14. Απελπισία

Αριάν's POV

Είχα μπλοκάρει μετά από όσα είχαν γίνει. Είχα γυρίσει σπίτι το πρωί, το βράδυ πήγα σε μια φίλη μου γιατί δεν ήθελα να γυρίσω σπίτι και να αντικρίσω την αδελφή μου.

Άλλαξα ρούχα καθώς τα ρούχα που φορούσα στην κηδεία ήταν πολύ άβολα. Φόρεσα αθλητικά ρούχα, γιατί θα πήγαινα για τρέξιμο, έτσι για να ξεσπάσω.

Παλιότερα πήγαινα καμιά φορά με την Μύριαν, το πρωί, άμα είχα όρεξη. Αλλά, έχουν αλλάξει πάρα πολλά από τότε...

Έβαλα τα ακουστικά στα αυτιά μου, γιατί τρέξιμο χωρίς μουσική δεν γίνεται, και έφυγα γρήγορα από το σπίτι. Είχα βάλει ένα πλέιλιστ με imagine dragons και Eminem. Αυτό είναι το αγαπημένο μου είδος μουσικής.

Πήρα τους δρόμους. Έτρεχα μέχρι που ειλικρινά δεν άντεχα άλλο μέχρι που ένιωσα ότι θα σκάσω.

Ξαφνικά όμως, χτύπησε το τηλέφωνο μου. Σταμάτησα για να δω ποιος ειναι. Μπορεί να είχε γίνει κάτι σημαντικό. Σοκαριστικά όταν είδα ποιος ήταν στην αναγνώριση κλήσης...

Με έπαιρνε τηλέφωνο ο Ράιαν. Μα καλά τόσο θράσος έχει?, Σκέφτηκα. Του το έκλεισα στην μούρη. Όχι, που θα του απαντούσα, αλλά βέβαια και ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται...

Πριν καν προλάβω όμως να βάλω το κινητό μου στην τσέπη μου, με ξαναπήρε. Κοίταξα την ώρα. Ήταν μόνο 9.30 το πρωί. Γιατί όμως με έπαιρνε τόσο νωρίς και μάλιστα με τόση επιμονή?

Όσο και αν ήθελα να τον αγνοήσω, σκέφτηκα ότι μπορεί να έγινε κάτι και αποφάσισα να του το σηκώσω.

«Τι θες ρε μαλακά πρωί πρωί?», τον ρώτησα, με ψυχρό τόνο στην φωνή μου.

«Βο... Βοήθεια... Αρ... Αριάν...», ίσα ίσα που μπορούσα να ακούσω την φωνή του. Ακουγόταν αναστατωμένος, και σαν να έκλαιγε.

«Ράιαν? ΡΆΙΑΝ ΤΙ ΈΓΙΝΕ?», τον ρώτησα ανήσυχη. Δεν υπήρχε περίπτωση να με πάρει τηλέφωνο και να μου μιλήσει έτσι αν δεν ήταν ειδική ανάγκη.

«Η...Μύριαν... Βοήθεια», όταν όμως άκουσα το όνομα της αδελφής μου εκεί είναι που πανικοβλήθηκα.

«Είστε σπίτι?», τον ρώτησα κοφτά και γρήγορα.

«Μχμμμ...», ήταν το μόνο που άκουσα απ' την δική τους γραμμή.

«ΕΡΧΟΜΑΙ», είπα κλείνοντας το τηλέφωνο. Έβαλα γρήγορα το κινητό πίσω στην τσέπη μου και άρχισα να τρέχω, ακόμα πιο γρήγορα προς την κατεύθυνση του.

Ευτυχώς που ήμουν πολύ κοντά στο σπίτι και έτσι δεν χρειάστηκε να τρέξω για πάνω από πέντε λεπτά. Όταν όμως βρέθηκα έξω από το σπίτι, πάγωσα. Ήξερα ότι αυτό που θα αντίκριζα πίσω από την πόρτα δεν θα μου άρεσε. Κάτι μέσα μου, μου έλεγε πώς θα ήταν κάτι μακάβριο, άρρωστο.

