8. Μπέρδεμα
Αριάν POV
Ξύπνησα σε ένα σκοτεινό μέρος, χωρίς κανέναν απολύτως άνθρωπο κοντά μου. Σηκώθηκα κατατρομαγμένη πάνω. Που βρισκόμουν? Που ήταν ο Ράιαν?
Άρχισα να πανικοβάλλομαι και τότε θυμήθηκα τι συνέβη πριν βρεθώ εδώ. Το ατύχημα. Το τελευταίο που είχα δει, ή τουλάχιστον που θυμόμουν ήταν το πρόσωπο του Ράιαν και το ότι δεν πρόλαβα να στρίψω το τιμόνι...
Μήπως πέθανα?, σκέφτηκα αμέσως. Δεν το φανταζόμουν όμως έτσι. Πίστευα ότι μετά τον θάνατο η ψυχή αναπαύονταν. Εγώ κάθε άλλο παρά αναπαυμένη ένιωθα. Ένιωθα τόσα πολλά πράγματα να συμβαίνουν γύρω μου που δεν μπορούσα να τα εξηγήσω.
Άκουγα ουρλιαχτά, φωνές πολλές από αυτές να μου φωνάζουν να ξυπνήσω, άλλες να παρακαλούν να μείνω.
Να ξυπνήσω? Να ξυπνήσω από τι?
«Συγγνώμη», άκουσα μια αρκετά οικία φωνή μα και αρκετά δύσκολη στο να την αναγνωρίσεις να λέει.
Άρχισα να τρέχω προς μια μεριά που ακούγονταν οι φωνές που έλεγαν να ξυπνήσω. Δεν ήξερα αν ήθελα να μείνω άλλο εδώ ή αν ήθελα να ξυπνήσω, αλλά βασικά δεν καταλάβαινα τίποτα απ' όσα συνέβαιναν εκείνη την στιγμή οπότε δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, πάρα να διαλέξω μια πλευρά και να ελπίζω πως διάλεξα το καλύτερο για εμένα.
Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα περισσότερο από εμένα να τρέχω προς της φωνές, να τους απαντάω «Έρχομαι, έρχομαι!», και το έδαφος πίσω μου να διαλύεται σιγά σιγά σε κάθε μου βήμα.
Ξαφνικά ξύπνησα σε ένα κρεβάτι του νοσοκομείου ανοίγοντας σιγά σιγά τα μάτια μου και νιώθοντας εντελώς αδύναμη να κάνω το οτιδήποτε.
Έβαλα όση δύναμη μπορούσα και κοίταξα τριγύρω μου. Μόνο μια νοσοκόμα υπήρχε εκεί δίπλα μου, η οποία μου άλλαζε τον όρο. Γύρισα και την παρατηρούσα.
Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, όταν τελείωσε με τον όρο το βλέμμα της σκόνταψε στο δικό μου και γούρλωσε τα μάτια της σοκαρισμένη. Έτρεξε έξω την ακριβώς επόμενη στιγμή.
Δεν είχα δύναμη ούτε να της μιλήσω οπότε έκατσα εκεί και περίμενα μέχρι να μπει κάποιος άλλος μέσα. Πέρασε μόνο ένα μισάωρο μέχρι που μπήκε κάποιος μέσα. Το ποιός ήταν δεν με εξέπληξε απλώς καταχάρηκα που είδα πάλι το πρόσωπο της.
Μύριαν POV
Το για ποτέ πέρασε ένας ολόκληρος μήνας ούτε που το κατάλαβα. Όλα κυλούσαν ομαλά και ήρεμα πέρα από την ψυχολογία μου δηλαδή... Καλά βέβαια η ψυχολογία μου είχε αρκετό καιρό από τότε που ήταν ήρεμη και ομαλή, τρείς τρεισήμισι μήνες περίπου.
Ήμουν με τον Ράιαν και μιλάγαμε για διάφορα πράγματα, όχι πολύ σημαντικά η αλήθεια να λέγεται, όταν ξαφνικά χτύπησε το κινητό μου. Τον κοίταξα θεωρώντας ότι δεν θα ήταν και κάτι σημαντικό και ελπίζοντας ότι θα μου έλεγε να το κλείσω. Εκείνος όμως έκανε το εντελώς αντίθετο. Κούνησε θετικά το κεφάλι του ενθαρρύνοντας με να το σηκώσω.
Ήταν ένας άγνωστος αριθμός σταθερού τηλεφώνου. Απόρησα μιας και δεν συνήθιζα να απαντάω σε τέτοια τηλεφωνήματα. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα οπότε θεώρησα ότι για να χτυπάει τόσο επίμονα θα είναι σημαντικό.
«Παρακαλώ?», είπα με έναν τόνο απορίας στη φωνή μου, μόλις το σήκωσα.
