0006. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΑΡΙΑΔΝΗ

Κάθομαι εδώ στη κάτω κουκέτα του κρεβατιού μου. Κάποιες φορές για να έχω περισσότερο χρόνο με τον εαυτό μου, επιλέγω να ξυπνάω νωρίς. Τουλάχιστον μια ώρα νωρίτερα από ότι ξυπνάω συνήθως. Απλά για να ξυπνήσω νωρίτερα από ό,τι συνήθως για να κάνω την αλλαγή. Η ώρα είναι έξι το πρωί. Έχω το κινητό μου κάτω από το μαξιλάρι μου. Έχω βάλει ξυπνητήρι μόνη μου αλλά επιλέγω να το βάλω κάτω από το μαξιλάρι για να μην ξυπνήσω τη μαμά και τον μπαμπά που κοιμούνται στο διπλό κρεβάτι δίπλα μας. Κλείνω το ξυπνητήρι και απομακρύνω το σεντονάκι που ήμουν σκεπασμένη. Σταυρώνω τα πόδια μου και βάζω όλη την ενέργεια σε αυτά για να χαλαρώσω. Η μικρή μου κουκέτα άλλωστε με τον ελάχιστο χώρο της δεν μου επιτρέπει και πολλές πολυτέλειες για να απλωθώ και να τεντωθώ. Για να τεντωθώ πρέπει να σηκωθώ όρθια.

Κοιτάζω για μια στιγμή τη πάνω κουκέτα ενώ είμαι ακόμη ξαπλωμένη όπου κοιμάται φυσικά ο δίδυμος αδερφός μου ο Αλέξανδρος. Ο Αλέξανδρος συνήθως έχει άστατο ύπνο και κουνιέται και στριφογυρνάει. Κάποιες φορές εξαιτίας αυτού καθυστερώ κι εγώ να κοιμηθώ αλλά... Δεν βαριέσαι; Το έχω συνηθίσει. Σήμερα όμως ήταν ήσυχος σαν αρνάκι. Κοιμόταν σαν αγγελούδι πραγματικά. Και κρεμόταν και το δεξί του χέρι από τη κουκέτα. Πολύ ύποπτο αυτό.

Ναι, κοιμόμαστε όλη η οικογένεια μαζί στο ίδιο δωμάτιο. Μένουμε σε ένα πολύ μικρό σπίτι και οι χώροι του σπιτιού είναι λίγοι και βασικοί αλλά μας χωράνε μια χαρά. Το υπνοδωμάτιό μας όμως είναι μεγάλο. Πολύ μεγάλο. Πάνω στη πόρτα είναι ένας καθρέφτης ενώ πίσω από αυτήν αριστερά έχουμε γάντζους με ρούχα. Δίπλα έχουμε μια μεγάλη συρταριέρα με έξι συρτάρια που πάνω έχουμε μια τηλεόραση. Δεξιά από τη πόρτα έχουμε δυο ντουλάπες μια δικιά μας και μια των γονιών μας. Πάνω στις ντουλάπες ακουμπάμε βαλίτσες Οι γονείς μας κοιμούνται σε ένα ψηλό διπλό κρεβάτι με ενσωματωμένο κομοδίνο πίσω και αποθηκευτικό χώρο κάτω. Απέναντι έχουμε ένα μικρό γραφείο όπου καθόμαστε και διαβάζουμε ο Αλέξανδρος και εγώ. Πάνω από το γραφείο έχουμε δυο μικρές βιβλιοθήκες ενώ ανάμεσα σε αυτές έχουμε φυσικά το παράθυρό μας που δεν έχει μπαλκόνι. Αλλά τη βρίσκω να κάθομαι εκεί για αρκετά λεπτά να χαζεύω τη θέα. Δεν θα έλεγα ότι είναι φοβερή θέα βέβαια, αλλά για μένα κάθε θέα είναι όμορφη. Δίπλα στις βιβλιοθήκες είναι φυσικά η κουκέτα μας που κοιμόμαστε εγώ από κάτω και ο Αλέξανδρος από πάνω που ακουμπάει στη συρταριέρα. Ενώ από κάτω από τη κουκέτα μας βάζουμε όλα μας τα παπούτσια εγώ και ο Αλέξανδρος. Οι γονείς μας τα βάζουν σε μια παπουτσοθήκη στο διάδρομο.