Το πιο ωραίο σενάριο που μπορούσα να φανταστώ θα ήταν να μου κάνουν κάποια αρρωστημένο αστείο, οι δυο τους για να σπάσουν πλάκα. Αμφέβαλα βέβαια καθώς ήξερα την Μύριαν. Μπορεί να είχα θυμώσει μαζί της σε εξευτελιστικό βαθμό, αλλά την ήξερα καλύτερα από ότι ήξερε η ίδια τον εαυτό της. Και ξέρω σίγουρα πώς δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο.

Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, κακό σημάδι, σκέφτηκα. Εκείνη μόλις τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι έτρεμα. Έκλεισα τα μάτια μου, ώστε να πάρω λίγο ακόμα θάρρος. Ξεφύσηξα και άνοιξα αργά την πόρτα πανικόβλητη.

Το δωμάτιο τριγύρω ήταν τρομακτικά σκοτεινό, ενώ παντού τριγύρω υπήρχαν σπασμένα πράγματα. Αυτό όμως που με επηρέασε πιο πολύ από όλα ήταν εκείνο το μακάβριο θέαμα στη μέση του σαλονιού. Όλα τα έπιπλα είχαν μετακινηθεί και ήταν γεμάτα με αίμα. Τίποτα δεν ήταν στη θέση του. Ανάμεσα σε όλα αυτά μπορούσε κανείς να δει μες στο σκοτάδι τον Ράιαν καθισμένο στο πάτωμα και με το ζόρι να προσπαθούσε να κρατήσει το πτώμα της νεκρής πλέον αδελφής μου, που ήταν γεμάτο αίμα, μα τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα, έτσι μου δημιουργούνταν σιγά σιγά η "ψευδαίσθηση" ότι κοίταζε εμένα.

Εγώ βαριανάσενα μες στον πανικό μου. Μπορούσα να ακούσω τη φωνή του Ράιαν να της τραγουδάει ένα τραγούδι ενώ την κούναγε ελάχιστα αριστερά και δεξιά, σαν να ήταν ζωντανή. Με τη μόνη διαφορά ότι άκουγα το κλάμα στη φωνή του.

«Τ...Τι- Τι έκανες?», τον ρώτησα με όση δύναμη είχα. Εκείνος σήκωσε το βλέμμα του απότομα προς το μέρος μου, με αυτό το τόσο σοκαρισμένο βλέμμα, λες και μόλις είχε δει φάντασμα. Φάνηκε όμως να χάρηκε που ήμουν εκεί. Χαμογέλασε.

«Μύριαν!?», μου φώναξε έκπληκτος. Παράτησε το πτώμα κάτω λες και δεν τον ένοιαζε, ή δεν είχε συνειδητοποιήσει τι κράταγα στα χέρια του, πλησιάζοντας με. Τα χέρια του ήταν γεμάτα αίμα, που υπήρχε και στο πρόσωπό του σκορπισμένο όμως, σε διάφορα μέρη.

«Είσαι... Είσαι- ζωντανή», παρατήρησε. Ήρθε πολύ κοντά μου και άρχισε να με αγγίζει, για να πείσει τον εαυτό του πως ήμουν η Μύριαν και πως ήμουν ζωντανή.

«ΠΆΡΕ ΤΑ ΞΕΡΆ ΣΟΥ ΑΠΌ ΠΆΝΩ ΜΟΥ, ΡΕ ΑΣΥΓΚΡΆΤΗΤΕ ΨΥΧΆΚΙΑ!!!», του φώναξα σπρώχνοντας τον με δύναμη μακριά μου.

«ΤΙ ΈΚΑΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΔΕΡΦΉ ΜΟΥ ΡΕ?! ΤΙ ΈΚΑΝΕΣ?!?!», ούρλιαξα ενώ ταυτόχρονα άρχισαν να τον βαράω, χωρίς έλεος. Ένιωθα ότι το άξιζε και του έδωσα μπουνιά στο πρόσωπο ξανά... Και ξανά... Και ξανά... Και ξανά... Και ξανά...

