13. Τελευταίο Αντίο

Είχα φορέσει το μαύρο μου φόρεμα, που είχα αγοράσει ειδικά για κάποια τέτοια περίπτωση. Ο Ντίν ήταν μαζί μου, στο δωμάτιο μου και μου κούμπωνε το φόρεμα.

Προσπαθούσα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου όσο πιο πολύ μπορούσα αλλά έτσι όπως στεκόμουν απέναντι από τον καθρέφτη ύστερα απ' όλα, δεν μπορούσα να συγκρατηθώ άλλο. Ένα δάκρυ κύλισε στο αριστερό μου μάγουλο.

«Δεν είναι ανάγκη να πας, ξέρεις...», μου είπε ο Ντίν μόλις με είδε.

«Όχι», διαφώνησα μαζί του ευθείς αμέσως. «Όχι, είναι... Πρέπει να πάω. Ήταν η γιαγιά μου», συμπλήρωσα.

«Η γιαγιά σου ε? Γι αυτό σου φερόταν με αυτόν τον ΤΌΣΟ γλυκό τρόπο ε? Γιατί σε "αγαπούσε"?», με ειρωνεύτικε.

«Με αγαπούσε... Μπορεί να μην μου φερόταν και με τον καλύτερο τρόπο και να φαινόταν η προτίμηση της στην Αριάν, αλλά ως προς το ότι με αγαπούσε είμαι σίγουρη. Είναι το μόνο σίγουρο», του απάντησα, συγκινημένη.

«Αν το βλέπεις έτσι... Έτοιμη», μου ανακοίνωσε και σήκωσα αμέσως το βλέμμα μου και κοίταξα τον καθρέφτη απέναντι μου.

Ήμουν αρκετά όμορφη. Το μαύρο μου πήγαινε γενικά σαν χρώμα. Φώτιζε την χλωμή μου επιδερμίδα και φαινόταν αρκετά καλό.

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί στις κηδείες πρέπει να ντυνόμαστε όμορφα. Δεν ήταν και κάποιο ευχάριστο γεγονός στην τελική. Κατά την γνώμη μου ήταν κάπως χαζό να φοράμε καλά ρούχα και ειδικά το γεγονός ότι ότι μετά πηγαίναμε και για καφέ λες και αυτή η τελετή ήταν για κάποιο λόγο κάτι το οποίο γιορταζαμε.

Με τούτα και με κείνα μπήκα στο αμαξι και φτάσαμε στην κηδεία ακριβώς την ώρα που ο παπάς ήταν πάνω από την ταφόπλακα της γιαγιάς, και έλεγε τις ευχές του.

Ούτε ένα δάκρυ δεν χύθηκε απ τα μάτια μου. Απλά κοίταζα τον τάφο της νοσταλγικά και για λίγα δευτερόλεπτα έπιασα τον εαυτό μου να μην νοιάζεται καν.

Λίγο πιο πέρα στεκόταν αν η Αριάν, η οποία είχε πλαντάξει στο κλάμα το οποίο ήταν αρκετά λογικό, όχι μόνο όμως για την γιαγιά. Για μια στιγμή κοιταχτήκαμε στα μάτια. Αυτή ήταν αρκετά θυμωμένη εξαγριωμένη μάλιστα. Φαινόταν λες και αυτό που χρειαζόταν αυτή την στιγμή ήταν ένας σάκος του μποξ. Οπότε ψιλό φοβήθηκα λίγο που κοίταζε συγκεκριμένα εμένα.

Ακριβώς από δίπλα της βρισκόταν η μάνα μας. Η οποία απ' ότι φαίνεται κρατούσε την Αριάν για να μην σωριαστεί κάτω. Όχι ότι δηλαδή αυτό θα άλλαζε και τίποτα απ τα μεταξύ μας...

«Να ζήσετε να την θυμόσαστε», άκουσα την φωνή του παπά να λέει οπότε ξύπνησα απ τις σκέψεις μου.

Τότε άρχισαν όλοι να μας πλησιάζουν, αφού πετάξαμε τριαντάφυλλα στον τάφο, και να μας εύχονται. Εγώ δεν ήξερα τι να απαντήσω στις ευχές αυτές οπότε εμένα απλώς σιωπηλή.

«Πάμε στο τραπέζι?», με ρώτησε ο Ντιν. Εγώ έριξα ένα τελευταίο βλέμμα στον τάφο της γιαγιάς μου και γύρισα στον Ντιν.

«Ναι, φύγαμε», απάντησα τελικά.

