Σιλένα {4}
ΤΩΡΑ
Οι περισσότεροι γκάτζε φτάνουν ως το κατώφλι μας παρακινούμενοι από την προσωπική τους ματαιοδοξία, την οποία ο έξω κόσμος δεν φτάνει για να ικανοποιήσει. Είναι άνθρωποι που απλά θέλουν κάποιος να ασχοληθεί μαζί τους για να τους κάνει να αισθανθούν ξεχωριστοί. Κι ας μην είναι. Προσδοκούν ν' ακούσουν ότι η μοίρα τους επιφυλάσσει μεγαλεία, συγκινήσεις, ανατροπές. Κι ας μην έχει τίποτα στα σκαριά για αυτούς.
Nada.
Nichts.
Rien.
Το να επισκεφτείς ένα μέντιουμ είναι πιο φτηνό από τον μέσο ψυχολόγο, απαιτεί λιγότερη δέσμευση απ' το να σφυρηλατήσεις περίπλοκες και ουσιαστικές διαπροσωπικές σχέσεις και λιγότερο χρόνο απ' το να κάνεις τους άλλους να σε νοιάζονται. Έτσι, κάθε τόσο ένα από αυτά τα χαϊβάνια έρχεται στο Ψυχομαντείο.
Και τι κάνουμε εμείς τότε;
Τους λέμε αυτό που θέλουν να ακούσουν. Σωστά. Σωστά.
"Θέλω να μάθω ποιο είναι το πεπρωμένο μου," μου ζήτησε ένας μίζερος χαρτογιακάς τριαντάρης τις προάλλες. "Θα με βοηθήσεις να το ανακαλύψω;"
"Ω, μα φυσικά," προθυμοποιήθηκα, και σκέφτηκα: Λοιπόν, Κρίστοφερ, το πεπρωμένο σου είναι να πετάξεις κοιλιά, να κάνεις καράφλα, να δουλεύεις σαν σκυλί και να πληρώνεις φόρους μέχρι να πεθάνεις, αντ' αυτού είπα: "Ένα μεγάλο πάθος θα έρθει στη ζωή σου σύντομα, έχε το νου σου όμως! Πρέπει να βαδίσεις προσεκτικά, αλλιώς θα σε απορροφήσει, θα επισκιάσει ότι άλλο αγαπάς!"
"Πώς να κάνω τον Μάικλ να με θέλει;" νιαούρισε μια ξελιγωμένη γεροντοκόρη προχθές. "Τον πολιορκώ τρεις μήνες τώρα, αλλά δεν μου ρίχνει ματιά!"
Δεν τον αδικώ, μου ήρθε να πω. "Μα Κάρεν, διαισθάνομαι ότι ο Μάικλ είναι ήδη δικός σου," την διαβεβαίωσα με ένα συνωμοτικό χαμόγελο. "Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να ρίξεις στον καφέ του ένα ερωτικό φίλτρο. Πολύ σπέσιαλ πράγμα. Άκρως αποτελεσματικό. Τι λες;"
"Ε-ερωτικό φίλτρο; Μα καλά, τι έχει μέσα;"
"Χμμ, ας ρίξουμε μια ματιά." Άνοιξα τον τούρκικο τσελεμεντέ της θείας Βαντόμα, και τον ξεφύλλισα με προσποιητό ενδιαφέρον ώσπου βρήκα την συνταγή για ιμάμ μπαϊλντί και... "Ααα, βέβαια, βέβαια! Καλά το θυμόμουν!" είπα με περισπούδαστο ύφος, κι έπειτα άρχισα να μετονομάζω τις μελιτζάνες σε εσθίρ, το κρεμμύδι σε γαρυφαλέλαιο, το θυμάρι σε λευκά ροδοπέταλα και ούτω καθεξής. Το μόνο βέβαιο ήταν πως εάν η Κάρεν δεν μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει την παντελή και ολοφάνερη αδιαφορία του Μάικλ, τότε σίγουρα δεν θα μπορούσε να εξιχνιάσει το τουρκικό αλφάβητο και τα μυστικά της πολίτικης κουζίνας.
Τέτοιοι τύποι είναι οι συνήθεις πελάτες μου εδώ στο Ψυχομαντείο. Έρχονται, εκπέμπουν μοναξιά και απόγνωση, μοιράζονται τα προβλήματα τους μαζί μου, μου προκαλούν απόλυτη ανία, δέχονται αναντίρρητα ότι τους πω, με πληρώνουν και φεύγουν.
Ωστόσο, τύποι σαν τον Κρίστοφερ και την Κάρεν δεν έρχονται από μακριά αναζητώντας μια νεκρομάντισσα, γεγονός που με κάνει να αναρωτιέμαι ποιος είναι ο άγνωστος άνδρας στην είσοδο του Ψυχομαντείου και τι θέλει από εμένα.
"Λάτσι ντάιβς," λέω εν είδει χαιρετισμού. Θα μπορούσα απλά να τον καλωσορίσω με ένα "Τι χαμπάρια;" Απλό, κατανοητό, άμεσο. Δεν το κάνω. Έχω διαπιστώσει ότι στους πελάτες μας αρέσει η υπενθύμιση ότι εμείς οι Σαλίμ είμαστε κάτι διαφορετικό.
Είμαστε ξένοι σε αυτή την γη κι αυτό κάνει τις υπηρεσίες μας, τις τέχνες και τους τρόπους μας να έχουν ενδιαφέρον. Είμαστε αξιοπερίεργοι για τους ντόπιους. Όπως οι όμορφοι, πρωτόγονοι θηρευτές της ζούγκλας ή της ερήμου, πλάσματα που πιάστηκαν σε μακρινές ηπείρους και βρέθηκαν στην αιχμαλωσία για να ικανοποιήσουν την περιέργεια τους οι λευκοί. Μας πλησιάζουν συνεπαρμένοι αλλά επιφυλακτικοί, και είναι πρόθυμοι να πληρώσουν.
Ο άνδρας έχει την πλάτη του γυρισμένη σε εμένα, αλλά από το σφιγμένο περίγραμμα των ώμων του και την άκαμπτη στάση του κορμιού του, μπορώ να δω ότι αισθάνεται αμήχανα, σαν να μην ξέρει πώς να συμπεριφερθεί ή τι να περιμένει, σαν να σκέφτεται ακόμα εάν έκανε καλά που ήρθε ως εδώ ή εάν πρέπει να το βάλει στα πόδια και να μην κοιτάξει πίσω. Το κεφάλι του γυρίζει από 'δω κι από 'κει σαν περισκόπιο υποβρυχίου σε μια προσπάθεια να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω του.
