«Μήπως να σας αφήσουμε μόνους για λίγο;» Ρώτησε ο Κέρμιτ διακριτικά.

«Όχι, βέβαια,» έσπασε το αλλόκοτο ξόρκι ανάμεσα τους η Μάγκνταλ, πειθαρχώντας στο καθήκον της. «Πρέπει να ξεκουραστείτε. Ταξιδεύατε αδιάκοπα. Έχω ήδη προστάξει να ετοιμαστούν τα λουτρά σας, με ρούχα καθαρά και φαγητό.

Ο Ισίντορ την ευχαρίστησε με ένα νεύμα μα καθώς αποχωρούσε μαζί με τη Νέλι, της έπιασε με κτητικότητα τον ώμο. Πλησιάζοντας υπερβολικά κοντά της, ψιθύρισε.

«Πότε θα σε δω;»

Προτού του απαντήσει, απομάκρυνε το χέρι του από τον ώμο της, με μάτια άτακτα.

«Έχουμε κι οι δυο πάρα πολλές υποχρεώσεις. Αφού διευθετήσεις το θέμα της περιουσίας, ευχαρίστως θα σε συναντήσω. Δε θέλω να γίνω περισπασμός. Εξάλλου, αδημονώ να μάθω όλες σου τις περιπέτειες από τον πόλεμο.»

Άφησε τα μέτωπα τους να ακουμπήσουν στιγμιαία. Ο Ισίντορ έκλεισε τα μάτια, για να απολαύσει την ονειρική αίσθηση. Μόλις τα άνοιξε, η Μάγκνταλ κι η Νέλι είχαν εξαφανιστεί, με μόνο τον απόηχο των βημάτων τους πάνω στο κρύο, λίθινο πάτωμα να απομένει ως κατάλοιπο της παρουσίας τους.

Αγνόησε το βαρυσήμαντο, γεμάτο υπονοούμενα βλέμμα του Κέρμιτ και ανέμενε σιωπηλά την έλευση του ζεστού νερού για το λουτρό.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το επόμενο πρωινό, λίγο μετά την Ανατολή, ενώ η δροσιά της Αυγής δεν είχε καλά καλά εξατμιστεί, ο Ισίντορ και ο Κέρμιτ έφυγαν από το Κάστρο Μόνταγκιου. Με το ζόρι τους πρόλαβε η Νέλι, κουβαλώντας ένα λιτό πρόγευμα τυλιγμένο σε πανί· ψωμί, τυρί και αποξηραμένα σύκα. Απλό μα θρεπτικό, θα τους έδινε τις απαραίτητες δυνάμεις για το ταξίδι που απλωνόταν εμπρός τους. Έφυγαν τάχιστα, δε χαιρέτησαν καν τη Μάγκνταλ. Ο Ισίντορ δεν ήθελε να διαμένει άλλο κοντά στην Γκέθουιν Μόριτζ. Μετά τον αναζωογονητικό ύπνο της προηγούμενης νύχτας, είχε ενδυναμωθεί απίστευτα και δεν ανεχόταν ούτε τη σκέψη της στον νου του.

Το πρόγραμμα της ημέρας ήταν πασιφανές, δεν το συζήτησαν καν. Πρώτα, θα σταματούσαν στο μοναστήρι της Θεάς Διάνδρα κι ύστερα, στο Ουέστεντ, που απείχε ελάχιστα από το μοναστήρι, για να συναντήσουν τους Άρχοντες Μάσριελ και Ρέσεν.

Χωρίς στάση, έφτασαν στο μοναστήρι σε δυο ώρες περίπου, ανακαλύπτοντας ευτυχώς ότι η πρωινή προσευχή είχε ολοκληρωθεί κι η παρουσία τους θα γινόταν δεκτή άμεσα.

«Δεν υπάρχει πλέον Αρχόντισσα Σέσιλυ, παιδί μου,» απάντησε στον Κέρμιτ η μοναχή που βρισκόταν στην πύλη, επί της υποδοχής. «Να αναζητήσετε τη γερόντισσα Μισιάν. Αυτό είναι το όνομά της πλέον.»

Ο Κέρμιτ την ευχαρίστησε με μια υπόκλιση σεβασμού, ενώ ο Ισίντορ τον τραβούσε, για να σπεύδουν, απροκάλυπτα ενοχλημένος.

«Γερόντισσα η μητέρα μου,» πλατάγισε τη γλώσσα απυηδισμένα. «Η μητέρα μου είναι τριάντα οχτώ ετών, νεότατη σαν ανοιξιάτικος μίσχος. Κι όμως, ήθελε να θαφτεί εδώ και να την αποκαλούν γριά.»