Σηκώνομαι λοιπόν όρθια. Είχαμε ξεχάσει τα παντζούρια του παραθύρου ανοιχτά αλλά δεν μας ένοιαζε. Μέναμε στη Νερατζιώτισσα. Στο Μαρούσι κοντά συγκεκριμένα σε συγκρότημα εργατικών πολυκατοικιών. Είμαστε στον 7ο όροφο. Η πολυκατοικία έχει 12. Έχει μεγάλη αντισεισμική δομή μην ανησυχείτε. Το συγκεκριμένο σπίτι μας το παραχώρησε το κράτος και είμαστε ευχαριστημένοι. Δεν ζητάμε άλλωστε και πολλά από τις ζωές μας. Χαζεύω λοιπόν για μια ακόμη φορά τη θέα. Βλέπω μέχρι και το τρένο του ηλεκτρικού που είναι τουλάχιστον δέκα λεπτά με τα πόδια αλλά πραγματικά το θεωρώ το πιο υπέροχο πράγμα που έχω δει ποτέ. Νιώθω ότι η ζωή μου είναι υπέροχη και πως αξίζει για πάντα το καθετί της.

Πάω στο μικρό και μοναδικό μας μπάνιο να πλυθώ που είναι στον μικρούτσικο διάδρομο κοντά στο σαλόνι (σημειωτέον έχει και ένα πατάρι πάνω από τη πόρτα) και μετά πάω στη κουζίνα. Η κουζίνα αν και πλήρως εξοπλισμένη δεν τη λες μεγάλη. Έχει μικρό τραπέζι με τέσσερις καρέκλες αλλά δεν το χρησιμοποιούμε για το φαγητό. Πιο πολύ σαν γραφείο το έχουμε. Κάποιες φορές τρώμε εκεί αλλά πολύ σπάνια. Πιο πολύ δουλεύει ο μπαμπάς που έχουμε τον μοναδικό μας υπολογιστή εκεί που βοηθάει τον αδερφό του, τον θείο μας με κάποιες δουλιές. Κάποιες φορές βέβαια βλέπουμε Netflix και Youtube εκεί. (Πάντα φυσικά με άδεια από τη μαμά και τον μπαμπά και από τη κυβέρνηση και με όριο.) Η κουζίνα έχει δυο πλυντήρια, ένα ψυγείο, έναν φούρνο, έναν μεγάλο νεροχύτη και ένα μικρό παράθυρο από πάνω του αλλά και ένα κρεβάτι όπου το χρησιμοποιούμε για τον λόγο που ανέφερα πιο πάνω σε οικογενειακές βραδιές.

Το σαλόνι όμως που είναι και τραπεζαρία όμως είναι όλα τα λεφτά. Εκτός από καναπέδες, τραπεζάκι, τηλεόραση και βιβλιοθήκες έχουμε και δυο μπαούλα που έχουμε μέσα τα σχολικά μας βιβλία και τετράδια που εγώ και ο Αλέξανδρος συνεχώς ανατρέχουμε, τα έχουμε ανάγκη. Είμαστε πολύ καλοί μαθητές. Εδώ θυμάμαι γλέντια που κάναμε και κάνουμε ακόμη και σήμερα σαν οικογένεια παρότι στην οικογένειά μας δεν είμαστε πολλοί. Βάζουμε το πλέιστεισον του Αλέξανδρου και παίζω με τη Μία και τη Στεφανία, τις δυο κολλητές μου ή χορεύουμε με το ραδιόφωνο και παίζουμε κυνηγητό. Κάποιες φορές κυνηγιόμαστε και στο μεγάλο μπαλκόνι που έχει θέα στη λεωφόρο Κηφισίας και στο κτήριο των κεντρικών του ΟΤΕ και στη στέγη του Καλατράβα. Παρόλα αυτά αφήνω τους συλλογισμούς μου, πιάνω το πλεκτό μου που είχα καταλάθος ξεχάσει στο γραφείο και κάθομαι οκλαδόν στο εξτρά κρεβάτι της κουζίνας. Νιώθω ότι όλα είναι υπέροχα. Αφήνω τις σκέψεις να φύγουν και αράζω ήσυχα χωρίς να κάνω φασαρία στη κουζίνα.

