2. Συνάντηση

Μύριαν's POV

Είχα διαβάσει ΤΙΣ υποθέσεις, μέχρι στιγμής η ώρα ήταν περίπου 8:30 το βράδυ. Είχαν περάσει κιόλας 2:30 ώρες από τότε που έφυγε η Αριάν με τον Ράιαν. Αναρωτιώμουν, τι να έκαναν τόση ώρα, βέβαια ήμουν σίγουρη πως έτρεχαν στον δρόμο με εκείνο το μηχανάκι. Εννοείται ότι θα της τα 'ψελνα ένα χεράκι μόλις γυρνούσε.

Αλλά η ώρα πέρασε και αυτοί δεν είχαν γυρίσει ακόμα. Τώρα ήταν 10:00. Η αλήθεια είναι πως είχα αρχίσει να ανησυχώ, ένιωθα λες και κάτι κακό είχε συμβεί.

Όσο και να μην ήθελα να τους διακόψω το ραντεβού, έπρεπε να δω αν ήταν καλά. Οπότε άρπαξα γρήγορα το κινητό μου από πάνω απ' το γραφείο μου, και την πήρα τηλέφωνο. Κλειστό.

Τότε έτρεξα στο δωμάτιο της και άνοιξα την ντουλάπα της ψάχνοντας με μανία το τέταρτο που έγραφε τα τηλέφωνα, συνήθως το χρησιμοποιούσε για γκόμενους.

Όταν το βρήκα το άρπαξα και άρχισα να ξεφυλλίζω γρήγορα τις σελίδες του χνουδωτού ροζ της τετραδίου, για να βρω το τηλέφωνο του αγοριού της, του Ράιαν. Αυτής μπορεί να της είχε κλείσει από μπαταρία, σκέφτηκα. Ήταν η πιο ασφαλής σκέψη για εμένα.

Μόλις το βρήκα άρχισα να το πληκτρολογώ στο κινητό μου με τα δάχτυλα μου να τρέμουν απ' την ανησυχία. Κλειστό το 'χε και αυτός. Καλά δεν θα έβγαινα και να τους ψάξω, θα γύριζαν... Κάποια στιγμή...

Συνέχισα να ψάχνω για τις παραξενότερες υποθέσεις των δύο τελευταίων αιώνων, επί μία ώρα. Η μητέρα μου δεν ήταν σπίτι ακόμα. Εκείνη φυσικά είχε πει πως θα γυρίσει αργά απ' την θεία Μαίρη...

Πέρασε μια ολόκληρη ώρα και δεν μπορούσα να κρύψω την ανησυχία μου από τον εαυτό μου. Δεν προσπάθησα όμως να πάρω τηλέφωνο...

Κάποια στιγμή άκουσα το κινητό μου να χτυπάει και να δονείται, αλλά απ' την ανησυχία μου ήταν σαν να το ακούω να ουρλιάζει, σαν να προσπαθεί να μου πει το ίδιο να μην το σηκώσω. Προχώρησα διστάζοντας προς το μέρος του, και όπως κοίταξα την αναγνώριση κλήσης, είδα το νούμερο της αδελφής μου.

Το σήκωσα γρήγορα και άρχισα να φωνάζω: «Καλά είσαι τελείως τρελή?! Ξέρεις πόσο ανησύχησα? Αμ, δεν ξέρεις γι' αυτό με πήρες τώρα να μου πεις ότι στον διάολο θες να μου πεις!».

«Η κυρία Μύριαν Θόρντον?», άκουσα μια γυναικεία φωνή να ρωτάει. Μόνο που δεν ήταν της αδελφής μου...

«Ναι? Ποιός είναι?», απόρησα.

«Σας μιλάει η κυρία Ρόνταλ, νοσοκόμα στο νοσοκομείο της περιοχής σας. Σας πήρα να σας ενημερώσω ότι η αδελφή σας, η κυρία Αριάν Θόρντον, είχε ένα... Ατυ... Ατύχημα», η φωνή της έτρεμε όπως μου εξηγούσε το τι έγινε.

«ΤΙ ΕΠΑΘΕ? ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ?!», ούρλιαξα απ' τον φόβο μου μην έχει πάθει κάτι.