Τον συμπονώ.
Δείχνει να είναι απλός άνθρωπος, ακόμα και σεμνός, ντυμένος ταπεινά με ένα μάλλινο παλτό και μια καρό τραγιάσκα. Μέσα στην απλότητα του καταλήγει εντελώς παράταιρος με φόντο το φαντασμαγορικό υπερθέαμα που έχει στήσει η θεία Βαντόμα. Το μέρος είναι συγκεχυμένο, υπερφορτωμένο, παρανοϊκό, μεγαλειώδες. Ένας οπτικός πονοκέφαλος. Κάπως σαν την Γκουέρνικα. Ο άντρας εξακολουθεί να κοιτάζει ζαλισμένος παντού ολόγυρα, πράγμα που με κάνει να υποθέσω ότι δεν με άκουσε να μιλάω. Τόσο τον έχει απορροφήσει το φαινόμενο θεία Βαντόμα. Κρατάει τα πόδια του αμετακίνητα στο ίδιο σημείο και τα χέρια του προσεκτικά σφηνωμένα κάτω από τις μασχάλες του σαν να προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις να μην αγγίξει τίποτα, σαν να ανησυχεί ότι όλο το γκλίτερ, το λαχούρι, τα πούπουλα, οι παγέτες και η κακογουστιά της θείας μου είναι κάποιος θανατηφόρα μεταδοτικός ιός που μπορεί να κολλήσει. Είναι ολοφάνερα έξω από το στοιχείο του. Η ερώτηση αναδύεται εκ νέου στην επιφάνεια του μυαλού μου. Ποιος είσαι και τι γυρεύεις εδώ;
Καθαρίζω τον λαιμό μου και δοκιμάζω ξανά. "Λάτσι ντάιβς," λέω.
Γυρίζει απότομα προς το μέρος μου. Κάθε μυς του καχεκτικού κορμιού του είναι τσιτωμένος σαν χορδή τόξου. Το ένστικτο μάχη ή φυγή ενυπάρχει ακόμα έντονο μέσα του. "Ε;" λέει, ζαρώνοντας το βαθιά ρυτιδιασμένο πρόσωπο του.
"Λάτσι ντάιβς," επαναλαμβάνω φορώντας το πιο ζεστό μου χαμόγελο για να τον καλωσορίσω. Εάν δεν το επιτύχω νιώθω ότι θα φύγει τρέχοντας. Και μετά πάνε τα χρήματα του κυρίου Μπέικερ! "Σημαίνει καλή σου μέρα στη γλώσσα των τσιγγάνων."
"Α," κρώζει και οι ρωγμές στο πρόσωπο του μοιάζουν να εξαπλώνονται σαν ραγίσματα σε πορσελάνη. "Λάτσι...;"
"Ντάιβς," συμπληρώνω εξυπηρετικά. Του κάνω νόημα να με ακολουθήσει ως το τραπέζι ανάγνωσης. Βολεύομαι στην καρέκλα μου και τον παρακολουθώ να κάθεται αβέβαια σε μια από τις μπερζέρες για τους πελάτες. Ένα κιτρινοπράσινο φουλάρι της θείας Βαντόμα γλιστράει από την πλάτη της μπερζέρας και πέφτει πάνω του. Ο άντρας τσιτώνεται μεμιάς και το τραβάει μανιωδώς, αλλά δεν καταφέρνει να το αποτινάξει από πάνω του. Μονάχα το μπλέκει περισσότερο γύρω του. Το φουλάρι αγκαλιάζει σφιχτά τον λαιμό του σαν υπερτροφική κάμπια. Μορφάζει.
Του χαμογελάει παρηγορητικά και απλώνω το χέρι μου για να τον βοηθήσω.
"Εδώ," προσφέρομαι. "Άσε εμένα."
"Ευχαριστώ," λέει κοφτά.
"Έτοιμη;" ακούω την φωνή του Λεάντερ στο ακουστικό μου, και κρατιέμαι για να μην στριφογυρίσω τα μάτια όλο ειρωνεία.
Θεέ μου, βογκάω νοερά, τι βλαμμένο που είναι αυτό το παιδί! Είμαστε σίγουρα συγγενείς;
Του έχω πει ένα εκατομμύριο φορές να μην με ρωτάει εάν είμαι έτοιμη. Όταν στέκομαι απέναντι στους πελάτες μας δεν μπορώ να απαντήσω: Ναι, Λεάντερ, είμαστε έτοιμοι να ξεγελάσουμε άλλο ένα αφελές κωθώνι. Ξεκίνα.
Συνεπώς η ερώτηση του περιττεύει.
Για εκατομμυριοστή φορά.
Πρέπει να ερμηνεύει την σιωπή μου ως κατάφαση, γιατί τον ακούω να λέει: "Λοιπόν, ακούς;" Ξέρω ότι όταν έβαλε τον άνδρα μέσα στο Ψυχομαντείο, ο ξάδερφος μου τον καλωσόρισε και προσφέρθηκε να πάρει το παλτό του με την πρόφαση ότι αυτό θα τον έκανε νιώσει πιο άνετα. Αλλά ο Λεάντερ δεν είναι τόσο θερμός ή φιλόστοργος. Δεν ενδιαφέρεται για την άνεση του άνδρα.
Κανείς μας δεν το κάνει.
Πήρε το παλτό του γιατί αυτό είναι μέρος της κομπίνας. Ξέρω ότι μέχρι τώρα το έχει ήδη απλώσει φαρδύ πλατύ πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και μαζί με την θεία Βαντόμα το εξετάζουν προσεκτικά για στοιχεία.
Κινητό τηλέφωνο, πιστωτικές κάρτες, δίπλωμα οδήγησης, κλειδιά σπιτιού, κλειδιά αυτοκινήτου, βέρα, φάρμακα, αποδείξεις, εισιτήρια. Τα πάντα μπορούν να φανούν χρήσιμα, όταν προσποιείσαι το φωτεισμένο και παντοδύναμο μέντιουμ.
"Ο σημερινός ονομάζεται Μάλκολμ Σω," με ενημερώνει.
Ρίχνω τα μαλλιά μου στο πλάι του προσώπου μου για να βεβαιωθώ ότι το μικροσκοπικό ακουστικό που φοράω είναι καλυμμένο. Μετά χρησιμοποιώ την πληροφορία που μου έδωσε, και, "Καλωσόρισες στο Ψυχομαντείο, Μάλκολμ," λέω προσφωνώντας τον.