Ακούω μόνο το τικ τακ του μεγάλου ρολογιού πάνω από τον υπολογιστή. Ο υπολογιστής, νεκρός. Απενεργοποιημένος. Που και που στάζει ο νεροχύτης. Ακούγεται μόνο το διακριτικό τσίκι τσίκι των βελονών μου. Είμαι ευτυχισμένη και ευχαριστημένη. Νιώθω υπέροχα. Είναι όμορφα στο μικρό μας διαμέρισμα στο ύψωμα εδώ. Και ήσυχα.

Σήμερα είναι Δευτέρα. Και είναι 11 Σεπτεμβρίου. Ανοίγουν τα σχολεία. Θα συναντήσω τις κολλητές μου στο σχολείο για τη τελευταία χρονιά μας εκεί. Μετά το σχολείο ξεκινάμε αμέσως δουλειά. Λίγο βέβαια με αγχώνει η προοπτική της δουλειάς παρότι δεν είναι κάτι που εύκολα αποφεύγεις όπου και να ζεις. Ακόμη και σε εμάς που είναι δύσκολο να βρούμε δουλειά να φανταστείς. Άμα βρούμε και άμα μας βοηθήσει η κυβέρνηση. Πιο πολύ μόνοι μας βρίσκουμε τις δουλειές μας. Κανονικά θα διάβαζα, θα χάζευα τα βιβλία μου για πολλοστή φορά αλλά τελικά όχι. Θέλω να χαλαρώσω. Δεν θέλω να σκέφτομαι το στρες και το άγχος από αυτή τη μέρα! Έχω καιρό.

Λοιπόν. Κάθομαι τώρα λοιπόν με το ροζ πλεκτό μου και πλέκω, πλέκω, πλέκω. Σκέφτομαι την ησυχία που έχουμε στο σπίτι. Δεν θα φάω από τώρα μόνη μου. Γιατί θέλω να περιμένω να ξυπνήσει τουλάχιστον ο Αλέξανδρος για να φάμε μαζί. Μας αρέσει να τρώμε μαζί. Ο Αλέξανδρος έχει ελάχιστο χρόνο για τον εαυτό του. Από τα δεκαπέντε του με το που τελείωσε το γυμνάσιο, δουλεύει ως τραπεζοκόμος σε νοσοκομείο. Πολλές βαρετές ώρες ορθοστασίας. Αρχίζει τη δουλειά με το που τελειώσει το σχολείο που πάει τώρα λύκειο και γυρίζει στις εννιά το βράδυ. Μετά πρέπει να κάνει μπάνιο και μετά να καθίσει αναγκαστικά να διαβάσει. Τους φίλους του τους βλέπει μόνο στο σχολείο άντε και κανένα Σαββατοκύριακο. Οι μόνες ώρες που βλεπόμαστε εμείς οι δυο, είναι το πρωί που τρώμε πρωινό και το βράδυ λίγο πριν αποκοιμηθούμε. Τα Σαββατοκύριακα δεν μετράνε ακριβώς γιατί δυστυχώς κάποιες φορές δουλεύει και πρωί και απόγευμα αλλά αν είναι τυχερός θα κάτσει στο σπίτι για να κάτσει μαζί μου. Μου φέρνει και τους φίλους του και είτε βλέπουμε Netflix και Youtube στη κουζίνα είτε παίζουμε πλειστέισον μαζί στο σαλόνι. Τον εκτιμώ πάρα πολύ και χαίρομαι που τον έχω και που κοιμόμαστε μαζί στο ίδιο δωμάτιο και ας μη νιώθω πάντα άνετα. Μεν διαβάζουμε και μαζί κάποιες φορές και τον εξετάζω κιόλας αλλά και πάλι δεν είναι το ίδιο.