«Δυστυχώς, κυρία Θόρντον, είναι πολύ σοβαρά χτυπημένη. Δεν ξέρουμε αν θα επιζήσει», και αυτό μόλις ξεστόμισε επιβεβαίωσε την ανησυχία μου. Έμεινα κόκκαλο για λίγα λεπτά δευτερόλεπτα και έκλεισα το τηλέφωνο. Ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και έτρεξα στο μηχανάκι μου. Το έβαλα μπροστά και κατευθύνθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα προς το νοσοκομείο.

Πάρκαρα το μηχανάκι μου στο πάρκινγκ και έτρεξα σφαίρα στο νοσοκομείο. Έφτασα στην ρεσεψιόν πιο γρήγορα απ' ότι πίστευα ότι μπορούσα.

«Πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω?», με ρώτησε μια κοντή μικροκαμωμένη κυρία, γύρω στα τριάντα, με έναν πολύ ευγενικό και ευδιάθετο τόνο. Κρίμα που δεν μπορούσα να μιλήσω με τον ίδιο τόνο...

«Η... Κ... Κυρία Αριάν Θόρντον?», η φωνή μου πάλευε να βγεί απ' το στόμα μου και όταν το κατάφερε βγήκε μόνο ένας ψίθυρος.

«Στον θάλαμο νούμερο 22 στον δεύτερο όροφο», μου απάντησε.

«Ευ... Ευ...χαρηστώ», δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη, κυριολεκτικά!

Έτρεξα στο τεράστιο ασανσέρ και πάτησα γρήγορα το νούμερο δύο. Μόλις ανέβηκα, δεν χρειάστηκε να ψάξω πολύ για τον θάλαμο 22, ευτυχώς, καθώς ήταν δύο διαδρόμους πιο πέρα από το ασανσέρ.

Κοίταξα μέσα από το παράθυρο της πόρτας για να δω την αδελφή μου περικυκλωμένη από μηχανήματα και καλώδια... Με αυτή την απαίσια μάσκα να καλύπτει το πανέμορφο της πρόσωπο και το καλοσχηματισμένο της σώμα, καλυμμένο από μια άσπρη φορεσιά.

Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου την ώρα που αντίκρισα αυτή την εικόνα. Με κατέβαλε η ανησυχία, η θλίψη... Ξέσπασα σε δάκρυα.

«Θα σας παρακαλέσω να περιμένετε στην αίθουσα αναμονής αν γίνεται κυρία», μου είπε μια μελαχρινή νοσοκόμα.

«Β... Βέβαια...», τραύλισα και προχώρησα στην αίθουσα αναμονής. Κάθησα σε ένα κάθισμα στην άκρη, για να μην τραβήξω την προσοχή πάνω μου. Ήταν αρκετοί άνθρωποι που περίμεναν εκεί, γεμάτοι αγωνία, πολλοί έκλαιγαν, αλλά δεν είχα χρόνο να κάτσω να χαζέψω τους ανθρώπους. Είχα αλλά θέματα που με έμελλαν εκείνη την στιγμή.

Η Αριάν ήταν στον απέναντι θάλαμο, αναίσθητη και δεν ήξερα αν θα ξανάβλεπα τα πανέμορφα καστανά της μάτια ξανά, ανοιχτά τουλάχιστον...

Τα μάγουλα της, χλωμά σαν φάντασμα, λες και αυτό μόνο του δήλωνε ότι δεν θα ήταν εδώ για πολύ ακόμα.

Ακούμπησα το πρόσωπο μου στα χέρια μου. Τι θα έκανα τώρα? Η μαμά δεν ήξερε τίποτα για το περιστατικό, και εγώ το μόνο που ήξερα είναι ότι είχε χτυπήσει σοβαρά. Τίποτα παραπάνω...

Καθόμουν μόνη μου σε εκείνη την γωνία επί ώρες, γιατροί μπαινόβγαιναν στους θαλάμους, ασθενείς έρχονταν και έφευγαν. Και όμως, εμένα αυτές οι ώρες μου φάνηκαν αιώνας. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω και δεν είχα την δύναμη να σηκώσω το βλέμμα μου, από φόβο. Φοβόμουν το τι θα αντίκριζα μόλις τα άνοιγα... Και το τι θα άκουγα μόλις η ακοή μου συνδέονταν πάλι με τον έξω κόσμο... Φοβόμουν έναν ήχο... Έναν πολύ συγκεκριμένο ήχο... "Μπιιιιιιιιιιιιιιιιιμπ".