Ο άνδρας ανοιγοκλείνει τα μάτια, έκπληκτος. "Ξέρεις ποιος είμαι;" ρωτάει.
"Θα ήσουν εδώ εάν δεν το ήξερα;" ρωτάω σε απάντηση. Μέσα από το ακουστικό μου ακούω την θεία Βαντόμα να αφήνει ένα επιφώνημα επιδοκιμασίας. Μπράβο, Σιλένα. Αυτό ήταν καλό.
"Πώς;" επιμένει εκείνος.
"Όπως έγραψε κάποτε ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ," λέει η θεία Βαντόμα στο μυαλό μου σαν φωνή συνείδησης. "Υπάρχουν περισσότερα πράγματα σε ουρανό και γη, Οράτιε, από όσα έχει ονειρευτεί η φιλοσοφία σου." Δεν το διάβασε, φυσικά. Δεν είναι τόσο μελετηρή ή φιλόπονη. Απλά το έχουμε σε μαγνητάκι στο ψυγείο.
Ακολουθώντας την υπόδειξη της, απαντώ στον Μάλκολμ με το απόφθεγμα. Είναι κάτι ψαγμένο, αλλά ταυτόχρονα αόριστο. Ξέρω ότι δεν θα το σχολιάσει περαιτέρω.
Kαι έχω δίκιο.
"Άρα," συμπεραίνει. "Ξέρεις και τον λόγο που ήρθα σε εσένα...;"
Τον ξέρω; Δίνω μια στιγμή στον Λεάντερ και τη θεία Βαντόμα, αλλά όταν αυτή περνάει και συνειδητοποιώ ότι δεν έχουν βρει τόσο λεπτομερή στοιχεία, αποφασίζω να αυτοσχεδιάσω. "Ξέρω ότι χρειάζεσαι την βοήθεια μου," λέω. "Και είμαι πρόθυμη να μοιραστώ το χάρισμα μου μαζί σου. Έκανες πολύ δρόμο για να με συναντήσεις, έτσι δεν είναι;"
Νεύει. "Διέσχισα εκατόν εβδομήντα τρία μίλια ως το Νόργουιτς από το..."
"Αχά!" κάνει ο Λεάντερ θριαμβευτικά. "Είναι από το Γουίδερνσι, το λέει η ταυτότητα."
"Γουίδερνσι," σπεύδω να πω κι εγώ με την σειρά μου. "Σωστά;"
"Σωστά, δεσποινίς...;"
"Σιλένα," ολοκληρώνω για εκείνον με ένα μικρό μειδίαμα. "Αλλά αυτό το ξέρεις ήδη."
Είναι προφανές ότι ο Μάλκολμ Σω έκανε την έρευνα του προτού φτάσει στο Ψυχομαντείο σε αναζήτηση της νεκρομάντισσας. Το όνομα μου είναι το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να πληροφορήθηκε.
Παρόλα αυτά, καταλαβαίνω γιατί άφησε την πρόταση του μετέωρη, γιατί περίμενε να του συστηθώ. Το να βρίσκεται εδώ τον κάνει νευρικό, αγχώδη, τσιτωμένο. Το να συστηθούμε ο ένας στον άλλο, όμως, είναι ένα γνώριμο τελετουργικό που τον επαναφέρει στην κανονικότητα του.
"Είναι η πρώτη μου φορά σε τέτοιο μέρος, Σιλένα," λέει σαν να δικαιολογείται. "Δεν είμαι σίγουρος πως λειτουργεί όλο... αυτό." Αμφιταλαντεύεται. "Τι υποτίθεται ότι κάνεις;"
Πέφτω προς τα πίσω και αφήνω την ράχη της καρέκλας να αγκαλιάσει την δική μου πλάτη. "Λοιπόν, εξαρτάται από το τι ζητάς."
"Τι είναι αυτό;" μουρμουρίζει η θεία Βαντόμα στον γιό της μέσα από το ακουστικό μου.
"Κάρτα μέλους για τα Starbucks." σφυρίζει ο Λεάντερ. "Την κρατάω. Πάμε για κανένα εσπρεσάκι μετά;"
Τους αγνοώ. Δεν βοηθούν πια. Απλά μου αποσπάνε την προσοχή. Εστιάζω στον Μάλκολμ.
"Τι θέλεις να κάνω για σένα, Μάλκολμ Σω;"
Αναδεύεται νευρικά στην θέση του. "Δεν είναι για μένα," παραδέχεται.
Ωω.
Ομολογώ ότι αυτό μου κινεί το ενδιαφέρον. Σημαίνει ότι ο σημερινός μου πελάτης δεν κινείται με γνώμονα την ιδιοτέλεια και την προσωπική του ματαιοδοξία. Να και κάτι ασυνήθιστο. Ίσως ο Μάλκολμ να μην είναι τόσο αθεράπευτα βαρετός όσο τα συνηθισμένα χαϊβάνια.
Τοποθετώ τους αγκώνες μου πάνω στο τραπέζι, πλέκω τα δάχτυλα μου μεταξύ τους και στηρίζω το κεφάλι μου στις παλάμες μου. "Για κάποιον που νοιάζεσαι τότε."
Άλλο ένα σιωπηλό νεύμα. Να κάτι που έχω καταλάβει για τον Μάλκολμ Σω, χωρίς να περιμένω να μου το επιβεβαιώσει η θεία Βαντόμα ή ο Λεάντερ. Ο άνδρας που έχω εμπρός μου δεν είναι ιδιαίτερα δεινός ομιλητής. Ότι εκμαιεύσω από αυτόν θα χρειαστεί να το βγάλω με το τσιγκέλι. "Μίλησε μου," τον παρακινώ.
Διστάζει σαν να μην ξέρει εάν πρέπει ή όχι. Όταν τελικά αποφασίζει να το κάνει γέρνει προς τα εμπρός, πλησιάζοντας το κεφάλι του στο δικό μου πάνω από το τραπέζι. Η τραχιά φωνή του κατεβαίνει κάμποσες οκτάβες, λες και φοβάται ότι οι τοίχοι μπορεί να ακούν. "Λένε ότι ακούς τους νεκρούς," ψιθυρίζει. "Αληθεύει;"
"Αληθεύει," ψιθυρίζω πίσω. Δεν έχω ιδέα γιατί μιλάμε σιγανά, αλλά η ξαφνική αλλαγή είναι διασκεδαστική. Ιδίως όταν η θεία Βαντόμα αρχίζει να γκρινιάζει ότι δεν ακούει και ότι πρέπει να μιλάω με πυγμή και τόλμη. Σαν σωστό μέντιουμ. Όπως έκανε η μητέρα μου. Ο Λεάντερ χαχανίζει και της λέει ότι κουφάθηκε τώρα στα γεροντάματα, ενώ εγώ αποφασίζω ότι θα την αφήσω να τυραννιέται για λίγο ακόμα.