Παρατάω το πλεκτό μου και αρχίζω να κοιτάζω το μεγάλο ρολόι και μια φωτογραφία οικογενειακή μας με τον θείο Στράτο και τη γιαγιά Αριάδνη που πήρα από αυτήν το όνομά της. Ο θείος Στράτος είναι πυροσβέστης στο επάγγελμα. Είναι στη Δεύτερη Βαθμίδα και ζει μια πολύ καλή ζωή με πολύ καλά λεφτά στο Ηράκλειο. Μένει κοντά σχετικά θα έλεγα. Έχει τρία παιδιά, τα ξαδέρφια μου που σπουδάζουν τα δύο και είναι άνθρωποι που ζουν τη ζωή τους στο έπακρο πραγματικά.

Το ρολόι αυτό είναι δώρο από αυτόν. Έχει πάνω στο καντράν του φλόγες κόκκινες, κίτρινες, πορτοκαλιές και μπλε και γράφει πάνω: Πυροσβεστικός Σταθμός Ηρακλείου. Τα νούμερα όμως είναι κατάμαυρα, το ίδιο και οι δείκτες του ρολογιού. Έχω μείνει να κοιτάζω αυτό το ρολόι για ώρες όπως κοιτάζω και τη θέα από το παράθυρό μου. Είναι πολύ εντυπωσιακό ρολόι. Μπορώ να πω πως το έχω ερωτευτεί ήδη.

Ξαφνικά με πιάνει για μερικές στιγμές ο ύπνος στο κρεβάτι. Με ξυπνάει όμως το κουδούνι. Σηκώθηκα βιαστικά να πάω στο σαλόνι να ανοίξω. Ευτυχώς δεν μου καρφώθηκε κάποια βελόνα στο αυτί ενώ κοιμόμουν! Ήταν η γιαγιά από το διπλανό διαμέρισμα. Ωχ! Είχα ξεχάσει ότι θα μας επισκεπτόταν για τη σημερινή μέρα! Θα μας καθαρίσει το σπίτι και θα μας φτιάξει κουλουράκια και δύο είδη μπισκότων. Μάζευε λεφτά μέρες για κάτι τέτοιο. Την υποδέχτηκα και την αγκάλιασα.

Καθίσαμε λοιπόν στη κουζίνα και σέρβιρα πρωινό για τις δυο μας και για τον Αλέξανδρο μέχρι να σηκωθεί από το κρεβάτι. Αρχίσαμε να συζητάμε λίγο χαμηλόφωνα παρότι και η μαμά και ο μπαμπάς άρχισαν και αυτοί να ξυπνάνε για να πάνε στις δουλιές τους σε λίγο. Το ίδιο φυσικά και ο Αλέξανδρος.

-Πως και τόσο πρωινή σήμερα αγάπη;

-Απλά σηκώθηκα. Ήθελα λίγο χρόνο με τον εαυτό μου.

-17 χρονών θηρίο έχεις γίνει... Φέτος τελειώνεις και το σχολείο...

-Ναι... λέω αμήχανα.

-Τι δουλειά σκέφτεσαι να πιάσεις; με ρωτάει η γιαγιά.

-Σκέφτομαι να γίνω υπάλληλος στη καντίνα του Γιάννη που χρειάζεται βοηθούς. Είναι 5 λεπτά από εδώ. Μου αρέσει να μαγειρεύω και να εξυπηρετώ κόσμο.

-Μάλιστα... Η Μία; Η Στεφανία; Τι κάνουν;

-Η Μία δεν θέλει να δουλέψει. Θα γίνει νοικοκυρά. Η Στεφανία κάνει μακιγιάζ αλλά θα γίνει βοηθός αισθητικού.