Δεν ξέρω γιατί αλλά ακόμα και στο τραπέζι ένιωθα σαν ξένη. Η Αριάν με απέφευγε συνεχώς, με το δίκιο της φυσικά ενώ το μόνο άτομο που προσπαθούσε να με πλησιάσει, πέρα από τον Ντιν ο οποίος ήταν μαζί μου όλη την ώρα, ήταν η μάνα μου. Στην ουσία το μόνο άτομο που δεν ήθελα εγώ αυτή τη στιγμή.

Σε κάποια φάση το πήρα απόφαση. Θα πήγαινα να συλλυπηθώ την Αριάν ώστε να την πλησιάσω έστω για λίγο.

«Δεν θα αργήσω», είπα στον Ντιν όπως πήγαινα να σηκωθώ, για να μην με ακολουθήσει.

Πλησίασα αργά αργά την Αριάν. Εκείνη μου χάρισε μερικά μόνο βλέμματα θυμού και αποστροφής. Ήξερα προφανώς ότι ήμουν το τελευταίο άτομο που ίσως θα ήθελε να δει αυτή την στιγμή, αλλά εγώ δεν μπορούσα να κάνω κάτι γι' αυτό πια... Έπρεπε να της μιλήσω οπωσδήποτε.

«Συλλυπητήρια», άρχισα να λέω όταν πλησίασα αρκετά κοντά της, «Να ζήσουμε να την χαιρόμαστε», συμπλήρωσα. Εκείνη δεν μου απάντησε για αρκετή ώρα...

«Πώς τολμάς να έρχεσαι και να μου μιλάς ενώ βρισκόμαστε σε μια τόσο ιερή τελετή?! Και, όχι τίποτα άλλο να με κοιτάς και στα μάτια... Μα δεν ντρέπεσαι καθόλου τα μούτρα σου? Τσίπα δεν έχεις πάνω σου πια, ε?», μου επιτέθηκε καταφέρνοντας να μείνει κάπως ψύχραιμη, πράγμα που με εξέπληξε αρκετά καθώς ποτέ της δεν κατάφερνε να συγκρατηθεί πραγματικά, αν της δώσεις αφορμή.

«Αριάν, άκουσε με...», την παρακάλεσα.

«ΌΧΙ!», μου φώναξε. Να και μια φυσιολογική αντίδραση. «ΔΕΝ ΘΈΛΩ ΝΑ ΑΚΟΥΣΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΌ ΕΣΈΝΑ, ΠΟΤΕ ΞΑΝΆ! ΠΟΤΈ ΌΣΟ ΖΩ, ΠΌΤΕ! ΑΪ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΔΙΑΟΛΟ ΚΙΌΛΑΣ!», συνέχισε να μου φωνάζει και έκανε να φύγει.  Εγώ πήγα να την ακολουθήσω αλλά τότε έγινε κάτι που πραγματικά δεν περίμενα πότε να γίνει. 

«Έπππ! Για που το έβαλες εσύ?», μου είπε η Στέισι, μια φίλη της Αριάν που είχε έρθει να της σταθεί. Ήταν περιτριγυρισμένη από ολόκληρη παρέα, οπότε ένα ήταν σίγουρο... Ψάχνονταν για καβγά.

«Παράτα με, Στέισι...», της είπα σπρώχνοντας την. «Και μην με ξαναγγίξεις! Θα έχεις άσχημες συνέπειες...», την προειδοποίησα. Αυτή και η παρέα της, άφησαν ένα γελάκι αλλά εγώ τις αγνόησα και ξαναπήγα να ακολουθήσω την Αριάν. 

«ΌΧΙ ΕΣΥ ΠΑΡΆΤΑ ΤΗΝ ΑΡΙΑΝ!!!», μου είπε τραβώντας με πίσω απ' τον ώμο. Εγώ γύρισα και της έδωσα αρχικά μια μπουνιά μες το μάτι, έτσι για να με θυμάται. Πιάσαμε η μια τα μαλλιά της άλλης και συνεχίσαμε να πλακωνόμαστε, η μια με την άλλη, οι άλλες ούτε που τολμούσαν να δοκιμάσουν να μπουν ανάμεσα μας ή έστω να την βοηθήσουν, μέχρι που πέσαμε πάνω στα τραπέζια και πετάξαμε κάτω πολλά πιάτα και ποτήρια, ενώ η υπεύθυνη της τραπεζαρίας είχε ήδη καλέσει την αστυνομία, τους συναδέλοφους μου δηλαδή...

«Ε! Ε! ΚΟΦΤΕ ΤΟ!», φώναξε ο Ντιν μπαίνοντας στην μέση, χωρίζοντας μας. Γύρισε και κοίταξε την Στέισι ενώ είχε βάλει προστατευτικά το σώμα του μπροστά στο δικό μου και το χέρι του έδειχνε προς το μέρος της .