"Βλέπεις φαντάσματα, δηλαδή;" Ο Μάλκολμ ζητάει διευκρινίσεις. "Πώς... πώς είναι;"
Η ερώτηση του είναι τόσο άμεση, τόσο αφοπλιστική που νιώθω το προσωπείο της αυτοπεποίθησης μου να διαλύεται. Φέρνω τα χέρια μου στο στήθος και τα σταυρώνω πάνω από το σημείο της καρδιάς, σαν να προσπαθώ να την προστατεύσω, να κρύψω τα σημάδια της. Δεν μου αρέσει αυτή η ερώτηση, παραείναι αληθινή, και αυτομάτως παύω να προσποιούμαι. "Δεν υπάρχει μια απόλυτη απάντηση σε αυτό," λέω προσπαθώντας να μην εμβαθύνω.
"Ω, έλα τώρα!" παραπονιέται η θεία Βαντόμα. "Μπορείς και καλύτερα από αυτό! Δώσε στον άνθρωπο αυτό που ζητάει. Τσιγγάνικη μαγείααα."
Αναστενάζω. "Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική," ξεκινάω. "Τα φαντάσματα είναι ασώματα πνεύματα νεκρών. Δεν έχουν υλική υπόσταση, αλλά υπάρχουν με τη μορφή ενσυνείδητης και νοήμων πνευματικής ενέργειας. Έτσι μπορούν να επικοινωνούν κατά βούληση με τους ζωντανούς. Όχι με όλους. Μονάχα με όσους διαθέτουν το χάρισμα. Εγώ, ας πούμε, είμαι διαισθητική και ενορατική. Κάθε φορά που γνωρίζω ένα άτομο, μου έρχεται αυτομάτως μια εικόνα," εξηγώ. "Βλέπω τι άνθρωπος είναι και τι χρειάζεται. Το βλέπω σαν χρώμα, σαν φωτοστέφανος γύρω του. Κάποιες ψυχές πλαισιώνονται από μια αχνή ιριδίζουσα λάμψη, άλλες από πηχτό σκοτάδι. Εξαρτάται από την ουσία του καθενός, από τα σημάδια που φέρει, από τη ζωή που ψάχνει, τη ζωή που έχασε ή το παρελθόν που προσπαθεί να αφήσει πίσω."
"Δηλαδή βλέπεις αύρες," συνειδητοποιεί ο Μάλκολμ.
"Φαντάζομαι πως μπορείς να το πεις και έτσι. Το ίδιο ισχύει και για τους νεκρούς. Όταν έρχονται κοντά μου τους νιώθω. Μόνο που η αίσθηση είναι πολύ, πολύ πιο απόκοσμη. Κάτι με καταλαμβάνει τότε. Ο αέρας στο δωμάτιο βαραίνει, η θερμοκρασία πέφτει, η ανάσα μου στερεύει. Είναι... συγκλονιστικό." Ο Μάλκολμ με ακούει προσηλωμένος. Το ίδιο και ο Λεάντερ και η θεία Βαντόμα. Η προσοχή τους με κάνει να νιώθω παράξενα, σαν να είμαι ένα από εκείνα τα φρικτά, τροχαία δυστυχήματα στην άκρη του δρόμου. Αυτά που ξέρεις ότι δεν πρέπει να τα κοιτάς, αλλά που δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω τους. "Τις περισσότερες φορές αρχίζει με εμένα να αισθάνομαι μια ξένη παρουσία στον χώρο μαζί μου. Μπορώ να νιώσω ένα ζευγάρι μάτια να με παρακολουθεί, ή ένα παγωμένο χνώτο να σηκώνει τις τριχούλες στο σβέρκο μου. Εάν ο θάνατος ήταν ξαφνικός ή βίαιος ή τραγικός, εάν αυτό που το κρατάει το πνεύμα δεμένο με τον κόσμο μας είναι κάτι ισχυρό που πρέπει να λυθεί, τότε μπορέσω να διακρίνω περισσότερα."
Αυτό συμβαίνει και με το φάντασμα που στοιχειώνει το Ψυχομαντείο. Εάν το κοιτάξω με προσοχή η μορφή μοιάζει σχεδόν να στερεοποιείται. Παράξενα, αλλόκοτα, διαστρεβλωμένα μέλη από καπνό και σκοτάδι παίρνουν σχήμα. Συνήθως αποστρέφω το βλέμμα, αλλά εάν δεν το κάνω μπορεί να έρθει πιο κοντά, να βλεφαρίσει, να χαμογελάσει, να αναστενάξει, να σιγοψιθυρίσει ακατάληπτα λόγια. Μερικές φορές το ακούω να λέει το όνομα μου προτού χαθεί σαν όνειρο την αυγή.
Ο Μάλκολμ συνεχίζει να με παρακολουθεί αποσβολωμένος. Του έχουν πέσει πολλά όλα αυτά. Δεν τον αδικώ. "Πες μου," λέει τελικά. "Τι κάνεις με αυτή την δύναμη;"
"Τι θέλεις να κάνω;"
"Μπ-μπορείς να τα προστάξεις να κάνουν πράγματα;"
"Τα φαντάσματα; Θέλεις να καλέσω κάποιο από αυτά εδώ;"
Ο Μάλκολμ τινάζεται ξαφνικά προς τα πίσω, σαν να θέλει να εμποδίσει τα λόγια μου απ' το να τον φτάσουν. "Όχι," αποκρίνεται μεμιάς. "Θέλω να τα κάνεις να φύγουν μακριά."
"Ορίστε;" απορεί ο Λεάντερ, συνοψίζοντας εξαιρετικά την σύγχυση που δημιουργείται μέσα και στο δικό μου κεφάλι. "Τι plot twist ήταν αυτό, γέροντα;"
"Τι εννοείς;" λέω. Ένα ρίγος σέρνεται κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς μου. "Σε παρενοχλεί κάποια οντότητα;"
Κουνάει το κεφάλι του. "Όχι, όχι εμένα."