«Θα είχε τους λόγους της, μάλλον,» ψέλλισε ο Κέρμιτ, καθώς κινούνταν προς το δώμα της Ηγουμένης, όπως τους είχε υποδείξει η υποδοχέας.

«Τόσο δυναμική, θαρραλέα και γεμάτη ζωή γυναίκα σαν τη μητέρα μου, δε γνώρισα ποτέ,» αντέκρουσε ο Ισίντορ. «Αυτό που έκανε είναι ανεξήγητο.»

Η συνάντηση με την Ηγουμένη, μια εξαιρετικά κοντή μα επιβλητική γυναίκα, διήρκησε ελάχιστα. Με λιτά, κοφτά, περιεκτικά λόγια, τους υποδέχτηκε όσο πιο εγκάρδια μπορούσε και τους έδωσε σαφείς, ακριβείς οδηγείες, για να βρουν το κελί της γερόντισσας Μισιάν.

Δεν ήταν και το πιο εύκολο να εντοπιστεί, μολαταύτα. Κατέβηκαν μερικούς ορόφους υπογείως -έτσι χτίζονταν τα κελιά για τη Θεά Διάνδρα- και σταμάτησαν, πιστοί στις υποδείξεις της ηγουμένης, στο δέκατο τρίτο κελί στα αριστερά τους. Χτύπησε ο Κέρμιτ ευγενικά την πόρτα, ο Ισίντορ έτρεμε ολόκληρος. Δεν είχε δει τη μητέρα του για τέσσερα χρόνια και πια διχαζόταν στο πώς να την αποκαλέσει.

Πέρασε μια στιγμή που του φάνηκε αιώνας, οπότε δεν ακουγόταν τίποτα κι άρχισε να πιστεύει ότι είχαν μπερδέψει τα κελιά. Μόλις άκουσαν βήματα και κάποιον να ανοίγει την κέδρινη πόρτα, τον πλημμύρισαν ανακούφιση και απίστευτο άγχος μαζί.

Η γυναίκα που αντίκρισε ήταν αναμφίβολα η μητέρα του μα ταυτόχρονα δεν ήταν· δεν έμοιαζε να είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από πάνω της αλλά είκοσι τέσσερα. Έδειχνε κουρασμένη, κυρίως πνευματικά και ψυχικά, αποκαμωμένη, σαν να κουβαλούσε ένα αδιόρατο, απροσδιόριστο, δυσβάσταχτο βάρος στις πλάτες. Εκείνη με το που τον είδε, πάντως, αγαλλίασε.

Το πρόσωπό της φωτίστηκε, ένα πλατύ, αυθεντικό χαμόγελο άνθισε στα χείλη της κι η αλλοτινή Αρχόντισσα Σέσιλυ επανήλθε.

«Δεν ξέρω πώς να σε αποκαλέσω,» αποκάλυψε τον δισταγμό του ο Ισίντορ, τρίβοντας τα χέρια αμήχανα, με το βλέμμα στα υποδήματα του. «Σέσιλυ ή Μισιάν;»

«Ήμουν και θα είμαι για πάντα η μητέρα σου, μονάκριβε μου,» όρμησε και τον έκλεισε με όλη της τη δύναμη στην η αγκαλιά της, αφήνοντας έναν χείμαρρο δακρύων να βρέξουν τους ώμους του.

Δεν ήξεραν πόση ώρα έμειναν έτσι, απλώς αγκαλιασμένοι, με δάκρυα σιωπηλά, επανενωμένοι μετά από τέσσερα αργά, βασανιστικά, ανατρεπτικά χρόνια. Η μητέρα ήταν αυτή τελικά που άφησε το παιδί, χαϊδεύοντας το πρόσωπό του με λατρεία, για να απομνημονεύσει από την αρχή το κάθε του χαρακτηριστικό, πλήρως ανδρωμένο πλέον.

«Πόσο μεγάλωσες, ψυχή μου,» θαύμαζε με φωνή που έσφυζε δέος και συγκίνηση. «Σαν αγόρι μου φαινόσουν, όταν έφυγες και τώρα είσαι ένας άνδρας, ένα παλικάρι που αποπνέει σέβας και φόβο. Έμοιασες στον πατέρα σου.»

«Κι ένα παλικάρι που δεν ήθελες να μάθει ότι βρίσκεσαι εδώ, που προτιμούσες να σε θεωρεί νεκρή,» τόνισε εκείνος, όσο πιο μαλακά μπορούσε. Δεν ήθελε να την ταράξει αλλά δεν επρόκειτο να έφευγε χωρίς απαντήσεις. Όσο κι αν είχε συγκινηθεί που την έβλεπε ξανά, όσο κι αν χαιρόταν ολόκαρδα που ήταν ολοζώντανη, δεν μπορούσε να παραβλέψει τα παράλογα που συνέβαιναν αλλεπάλληλα.