«Δεν έκανα τίποτα. ΤΊΠΟΤΑ ΤΟ ΟΡΚΙΖΟΜΑΙΙΙΙ», ούρλιαξε κλαίγοντας εκείνος, καλύπτοντάς το κεφάλι του με τα χέρια του για να αποφύγει τα χτυπήματα μου. Αναζητούσε μια προστασία, λίγο έλεος. Τον κοίταξα καλά. Η μύτη του είχε ανοίξει τα μάτια του την κατά κόκκινα και αίμα έβγαινε μέχρι και απ'το στόμα του ενώ το πρόσωπο του κάλυπταν σημάδια, γρατσουνιές και αίματα.

«ΨΕΎΤΗ!», φώναξα. Αλλά εκείνη την φορά δεν τον χτύπησα. Σταμάτησα να τον χτυπάω βασικά, γιατί είδα τον φόβο στα μάτια του.

Απ' έξω μπορούσα μετά βίας να ακούσω τις σειρήνες από τα αστυνομικά οχήματα που έρχονταν και τα ασθενοφόρα. Είχα πανικοβληθεί. Δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από τον Ράιαν ούτε για ένα δεύτερο.

Μετά από λίγο, δεν είχε γίνει τίποτα. Επικρατούσε σιωπή. Όχι απ' έξω, σε εμένα εννοώ. Δεν μπορούσα με τίποτα να βγάλω την εικόνα της νεκρής Μύριαν απ'το μυαλό μου, το αίμα που κυλούσε απ'το στήθος της, στα χέρια της και ύστερα κάτω, το αίμα αυτό που είχε γεμίσει όλο το δωμάτιο.

Οι σκέψεις αυτές δεν έφευγαν από το μυαλό μου, ούτε όταν ήρθαν τα περιπολικά. Μόνο όταν είδα την Μύριαν πάνω στο κατάλευκο κρεβάτι, που έμοιαζε με φέρετρο ήδη, τυλιγμένη με καλώδια, μια μάσκα περασμένη στο πρόσωπο της, και πολύ αίμα στο πρόσωπο αλλά και στο σώμα της, θυμήθηκα ότι ήμουν ακόμα εκεί. Όπως και ο Ράιαν.

«ΔΟΛΟΦΌΝΕ!!!!», άκουσα την μάνα μου να ουρλιάζει από την πόρτα. «ΣΕ ΈΒΑΛΑ ΣΤΟ ΣΠΊΤΙ ΜΟΥ! ΣΟΥ ΕΔΩΣΑ ΤΙΣ ΚΌΡΕΣ ΜΟΥ, ΤΟΥΣ ΘΗΣΑΥΡΟΎΣ ΜΟΥ!!! ΚΑΙ ΕΣΥ... Ω, ΕΣΥ ΕΤΣΙ ΕΧΕΙΣ ΜΆΘΕΙ ΝΑ ΤΟ ΞΕΠΛΗΡΩΝΕΙΣ? ΘΑ ΤΟ ΠΛΗΡΏΣΕΙΣ! ΜΕ ΑΊΜΑ ΑΝ ΧΡΕΙΑΣΤΕΊ!!!», ούρλιαζε κλαίγοντας η μάνα μου. Ο Ντιν, ο φίλος της Μύριαν ο αστυνομικός, την κρατούσε πίσω για να μην του ορμήξει. Όχι βέβαια ότι και αυτός ήταν πολύ καλύτερα. Ήμουν εκατό τοις εκατό σίγουρη πως αν δεν ήταν κανείς τριγύρω εκείνος θα ήταν ο πρώτος που θα έτρεχε να τον ξεκάνει. Μετά από μένα.

«Μ ΑΚΟΥΥΥΥΣ?!?! ΘΑ ΤΟ ΠΛΗΡΏΣΕΙΣ!!!!», πάτησε μια τελευταία φωνή η μάνα μου, με όση δύναμη της είχε απομείνει. Ύστερα έπεσε κάτω και έκλαιγε με λυγμούς, ουρλιάζοντας ταυτόχρονα απ' τον πόνο και χτυπώντας ότι υπήρχε πρόχειρο τριγύρω της.

