7. Δείπνο

Έτρεξα κάτω, κατά τρομαγμένη απ τις ίδιες μου τις σκέψεις, πλησίασα την μάνα μου και άγγιξα το χέρι της για να βεβαιωθώ πως αυτή δεν ήταν άλλη μία ψευδαίσθηση που θα με κατηγορούσε για τις πράξεις μου.

«Α, Μύριαν, επιτέλους! Θα ανοίξεις την πόρτα ή θα ξεπαγιάσει ο άνθρωπος?», μου είπε δείχνοντας την πόρτα με το χέρι της.

«Δεν κάνει τόσο κρύο έξω!», φώναξα καθώς κατευθυνόμουν προς την πόρτα. Άνοιξα γρήγορα και αντίκρισα έναν χαμογελαστό Ράιαν που κράταγε μια ανθοδέσμη με κατακόκκινα τριαντάφυλλα και φόραγε ένα καλό κουστούμι.

«Δεν ήταν ανάγκη να... Τα κάνεις όλα αυτά...», προσπάθησα να πω, κοκκινίζοντας.

«Φυσικά και ήταν», το χαμόγελο του μεγάλωσε, «Άλλωστε είναι πολύ σημαντικό για εμένα να γνωρίσω την μητέρα σου», τον έπιασα απ το χέρι και πήγαμε στο σαλόνι, όπου και μας περίμενε η μάνα μου.

Εκείνη μας περίμενε με ένα τεράστιο χαμόγελο, το οποίο ελαττώθηκε για πολύ λίγο όταν τα μάτια της συνάντησαν τα μάτια του Ράιαν αλλά μετά επανήλθε.

«Μαμά, αυτός είναι ο Ράιαν, το αγόρι μου. Ράιαν, αυτή είναι η μαμά μου», τους σύστησα.

«Χαίρεται κυρία Θόρντον», χαμογέλασε ο Ράιαν και της πρόσφερε τα λουλούδια.

«Σε παρακαλώ λέγε με Άλις», απάντησε εκείνη παίρνοντας τα λουλούδια και τοποθετώντας τα στο βάζο δίπλα της.

«Χαίρομαι που σε γνωρίζω Ράιαν. Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα η Μύριαν να έχει δεσμό, τουλάχιστον όχι τόσο σύντομα...», είχαμε ήδη καθίσει στο τραπέζι και η μάνα μου μας είχε σερβίρει το φαγητό.

«Πώς γνωριστήκατε αλήθεια?», με το που άκουσα αυτή την ερώτηση έπαθα ένα μίνι εγκεφαλικό και κοίταξα τον Ράιαν με ένα βλέμμα όλο νόημα για να το σώσει...

«Α... Κοινός φίλος...», είπε τραυλίζοντας, κοιτώντας με. Εγώ κουνούσα θετικά το κεφάλι μου αμήχανα προς εκείνον. Η μάνα μου δεν έμοιαζε να πολύ πείστηκε...

«Ο οποίος είναι...?», μας πίεσε.

«Ο ΝΤΙΝ», δήλωσα εγώ φωνάζοντας λίγο. Η όλη κατάσταση ήταν πολύ άβολη... Έψαχνα μανιωδώς τις σκέψεις μου για να βρω ένα θέμα συζήτησης ώστε να διακοπεί η αμήχανη σιωπή που είχε πέσει στο τραπέζι.

«Πoλύ ωραίο το φαΐ κυρι... Άλις», διόρθωσε γρήγορα τον εαυτό του χωρίς η μάνα μου να το καταλάβει. Με το που το είπε πάντως και άλλαξε θέμα, η ατμόσφαιρα ελάφρυνε.

«Αχ, αλήθεια Ράιαν, σ' αρέσει?», είπε χαμογελώντας η μάνα μου.

«Ναι, πολύ!», χαμογέλασε και εκείνος.

«Θες μήπως λίγο ακόμα?», τον ρώτησε η μάνα μου ευγενικά.

«Ναι, αν γίνεται...», απάντησε ο Ράιαν και η μάνα μου έτρεξε γρήγορα στην κουζίνα έχοντας αρπάξει το πιάτο του...