Παρατήρησε αμέσως πώς τη μάγκωσε η ερώτηση. Απέβαλε την ένταση με έναν βαθύ αναστεναγμό και του απάντησε προσεκτικά. Στην καταλληλότερη στιγμή, ακούστηκε η πόρτα να κλείνει. Ο Κέρμιτ είχε εξέλθει διακριτικά, αφήνοντας τους να μιλήσουν ελεύθερα, ιδιαίτερα.

«Αγάπη μου, δεν ήθελα να ντραπείς για εμένα. Δεν πάλεψα για την περιουσία μας, παρά την εγκατέλειψα κι έφυγα. Μια κληρονομιά από τον πατέρα σου σε εσένα, της οποίας εγώ ήμουν μόνο η διαχειρίστρια. Είχα βυθιστεί στο όνειδος, καλύτερα να με θεωρούσες νεκρή παρά τόσο ξεπεσμένη.»

«Έχω δει τον θάνατο, μητέρα, σε όλες του τις μορφές, την ασύλληπτη αχρειότητά του,» αντέκρουσε ο Ισίντορ, με μια φωνή που παλλόταν από συναίσθημα και άπειρα, κρυμμένα τραύματα. «Είδα τον Ροδίων Άραγκον, τον αδελφό μου σε όλα πλην του αίματος, να πεθαίνει. Δεν υπάρχει χειρότερη μοίρα από τον θάνατο. Ακόμα και να είχες ξεπουλήσει τα πάντα και να ζούσες στην πενία, θα ήμουν ευτυχής.»

«Ο πόλεμος σου δώρισε σοφία, αγόρι μο,» χτένισε με τα δάχτυλα τα άγρια μαλλιά του η μητέρα.

«Δε μου τη δώρισε· την κέρδισα μέσα από οδύνη, αίμα και πένθος,» σχολίασε πικρά ο νέος, κοιτώντας την κατάματα. «Γύρισα σε μια παράνοια, μητέρα. Τι έγινε εδώ; Γιατί παράτησες το Κάστρο Μόνταγκιου στα χέρια μιας ξένης, εσύ, μια τόσο δυνατή κι επιβλητική γυναίκα; Γιατί αποτραβήχτηκες εδώ; Πώς να χωρέσει ένα μοναστήρι την εκρηκτική σου προσωπικότητα;»

Η γερόντισσα Μισιάν σηκώθηκε κι άναψε άλλον έναν λύχνο, τον τέταρτο στη σειρά, για να φωτίζει ακόμα καλύτερα το φτωχικό δωμάτιο. Από την πολυτέλεια του Πύργου είχε καταντήσει οικειοθελώς -φαινομενικά- σε ένα παγερό, υγρό, υπόγειο κελί, χωρίς ίχνος φυσικού φωτός ή θαλπωρής.

«Αγαπημένε μου, δεν είχα επιλογή παρά να φύγω, να εξαφανιστώ από τον δημόσιο βίο, για να ξεχαστεί σταδιακά η αισχύνη μας, ότι χάσαμε το Κάστρο.»

«Είχες, μητέρα! Να αντισταθείς, να απευθυνθείς για δικαίωση στον Άρχοντα Μάσριελ ή στον ίδιο τον Βασιλιά! Η οικογένεια μας ανέκαθεν ήταν πιστή στο Στέμμα, είχε υποχρέωση να σε ακούσει,» αντιτάχθηκε πεισματικά ο γιός. «Αυτό θα έκανε η μητέρα που με ανέθρεψε, αν δεν την εμπόδιζαν λόγοι μυστικοί.»

«Δεν είναι μυστικοί, αγάπη μου,» αναστέναξε ξανά εκείνη, γεμίζοντας δυο λιτά, ξύλινα κύπελα με μηλίτη, προσφέροντας του το ένα. Το δέχτηκε απρόθυμα. Εκείνη ήπιε μια γενναία γουλιά από το δικό της. «Η Αρχόντισσα Γκέθουιν πρόκειται για εξαιρετική νέα, υποδειγματική.»

«Μόνο και μόνο το επίθετο της υποδηλώνει πόσο τιποτένια είναι, το επίθετο ενός νόθου,» επισήμανε ο Ισίντορ, έτοιμος να εκραγεί.

«Δε νομίζεις ότι είναι αξιοθαύμαστο ότι έφτασε να γίνει Κλητήρας και Φοροεισπράκτορας παρά την καταγωγή της;» Ρώτησε με ειλικρινή απορία η Σέσιλυ. «Πίστεψε με, αγόρι μου, αξίζει τα πάντα αυτή η γυναίκα. Αξίζει τη θέση της, τον πλούτο της, το δικό της Κάστρο.»