-Τρίτη βαθμίδα ε; ρωτάει η γιαγιά.

-Ναι. Καλά φαίνεται όμως...

-Μπράβο το κορίτσι! Ανυπομονείς να δεις τις φιλενάδες σου;

-Ε ναι και ποιός δεν ανυπομονεί άλλωστε; ρωτάω τη γιαγιά.

Μείναμε για λίγο σιωπηλές μέχρι που ήρθε ο Αλέξανδρος στη κουζίνα.

-Γιαγιά! Τι κάνεις εσύ εδώ;

-Βρε ξεχάσατε ότι θα ερχόμουν σήμερα; Για τη πρώτη μέρα στο σχολείο; Το ξεχάσατε! Κατεργάρηδες!

-Πολλή δουλειά γιαγιά στο νοσοκομείο. Έχουν δυο βδομάδες να μου δώσουν ένα ρεπό. Τι να κάνω; Αφού έτσι πρέπει να γίνει.

-Α ρε αντράκλα μου θα γίνεις 18 και εσύ θα φτιάξεις τη ζωή σου. Εργατικέ μου εσύ!

-Εντάξει γιαγιά, σιγά. Απλά αφού τελειώσω το σχολείο θα πιάσω μια άλλη δουλειά που θα μου αρέσει περισσότερο. Δεν θα είμαι πια τραπεζοκόμος. Δεν μου αρέσει.

-Καλά αγόρι μου. Έλα να κάτσεις να φας. Να ξέρεις ότι με το που γυρίσεις από τη δουλειά σου θα είμαι και εγώ εδώ να φτιάξουμε μαζί μπισκότα και κουλουράκια! Δεν θα έχεις και διάβασμα σήμερα πρώτη μέρα... Είσαι;

-Αν είμαι λέει! λέει ο Αλέξανδρος χαρούμενος και κάθισε να φάει με όρεξη.

Τότε μπήκαν στη κουζίνα η μαμά και ο μπαμπάς. Σηκώθηκα να φτιάξω στον μπαμπά καφέ και έδωσα δύο κουλουράκια της γιαγιάς που μου είχε φέρει που έφτιαξε από εχθές και στη μαμά δύο σφιχτά αυγά με μια κούπα γάλα. Η μαμά δεν πίνει καφέ. Ο μπαμπάς φιλάει τον Αλέξανδρο στα ξανθά του μαλλιά και μετά τη μαμά του, δηλαδή τη γιαγιά. Η μαμά με χαιδεύει και στις δικές μου ξανθιές μπούκλες με χαρά.

Πήγα αργότερα στο δωμάτιό μου για να ντυθώ. Εβαλα ένα άσπρο πόλο μπλουζάκι και ένα μαύρο σορτσάκι και τα ροζ αθλητικά μου παπούτσια. Φοράω και το κόκκινο ρολόι μου και τους χρυσούς μικρούς μου κρίκους που είναι τα μόνα κοσμήματα που επιτρέπεται από τη κυβέρνηση να φοράω καθημερινά. Αφήνω κάτω τα μαλλιά μου και φτιάχνω τη μικρή μπλε μου τσάντα με τα τετράδια, τη κασετίνα και τα βιβλία μου. Βάζω φυσικά το κινητό μου, τα κλειδιά του διαμερίσματος και το πορτοφόλι μου και ξεκινάω τη διαδρομή για το σχολείο.

___________________________________________
Πως σας φαίνεται το πρώτο κεφάλαιο; Ήσυχο ελπίζω αλλά και ενδιαφέρον! Ελπίζω να είστε όλοι καλά και να έχετε την υγεία σας... ΒΓΑΛΑΜΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΙΣ ΜΑΣΚΕΣ ΣΤΟΥΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ! ΓΟΥΙΙΙΙ! 🎉🎉🎉

Γράψτε μου στα σχόλια τις απόψεις σας για το κεφάλαιο και τα ξαναλέμε σύντομα με το επόμενο! Γειααα!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top