Οι αστυνομικοί μείνανε για πολύ ώρα στο σπίτι, ακόμα και αφού φύγαμε, για να συνεχίσουν τις έρευνες τους.

Εγώ με την μάνα μου είχαμε πανικοβληθεί. Είχαμε πάει στο νοσοκομείο, γνωρίζοντας δυστυχώς από νωρίς τα άσχημα μαντάτα.

«Κυρίες Θόρντον?», μας φώναξε, πλησιάζοντας μας μια μικροκαμωμένη γιατρός.

«Εμείς είμαστε », την επιβεβαίωσα.

«Δυστυχώς δεν έχουμε καθόλου ευχάριστα νέα...», μας ανακοίνωσε. «Δεν μπορέσαμε να κάνουμε τίποτε... Η Μύριαν... Δεν- Δεν τα κατάφερε. Αλλά φαντάζομαι ότι ξέρατε πόσο απειροελάχιστες ήταν οι πιθανότητες... Ξέρετε ήταν ήδη κλινικά νεκρή όταν μας την έφεραν στο νοσοκομείο», μας ενημέρωσε, ενώ και η ίδια δυσκολευόταν να βρει τα κατάλληλα λόγια για να μας το πει.

«Σας ευχαριστούμε Δεσποίνης», είπα κοιτάζοντας την μάνα μου. Εκείνη την στιγμή έμοιαζε τόσο εύθραυστη, σαν γυαλί έτοιμο να σπάσει.

Και ξαφνικά αυτό ήταν. Δεν άντεξε άλλο. Λιποθύμησε στην αγκαλιά μου.

«Μαμά!?», πανικοβλήθηκα εγώ. Δύο νοσοκόμες έτρεξαν προς το μέρος μας.

«Γρήγορα, πηγαίνετε την στα επείγοντα!», τις διέταξε η γιατρός και στράφηκε προς τα μένα.

«Θα θέλατε να πάτε με την μητέρα σας, ή θα επιθυμούσατε να έρθετε μαζί μου να σας υποδείξω τι συνέβη στην αδελφή σας? Πιστεύω η μητέρα σας δεν θα άντεχε ένα τέτοιο θέαμα...», με ρώτησε με ηρεμία στην φωνή της. Εγώ έγνεψα και την ακολούθησα στο νεκροτομείο.

Πριν μπούμε μέσα μου έδωσε να φορέσω μάσκα προσώπου, γάντια και σκούφο για να μην διαδώσω κανένα μικρόβιο, αν και αυτό εγώ το έβρισκα ανούσιο. Αφού ήταν ήδη νεκροί όλοι εκεί μέσα εκτός από τους εργαζόμενους.

Το δωμάτιο αυτό ήταν τόσο ψυχρό, τόσο περίεργο... Βέβαια υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι εκεί μέσα, κυρίως νεκροί και γιατροί.

Φτάσαμε μπροστά σε ένα νεκροκρέβατο, το οποίο πάνω είχε μια άσπρη επικάλυψη, αυτές που χρησιμοποιούνται στα νοσοκομεία για να καλύπτουν τους νεκρούς.

Κοίταζα επίμονα το ταμπελάκι, που έγραφε το όνομα και τις πληροφορίες του νεκρού. Δεν μπορούσα ειλικρινά να πιστέψω ότι έβλεπα το όνομα της αδελφής μου. Η ιδέα και μόνο με είχε ταράξει, πόσο μάλλον τώρα που είναι πραγματικότητα...

Η γιατρός ξεσκέπασε το πτώμα της αδελφής μου. Τα μάτια της ήταν ακόμα ανοιχτά, έμοιαζαν τρομοκρατημένα... Σαν να ήθελε η ίδια να με προειδοποιήσει για κάτι. Μόνο που δεν ήξερα τι.