«Ίσως, αλλά όχι το δικό μας. Όχι το δικό μου Κάστρο,» προσπάθησε να βρει λογική στο άλογο.

«Της αρμόζει,» επέμεινε κάπως ηττημένα εκείνη. «Είναι το λιγότερο που μπορούμε να της προσφέρουμε.»

«Γιατί;» Την έκοψε εμβρόντητος, προτού συνεχίσει. «Τι της χρωστάμε εμείς, μητέρα; Πώς γνωρίζουμε ένα νόθο κορίτσι εμείς;»

«Ως ανταμοιβή για τις άψογες υπηρεσίες της, εννοούσα,» έσβησε τη φλόγα που είχε ανάψει άξαφνα μέσα του με έναν απλό λόγο. «Πραγματικά, εκτελεί τα καθήκοντα της θαυμάσια. Καλύτερα από κάθε άλλον Φοροεισπράκτορα που γνώρισα ποτέ μου, ακόμη και τον Σερ Όζουολντ.»

«Αυτός τι απέγινε, αλήθεια; Γιατί είναι στη Ρέισαν κι όχι εδώ;» Γεννήθηκε μια νέα ερώτηση στον γιό της, ξεχνώντας την Γκέθουιν Μόριτζ προς το παρόν κι ανακουφίζοντας τη μητέρα του.

Μετά χαράς και προσπαθώντας να κρύψει την ξαφνική της ηρεμία, η Αρχόντισσα Σέσιλυ ξεκίνησε να αφηγείται στο παιδί της περιληπτικά όσα είχαν συμβεί εκείνα τα τέσσερα έτη στην εναπομείνασα οικογένεια Καστέλ. Όσα γνώριζε, τέλος πάντων, διότι η επικοινωνία με αλληλογραφία μέσα από το μοναστήρι κρινόταν ιδιαίτερα δύσκολη.

Ο Ισίντορ κρεμόταν από τα χείλη της. Στις αφηγήσεις της, εντόπιζε τη μητέρα του, την αληθινή, αγαπημένη του μητέρα, την υπέρλαμπρη παρουσία που θυμόταν. Την παρακολουθούσε με λατρεία και την άφηνε να του πειράζει τα μαλλιά, σαν να ήταν παιδάκι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μετά λύπης, έληξε γρήγορα την επίσκεψη του, αν κι υποσχέθηκε να επιστρέψει σύντομα. Η επίσκεψη στο Ουέστεντ υπολειπόταν κι αποτελούσε εξαιρετικά επείγουσα προτεραιότητα. Αν δεν έβλεπε εκείνη την ημέρα τον Άρχοντα Μάσριελ, δε θα ησύχαζε. Ήταν τόσο αποφασισμένος και πολωμένος στην επιθυμία του, που ξεχνούσε ότι αυτός ο σεβάσμιος τοποτηρητής δεν ήταν απλά ο Άρχοντας του Ποσπέριους μα κι ο πατέρας του αγαπημένου του Ροδίων, τον οποίον θα συναντούσε για πρώτη φορά μετά τον θάνατο του. Αυτό δεν το είχε υπολογίσει ή προσχεδιάσει.

Η συνειδητοποίηση τον χτύπησε σαν κεραυνός κατακέφαλα, όταν εισήλθε στην Αίθουσα Ακροάσεων του εμβληματικού Κάστρου των Άραγκον ασταμάτητος, ασυγκράτητος, μανιασμένος πρακτικά, για να έλθει πρόσωπο με πρόσωπο με έναν εξουθενωμένο γέροντα κι έναν άνδρα που του έμοιαζε καταπληκτικά. Ο Μάσριελ και ο Ρέσεν, δυο μαυροφορεμένοι απόγονοι του σπουδαίου Οίκου των Άραγκον, τίποτα παραπάνω ουσιαστικά από έναν τεθλιμμένο πατέρα κι έναν γιό μουδιασμένο, του οποίου τα φτερά είχαν κοπεί απότομα.

«Άρχοντα Μάσριελ Άραγκον, σε χαιρετώ,» υποκλίθηκε ο Ισίντορ βαθιά, με τα χέρια στρατιωτικά κολλημένα στα πλευρά. «Κι εσένα, Άρχοντα Ρέσεν, διάδοχε του Ποσπέριους.»

«Ισίντορ Ρούτλαντ,» τον αναγνώρισε κατευθείαν το Γεράκι της Δύσης, όπως ονομαζόταν στα νιάτα του και στις μεγάλες δόξες. «Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που σε είδα για τελευταία φορά. Ξέρεις, όταν έφευγες για το Θερ με τον γιό μου. Αλλά δεν είχες αρκετά κότσια, για να μου φέρεις και το πτώμα του. Μόνο να μου τον πάρεις ήξερες και να στείλεις ένα κωλόχαρτο συλλυπητηρίων, σαν τον χείριστο δειλό!»

