~Βίκτωρ και Κορισάνδη~

Το έτος 270, 270 χρόνια μετά τη στέψη του Βασιλέως Ντάμον των Ρόβεναρ, τρεις δυναστείες αργότερα, η δυναστεία των Μπλάκρος έμοιαζε να καταρρέει. Οι Ζοφερές Ημέρες, η σκοτεινότερη εποχή που είχαν γνωρίσει τα Δώδεκα Βασίλεια ως τότε, σημάδεψε την ιστορία τους για τις επόμενες δεκαετίες.

Το 270, ανέβηκε στον θρόνο ο Ιγνάτιος, γιος της Βασίλισσας Ευάνθης και του μεγαλεμπόρου Ιγνάτιου Μαυροειδή από τις Αρχαίες Γαίες, μόλις δεκατεσσάρων ετών, σχεδόν έτοιμος να κυβερνήσει μια Επικράτεια που κατέρρεε από όλες τις πλευρές. Ο Βορράς, η Δύση, η Ανατολή. Οι τρεις αυτές περιφέρειες είχαν επαναστατήσει την προηγούμενη τριετία κι η δυσπιστία τους στο Στέμμα παρέμενε αναλλοίωτη.

Ο Ιγνάτιος, για να επιλύσει κάπως τα μύρια προβλήματα, παντρεύτηκε αμέσως τη μοναχοκόρη του Άρχοντα Αίων του Αιμοσταγούς και της Ρεμόνια των Ελεύθερων Γυναικών, τη Λιόρα. Αυτή του η απόφαση αμφισβητήθηκε από πολλούς συμβούλους του σχετικά με την ορθότητα της, δεδομένων των σαδιστικών και πολεμοχαρών γονέων της νύφης. Δυστυχώς, δε θα μαθευτεί ποτέ κατά πόσο έμοιαζε η Λιόρα στους γονείς της. Δέκα μήνες μετά τον γάμο, καθώς γεννούσε τον πρώτο και μοναδικό της γιο, πέθανε στη γέννα το έτος 268 σε ηλικία δεκαπέντε ετών. Τότε, ο Ιγνάτιος ήταν δεκατριών κι οι Ζοφερές Ημέρες ακόμη ταλάνιζαν τα Βασίλεια.

Το 270, λοιπόν, τον βρήκε στη μέση μιας καθολικής κρίσης, χήρο, πατέρα ενός αγοριού που ονόμασε Θέρεον και με ακόμα τη Δύση και την Ανατολή της Επικράτειας εξοργισμένες μαζί του. Αποφασισμένος να αποκαταστήσει την ειρήνη και να αναδομήσει όσα τα προηγούμενα χρόνια είχαν διαλυθεί, έστειλε τον μοναχογιό του στο μοναστήρι του Θεού Έρκας και παντρεύτηκε τη στερνή κόρη του Άρχοντα του Δάμπονις Ρέινταν Κένταρ την τότε εικοσάχρονη Δωρόθηα, με την οποία έμεινε παντρεμένος ως το τέλος της ζωής του και δεν κατόρθωσαν να κάνουν παιδιά. Έτσι, η Ανατολή ηρέμησε κι ανήσυχη παρέμενε μονάχα η Δύση. Το αληθινά ισχυρό βασίλειο της Δύσης, το Ποσπέριους, ήταν απόλυτα φιλικό κι υποστηρικτικό μαζί του, διότι εκεί είχε περάσει πολλά χρόνια της ζωής του. Όμως, στα νοτιότερα κομμάτια της, στο Πέντοκρατ και στη Γάνδη, η δυσαρέσκεια φούντωνε αδιάκοπα και για αυτό αρραβώνιασε με συνοπτικές διαδικασίες τον νεότερο κι ετεροθαλή αδελφό του Ενδυμίων με την ενός έτους εγγονή του Άρχοντα της Γάνδης Λόρκαν Λαυρεντίδη Εϊλύν. Με επιγαμίες και διπλωματία κατάφερε να διασφαλίσει την ειρήνη στα Βασίλεια, ώστε να αφοσιωθεί στην αναστήλωση του κατεστραμμένου στρατού, κτιρίων, ναών και μνημείων τόσο στην πρωτεύουσα Ρέισαν όσο και στις επαρχίες.