Θέλω να του πω ότι δεν καταλαβαίνω, αλλά δεν προλαβαίνω. Ξαφνικά ο Μάλκολμ Σω, αυτός ο σοβαρός, συνεσταλμένος, άτεγκτος τύπος, ξεσπάει σε κλάματα. Δυνατά, βροντερά, όλο λυγμό και αναφιλητά και πόνο, τόσο σαρωτικό που ολόκληρο το σώμα του πιάνει τραντάζεται. Είναι η δεύτερη φορά που με κάνει να τα χάσω. Δεν ξέρω τι να κάνω και πολύ φοβάμαι ότι εάν δεν τον βοηθήσω κάπως θα καταρρεύσει.
"Συγγνώμη," μουγκρίζει. Βγάζει την τραγιάσκα του και την κρατάει και με τα δύο του χέρια σαν να είναι σανίδα σωτηρίας. "Συγγνώμη, συγχώρα με, δεσποινίς Σιλένα."
"Μη ζητάς συγγνώμη," λέω μουδιασμένη. "Όλοι έχουμε συναισθήματα."
Σηκώνομαι αμέσως και μέσα σε μια στιγμή βρίσκομαι στο πλάι του. Βάζω το χέρι μου στον ώμο του σαν να προσπαθώ να του μεταδώσω λίγη από την αυτοκυριαρχία μου, αλλά κάνει ξεκάθαρο ότι θα χρειαστεί κάτι παραπάνω από αυτό. Θα χρειαστεί χρόνο για να βγάλει από μέσα του αυτό το βάρος που τον συνθλίβει.
Κάποιος που αγαπά κινδυνεύει.
Και ο Μάλκολμ έχει ανάγκη να πιστέψει ότι εγώ μπορώ να τον σώσω.
"Είναι ο Τρίσταν," λέει ρουφώντας την μύτη του. "Ανησυχώ τόσο πολύ για εκείνον! Είναι ολομόναχος. Περνάει τις μέρες και τις νύχτες του κλεισμένος σε εκείνο το καταραμένο μέρος, σε εκείνο το κακορίζικο ερείπιο των Κρέιν. Δεν μιλάει σε κανέναν, δεν βλέπει κανέναν. Παρά μόνο αυτές! Τον έχουν στοιχειώσει και κοντεύει να χάσει το μυαλό του. Εγώ προσπάθησα να τον βοηθήσω πολλές φορές, μα δεν τα κατάφερα. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω πια, και έτσι ήρθα σε 'σένα. Σε παρακαλώ, δεσποινίς Σιλένα, πρέπει να κάνεις κάτι. Εάν δεν τον βοηθήσεις ούτε εσύ είναι καταδικασμένος!"
"Καλέ, έχει πλαντάξει το μανάρι μου," λέει η θεία Βαντόμα περίλυπα. "Πες του ότι θα τον βοηθήσεις, πες του ότι όλα θα πάνε καλά, βρε γαϊδούρα."
Δεν μπορώ. Ο Μάλκολμ Σω δεν είναι εδώ για επιφενειακές ανοησίες όπως αυτές της Κάρεν και του Κρίστοφερ. Είναι εδώ γιατί φοβάται για κάποιον δικό του, και εγώ ξέρω πως είναι να χάνεις ένα κομμάτι της καρδιάς σου.
Η δική μου δεν θα είναι ποτέ ξανά ολόκληρη. Όχι από τότε που έφυγε η μαμά.
Ο Τρίσταν Κρέιν μπορεί να είναι κατατρεγμένος από κάποια εξωκοσμική δύναμη, ή μπορεί και να μην είναι. Δεν με ενδιαφέρει αυτό. Δεν τον ξέρω καν τον τύπο. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι ο Μάλκολμ έχει εναποθέσει όλες του τις ελπίδες πάνω μου και περιμένει να κάνω κάτι στο οποίο έχω ήδη αποτύχει στο παρελθόν. Να σώσω κάποιον.
Δεν είμαι σωτήρας. Είμαι απάτη. Ψέμα. Μια ελεεινή απατεώνισσα.
Ο Μάλκολμ σκουπίζει τα δάκρυα που έχουν μουσκέψει το πρόσωπο του και βάζει τις σκέψεις του σε τάξη για να πει: "Έλα μαζί μου."
"Τι;"
"Πρέπει να σε πάω σε εκείνον."
"Θ-θέλεις να αφήσω το Ψυχομαντείο και να σε ακολουθήσω επ' αόριστον ως το Γουίδερνσι;"
"Ναι, ναι. Ακριβώς. Δεν γίνεται αλλιώς."
Δεν ξέρω τι να απαντήσω σε αυτό. Ευτυχώς για μένα, ο Λεάντερ ξέρει.
Λέει όλο ευφράδεια: "Όπως έγραψε, επίσης, ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ: Καλά, ρε, για μαλάκες ψάχνεις;"
"Μάλκολμ," λέω, κάνοντας ένα βήμα πίσω. "Δ-δεν μπορώ να το κάνω αυτό."
Η θεία Βαντόμα έχει άλλη άποψη. Θεωρεί ότι μπορώ να το κάνω, ότι μπορώ να κάνω τα πάντα για το κατάλληλο αντίκρισμα. "Ρώτα τον τι αξίζει για αυτόν. Ρώτα τον τι θα έδινε για να σώσει την ψυχή του αγαπημένου του Τρίσταν Κρέιν."
Δεν τον ρωτάω. Δεν τολμώ να ρωτήσω. Επειδή πρώτον, είναι ένας μεγάλος άνθρωπος που μόλις διπλώθηκε στα δύο, ξεγύμνωσε την ψυχή του και σπάραξε στο κλάμα μπροστά μου. Και δεύτερον, επειδή δεν υπάρχει αμοιβή αρκετά μεγάλη για να με πείσει να ρισκάρω να αντιμετωπίσω τον μεγαλύτερο μου φόβο: τα πλάσματα στο σκοτάδι, εκείνα που πήραν την μαμά μου.
"Ρώτα τον!" ξαναλέει απηυδισμένη η θεία Βαντόμα στο ακουστικό. "Μη με σκας, βρε σκατόπαιδο! Μου το χρωστάς αυτό, μου χρωστάς τα πάντα!"
"Από πότε;" λέει ο Λεάντερ προς υπεράσπιση μου.