«Αν ξαναγγίξεις την Μύριαν, θα σε σκοτώσω εγώ ο ίδιος! Μ' ακούς!?», της φώναξε εξαγριωμένος. Εκείνη μόνο μας αγριοκοιταξε. Μια εμένα και μια αυτόν.

«Έννοια σου», άρχισε να λέει και κάνοντας μια πολύ μικρή παύση, «Και εκείνη πρώτη θα πάει, απ το δικό μου το χέρι!», ολοκλήρωσε την απάντηση της.

Ο Ντιν, ήρθε και στάθηκε δίπλα μου, πέρασε το χέρι του πάνω από τον ώμο μου και μου ψιθύρισε στο αφτί:«Πάμε να φύγουμε». Εγώ έδιωξα μακριά το χέρι του και έτρεξα γρήγορα έξω από εκεί. Εκείνος με πήρε από πίσω.

«Φύγε!», σταμάτησα γυρνώντας πίσω και του φώναξα, ενώ είχα βάλει τα κλάματα. «Άσε με μόνη μου!».

Εκείνος με κοίταζε ακίνητος για λίγη ώρα.

«ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΊΝΕΙΣ?! ΦΎΓΕ!», φώναξα πιο δυνατά αυτή τη φορά. Πήρα μια βαθιά ανάσα ώστε να ηρεμήσω.

«Πήγαινε», του είπα, «και θα έρθω εγώ να σε συναντήσω όταν θέλω».

Ο Ντιν ήταν λίγο διστακτικός στην αρχή, το σκεφτόταν. Ύστερα κατάλαβε πιο ήταν το πιο σωστό πράγμα να κάνει. Γύρισε, διστακτικά πάντα, και έφυγε.

Τότε άρχισα να τρέμω, και να ουρλιάζω. Άρπαξα κάτι πέτρες από το έδαφος και άρχισα να τις πετάω, μες στον πανικό μου, όχι σε κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση απλά για να ξεσπάσω.

Όταν πλέον δεν είχα άλλες πέτρες γύρω μου να πετάξω, έριξα μερικές μόνο ματιές στο δάσος που με περικύκλωνε και έπεσα ύστερα κάτω, χτυπώντας με θυμό και μανία το έδαφος, ανήμπορη να κάνω οτιδήποτε άλλο εκτός απ' το να συνεχίσω να κλαίω και να χτυπώ το έδαφος. Χτύπαγα με όση δύναμη είχα. Τα χέρια μου είχαν ματώσει...

Μόλις μερικές στιγμές αργότερα, άκουσα βήματα. Κάποιος έτρεχε προς το μέρος μου.

 «Μύριαν? Μύριαν, αγάπη μου, ηρέμισε...», άκουσα μια οικία φωνή να μου ψιθυρίζει. Την αναγνώρισα αμέσως. Ήταν η φωνή του Ράιαν, ο οποίος έκατσε μαζί μου ενώ με σήκωσε στην αγκαλιά του, καθισμένος πλεον και αυτός στο πάτωμα.

«Άσε με! ΆΦΗΣΕ ΜΕ!!!», είπα προσπαθώντας μανιωδώς να φύγω μακριά του. Τα παράτησα όμως αφού άκουσα την φωνή του να μου κάνει «Σσσσσς», καθησυχαστικά τρίβοντας ταυτόχρονα το χέρι του στην πλάτη μου. 

Σταμάτησα τότε να ουρλιάζω και αφέθηκα στην αγκαλιά του κλαίγοντας.

Ντιν'ς POV 

Σιγά που θα την άφηνα έτσι μόνη. Όχι τίποτα άλλο, άπαξ και έφευγα θα πάθαινε τίποτα και δεν θα προλάβαινα να την βοηθήσω. Ενώ τώρα που ήμουν εκεί κοντά κρυμμένος πίσω από κάτι δέντρα, θα προλάβαινα σίγουρα. 

Την παρατηρούσα. Εκείνη έκλαιγε, ούρλιαζε και πέταγε πέτρες προς την άλλη κατεύθυνση. Ήθελα τόσο πολύ να είμαι κοντά της εκείνη την στιγμή... 

Έπεσε στο έδαφος. Άρχισε να το χτυπάει με μανία, μέχρι που τα χέρια της είχαν γεμίσει αίματα. Ε, δεν θα καθόμουν να κοιτάζω αυτό το θέαμα...

Έκανα να τρέξω προς το μέρος της μα κάποιος με πρόλαβε. Είδα μια αντρική μορφή, η οποία φαινόταν μαύρη τόσο γρήγορα που έτρεχε να πηγαίνει προς τα πάνω της, να την σηκώνει από το έδαφος και να την βάζει στην αγκαλιά του με δύναμη και να την  κρατάει.