Το έτος 277, σε ηλικία είκοσι δύο ετών, ο Ιγνάτιος άφησε άξαφνα την τελευταία του πνοή από δυσεντερία κι όλη η Επικράτεια τον θρήνησε γοερά. Ο γιος του Θέρεον ήταν εννιά ετών και φυσικά ανίκανος να κυβερνήσει, συνεπώς χρειαζόταν κάποιος Αντιβασιλέας. Για αυτό το γεγονός φρόντισε ο ίδιος ο Ιγνάτιος. Κατανοώντας πως το τέλος του πλησίαζε, έδωσε το δαχτυλίδι του με τη Βασιλική Βούλα και το Στέμμα με τρεμάμενα χέρια στον αδελφό του Ενδυμίονα, συμφωνώντας ότι θα ονόμαζε διάδοχο του τον μοναχογιό του Θέρεον, που ακόμη βρισκόταν στο μοναστήρι του Έρκας κι ελάμβανε εξαιρετική εκπαίδευση.

Ο Ενδυμίων ο Δεύτερος στέφθηκε τον Απρίλιο του 277, την επομένη της κηδείας του αδελφού του, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, κρατώντας το χέρι της οχτάχρονης συζύγου του Εϊλύν. Συνέχισε με ζήλο και θέληση το έργο του αδελφού του, μα πέθανε μόλις δυο χρόνια αργότερα, το 279, καθώς κυνηγούσε, όταν ένας αγριόχοιρος του επιτέθηκε ορμητικά και τον ξέσκισε με τους χαυλιόδοντες του.

Ο θάνατος του Ενδυμίονος άφησε στο παλάτι της Ρέισαν μια δεκάχρονη χήρα κι έναν ενδεκάχρονο διάδοχο που όλη του τη ζωή βρισκόταν στο μοναστήρι του Θεού των νεκρών κι υπερασπιστή της αδικίας. Τότε, ήρθε η ώρα για έναν άνδρα που δρούσε από τις σκιές να βγει στην επιφάνεια. Ο Δάντης Κολτ, που είχε χριστεί Άρχοντας Πρωθυπουργός των Δώδεκα Βασιλείων από τη Βασίλισσα Συβίλη το 269, ήταν πλέον τριάντα χρονών κι είχε αποκτήσει πολύτιμη πείρα βοηθώντας επί δέκα χρόνια τους βασιλείς Ιγνάτιο κι Ενδυμίονα. Εκείνος ο άνδρας διέταξε να επιστρέψει αμέσως ο διάδοχος Θέρεον από το μοναστήρι και να εκπαιδευτεί από τον ίδιο για να αναλάβει τα βασιλικά του καθήκοντα. Το παιδί, πράγματι, επέστρεψε διστακτικά και στέφθηκε Βασιλιάς Θέρεον ο Δεύτερος των Δώδεκα Βασιλείων ταχύτατα και λιτά.

Σύντομα, ο Πρωθυπουργός Δάντης κατάλαβε ότι ο Θέρεον δεν μπορούσε να κυβερνήσει την Επικράτεια. Κι αυτό, γιατί η διαμονή του στο μοναστήρι του Θεού Έρκας του είχε πράγματι προσφέρει μια απίστευτη μόρφωση αλλά όχι σχετικά με την πολιτική και τη νομική. Στα έντεκα του ήταν ένας λαμπρός επιστημών, εγκρατής, σοφός και ιδιαίτερα θρησκόληπτος μα όλα αυτά ήταν εντελώς άχρηστα για τα βασιλικά του καθήκοντα. Οι ιερείς σίγουρα θα τον εκμεταλλεύονταν και θα κυβερνούσαν εκ μέρους του, πράγμα το οποίο ο Δάντης Κολτ δεν ήθελε καν να φανταστεί.