«Ναι? Η κυρία Μύριαν Θόρντον?», άκουσα μια γλυκιά γυναικεία φωνή απ' την άλλη γραμμή.
«Η ίδια, πείτε μου», ακόμα δεν είχα καταλάβει τον λόγο του τηλεφωνήματος, αλλά λογικό αφού δεν μου είχε πει η γυναίκα ακόμα.
«Ήμαστε απ'το νοσοκομείο. Σας έχουμε κάποια εξαιρετικά νέα», είπε με ενθουσιασμό αν και δεν χρειαζόταν να συνεχίσει. Κατάλαβα αμέσως τι θα μου έλεγε.
«Η αδελφή σας, η δεσποινίς Αριάν Θόρντον συνήλθε μόλις πριν από λίγο. Έχει ξαναβρεί τις αισθήσεις και ο οργανισμός της λειτουργεί κανονικά, σε μια ώρα περίπου υπολογίζουμε θα ανακτήσει την δύναμη της, οπότε σε μια δύο μέρες θα μπορέσει να επιστρέψει σπίτι», με το που άκουσα αυτά τα λόγια δεν ήξερα πως ένιωσα. Χαρούμενη επειδή η πολυαγαπημένη μου αδελφή είχε επιτέλους συνέλθει μετά από δύο μήνες ή λυπημένη επειδή θα έπρεπε να αφήσω τον Ράιαν?
«Αυτά... Είναι εξαιρετικά νέα! Έρχομαι αμέσως από εκεί, σας ευχαριστώ για την ενημέρωση», είπα και έκλεισα γρήγορα το τηλέφωνο κοιτάζοντας τον Ράιαν με ένα απελπισμένο βλέμμα όλο νόημα.
«Ξύπνησε η Αριάν», του ανακοίνωσα. Συνεχίσαμε να κοιτάμε ο ένας τον άλλον για λίγα δευτερόλεπτα.
«Δεν χαίρεσαι? Αυτά είναι υπέροχα νέα!», μου είπε.
«Εννοείται πως χαίρομαι... Αλλά δεν είμαι έτοιμη να χάσω εσένα», τον κοίταξα με ένα λυπημένο βλέμμα.
«Ούτε εγώ...», παραδέχτηκε και το σκέφτηκε λίγο.
«Κάναμε μια συμφωνία. Δεν θα την πληγώσω ποτέ ξανά», δήλωσα.
«Εντάξει, άκου τι θα κάνουμε», άρχισε να μου λέει ότι θα προσποιείται ότι δεν τρέχει τίποτα μεταξύ μας όταν θα είναι αυτή εκεί, αλλά όταν δεν θα είναι θα είμαστε κανονικά.
«Επίσης, πρέπει να ξεκαθαρίσω κάτι από τώρα. Όταν θα είναι μαζί μας αλλά θα είναι αλλού, να ας πούμε αν είναι στο ίδιο σπίτι αλλά σε διαφορετικό δωμάτιο, εγώ θα συνεχίσω να προσποιούμαι για να μην την πάθουμε καμία φορά και μας πιάσει», μου επισήμανε.
«Εντάξει. Αφού δεν μπορούμε αλλιώς...», συμφώνησα και εγώ με αυτά που σκέφτηκε και έφυγα ύστερα από λίγο για να πάω να πω και στην μάνα μου τα καλά νέα και να πάμε μαζί στο νοσοκομείο, ενώ ο Ράιαν έφυγε, γιατί δεν έπρεπε να μας δουν μαζί στο ίδιο μέρος και η Αριάν και η μαμά γιατί η μάνα μου δεν είχε ιδέα του τι παίζει ακόμα και το πιο πιθανό ήταν να γίνει καμία στραβή. Ενώ απ' την άλλη η μάνα μου ήταν διακριτικός άνθρωπος. Άρα δεν θα της έλεγε τίποτα, θα άφηνε να της τα πω όλα εγώ.
Με το που έφτασα σπίτι χτύπησα την πόρτα τόσο δυνατά απ' τον ενθουσιασμό αλλά και απ' την αγωνία. Ακόμα δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω ότι η Αριάν είχε μετά από τόσους μήνες επιτέλους ξυπνήσει. Ήμουν εννοείται χαρούμενη για εκείνη, αλλά δεν ήθελα να έρθει τόσο σύντομα το τέλος μου με τον Ράιαν. Δεν ήμουν ακόμα έτοιμη...
«Μύριαν, τι σε έπιασε απογευματιάτικα?», Φώναξε η μάνα μου μόλις με αντίκρισε έξω από την πόρτα.
«Είσαι ντυμένη?», την ρώτησα γρήγορα, πράγμα που φάνηκε να την αιφνιδιάζει.