Πάγωσα. Με το που άκουσα την φωνή του να της λέει: «Αγάπη μου, ηρέμισε», αν και ίσα που ακουγόταν από εδώ κατάλαβα αμέσως ποιος ήταν.  Εκείνη προσπαθούσε να τον διώξει, ύστερα όμως παράτησε την προσπάθεια. 

Τον έβλεπα που χάιδευε την πλάτη της ώστε αυτή σταμάτησε να ουρλιάζει, έκρυψε το το πρόσωπο της στο στήθος του, συνεχίζοντας προφανώς να κλαίει. Εύχομαι να μπορούσα να είμαι εγώ στην θέση του. Ήξερα βέβαια ότι η Μύριαν δεν θα με έβλεπε ποτέ έτσι. Ακόμα όμως είχα ελπίδα ότι αυτό θα άλλαζε.

Βλέποντας όμως αυτή την εικόνα και η παραμικρή σπίθα ελπίδας διαγράφηκε εντελώς από μέσα μου. Σαν χαρτί που σιγά σιγά σκιζόνταν.

Έφυγα γρήγορα από εκείνο το μέρος πριν προλάβω να δω το οτιδήποτε άλλο.

Μυριαν's POV

Ο Ράιαν μου έδωσε το χέρι του βοηθώντας με να σηκωθώ απ'το πάτωμα και να σταθώ στα πόδια μου. Όπως όμως στεκόμουν και προσπαθούσα να ανακτήσω την ισορροπία μου, ξανάπεσα, γλιστρώντας απ' τα χέρια του. Εκείνος όμως με ξανά έπιασε γρήγορα πριν καν προλάβω να πέσω στο πάτωμα.

Όταν μπορούσα σηκώθηκα και γύρισα να τον κοιτάξω. Με κοίταζε με αυτό το αξιολατρευτο βλέμμα που με έκανε να θέλω να τον φιλήσω. Το ήθελα ειλικρινά πάρα πολύ αυτό, αλλά δεν ήξερα αν ήθελε εκείνος να το κάνω. Εδώ που τα λέμε ήμουν η υπαίτια για τον χωρισμό του με την Αριάν.

Αντ' αυτού λοιπόν του είπα «Ευχαριστώ», αφήνοντας ένα χαμόγελο, όχι και πολύ μεγάλο, να απλωθεί στα χείλη μου για λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Εκείνος δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω μου. Τα μάτια μου σκαναραν το πρόσωπο του, χωρίς δηλαδή να ψάχνω κάτι συγκεκριμένο. Απλώς μου είχε λείψει αρκετά αυτό το συναίσθημα...

Εκείνος τελικά με αιφνιδίασε. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα. Όπως στεκομασταν και κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον, εκείνος άρπαξε με φόρα το κεφάλι μου με τράβηξε προς το μέρος του και ένωσε τα χείλη του με τα δικά μου. Για εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα, ξαναζωντάνεψα. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα στα αλήθεια ζωντανή μετά από αυτό που έγινε με την Αριάν. Αλλά πλέον δεν με ένοιαζε. Ούτε αυτή ούτε κανείς. Για την ώρα, ήμασταν μόνο οι δυο μας. Αυτό είχε μόνο σημασία...
🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥
Καησπέρα παίδες!

Τι κάμνετε πώς είστε?

Ελπίζω να είστε πάρα πολύ μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα πολύ καλά!

Ναι το ξέρω ότι είμαι απαράδεκτη, έχω ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΝΑ ΤΡΊΜΗΝΟ ΝΑ ΑΝΕΒΆΣΩ, αλλά ειλικρινά έχω τόσα πράγματα να κάνω, και το πρόγραμμα μου είναι πολύ πιεσμένο, δεν ήμουν και active στο wattpad, αλλά είχα πει ότι δεν θα ανέβαζα σύντομα καινούργιο κεφάλαιο...

Είπα όμως ότι θα έχουμε ανατροπές. Θα καταλάβετε, τι σας περιμένει στο επόμενο κεφάλαιο... Το οποίο όχι δεν θα ανέβει σε κάνα τρίμηνο πάλι, ελπίζω.

Σας ευχαριστώ πολύ για την κατανόηση πάντως!

Ελπίζω επίσης να σας άρεσε το σημερινό κεφάλαιο και μην ξεχνιόμαστε, αν σας άρεσε τότε:

Σχολιάστε

Ψηφίστε

Και να με κάνετε Follow!

Σας ευχαριστώ πολύ για την υποστήριξη σας και να έχετε μια υπέροχη μέρα!!!😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱🦊🐱

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top