Η λύση στο ζήτημα δόθηκε σχεδόν μαγικά. Για πολύ καλή τους τύχη, το καλοκαίρι του 280, κατέφθασε στη Ρέισαν μια πρεσβεία από το γειτονικό τους Θερ, μια από τις Επικράτειες πέρα από τη Μεγάλη Θάλασσα, με επικεφαλής την Πριγκίπισσα Βάρνα. Μετά την καθιερωμένη συνάντηση, όπου συζητήθηκαν ζητήματα καίρια για το εμπόριο και τη ναυτιλία ανάμεσα στις δυο Επικράτειες, ο Πρωθυπουργός παρέθεσε δείπνο, όπου φρόντισε ο Βασιλιάς Θέρεον να καθίσει δίπλα στην αλλοδαπή Πριγκίπισσα.

Η Βάρνα ήταν πολύ ψηλή για την ηλικία και το φύλο της, με καστανόξανθα μαλλιά και δυο τεράστια σχεδόν μαύρα μάτια. Ταυτοχρόνως, η αλαζονεία, η ματαιοδοξία κι η φιλοδοξία έλαμπαν στα μάτια της κι αυτό εντυπωσίασε όχι μόνο τον Άρχοντα Πρωθυπουργό μα και τον δωδεκάχρονο Βασιλιά, που την κοιτούσε με δέος, σαν να ήταν η Θεά του Έρωτα Αμάρα. Τότε, μια αχτίδα ελπίδας φάνηκε στο σκοτάδι που τριγύριζε τον νου του Δάντη· μολονότι η Βάρνα ήταν εννιά χρόνια μεγαλύτερη του Βασιλέως, θα μπορούσε να γίνει μια εξαίρετη σύζυγος και να γεννήσει άξιους διαδόχους για εκείνον. Την ίδια στιγμή έκανε την πρόταση στους ακόλουθους της, που τη μετέφεραν στον Βασιλιά πατέρα της, τον Μάλκολμ τον Τρίτο τον Θεάρεστο. Ακόμη κι εκείνος ενθουσιάστηκε με την ιδέα και μέσα σε δυο μήνες τελέστηκε ο γάμος, περί τον Αύγουστο του 280, με απόλυτη λαμπρότητα.

Δεκαοχτώ χρόνια διήρκησε ο γάμος τους και μέσα σε αυτά τα δεκαοχτώ χρόνια η Βάρνα γέννησε οχτώ παιδιά στον Μεγαλειότατο, από τα οποία μόνο δυο επέζησαν της γεννάς· δυο γιοί που ονομάστηκαν Ιγνάτιος και Βίκτωρ, με τον πρώτο να είναι κι ο διάδοχος του θρόνου. Ενόσω ο Μεγαλειότατος ασχολούταν με την Πίστη και τις φιλανθρωπίες, η Βάρνα κι ο Δάντης Κολτ κυβερνούσαν την Επικράτεια και κατάφεραν να ανακάμψουν τις κατεστραμμένες από τις Ζοφερές Ημέρες οικονομία, διπλωματία και στρατιωτική δύναμη. Τα έξι νεκρά παιδιά κι οι αναρίθμητες διαφωνίες με τον σύζυγο της, έκαναν τη Βάρνα μια ιδιαίτερα σκληρή γυναίκα, χωρίς συναισθήματα κι αλτρουισμό. Φοβούμενος για την επιρροή της, ο Δάντης Κολτ φρόντισε να αποστείλει τον πρίγκιπα Ιγνάτιο στο Θερ, για να μαθητεύσει δίπλα στον εξαιρετικό κυβερνήτη και παππού του Βασιλιά Μάλκολμ, ενώ άφησε τον πρίγκιπα Βίκτορα σχεδόν αποκλειστικά στη φροντίδα της μητέρας του, για να μην πιστεύει ότι την απέκλειαν από τα παιδιά της. Εκείνο έμελλε να είναι το πρώτο και μοναδικό του λάθος στη λαμπρή τριακονταετή του πορεία ως Πρωθυπουργός.

Το έτος 297, ενώ η Επικράτεια επιτέλους είχε επιστρέψει στην ακμάζουσα πορεία της και φαινόταν να είχε ξεπεράσει τις εποχές του χάους, έφτασαν τραγικά νέα από το Θερ. Ο πρίγκιπας Ιγνάτιος ήταν νεκρός. Ο δεκαεπτάχρονος πρίγκιπας είχε νοσήσει σοβαρά από τύφο κι εξοντώθηκε μέσα σε μερικές ημέρες.