"Από τότε που δεν την έπνιξα στην κούνια," διατείνεται εκείνη, και μετά απευθύνεται ξανά σε εμένα. " Ρώτα τον πόσα φράγκα θα-"
Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει τις υστερίες της, ούτε εγώ προλαβαίνω να της πω να σκάσει. Επειδή τότε ακούμε και οι δυο το μεταλλικό κροτάλισμα που κάνουν όσα ρίχνει ο Μάλκολμ Σω πάνω στο τραπέζι. Ένα μικρό βουνό από λαμπερές λίρες και δεσμίδες με μεγάλα χαρτονομίσματα, πολυτελή κοσμήματα, χρυσά δαχτυλίδια κειμήλια, βαριά ρολόγια, πλουμιστά σκουλαρίκια, χοντρά εγχάρακτα βραχιόλια και περίτεχνα περιδέραια με μεγάλες πέτρες, διαμάντια και αμέθυστοι, τοπάζια και σμαράγδια, και πορτοκαλιά οπάλια μεγάλα σαν αυγά χήνας. Λάμπουν όλα τους μπροστά μου σαν αστέρια που έκλεψε κάποιος από τον ουρανό της νύχτας για να μου τα δώσει.
Το σαγόνι μου πέφτει και το μόνο που μπορώ να αρθρώσω πλέον είναι: "Σκατά."
Επικρατεί σιωπή στο ακουστικό και μετά. "Είναι πολλά, έτσι;" τιτιβίζει η θεία Βαντόμα. "Πόσα πολλά; Πάρα πολλά; Αρκετά για να ξεχρεώσουμε έναν μήνα ενοικίου στον κύριο Μπέικερ; Αρκετά για να πληρώσουμε και τους έξι μήνες; Αρκετά για να μετακομίσω στην Χονολουλού, να τρώω καρύδες και γαρίδες και χαβιάρι και να μου κάνουν μασάζ ιδρωμένα τεκνά μέχρι να πεθάνω;"
"Αηδία," ο Λεάντερ πλαταγίζει τα χείλη του. "Αλλά σοβαρά τώρα, εάν μπορούμε να της κλείσουμε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για Χονολουλού, τότε ίσως πρέπει να δεχτείς την προσφορά."
"Νομίζω πως πρέπει να φύγεις," ανακοινώνω στον Μάλκολμ Σω.
"Μα..." Κοιτάζει μια εμένα και μια τα τρόπαια που αστραποβολούν ανάμεσα μας, σαν να μην μπορεί να καταλάβει τι πήγε λάθος. "Εάν δεν αρκούν αυτά, υπάρχουν κι άλλα. Πολλά περισσότερα! Απλά πες μου την τιμή σου και θα βεβαιωθώ ότι οι υπηρεσίες σου θα ανταμειφθούν όπως τους αρμόζει."
"Τώρα," λέω με φωνή που δεν σηκώνει αντιρρήσεις.
Τον αφήνω να μαζέψει όλα αυτά τα πράγματα που θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν το περιεχόμενο από το σεντούκι θησαυρού ενός πειρατή, και όσο το κάνει πετάγομαι βιαστικά ως την κουζίνα.
"Τι κάνεις;" απορεί η θεία Βαντόμα.
"Αυτό που πρέπει," αποκρίνομαι με όλη την τόλμη και την πυγμή που υπαινίχθηκε πριν λίγο ότι μου λείπει. Αρπάζω το παλτό του Μάλκολμ από το τραπέζι και κάνω να βγω έξω.
"Σταμάτα!" γρυλίζει η θεία μου, γραπώνοντας σαν ύαινα την άλλη άκρη του παλτό. "Πας να κάνεις ένα τεράστιο λάθος, Σιλένα. Ξανασκέψου το. Αυτός ο άνθρωπος είναι θεόσταλτος. Είναι η απάντηση σε όλες τις προσευχές μας. Χωρίς αυτόν θα μείνουμε στον δρόμο."
Τραβάει το παλτό από τα χέρια μου, αλλά το τραβάω κι εγώ. Η θεία μου μπορεί να είναι πεισματάρα, όμως το πείσμα είναι κληρονομικό και εγώ της έχω μοιάσει σε αυτόν τον τομέα.
Τραβάω.
Τραβάει.
Τραβάω.
Ο Λεάντερ μας κοιτάζει σιωπηλά από την μεριά μου, μπουκωμένος με αβοκάντο, όσο αναλογίζεται ότι είμαστε και οι δυο τρελές.
Μπορεί και να είμαστε. Το σημαντικό είναι πως εγώ είμαι η τρελή που καταλήγει με το παλτό. Επιστρέφω τρέχοντας στο τραπέζι ανάγνωσης και κατευθύνω τον Μάλκολμ Σω προς την έξοδο με συνοπτικές διαδικασίες. Όσο προχωράμε προς τα εκεί, από το βάθος του σπιτιού ακούγονται οι κατάρες που μου ρίχνει η θεία Βαντόμα. Ανοίγω την πόρτα και σχεδόν τον σπρώχνω για να βγει. Ο Μάλκολμ μου ρίχνει μια λοξή ματιά από το κατώφλι. Δεν χρειάζεται να μιλάει την γλώσσα μας για να καταλάβει ότι όσα μου προσάπτει η έξαλλη γυναίκα που ουρλιάζει σαν είναι διόλου ευγενικά. Το ότι είμαστε όλοι για δέσιμο εδώ είναι μάλλον κάτι που επίσης δεν του διαφεύγει.
"Η προσφορά σου δεν με ενδιαφέρει, κύριε Σω," λέω πάνω από την φασαρία. "Φύγε και μην γυρίσεις ποτέ ξανά στο Ψυχομαντείο."
"Μα..." κάνει να πει. "Όμως..."
Η πόρτα κλείνει με έναν βροντερό πάταγο που μοιάζει να υπογραμμίζει τα λόγια μου.
Όχι, σκέφτομαι, ποτέ ξανά...
Είναι μια στιγμή κάθαρσής, λύτρωσης. Θα έπρεπε να νιώθω γαλήνη που πήρα μια σοφή απόφαση στη ζωή μου, έτσι για αλλαγή. Όμως δεν την νιώθω έτσι. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα που να ηρεμεί την βασανισμένη μου συνείδηση όσο η θεία Βαντόμα γκαρίζει από την κουζίνα. Και σαν να μην μου έφτανε η δική της υστερία, τώρα υψώνεται και η φωνή του Λεάντερ. Α, μονολογώ από μέσα μου, έκτακτα. Πάλι θα ξεκατινιαστούμε.
Φέρνω το φλασκί στο στόμα μου και κατεβάζω μια γερή γουλιά ρούμι. Και έπειτα άλλη μια. Και μια ακόμη. Ώσπου τελικά η θέληση μου κάμπτεται και πάω να δω προς τι όλος αυτός ο σαματάς.