«Ναι? Γιατί?», με ρώτησε με έναν περίεργο τόνο στην φωνή της.
«Μπες στο αμάξι τότε. Φύγαμε για το νοσοκομείο αυτή τη στιγμή!», με κοίταζε με μεγάλη απορία στα μάτια, σαν να με ρωτούσε αν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος για αυτό.
Εγώ πήρα μια βαθιά ανάσα κλείνοντας τα μάτια μου και τότε πήρα μια κάπως χαρούμενη έκφραση και της είπα: «Ξύπνησε η Αριάν», κοιτάζοντας την στα μάτια.
Στην αρχή μόνο που δεν άρχισε να πηδάει απ'την χαρά της, και μόνο που δεν έτρεξε στο αυτοκίνητο από ενθουσιασμό σαν παιδί που του έδιναν οι γονείς του ένα δώρο.
Πήγαμε σβέλτα στο νοσοκομείο, μόνο νέφτι δεν έβαλα στο αυτοκίνητο για να φτάσουμε σε χρόνο ρεκόρ.
Ούτε που κατάλαβα πόσο γρήγορα φτάσαμε, μιλήσαμε στην ρεσεψιόν και ύστερα ανεβήκαμε πάνω, στον όροφο που ήταν η Αριάν. Σταθήκαμε για μια στιγμή ακριβώς απέναντι από το δωμάτιο της. Μέσα σε αυτό το δωμάτιο βρισκόταν η αδελφή μου ολοζώντανη, με σάρκα και οστά. Πήρα μια ανάσα και ψιθύρισα: «Τέρμα τα ψέματα», στον εαυτό μου τόσο σιγανά που η μάνα μου δεν πρέπει να το πήρε καν χαμπάρι και έτσι πήρα το θάρρος και μπήκα πρώτη εγώ στον θάλαμο, ακολουθούμενη από την μητέρα μου.
Είδα το πρόσωπο της αδελφής μου να αστράφτει σαν αστέρι από την χαρά της όταν είδε το πρόσωπο μου. Ούτε και εγώ μπορούσα να συγκρατήσω την χαρά μου. Έτρεξα στην αγκαλιά της με το πρόσωπο μου καλυμμένο από δάκρυα, όπως και το δικό της. Όταν την αγκάλιασα και με αγκάλιασε και αυτή τότε ναι, μπορούσα να πω πως αυτό που ζούσα εκείνη την στιγμή ήταν ένα θαύμα!
Με την Αριάν πάντα είχαμε έναν δεσμό τόσο βαθύ, που δεν χρειαζόταν καν να μιλήσουμε η μία στην άλλη για να καταλάβουμε πως αισθάνεται η άλλη. Υπήρξε πάντα εκεί όταν την χρειαζόμουν και εγώ εκεί όταν με χρειαζόταν. Ήμασταν κολλητές με κάθε σημασία της λέξης.
Έτσι, η χαρά μου εκείνη την στιγμή ήταν απλά απεριόριστη και απερίγραπτη. Ύστερα από λίγα λεπτά με άφησε για να αγκαλιάσει και την μάνα μας. Μας είχαν πιάσει και τις τρείς τα κλάματα από την συγκίνηση, είχαμε τόσο καιρό να δούμε την Αριάν να ανοίγει τα μάτια της, που εγώ είχα χάσει σχεδόν κάθε ελπίδα για το ότι θα τα ξανά άνοιγε ποτέ.
«Απίστευτο! Γυ... Γύρισες», φώναξα εγώ ενθουσιασμένη.
«Που...», άρχισε να λέει, αλλά την κοίταξα με ένα βλέμμα όλο νόημα καταλαβαίνοντας τι ήθελε να πει. «Πόσο καιρό έλειπα?», μας ρώτησε. Αυτή ήταν μια πάρα πολύ λογική ερώτηση, και αντικατέστησε πολύ καλά την ερώτηση που ήθελε να κάνει εξ αρχής, αλλά δίστασε γιατί ήταν η μάνα μας μπροστά.
«Τρείς περίπου μήνες αγάπη μου», απάντησε κλαίγοντας η μάνα μου. «Δόξα τον Θεό που είσαι πάλι κοντά μας», είπε σφίγγοντας την πιο πολύ στην αγκαλιά της.
«Τρείς μήνες ε? Πω πω, πρέπει να έχασα πολλά ε...?», αναρωτήθηκε και η μάνα μας βιάστηκε να απαντήσεις.
«Ναι! Αφού δεν θα το πιστέψεις! Η Μύριαν βρήκε αγόρι!», και αυτό ήταν το σινιάλο μου για να την κάνω να πάψει να μιλάει για αυτό. «Τον λένε Ρ...».