«Μπορώ να κάτσω?», άκουσα μια κάπως οικία φωνή δίπλα μου, να μου ψιθυρίζει τρέμοντας. Σήκωσα το βλέμμα μου και είδα...

Τον Ράιαν.

Κρατήθηκα πολύ να μην του χώσω μια στα μούτρα, για αυτό που συνέβη στην Αριάν, αν και το ήθελα πάρα πολύ...

Του έκανα νόημα με το κεφάλι μου να καθίσει. Εκείνος κάθισε σιγά σιγά στην καρέκλα, χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω μου. Γύρισα το κεφάλι μου απ'την άλλη ώστε να μην βλέπω το πρόσωπο του. Δεν ήμουν υποχρεωμένη κιόλας...

«Ήταν πολύ απότομο», άρχισε να λέει. «Ούτε εγώ δεν πρόλαβα να την φτάσω, όλα συνέβησαν πολύ γρήγορα», συνέχισε. Εγώ δεν γύρισα το κεφάλι μου. Προσπάθησα πολύ να τον αγνοήσω, αλλά δυστυχώς, δεν μπορούσα...

«Δεν θυμάμαι να σε ρώτησα», απάντησα με έναν άγριο τόνο στην φωνή μου.

«Νόμιζα πως θα ήθελες να μάθεις...», απόρησε. Πετάχτηκα από την θέση μου και δεν μπορούσα να συγκρατήσω άλλο τα νεύρα μου.

«Ναι... Θα ήθελα να μάθω... ΘΑ ΉΘΕΛΑ ΝΑ ΜΆΘΩ ΑΝ ΘΑ ΒΓΕΙ ΖΩΝΤΑΝΉ ΑΠΌ ΕΚΕΊ ΜΕΣΑ! ΘΑ ΉΘΕΛΑ ΝΑ ΜΆΘΩ ΑΝ ΘΑ ΞΑΝΑΔΏ ΤΑ ΜΆΤΙΑ ΤΗΣ ΝΑ ΑΝΟΊΓΟΥΝ ΞΑΝΑ! ΑΝ ΘΑ ΞΑΝΑΚΟΥΣΩ ΤΗΝ ΦΩΝΉ ΤΗΣ ΠΟΤΈ ΞΑΝΆ!», άρχισα να φωνάζω λες και δεν υπήρχε αύριο. Για εμένα ίσως... Για εκείνη όμως? Θα υπήρχε αύριο?

Αυτό ήταν κάτι που, δυστυχώς δεν μπορούσα να ξέρω...

Έκατσα πίσω στην θέση μου, βάζοντας τα πόδια μου πάνω στο κάθισμα, σκύβοντας το κεφάλι μου ώστε να τα ακουμπήσει και τυλίγοντας τα πόδια μου με τα χέρια μου.

Εκείνος έκατσε εκεί και με κοίταζε για αρκετή ώρα. Λέξη δεν έβγαλε το στόμα του, κι όμως μπορούσα να νιώσω το απορημένο βλέμμα του πάνω μου.

«Τι θες επιτέλους?», τον ρώτησα μετά από λίγη ώρα.

«Κοίτα», μου είπε, «Κι εγώ ανησυχώ, εντάξει? Καταλαβαίνω πώς νιώθεις αλλά...», τον διέκοψα γρήγορα.

«Τι? Περίμενε... Νομίζεις ΌΤΙ ΚΑΤΑΛΑΒΑΊΝΕΙΣ ΠΩΣ ΝΙΏΘΩ!? Ε?! ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΌΤΙ ΕΠΕΙΔΉ ΒΓΑΊΝΑΤΕ ΚΑΙ ΣΠΑΓΑΤΕ ΠΛΆΚΑ ΜΕΤΑΞΥ ΣΑΣ, ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΙΔΙΟ? ΝΟΜΊΖΕΙΣ ΠΩΣ ΝΙΏΘΟΥΜΕ ΤΟ ΊΔΙΟ?!?! Ε, ΛΟΙΠΌΝ ΕΓΏ ΠΟΛΎ ΑΜΦΙΒΆΛΛΩ», φώναξα με όση φωνή μου είχε απομείνει και σηκώθηκα και έφυγα. Αυτός πήγε να με σταματήσει, αλλά εγώ έφυγα πολύ γρήγορα και δεν με πρόλαβε.