«Άρχοντα μου έχεις δίκιο,» χαμήλωσε το βλέμμα δουλοπρεπώς, με αληθινή μεταμέλεια ο νέος. «Δε φέρθηκα αρμοστά αλλά ήταν αδύνατον να σου φέρω το σώμα του Ροδίων. Δεν το βρήκαμε ποτέ. Έψαξα μόνος όλο το πεδίο μάχης εκείνη την ημέρα αλλά δεν τον εντόπισα πουθενά.»

«Τότε, τι έπαθε το παιδί μου; Το κατάπιε η γη;»

Ο Άρχοντας Μάσριελ μετά βίας συγκρατούταν, σφίγγοντας τον θρονίσκο του, για να μην του ορμήσει. Ο γιός κι οι φρουροί του παρακολουθούσαν αμέριστα, σε εγρήγορση, αναμένοντας διαταγές.

Ο Ισίντορ δεν απάντησε. Δεν ήθελε να του πει ότι στις ακτές του Θερ ζούσε μια φατρία της φυλής των Αμάζιμου. Εκείνοι, διασκορπισμένοι από το Θερ ως την Ανατολή, ήταν η μοναδική φυλή κανίβαλων που είχε επιβιώσει από την Εποχή του Χάους. Είχαν χάσει πολλά πτώματα από αυτούς τους μακάβριους ρακοσυλλέκτες. Δεν ήταν διόλου απίθανο να είχαν κλέψει αυτοί τον νεκρό Ροδίων. Η σκέψη και μόνο τον γέμιζε αηδία και θλίψη μα δεν ήθελε να το μάθουν οι δικοί του, γιατί η πίκρα τους θα γιγαντωνόταν.

«Δεν έχεις να πεις τίποτα, λοιπόν;» Αντήχησε η φωνή του γέρου πατέρα, στάζοντας ειρωνεία. «Ανήθικο, αχάριστο πλάσμα! Σε άφηνα να μεγαλώνεις μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια μου και μου παρέσυρες το στερνοπούλι μου στην άβυσσο. Ατιμάς τον πατέρα σου, που ήταν ήρωας! Φύγε από μπροστά μου! Φύγε, γιατί θα κομματιάσω με τα χέρια μου!»

Με το που σηκώθηκε από την υψηλή θέση του κατευθυνόμενος προς τον άναυδο ιππότη, που είχε παγώσει, νιώθοντας ότι άξιζε την όποια τιμωρία από τον συντριμμένο πατέρα, επενέβη ο Ρέσεν, γραπώνοντας τον από τους ώμους με όλη του τη δύναμη. Οι φρουροί περίμεναν με τα χέρια στα ξίφη, τις εντολές του Άρχοντα Άραγκον.

«Πατέρα μου, σε παρακαλώ, ηρέμησε, λογικέψου,» φώναξε επιτακτικά. «Δεν είσαι κανένας παράφρων, να επιτείνεσαι σε υποτελείς Άρχοντες σου και δη χρισμένους ιππότες και ήρωες πολέμου! Έχω τα διπλά του χρόνια και δε χρίστηκα ποτέ. Ο Ισίντορ Ρούτλαντ αξίζει τον σεβασμό μας. Όσο για τον αγαπημένο σου γιό κι αδελφό μου, όλοι θρηνούμε, όλοι πενθούμε. Κι εγώ τον αγαπούσα, περισσότερο από τις τέσσερις αδελφές μου αλλά ο Έρκας θέλησε να μας τον στερήσει νωρίς. Πρέπει να τον θυμόμαστε με αγάπη πια και να είμαστε περήφανοι που έπεσε ηρωικά, στη μάχη, στην υπηρεσία του Βασιλιά και των Δώδεκα Βασιλείων. Κι εσύ, πατέρα μου, είσαι πολύ κουρασμένος, ξυπνητός από το πρωί και δούλευες ασταμάτητα. Πήγαινε να δειπνήσεις με τη Ζαφίρα και τις κόρες σου. Θα σε ξεκουράσουν.»

Ένευσε στους δυο φρουρούς, οι οποίοι πρόθυμα ανέλαβαν και πρακτικά, κουβάλησαν τον Άρχοντα Μάσριελ εκτός της Αίθουσας, παρά τις ηχηρές του διαφωνίες. Μπορεί να αγαπούσαν και σέβονταν απεριόριστα τον εβδομηντατριάχρονο Άρχοντα, αλλά πάντοτε υπάκουαν στις υποδείξεις του σαραντάχρονου Ρέσεν, που είχε γεννηθεί θαρρείς με σύνεση και διπλωματική διαίσθηση, προμηνύοντας από τα γεννοφάσκια έναν εξαίσιο Άρχοντα, όταν ερχόταν η ώρα.