Όλη η Επικράτεια θρήνησε τον αδικοχαμένο και πολλά υποσχόμενο νέο, ενώ ο Πρωθυπουργός Δάντης ατένιζε το μέλλον με τρόμο. Δε χωρούσε αμφιβολία πια· το μέλλον των Βασιλείων ανήκε στον πρίγκιπα Βίκτορα που είχε ανατραφεί από τη σκληρή και δεσποτική μητέρα του. Ωστόσο, ο θάνατος του παιδιού της έκανε τη Βασίλισσα να πονέσει πολύ, ίσως τόσο όσο κι ο σύζυγος της, ώστε λίγο αργότερα της διεγνώσθη ένας όγκος στο στήθος.

Από την απέραντη θλίψη του, ο Βασιλιάς Θέρεον ο Δεύτερος ο «Ταπεινός» πέθανε το έτος 298, αφήνοντας το Στέμμα στον δεκαεξάχρονο πρίγκιπα Βίκτορα. Παρόλα αυτά, ο εστεμμένος πια Βασιλιάς Βίκτωρ ο Δεύτερος δεν είχε καμία όρεξη να κυβερνήσει ούτε να παραμείνει άλλο στη Ρέισαν. Ο ευέξαπτος νεαρός ήθελε να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο και να γνωρίσει νέους πολιτισμούς, γλώσσες και ήθη. Έφυγε χωρίς να ζητήσει την άδεια κανενός, αφήνοντας εν τη απουσία του Αντιβασίλισσα τη μητέρα του.

Επιτέλους, μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια ονείρων, το Στέμμα βρέθηκε -έστω και προσωρινά- στο κεφάλι της Βασιλομήτωρ Βάρνα, κάτι το οποίο ονειρευόταν κάθε βράδυ. Όμως, μπορούσε πια να πεθάνει ανά πάσα στιγμή.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

~Βρυόνια, Πρωτεύουσα της Θάναγκαρτ, έτος 300~

«Είστε έτοιμη, Μεγαλειοτάτη;»

Η Βασίλισσα Κορισάνδη της Θάναγκαρτ ύψωσε το κεφάλι της, κρατώντας τα μάτια κλειστά. Πήρε μια βαθιά ανάσα, γέμισε τους πνεύμονες της αέρα και εξέπνευσε αργά, επιτρέποντας σε όλη την ένταση της ημέρας, που μόλις είχε ξεκινήσει, να εκκενώσει το σώμα της.

Ήταν μόλις δεκαεννέα ετών, χήρα κι άτεκνη. Ήταν η πέμπτη κι ύστατη σύζυγος του τελευταίου Βασιλέως της Δυναστείας των Λάντινερ της Θάναγκαρτ Δράγκον του Έκτου, μιας δυναστείας που εκτεινόταν τουλάχιστον μισή χιλιετία στα βάθη της Ιστορίας. Ο εκλιπών σύζυγος της -του οποίου την κηδεία τελούσαν εκείνη την ιστορική ημέρα- είχε παντρευτεί πέντε φορές κι όμως δεν είχε κατορθώσει να αποκτήσει διάδοχο. Κανένας ομοαίματος συγγενής του δε βρισκόταν στη ζωή κι έτσι ήταν πρόδηλο ότι η κραταιή του δυναστεία κατέληξε σε εκείνον.

Η Κορισάνδη ήταν γόνος της Οικογένειας των Φάλλον, μια νόθη κόρη μιας στερνής κόρης, φαινομενικά ασήμαντη μα απόλυτα σημαντική για τον εκλιπόντα Βασιλιά Δράγκον, μια που η μητέρα της μέσα σε δώδεκα χρόνια είχε γεννήσει δώδεκα παιδιά και την ίδια γεννητική ικανότητα είχαν επιδείξει κι οι μεγαλύτερες αδελφές της στους γάμους τους. Εκείνη ήταν η μόνη ανύπαντρη κι έτσι εκείνη έγινε η πέμπτη και τελευταία Βασίλισσα του Δράγκον για τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του. Ήταν είκοσι πέντε χρόνια μεγαλύτερος της μα δεν την πείραζε αυτό. Όχι εφόσον τα παιδιά της θα κυβερνούσαν τη Θάναγκαρτ. Τότε, λοιπόν, που παιδιά δεν είχαν υπάρξει, είχε καταστρώσει μια διαφορετική πορεία από εκείνη που οποιοσδήποτε θα ανέμενε για εκείνη.