«Εδώ», άρχισε να μου εξηγεί πιέζοντας την πληγή της, η οποία βρισκόταν ακριβώς στην καρδιά της. Ήταν τεράστια οπότε αποκλείεται να καλύπτει μόνο την καρδιά, «Έφαγε τρεις σφαίρες, εκ των οποίων οι δύο ήταν θανατηφόρες», πίεσε λίγο ακόμα την πληγή, για να βεβαιωθεί ότι κατάλαβα και ύστερα έκατσε στα γόνατα της ενώ μου έκανε νόημα να σκύψω κα εγώ, σηκώνοντας ταυτόχρονα τον αυχένα της. Εγώ την υπάκουσα.

«Και χωρίς να είχαν εισέλθει στο σώμα της οι υπόλοιπες σφαίρες, αυτή εδώ θα την είχε αποτελειώσει από μόνη της», είπε δείχνοντας μου μια πληγή που είχε χαμηλά στο κεφάλι προς τον λαιμό της. «Πιθανότατα ήταν και η πρώτη σφαίρα που την πέτυχε...», συνέχισε να λέει η γιατρός. Εγώ εκείνη ακριβώς την στιγμή ένιωσα εντελώς περίεργα. Άρχισα να ζαλίζομαι...

«Κ. Θόρντον? Είστε εντάξει?», με ρώτησε η γιατρός. Εκείνη ακριβώς την στιγμή άκουσα την φωνή της Μύριαν στο μυαλό μου να λέει "Άκυρη ερώτηση". Είχε πολύ καλό χιούμορ και ήξερε να ψυχολογεί καταστάσεις. Αλλά αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν λιγότερο αυτή την στιγμή ήταν να ακούω μια απομίμηση της φωνής της στο μυαλό μου, ξέροντας πως δεν είναι στην πραγματικότητα αυτή.

«Κ. Θόρντον?», επανέλαβε η γιατρός.

«Π-Πρέπει να βγω από εδώ μέσα... Με συγχωρείτε...», απάντησα και έφυγα τρέχοντας απ'την παράξενη κρύα αίθουσα, η οποία ήταν και σχετικά τρομαχτική. Πήγα στο μπάνιο.

Δεν ήταν κανείς μέσα. Έπιασα με τα δύο μου χέρια τον νεροχύτη και προσπαθούσα πραγματικά πολύ να μην κοιτάζω τον καθρέφτη, παίρνοντας ταυτόχρονα βαθιές ανάσες αλλά δεν άντεξα. Άρχισα να ουρλιάζω, τρέμοντας και κλαίγοντας ταυτόχρονα.

Έπεσα στο έδαφος. Έκατσα εκεί κλαίγοντας για αρκετή ώρα. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι ένιωσα μια πολύ έντονη παρουσία δίπλα μου. Πριν κλείσω τα μάτια μου νόμιζα ότι άκουσα την φωνή της Μύριαν να μου λέει χαρακτηριστικά: «Αντίο... Σ' αγαπώ! Πρόσεχε...».

Όταν άνοιξα τα μάτια μου βρισκόμουν σε ένα σκοτεινό μέρος. Κοίταξα τριγύρω μου, αλλά δεν υπήρχε κανείς πουθενά. Ήμουν στο σκοτάδι. Στη μέση του πουθενά...

«ΕΙΝΑΊ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΏ?! ΠΑΡΑΚΑΛΩ?!», φώναξα με την πολύ μικρή ελπίδα ότι κάποιος θα απαντούσε.

Ξαφνικά ένιωσα ένα πολυ κρύο άγγιγμα στο δεξί μου χέρι. Γύρισα για να κοιτάξω και είδα ...

Την Μύριαν, κατάχλωμη, σοβαρή φορώντας ένα λευκό απλό φόρεμα.

Μόλις την αντίκρισα πάγωσα. Τότε θυμήθηκα ότι... Την τελευταία φορά που της μίλησα, προσπαθούσε να μου ζητήσει συγγνώμη... Την αγνόησα... Της φώναξα... Τσακωθήκαμε...