Έτσι, σχεδόν εν ριπή οφθαλμού, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Ισίντορ, το δωμάτιο άδειασε κι έμεινε μόνος με τον διάδοχο του Ποσπέριους. Αφενός, ένιωθε ευτυχής που είχε αφήσει τον Κέρμιτ έξω από την πρώτη στιγμή και δεν τον υπέβαλε σε αυτή την ψυχική δοκιμασία. Αφετέρου, ένιωθε αλλόκοτα, ακραία ανησυχητικά με τον Ρέσεν Άραγκον. Παρότι δεν τον κοιτούσε με περισσότερη φιλικότητα ή ευμένεια από ό,τι ο πατέρας του, αν μη τι άλλο δεν υποδείκνυε καμία διάθεση εκδικητικότητας ή επιθετικότητας. Τον παρακολουθούσε στωικά, με ψυχρό ύφος και μάτια αστραποβόλα, ολόιδια με του αποθανόντα Ροδίων.

Παίρνοντας την κενή θέση στον θρονίσκο του πατέρα του, τη θέση του Άρχοντα του Ποσπέριους, ο Ρέσεν Άραγκον άνοιξε τα χέρια του πλατιά, ως ένδειξη καλής θέλησης, οδηγώντας τον Ισίντορ στο συμπέρασμα ότι αποτελούσε τον πιο δυσανάγνωστο, δυσπρόσιτο, απροσδιόριστο άνδρα που είχε γνωρίσει. Παλιότερα, δεν τον θυμόταν ιδιαίτερα· ήταν πάντοτε χαμένος στα νομικά βιβλία και στις ιστορικές εγκυκλοπαίδειες ή στους χάρτες, χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στον κόσμο γύρω του, αν κι ο Ροδίων τον περίγραφε πάντα ως έναν στοργικό, σπλαχνικό αδελφό, ένα πραγματικό έρεισμα στις δύσκολες και τον πιο αγαπημένο παραστάτη στις όμορφες στιγμές. Εμφανώς, φυλούσε τα συναισθήματα μόνο για την οικογένεια του.

«Αυτό ήταν, Σερ Ισίντορ;» Απόρησε ο Ρέσεν, όσο πιο μετριοπαθώς μπορούσε. «Ήρθες για να απολογηθείς στον Άρχοντά σου μονάχα;»

«Όχι, ειλικρινά,» αποκρίθηκε ο νεαρότερος κι ετοιμάστηκε να θέσει το πρόβλημά του με θάρρος και πυγμή.

«Εάν ήρθες για το ζήτημα της περιουσίας σου που πλέον ανήκει στην Γκέθουιν Μόριτζ, να είσαι σίγουρος ότι οι Άραγκον είναι ανίκανοι να επέμβουν,» τον πρόλαβε ο Ρέσεν, για να εξοικονομήσει τον χρόνο αμφοτέρων. «Η Βασιλικοί Κλητήρες δρουν σε συμφωνία με το Στέμμα και η συγκεκριμένη κατέφθασε στο Ουέστεντ με διάταγμα, που έφερε την υπογραφή και τη σφραγίδα του Βασιλιά Βίκτορος. Είμαστε δεσμευμένοι, ο ίδιος ο Βασιλιάς της είχε παραχωρήσει τα κτήματα σου, Σερ Ισίντορ.» 

«Πολύ καλά,» κατένευσε στρατιωτικά ο ιππότης. «Θα ξεκινήσω σήμερα κιόλας για τη Ρέισαν, να συναντήσω τον Μεγαλειότατο.»

«Περίμενε, πρώτα,» τον συμβούλεψε ο Ρέσεν, διατηρώντας παγερή έκφραση. «Σε λίγες ημέρες, περιμένουμε τον Άρχοντα Όζουολντ Καστέλ. Μίλησε σε αυτόν, για αρχή. Εάν κερδίσεις αυτόν, θα είναι σαν να κερδίζεις τον Βασιλιά Βίκτορα.»

Ο Ισίντορ δεν έκρυψε την έκπληξή του ούτε τότε. Δεν μπορούσε να φανταστεί πόση δύναμη κι εξουσία είχε συγκεντρώσει ο αλλοτινός οικείος του μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια. Από ένας απλός Φοροεισπράκτορας, ανάμεσα στους πενήντα τη Επικράτειας, είχε ανελιχθεί σε έναν εμφανώς πανίσχυρο βασιλικό σύμβουλο, με τεράστια επιρροή. Αδημονούσε να τον συναντήσει, όχι μόνο για την υπόθεση του μα και από καθαρή περιέργεια.