«Συγγνώμη... Ξέρεις, μανάδες...», είπα κλείνοντας τα μάτια μου καταντροπιασμένη.

«Ναι, καταλαβαίνω... Έτσι ήταν και η δική μου», μου είπε πιάνοντας μου το χέρι πάνω απ' το τραπέζι κάνοντας με να ανοίξω τα μάτια μου, καθώς δεν ένιωθα πλέον τόσο άσχημα. Μέσα σ' αυτά που είπε όμως άκουσα κάτι που δεν μου πολυάρεσε...

«Ήταν?», ρώτησα και το χαμόγελο εξαφανίστηκε μονομιάς απ' το πρόσωπο μου.

«Πέθανε πριν τρία χρόνια... Σε... αυτοκινητιστικό δυστύχημα...», φάνηκε πως δεν του άρεσε να μιλάει γι' αυτό οπότε πάλι καλά που μπήκε η μάνα μου μέσα κρατώντας το πιάτο του με το φαγητό.

«Ευχαριστώ», είπε και το χαμόγελο επέστρεψε στο πρόσωπο του.

...

«Χάρηκα και πάλι Άλις», είπε ο Ράιαν στην μάνα μου καθώς φεύγαμε απ' το σπίτι.

«Στο καλό παιδιά μου, να προσέχετε», είπε και με κοίταξε επίμονα με ένα βλέμμα όλο νόημα. Κατάλαβα, νομίζω, αυτό που εννοούσε.

Έπιασα το χέρι του γυρνώντας γρήγορα απ' την άλλη καθώς προχωρούσαμε στο δάσος.

«Συγγνώμη για πριν...», άρχισα να απολογούμαι μετά από λίγη ώρα, αφού είχαμε μπει για τα καλά στο δάσος.

«Δεν πειράζει. Δεν ήξερες. Ούτως ή άλλως έχουν περάσει χρόνια, το έχω κάπως ξεπεράσει...», μου απάντησε βιαστικά. Δεν ξέρω κατά πόσο τον πίστευα. Είχα χάσει και εγώ πολλά άτομα απ' την ζωή μου λόγω θανάτου, τον πατέρα μου, τους παππούδες μου, την μία γιαγιά μου και σύντομα μπορεί και την αδελφή μου... Οπότε μου ήταν κάπως δύσκολο να τον πιστέψω.

«Εγώ πότε θα γνωρίσω την δική σου οικογένεια αλήθεια?», τον ρώτησα κοιτάζοντας τον επίμονα με ένα παρακλητικό βλέμμα.

«Αυτό θα ήταν υπέροχο», άρχισε να λέει. «Αν μπορούσε να γίνει», ολοκλήρωσε και εγώ έμεινα στήλη άλατος όταν τον άκουσα να ολοκληρώνει.

«Γιατί δεν γίνεται?», επέμεινα εγώ χωρίς να το πολυσκεφτώ.

«Δύο λόγοι», το χαμόγελο του έσβησε γρήγορα. «Πρώτον, ρισκάραμε ήδη μια φορά με την μητέρα σου, ενώ θα χωρίσουμε όταν ξυπνήσει η Αριάν, που όμως και αυτό να μην ίσχυε, δηλαδή αν δεν ήμουν ποτέ αγόρι της Αριάν και πάλι δεν θα γινόταν», ούτε που διανοήθηκα να τον διακόψω, ήμουν πολύ περίεργη να δω ποιος θα ήταν ο δεύτερος λόγος που δεν γινόταν.

«Γιατί δεν έχω οικογένεια. Όχι πλέον...», όλη μου η θετική ενέργεια εξανεμίστηκε εκείνη ακριβώς την στιγμή που βγήκαν αυτές οι λέξεις απ' τα χείλη του.

«Γ-Γ... Γ-Γιατί?», τόλμησα να ρωτήσω, τραυλίζοντας.