Ένιωσα πολλά δάκρυα να κυλούν απ'τα μάτια μου στα μάγουλα μου. Η Μύριαν άφησε το χέρι μου και έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο μου για να σκουπίσει τα δάκρυα μου.

«Έι», μου είπε. «Δεν πειράζει... Σ'αγαπώ», μου υποσχέθηκε, λες και είχε μόλις διαβάσει τις σκέψεις μου. Τότε το φόρεμα της έγινε μαύρο και κατέβασε τα χέρια της κάτω.

«Συγγνώμη... Συγγνώμη... Συγγνώμη...», άρχισε να λέει συνέχεια. Εγώ της έπιασα το χέρι.

«Σ' αγαπώ», της είπα και εγώ. «Δεν πειράζει...».

Εκείνη χαμογέλασε, λες και μόλις της είχα πει το πιο γλυκό πράγμα που είχε ακούσει σε όλη της την ζωή. Το φόρεμα της ξαναέγινε άσπρο και αυτή φαινόταν χαρούμενη για κάποιον πολύ μυστήριο λόγο.

«Που είσαι?», την ρώτησα. «Μου λείπεις! Περίμενε μισό λεπτό!!! Γιατί?! Όχι, μην φεύγεις!», της φώναξα όταν εκείνη άρχισε να απομακρύνεται από μένα. Έβγαλε τα χέρια της απ'τα δικά μου ενώ απομακρυνόταν χαμογελαστή.

«Όχι, όχι ακόμα! Σε χρειάζομαι!!!», έτρεξα, προσπαθώντας να την φτάσω αλλά όσο πιο γρήγορα έτρεχα εγώ τόσο πιο πολύ απομακρυνόταν εκείνη.

«Σσσσς...», προσπάθησε να με καθησυχάσει. Τα τελευταία λόγια της που θυμάμαι ήταν να μου λέει: «Όπου και αν είμαι, είμαι καλά...», και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι.

Την αμέσως επόμενη στιγμή πετάχτηκα όρθια. Ήμουν ακόμα στις τουαλέτες του νοσοκομείου. Άκουγα μια δόνηση να έρχεται από κάπου μέχρι που συνειδητοποίησα ότι μου είχε πέσει το κινητό στο πάτωμα. Εκείνο ήταν που δονούνταν.

Όταν το σήκωσα για να δω ποιος ήταν, στην αναγνώριση κλήσης είδα το τελευταίο άτομο που περίμενα πως θα τολμούσε με πάρει τηλέφωνο.

Ο Ράιαν.
🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥
Heya Guys!!!

(Καλή)ΣΠΕΡΑΑΑΑΑ

Τι καμνετε πώς είστε?

Ελπίζω να είστε πάρα πολύ μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα μα πάρα μα πάρα πολύ καλά!

Πέρασε λίγος καιρός ε? Να με συγχωρείτε αλλά έχω πολλές υποχρεώσεις αυτόν τον καιρό... Η κοπελιά σας από δω θα συμμετάσχει σε πανελλήνιους αγώνες Brazilian jiu-jitsu τον επόμενο μήνα οπότε καταλαβαίνετε...

Τέλος πάντων! Ελπίζω να σας άρεσε το καινούριο κεφάλαιο! Και να μην πλανταξατε στο κλάμα με τις νέες αλλαγές... Τι ήταν και αυτο ρε παιδιά... Να σημειωθεί ότι το περίμενα πολύ μικρότερο... Τι να πω? Πάλι καλά, να έχετε να διαβάζετε (και άρχισα τα καθηγήτρια βάιμπς φορ νο ριζον)

Ενιγουει ελπίζω ειλικρινά να το ευχαριστηθήκατε!

Αν ναι τότε θα το εκτιμούσα αν:

Σχολιαζατε

Ψηφίζατε

Και (αν δεν το έχετε κάνει ακόμα) να με κάνατε και follow!

Όλα αυτά με βοηθούν πολύ ειλικρινά!

Ευχαριστώ πολύ για την υποστήριξη σας και να έχετε μια υπέροχη μέρα!!!😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊 😺😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top