«Σοφά τα λόγια σου, Άρχοντα Ρέσεν,» υποκλίθηκε με πραγματικό θαυμασμό. «Ώσπου να έρθει, όμως, δεν έχω πού να μείνω, περιμένοντας. Η Μόριτζ δε με δέχτηκε καλά στο ίδιο μου το Κάστρο, δε νομίζω ότι η διαμονή μου εκεί θα είναι ήρεμη και μόλις γύρισα από έναν τρομακτικό, αιματηρό πόλεμο. Μονάχα ησυχία θέλω, για εμένα και τον ακόλουθο μου.»

Δε χρειάστηκε καν να το σκεφτεί ο πολιτικός νους του Άραγκον. Εναπόθεσε απρόσωπα μα έξυπνα το χέρι στον ώμο του Ισίντορ.

«Είστε ευπρόσδεκτοι εδώ, στο Κάστρο του Ουέστεντ. Θα είναι μεγάλη τιμή της οικογένειας μας να σας δεχτούμε και φιλοξενήσουμε, όσο χρειαστεί. Μην ανησυχείς για τον πατέρα μου, θα τον φροντίσω. Αυτό είναι το καθήκον μου, άλλωστε, το καθήκον κάθε γιού. Παρά την προσωπική πικρία, είσαι ήρωας πολέμου, Σερ Ισίντορ. Θα σε τιμήσουμε, όπως σου αρμόζει. Κι όταν έλθει ο Άρχοντας Καστέλ, θα του μιλήσω με τα πιο κολακευτικά λόγια για εσένα.»

«Τον ξέρω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου,» αποκάλυψε ταπεινά ο πυρρόξανθος νέος. «Τα παιδιά του ήταν σαν αδέλφια μου, τον θεωρώ δεύτερο πατέρα μου.»

«Τότε, έχεις υψηλές πιθανότητες να επιτύχεις τον σκοπό σου, νεαρέ Ρούτλαντ και το εύχομαι, ειλικρινά,» εμφανίστηκε μια ιδέα χαμόγελου στο πρόσωπο του επερχόμενου Άρχοντα. «Ο Οίκος σου φέρει λαμπρή ιστορία· είναι κρίμα να καταλήξει στα χέρια μιας τυχαίας Μόριτζ.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Την επίσκεψή της, σε πλήρη αντίθεση με εκείνη του σπλάχνου της, η γερόντισσα Μισιάν την ανέμενε. Ήταν προγραμματισμένη σε συγκεκριμένη ημέρα και ώρα κάθε εβδομάδα. Η Κλητήρας και Φοροεισπράκτωρ της περιοχής τους επισκεπτόταν το μοναστήρι, περνούσε χρόνο στη βιβλιοθήκη, δείπνιζε με την Ηγουμένη και προτού φύγει, ερχόταν να δει την ίδια.

«Πέρασε από εδώ ο γιός σου, είμαι σίγουρη,» της είπε αντί χαιρετισμού, αφού εισήλθε στο λιτότατο κελί.

Ούτε ένας λύχνος δεν έκαιγε πλέον, καθώς η βραδινή φωτιά είχε ανάψει, για να προσφέρει ζέστη κι ανακούφιση από την υγρασία μετά τη Δύση του ηλίου.

«Πώς το κατάλαβες;» Αναρωτήθηκε ευθέως η Αρχόντισσα Σέσιλυ.

Η οξύνους γυναίκα σήκωσε μια πυρρόξανθη, σγουρή τρίχα από το πάτωμα.

«Αφήνει ίχνη παντού,» σχολίασε με σαρκασμό, πετώντας την τρίχα στη φωτιά. Στράφηκε ξανά στη μεγαλύτερη γυναίκα φοβερά απότομα. «Δε νομίζω να αθέτησες τη συμφωνία και να του μίλησες. Αν το έκανες, θα σε σκοτώσω και δεν υπολογίζω μονές και Θεούς. Ή μάλλον, θα σκοτώσω πρώτα αυτόν και θα βεβαιωθώ ότι παρακολουθείς, προτού αποτελειώσω εσένα.»

«Δεν αρκεί η πατρογονική του περιουσία;» Αναρωτήθηκε σχεδόν ρητορικά η μοναχή. «Δε σου φτάνει που πήρες όλα μας τα κτήματα, το αρχαίο Κάστρο Μόνταγκιου, για να μείνει ο Ισίντορ μου ακτήμων κι εγώ μια τιποτένια μοναχή, θαμμένη στην αφάνεια, στην ανυπαρξία ενός υπογείου κελιού;»

«Μηδαμινή ανταμοιβή για όλα όσα μου χρωστάτε,» αντέκρουσε σκληρά η Γκέθουιν, εκνευρισμένη που αναζητούσε ένα ποτό και δεν έβρισκε. «Ή μήπως ξέχασες κιόλας;»

«Δε θα ξεχάσω ποτέ,» αποκρίθηκε με έναν αναστεναγμό θλίψης η μητέρα του Ισίντορ. «Για αυτό, σε αναγνώρισα με το που σε είδα, κορίτσι μου.»