«Ήταν μαζί με την μάνα μου εκείνη την μέρα... Στο αυτοκίνητο... Ο πατέρας μου και ο αδελφός μου... Η μόνη οικογένεια που είχα ποτέ», έκλεισε τα μάτια του και είχε πάρει μια έκφραση που δήλωνε ξεκάθαρα, ότι δεν ήθελε να μιλάει γι' αυτό. Ότι η σκέψη και μόνο τον πονούσε. Ότι η νύχτα εκείνη ήταν για εκείνον εφιαλτική.

Εκείνη την στιγμή, κουνήθηκα τελείως αυθόρμητα γυρίζοντας και σφίγγοντας τον στην αγκαλιά μου. Τα χέρια του με τύλιξαν και μένα μέσα στην σφιχτή του αγκαλιά.

«Μην συνεχίσεις... Κατάλαβα. Θα το ξεπεράσουμε μαζί... Θα ήμαστε δυνατοί μαζί, στ' ορκίζομαι... Δεν θα είσαι μόνος», τότε αφήσαμε ο ένας τον άλλον ελεύθερο. Κοιταζόμασταν για λίγη ώρα χωρίς να πει κανείς τίποτα.

«Καλύτερα να πηγαίνω», είπε γυρίζοντας απ' την άλλη. Εγώ είχα απλώς παγώσει καθώς τον κοίταζα να απομακρύνεται από κοντά μου.

Γιαγιά Ρόουζ POV

«Άσε με εδώ, Άλφρεντ», είπα στον σοφέρ μου και εκείνος σταμάτησε γρήγορα το αμάξι. Είχαμε φτάσει εκεί ακριβώς που ήθελα να πάω. Στην θάλασσα.

Είχα επιλέξει μια βαθιά, σκοτεινή θάλασσα με πολύ ομίχλη στην οποία δεν πήγαινε ποτέ κανείς άνθρωπος, αλλά και να πήγαινε, ο μήνας τώρα ήταν ακόμα Μάρτιος. Κάνεις δεν θα ερχόταν έτσι κι αλλιώς.

«Έλα Άλφρεντ, πάρε αυτά παιδί μου», είπα δίνοντας του κάτι χρήματα απ' το παράθυρο του αυτοκινήτου. «Και δώσε αυτό στα εγγόνια μου», του παρέδωσα και ένα βιβλιαράκι, το οποίο φύλαγα για αρκετό καιρό κοντά μου.

«Είστε σίγουρη πως θέλετε να το κάνετε αυτό κυρία? Εννοώ, σκεφτείτε τις εγγονές σας», με παρακάλεσε ο Άλφρεντ, μα εγώ είχα ήδη πάρει την απόφαση μου.

«Μα αυτές σκέφτομαι. Εγώ φταίω που έγιναν όλα αυτά... Ή που θα γίνουν... Όλα αρχίζουν και τελειώνουν με εμένα», του εξήγησα. «Τώρα πήγαινε. Πήγαινε και μην ξαναγυρίσεις. Μην ξανά αναφέρεις τίποτα στο όνομα Ρόουζ Θόρντον», είπα και ο Άλφρεντ γύρισε μπροστά του και έφυγε. Εγώ είχα μόλις γυρίσει απ'την άλλη. Είχα βγάλει τα παπούτσια μου στο αμάξι, το μόνο που φορούσα αυτή τη στιγμή ήταν ένα καλό μαύρο φόρεμα. Ήμουν τελείως άβαφτη και τα είχα αφήσει τα σχετικά μακριά μου μαλλιά κάτω, κυμάτιζαν πίσω μου εξαιτίας του αέρα.

Άρχισα να προχωράω πάνω στην άμμο που εκείνη την στιγμή φαινόταν κάτασπρη, μέχρι που τα πόδια μου άγγιξαν τα ψυχρά νερά της θάλασσας.

Το ξανασκέφτηκα. Άξιζε? Έπρεπε? Θα βοηθούσα κανέναν έτσι?

Άξιζε. Δεν άξιζε να με τρώνε άλλο οι τύψεις.

Έπρεπε. Δεν έπρεπε να συνεχίσω να ζω άλλο έτσι.