"Δεν ακούω τίποτα!" λέω παίρνοντας ανάποδες. "Εσείς μπορείτε να κάνετε ότι είδους απατεωνιές θέλετε για να τσεπώσετε τα λεφτά του κοσμάκη, αλλά εγώ εδώ θέτω τα όρια μου. Με πτώματα και μαύρη μαγεία και νεκρομαντεία και δαίμονες δεν ασχολούμαι. Είναι η αμετάκλητη απόφαση μου," δηλώνω μεγαλόφωνα και μπαίνω με τσαμπουκά στην κουζίνα των Σαλίμ. "Πάει και τελείωσε, και ω, να σου γαμ..."
Αυτή είναι η δεύτερη πιο σοφή απόφαση που παίρνω σήμερα, διότι αποφασίζω να το βουλώσω.
Παρόλα αυτά οι αντιδράσεις των γύρω μου μαρτυρούν ότι ίσως να είναι αργά ακόμα και για αυτό. Η θεία Βαντόμα με κοιτάζει με δυο μάτια τόσο έντρομα, τόσο γουρλωμένα που μοιάζουν με τις μεγάλες πιατέλες που έχει παρατήσει να μουλιάζουν στον νεροχύτη μας εδώ και εβδομάδες. Ο Λεάντερ στο πλευρό της δείχνει τόσο ταραγμένος που αντί να μασουλάει το αβοκάντο του, έχει αρχίσει να δαγκώνει το ίδιο του το χέρι και όσο για τον κύριο Μπέικερ... είναι εδώ!
"Σάστιπε," ψελλίζω μεμιάς και κάνω μια μικρή, άσταλη υπόκλιση. "Κύριε Μπέικερ."
Όμως, ο ιδιοκτήτης του κτιρίου που στεγάζει το Ψυχομαντείο για κοντά δυο δεκαετίες τώρα, μας έχει ήδη ανεχτεί αρκετά, και δεν δείχνει να έχει άλλο καιρό για τυπικότητες και αβρότητες. "Πτώματα και μαύρη μαγεία, ε, Βαντόμα;" γαβγίζει στη θεία μου.
"Πρόκειται για παρεξήγηση, καλέ μου κύριε Μπέικερ," προσπαθεί να τον κατευνάσει εκείνη.
"Ναι, παρεξήγηση," λέμε ο Λεάντερ κι εγώ με μια φωνή. "Παρεξήγηση."
"Αυτοί που έχουν παρεξηγήσει την κατάσταση είστε εσείς," συρίζει ο κύριος Μπέικερ. "Εάν νομίζετε ότι θα ανεχτώ να καταχράζεστε την περιουσία μου χωρίς να πληρώνετε ενοίκιο, νερό, ρεύμα, τηλέφωνο!" Είναι τόσο έξαλλος που που οι γωνίες του στόματος του αφρίζουν κάνοντας τον να μοιάζει με λυσσασμένο σκύλο. "Μου είχαν πει να μην μπλέξω με εσάς τους τσιγγάνους. Βρωμεροί λεχρίτες, καταραμένη φάρα. Ή φεύγετε τώρα ή καλώ την αστυνομία. Δρόμο!" φωνάζει. "Πάρτε δρόμο! Έξω από 'δω."
"Α, γεια άκου να σου πω!" εκρήγνυται τελικά και η θεία Βαντόμα, όταν καταλαβαίνει ότι με τα κανακέματα δεν θα μπορέσει να πάρει αυτό που θέλει. "Έχεις ιδέα με ποιους έχει μπλέξει; Τι μπορούμε να σου κάνουμε; Η μαγεία κυλάει στο αίμα μας, κύριε. Λίγο από αυτό το βοτάνι," αρπάζει το μπρίκι με το χαμομήλι που έβρασε προχτές και το κουνάει στον αέρα σαν δαμόκλειο σπάθη. "Και το πουλί σου θα γίνει μαλακό σαν παραβρασμένη παπαρδέλα! Και δεν θα υπάρχει επιστροφή!"
"Για εσένα δεν υπάρχει επιστροφή, Βαντόμα." γαβγίζει ο κύριος Μπέικερ. "Για εσένα και το σινάφι σου." Αρπάζει την θεία και τον ξάδερφο μου και αρχίζει να τους σέρνει από 'δω κι από 'κει μέσα από τους ακατάστατους διαδρόμους του Ψυχομαντείου. Τους ακολουθώ δύσπιστα, αν και είναι σαφές ότι ο κύριος Μπέικερ έχει βάλει πλώρη για την έξοδο. Μας πετάει έξω!
Η θεία μου χτυπιέται και ωρύεται και προβάρει σθεναρή αντίσταση, ενώ την ίδια στιγμή ο ξάδερφος μου αρπάζει κάθε αντικείμενο αξίας που συναντά στο διάβα του. Ρούχα, βιβλία, ματζούνια, τράπουλες. Είναι προφανές ότι ο κύριος Μπέικερ μας απεχθάνεται τόσο πολύ που δεν θα μας επιτρέψει να πλησιάσουμε ξανά το Ψυχομαντείο. Το χάσαμε. Χάσαμε το σπίτι μας. Οι γκάτζε λένε ότι οι τσιγγάνοι είναι άνθρωποι δίχως ρίζες, δίχως πατρίδα. Για πάντα καταδικασμένοι να περιπλανούνται σε μια ξένη γη, μα ανάξιοι να ανήκουν κάπου. Και εμείς; Τι θα απογίνουμε εμείς; Οι γκάτζε λένε, επίσης, ότι σπίτι είναι εκεί όπου είναι η καρδιά. Και εγώ ξέρω πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η καρδιά μου, η μικρή, ραγισμένη, ελαττωματική καρδιά μου θα χτυπάει για πάντα στο Ψυχομαντείο. Κοντά σε... εκείνη.
Εκείνη που δεν μπορώ να αφήσω πίσω.
Την μητέρα μου.
"Δεν το αντέχω αυτό. Δεν αντέχω να το κάνω..." ασθμαίνω, τα πόδια μου δεν με κρατάνε άλλο. Γέρνω πάνω στον έναν τοίχο του διαδρόμου και στηρίζομαι εκεί για να μην καταρρεύσω. Από την άλλη μεριά το πορτρέτο της σκουρόχρωμης γυναίκας μου ανταποδίδει το βλέμμα επιτιμητικά. Κοίτα πώς τα 'κανες, μοιάζει να λέει. Τα διέλυσες όλα.