«Οι άνθρωποι τείνουν να λησμονούν τις αμαρτίες τους, ενίοτε και μη ηθελημένα· τους βοηθά να κοιμούνται καλύτερα τα βραδιά. Εσύ, μάλλον διαθέτεις συνείδηση,» κάγχασε με την τελευταία λέξη, καθήμενη μακριά από τη φωτιά, για να μη φαίνεται η έκφραση του προσώπου της. «Η συνείδηση είναι μια τραγελαφική πολυτέλεια, προνόμιο μόνο των ζωντανών κι όσων μπορούν να το αντέξουν. Φαρμάκι και φαρμάκι, ταυτόχρονα, ένας λυτρωτής και φονιάς, σαν λύκος με θωριά προβάτου. Αυτά που μου πήρες χάθηκαν, δεν έχουν πια συνείδηση. Η συγχώρεση, δε;» Γέλασε για λίγο, τόσο πικρά που ο αέναος θυμός της κατελήφθη από μια απλή θλίψη, μια έξαρση αδυναμίας. «Η συγχώρεση αποτελεί τη μεγαλύτερη των δυνάμεων, την κάθαρση της ψυχής. Μια δύναμη που απλά δεν μπορώ να διαθέτω. Δε σας συγχωρήσω ποτέ, δε θα ξεχάσω ποτέ.»

«Ούτε κι εγώ, παιδί μου,» έλαμψε το πρόσωπο της Σέσιλυ στη φωτιά από τα δάκρυα, με τη φωνή που έτρεμε. «Δε θα ξεχάσω ποτέ μηδέ θα συγχωρήσω τον εαυτό μου.»

«Όσο ζω, θα μείνεις εδώ, να αναζητάς συγχώρεση από κάποιους που ίσως σου δώσουν,» επισήμανε η Γκέθουιν Μόριτζ, διατηρώντας ψύχραιμη, σταθερή φωνή, μολονότι και τα δικά της μάγουλα είχαν νοτιστεί με δάκρυα πόνου, θαμμένων βαθιά τραυμάτων που άνοιγαν, όποτε την αντίκριζε.

Πονούσε, υπέφερε μα δεν ήθελε να ξεχάσει ή να συγχωρέσει και να προχωρήσει. Η άλογη αυτή εμμονή στην οδύνη, στη διαρκή θλίψη της παρελθοντικής της δυσμένειας, φούντωνε μέσα της τη φλόγα που την κατεύθυνε, οδηγούσε τη ζωή της και πλοηγούσε ψυχή και πνεύμα. Οι πληγές της την είχαν κάνει ανθεκτική, ανίκητη και τελικά, θριαμβεύτρια.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Επιστροφή στην Αλεπού μας μετά από αρκετό καιρό. Χίλια συγγνώμη για αυτό, δε θα επαναληφθεί! Εφεξής, θα έχουμε πολύ συχνότερα κεφάλαια!

Πώς σας φάνηκε η Γκέθουιν; Τι λέτε να έχει συμβεί και να έχει στοχοποιήσει τόσο την οικογένεια του Ισίντορ;

Προσωπικά, την αγαπώ πάρα πολύ ως χαρακτήρα και σας βεβαιώ ότι δεν έχουμε δει ούτε τη μισή της προσωπικότητα, ακόμη. Το ενδιαφέρον που έπεται, είναι να τη δούμε εν δράση στο καθήκον!

Τώρα, στο επόμενο κεφάλαιο, καταφθάνει στο Ποσπέριους ο Άρχοντας πλέον Όζουολντ Καστέλ! Να δούμε τι έκανε κι αυτός ο «βίος και πολιτεία» τα τέσσερα αυτά χρόνια κι από ασήμαντος έγινε βαρυσήμαντος παράγοντας του κράτους... Από πού πήραν δηλαδή οι απόγονοι του που μας καταδυναστεύουν στις Έξι Αδελφές;

Επίσης, περισσότερες σκηνές Μάγκνταλ/Ισίντορ, μαζί και μια εμβάθυνση στον Οίκο Άραγκον του Ποσπέριους!

Όσο για την Ειρηνόη και τη Θάναγκαρτ, μην ανησυχείτε, θα επανέλθουμε, απλώς θέλω να στήσω πρώτα άρτια τη γέννηση της Αλεπούς των Δώδεκα Βασιλείων αυτοπροσώπως!

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που είστε εδώ! Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο, να είστε καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top