Έφυγα από το νοσοκομείο, χρειαζόμουν λίγο καθαρό αέρα. Πήρα την μηχανή και με δύναμη έβαλα μπρος. Έφυγα σφαίρα από εκεί, δεν άντεχα να βρίσκομαι ούτε 10 χιλιόμετρα κοντά σε αυτό το νοσοκομείο. Μπήκα στο δάσος και έκανα βόλτες εκεί μέσα με το μηχανάκι επί περίπου μία ώρα.

Κάποια στιγμή έφτασα στο αγαπημένο μας σημείο. Εμένα και της Αριάν.

Ήταν ένας γκρεμός. Είχε βέβαια υπέροχη θέα. Βέβαια το μόνο πράγμα που μπορούσε να μου φανεί υπέροχο τώρα θα ήταν να χτύπαγε το κινητό μου, να ήταν από το νοσοκομείο και να μου έλεγε κάποιος: Η Αριάν είναι καλά.

Έκατσα κάτω στο γρασίδι, στην ίδια στάση που είχα κάτσει και στο κάθισμα του νοσοκομείου. Άρχισα να κλαίω με λιγμούς, ενώ είχα αφήσει το μέτωπο μου και τα μάτια μου έξω απ' την τεράστια αγκαλιά που σχημάτιζαν τα πόδια μου με την βοήθεια των χεριών μου.

Κοίταζα τα αστέρια. Οπότε ήμουν αναστατωμένη με κάτι αυτό έκανα. Ερχόμουν εδώ και κοίταζα τα αστέρια. Με καθησύχαζε.

Τώρα βασικά είχε γίνει το αντίστροφο. Ήταν λες και ούτε τα αστέρια ήθελαν να με ηρεμήσουν. Σε όποιο σημείο του ουρανού και να κοίταζα, έμοιαζε λες και σχημάτιζαν και αυτά εκείνη. Το πρόσωπο της.

Έσκυψα ξανά και άρχισα ξανά να κλαίω.

Γιατί? Γιατί εκείνη? Είχα κάνει κάτι τόσο κακό που έπρεπε να τιμωρηθώ έτσι?

Όπου τριγύρω μου και να κοίταζα, την έβλεπα. Ερχόμασταν εδώ από μικρές. Κάπου δώδεκα με δεκατρία ήμασταν την πρώτη φορά που ήρθαμε εδώ. Τώρα ήμασταν και οι δύο 23. Εδώ δεν είχε αλλάξει τίποτα. Όλα ήταν όπως όταν πρωτοπήγαμε εκεί.

Κι όμως όλα ήταν διαφορετικά. Γιατί υπήρχε και αυτή η περίπτωση να μην ξανάρθουμε εδώ ποτέ... Ποτέ μαζί... Ποτέ ξανά.

Ύστερα από αρκετή ώρα αποφάσισα πως ήταν η ώρα να πάω στο νοσοκομείο. Σηκώθηκα και άρχισα να περπατάω διστάζοντας προς το μηχανάκι μου.

Όπως πήγαινα όμως άκουσα έναν πολύ παράξενο ήχο από πίσω μου. Βήματα...

Κάποιος ήταν εκεί μαζί μου.
🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥
Heya Guys!!! Καησπέρα!

Τι καμνετε?

Ελπίζω να είστε πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα πολύ καλά!!!!

Σόου, ποιός μπορεί να είναι αυτός που ήταν εκεί μαζί με την Μύριαν? Και τι λέτε, θα παραμείνει εν ζωή η Αριάν?

Ιγκω Ντεν λέω!

Για πείτε, για πείτε σας άρεσε αυτό το κεφάλαιο? Ελπίζω πολύ να σας άρεσε γιατί κακά τα ψέματα έπεσε πολύ δουλειά...

Οπότε θα το εκτιμούσα πολύ αν θα μπορούσατε να...

Σχολιάστε

Ψηφίστε

Και κάντε follow!

Σας ευχαριστώ πολύ για την υποστήριξη σας και να έχετε μια υπέροχη μέρα!!!🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top