Άνοιξε τα μάτια κι αντίκρισε τον Δούκα Φαμπιάν Όγκντις, τον πιο πιστό της φίλο, που απέκτησε κατά τη διαμονή της στο παλάτι, μέρος της κοινής ζωής με τον εκλιπόντα. Την κοιτούσε υπομονετικά, με μια αδελφική στοργή και κατανόηση.

«Είμαι έτοιμη,» του απάντησε με όση αποφασιστικότητα διέθετε.

Η κηδεία είχε παρέλθει, η σορός του νεκρού Βασιλέως είχε καεί τελετουργικά στον ναό της Μεγάλης Μάνας και οι στάχτες είχαν τοποθετηθεί σε σαρκοφάγο δίπλα στους πατέρες του, όλοι Βασιλείς του παρελθόντος. Μετά το προσδοκώμενο δείπνο προς τιμήν του νεκρού, το Συμβούλιο είχε συνταχθεί για να αποφασίσει το μέλλον της ηγεμονίας.

Δεν ήταν το τέλος για την Κορισάνδη, παρά μόνο η αρχή. Οι τέσσερις προηγούμενες σύζυγοι του εκλιπόντος είχαν πεθάνει άτεκνες και κανένα μέλος των οικογενειών τους δε θα τολμούσε να της αντισταθεί, διότι η μητέρα της ήταν μια Φάλλον. Ένιωθε πως κάθε πόρτα μπροστά της ήταν ήδη ανοιχτή, οδηγώντας την ακριβώς εκεί που ονειρευόταν και φιλοδοξούσε.

Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα κι εξέπνευσε γαλήνια, συγκεντρώνοντας όλες τις μυρωδιές στην οσμή της. Μύρισε άνθη, δροσιά του ανοιξιάτικου απογεύματος και στάχτη. Προφανώς η μυρωδιά της κηδείας παρέμενε στα ρουθούνια της. Ορκίστηκε στον εαυτό της ότι πάντοτε θα θυμόταν αυτόν τον κυκεώνα οσμών ως μυρωδιά της αλλαγής.

Με τον Δούκα Φαμπιάν στο πλευρό της, εισήλθε στην Αίθουσα Συνεδριάσεων, στην ολόμαυρη περιβολή της με μαύρα μαργαριτάρια στα αυτιά και στον λαιμό, όπου άκουσε τους Άρχοντες Συμβούλους χωρίς να κρύβει την ανία της κι όταν τελικά ολοκλήρωσαν τις ατέρμονες τους φλυαρίες περί πένθους και απώλειας, έλαβε τον λόγο ο καρδιακός της φίλος και η σιωπή βασίλεψε στην αίθουσα, ίσως και σε ολόκληρη τη χώρα. Για όσο μίλησε ο Δούκας Φαμπιάν, δεν ακούστηκε πουλί πετούμενο στα παράθυρα ούτε βήμα έξω από την αίθουσα ούτε κίνηση καρέκλας ούτε ανάσα άρρυθμη. Έμοιαζε σαν όλη η Θάναγκαρτ να είχε σωπάσει, να είχε σταματήσει οτιδήποτε έκανε, για να ακούσει εκείνο τον κατά λέξη προσχεδιασμένο λόγο, που -αν όλα πήγαιναν κατ'ευχήν- θα άλλαζε τον ρου της Ιστορίας του κράτους για πάντα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Χαίρετε! Τι κάνετε;

Καλό Μήνα σε όλους και χρόνια πολλά για την ημέρα!

Ιδού το πρώτο κεφάλαιο αυτού του δεύτερου spin-off των Έξι Αδελφών!

Για όσους είστε πρωτάρηδες στο σύμπαν αυτό και δεν καταλάβατε και πολλά για τις τοποθεσίες, μην ανησυχείτε καθόλου! Θα ανεβεί σχετικό κατατοπιστικό κεφάλαιο, όπου θα τα εξηγήσουμε όλα!

Πώς σας φάνηκε το πρώτο κεφάλαιο; Αξίζει να συνεχιστεί το βιβλίο;

Να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top