«ΡΌΝΑΛΝΤ», βιάστηκα και εγώ να το σώσω, γιατί αν έλεγε το όνομα το καλύτερο σενάριο θα ήταν να με σκοτώσει η Αριάν.
«Ε, όχι. Το θυμάμαι πολύ καλά, μια βδομάδα τον ξέρω τον άνθρωπο! Τον λένε...», εγώ την διέκοψα πάλι ευχόμενη να πέσει φωτιά να με κάψει.
«Μαμά πιστεύω ότι γνωρίζω καλύτερα από εσένα τ ο όνομα του αγοριού μου, ευχαριστώ», σταμάτησα μια και καλή αυτό το θέμα γιατί πραγματικά δεν σκόπευα να τσακωθώ με την μάνα μας εκείνη τη στιγμή.
Τότε είναι που μπήκε μέσα και η νοσοκόμα και μας είπε το κλασικό «Η ασθενής χρειάζεται ξεκούραση, μπορείτε να περάσετε αύριο να την πάρετε που θα βγεί και το εξιτήριο».
Χαιρετήσαμε λοιπόν εμείς την Αριάν και φύγαμε. Πήρα την απόφαση λοιπόν να πω στην μητέρα μου όλη την αλήθεια για αυτό που συνέβαινε τον τελευταίο καιρό διότι φοβόμουν ότι θα τύχει καμία φορά να πει τίποτα στην Αριάν και εγώ είτε να μην μπορώ είτε να μην είμαι εκεί για να το καλύψω.
«Γιατί ήρθαμε εδώ?», με ρώτησε με ένα βλέμμα όλο απορία. Ήμασταν μέσ' στο αυτοκίνητο ακριβώς απέναντι από την παραλία, χωρίς εγώ να της έχω αναφέρει ακόμα τίποτα. Είχε σχεδόν σκοτεινιάσει, έτσι ήταν πολύ πιο όμορφα. Δυστυχώς όμως δεν είχαμε βρεθεί εκεί για να της δείξω το τοπίο...
«Κοίτα... Μαμά... Είναι κάτι που... Πρέπει να σου πω. Σίγουρα θα το πάρεις άσχημα δηλαδή, αλλά... Πρέπει όπως είπα να στο πω», εκείνη με κοίταξε με ένα βλέμμα λες και ήταν ήδη έτοιμη να με κρίνει για τις πράξεις μου, ακόμα και αν δεν ήξερε ακόμα τι στο καλό είχα κάνει.
«Πες μου Μύριαν», είπε με έναν σκληρό τόνο στην φωνή της που θα νόμιζε κανείς ότι είχε ήδη ακούσει αυτό που θα της έλεγα.
«Ε, δεν είναι και πολύ εύκολο να στο... Εξομολογηθώ αυτό... Αλλά...», κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια στο να της πω αυτό που ήθελα. Αλλά στην τελική δεν κατάφερα και τίποτα.
«Μίλα Μύριαν, τι είναι, πες μου», συνέχισε να με πιέζει εκείνη.
«ΕΝΤΆΞΕΙ!», φώναξα, πιο πολύ στον εαυτό μου. «Εντάξει...», επανέλαβα πιο ήρεμα αυτή τη φορά. «Ο Ράιαν...», με διέκοψε ξαφνικά από το πουθενά.
«Α! Νόμιζα πως τον λένε Ρόναλντ», με ειρωνεύτηκε και τα μάτια της στένεψαν και ήταν γεμάτα από καχυποψία.
«Ναι, σχετικά μ' αυτό... Κοίτα απλά δεν ήθελα να το πεις στην Αριάν γιατί...», δάγκωσα τα χείλη μου τόσο σφιχτά που παραλίγο να τους αφήσω σημάδι, «Γιατί είναι κανονικά το δικό της αγόρι».
🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥
Καησπέρα παίδες!
Τι κάμνετε πώς είστε?
Ελπίζω να είστε πάρα πολύ μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα πολύ καλά!
Ξύπνησε λοιπόν η ωραία κοιμωμένη ε? Λέτε να τις βάλω να μαλλιοτραβηχτούνε? Θα μπορούσα αλλά SYKE! Ίσως να το κάνω δεν ξέρω.
Εγκεφαλικό πάντως η μάνα ε?
Λέω να σας αφήσω τώρα στην αγωνία σας και να την κάμνω και εγώ με ελαφρά, γιατί ακολουθούν δύσκολα κεφάλαια παιδιά!!!
Αυτά από εμένα, εσείς κανένα νέο?
Ελπίζω πραγματικά να σας άρεσε το κεφάλαιο!
Αν ναι μπορείτε να:
Σχολιασετε
Ψηφίστε
Και να με κάνετε Follow!
Σας ευχαριστώ πολύ για την υποστήριξη σας και να έχετε μια υπέροχη μέρα!!!😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top