Θα βοηθούσα. Θα βοηθούσα τον εαυτό μου να βγει απ' την απόγνωση που ήταν βυθισμένος τόσα χρόνια...

Αχ, η απόγνωση... Αυτό το συναίσθημα το νιώθω από τότε που έχασα τον άντρα μου, το στήριγμα μου...

Είναι, η αλήθεια να λέγεται ένα βαρύ συναίσθημα, το οποίο δύσκολα ξεπερνά κάνεις. Εγώ παιδευόμουν για αρκετά χρόνια...

Συνέχισα να προχωράω μες την θάλασσα με την αρχή του φουστανιού μου να έχει γίνει μούσκεμα.

Πήρα μια κάπως βαριά πέτρα και την έδεσα στο πόδι μου με ένα σχοινί που υπήρχε έξω στην ακτή.

Την έδεσα όσο πιο σφιχτά μπορούσα και συνέχισα να προχωράω τραβώντας την μετά μανίας με το πόδι μου. Προχωρούσα μέχρι που τα πόδια μου δεν μπορούσαν να πατήσουν άλλο στο έδαφος. Κολύμπησα και λίγο μακρύτερα για να μην πατάω καθόλου και ένα κύμα τότε πετάχτηκε πάνω μου χωρίς να προλάβω άλλο να κουνηθώ. Η πέτρα άρχισε να με παρασέρνει προς τα κάτω και άρχισα να πνίγομαι.

Αν και αυτό ήταν που ήθελα, ο οργανισμός μου με ανάγκαζε να κάνω ορισμένες κινήσεις αντανακλαστικά, σαν να προσπαθούσα να παλέψω με το νερό γύρω μου αλλά τίποτα.

Οι σκέψεις είχαν πλέον πλημμυρίσει το μυαλό μου. Σκεφτόμουν την αγαπημένη μου Αριάν, αλλά και την άλλη μου εγγονή, την Μύριαν. Είναι τόσο άδικο αυτές οι δύο, που δεν έχουν κάνει τίποτα κακό σε κανέναν, να πληρώσουν για τα λάθη μου...

Εκείνη την στιγμή, δεν άντεξα άλλο να κρατάω τον αέρα μέσα μου, οπότε άφησα τον νερό να μπει μέσα στο σώμα μου, αφήνοντας με αναίσθητη πια να προσπαθεί το σώμα μου να επιπλεύσει αλλά η πέτρα με κράταγε ακόμα κάτω.

Είδα για τελευταία φορά τα πρόσωπα των εγγονών μου στο μυαλό μου και άκουσα την φωνή εκείνου του καθάρματος να λέει: «Οι Θόρντον θα πληρώσουν για αυτά που έκαναν πάση θυσία».

Όμως εκείνη την στιγμή όλα σταμάτησαν όταν είδα το πρόσωπο του γιού μου, ο οποίος μου πρόσφερε το χέρι του και μου είπε: «Καλώς όρισες μάνα».
🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥
Καησπέρα παίδες!

Τι κάμνετε πώς είστε?

Ελπίζω να είστε πάρα πολύ μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα πολύ καλά!

Μια βδομάδα ε? Μμμμ, μες στα χρονικά πλαίσια μου ε? Δεν άργησα να ανεβάσω?

Λοιπόν? Τι λέτε να έγινε με τους γονείς και τον αδελφό του Ράιαν? Και με την γιαγιά Ρόουζ τι παίχτηκε βρε παιδιά?

Αν νομίζετε πως θα σας αφήσω έτσι, χωρίς λίγο family drama DANG, ΚΆΝΑΤΕ ΛΆΘΟΣ!

Σας άρεσε? Ελπίζω πολύ να σας άρεσε τόσο όσο σε εμένα!

Αν ναι θα το εκτιμούσα αν:

Σχολιάζετε,

Ψηφίζατε

Και κάνατε και ένα follow!

Σας ευχαριστώ ειλικρινά μέσα από την μαύρη και μίζερη καρδιά μου για την υποστήριξη και την αγάπη σας και να έχετε μια υπέροχη μέρα/νύχτα/ ή ότι και αν έχετε τέλος πάντων🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top