"Συγγνώμη," κλαψουρίζω εντελώς παράλογα, αφού δεν υπάρχει κανείς τριγύρω για να με ακούσει. "Συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη." Ο κύριος Μπέικερ, η θεία Βαντόμα και ο Λεάντερ έχουν πια μεταφερθεί σε ένα μακρινό μέρος του Ψυχομαντείου και η μόνη παρούσα τώρα είναι η γυναίκα στο πορτρέτο. Κάποιες φορές ισχυριζόμασταν ότι είναι η Τιτούμπα, η ινδιάνα μάγισσα από το Σάλεμ της Μασαχουσέτης, άλλες την μετονομάζαμε Μαρί Λαβό, βασίλισσα των βουντού. Έχει υπάρξει ως Κάθριν, και Βάντα, και Ανν, και Ιλουάζ, και Φιορεντίνα, και τώρα δεν θα είναι τίποτα. Ποτέ ξανά. Όπως εμείς. Όπως η μητέρα μου.
Μια ύποπτη κίνηση στο τέλος του διαδρόμου κάνει τις σκέψεις μου να διαλυθούν. Κάτι υπάρχει εκεί. Κάποια. Μια γυναίκα στέκεται στο σκοτάδι και με περιμένει. Ισιώνω την πλάτη μου και βάζω δύναμη στα πόδια μου για βεβαιωθώ ότι θα με κρατήσουν, όπως στρέφομαι προς το μέρος της. Είναι πράγματι εκεί; Νομίζω πως την βλέπω. Είναι μόλις και μετά βίας ευδιάκριτη. Ξεχωρίζει απλά και μόνο επειδή η ενέργεια που την αποτελεί είναι πιο βαθιά, πιο σκοτεινή, πιο ερεβώδης από τις θαμπες σκιές που την περικλύουν. Την έχω ξαναδεί. Την ξέρω. Με περιμένει κάθε πρωί να σηκωθώ από το κρεβάτι και με κοιτάζει να πέφτω για ύπνο τα βράδια. Καμιά φορά μπορώ να νιώσω τα δάχτυλα της, καμωμένα από σκούρο καπνό, να μπλέκονται στα μαλλιά μου όπως έκανε όταν ήταν ζωντανή. Μα τώρα πια δεν είναι. Με πλησιάζει με τα γυμνά, ταλαιπωρημένα της πέλματα να ίπτανται ελάχιστα πάνω από τις σανίδες του πατώματος. Ο μακρύς ποδόγυρος της φούστας της ανεμίζει γύρω της σαν τα φτερά ενός κορακιού. Της ανταποδίδω το βλέμμα. Είναι κάτι που αποφεύγω να κάνω όλη μου την ζωή. Επειδή είμαι δειλή, επειδή φοβάμαι. Δεν ήθελα να παραδεχτώ ότι είναι εκείνη, δεν ήθελα να το ξέρω. Κι έτσι εθελοτυφλούσα. Όμως τώρα που ο χρόνος μου μαζί της τελειώνει, νιώθω ότι δεν έχω επιλογή. Πρέπει να την δω. Για μια τελευταία φορά.
Είναι όπως την θυμάμαι στις αναμνήσεις μου, όπως την έχω ακόμα στους εφιάλτες μου. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της πέφτουν σε κύματα και χύνονται παντού γύρω της. Τα σπρώχνει στην άκρη αποκαλύπτοντας τον λαιμό της που είναι ακόμη τσακισμένος σε μια αποκρουστική γωνία έτσι που τα κόκαλα της σπονδυλικής της στήλης πιέζουν το δέρμα στο πλάι σαν να προσπαθούν να το σκίσουν και να βγουν έξω. Το πρόσωπο της ήταν όμορφο κάποτε. Τώρα τα μάτια της είναι κατάμαυρα σαν τούνελ προς την άβυσσο. Η έκφραση της είναι μόνιμα διαστρεβλωμένη σε μια μάσκα οδύνης σαν τον πίνακα η κραυγή του Έντβαρτ Μονκ.
Είναι τρομακτική, αλλά είναι η μητέρα μου. Και δεν μπορώ να το αρνούμαι πια. "Συγγνώμη, μανούλα," κλαίω και γίνομαι πάλι εννιά χρονών, και είμαι στο αναγνωστήριο, και ολόκληρος ο κόσμος μου διαλύεται.
Η Εθελίντα Σαλίμ σκύβει από πάνω μου, σηκώνει το χέρι της στον αέρα ανάμεσα μας και αγγίζει τρυφερά το μάγουλό μου με την αναστροφή της παλάμης της. Είναι ανεπαίσθητο σαν το φύσημα του αέρα ή το θρόισμα των φύλλων το φθινόπωρο. Αλλά είναι εκεί. Η αγάπη μιας μητέρας.
Και μετά δεν είναι.
"Προχώρα!" αλυχτάει ο κύριος Μπέικερ. Αρπάζει το χέρι μου και δεν το αφήνει παρά μόνο όταν φτάνει στο κατώφλι του Ψυχομαντείου. Τα χοντρά του δάχτυλα ανοίγουν απότομα και με πετάνε σε μια λακκούβα γεμάτη λάσπη στο έδαφος.
Προσγειώνομαι άτσαλα ανάμεσα σε καφετιά υγρά, χώματα και χαλίκια. Αλλά αυτό είναι το μικρότερο από τα προβλήματα μου. Η πόρτα του Ψυχομαντείου έχει κλείσει για όλους μας, κρατώντας την Εθελίντα Σαλίμ δέσμια της. Δεν είναι δική μου πια και η συνειδητοποίηση ότι μόλις την έχασα για δεύτερη φορά είναι ασύλληπτα επώδυνη. Η μητέρα μου είναι ένα από τα πλάσματα στο σκοτάδι. Θα μπορούσα να την έχω ελευθερώσει και δεν το έκανα. Μονάχα απέστρεφα το βλέμμα και της γύριζα την πλάτη. Γιατί φοβόμουν. Γιατί φοβάμαι. Τι ανόητη, τι ανίκανη, τι ποταπή που νιώθω!
Συστρέφομαι μέσα στις λάσπες, προσπαθώντας να ανακτήσω τον έλεγχο του πονεμένου μου σώματος και να σηκωθώ, αν και μάλλον βρίσκομαι εκεί όπου ανήκω. Στο χώμα. Εκεί που συχνάζουν τα γουρούνια, τα χαμερπή σκουλήκια και οι νεκροί.
Δυνατά χέρια τυλίγονται γύρω μου, με σηκώνουν όρθια και με στηρίζουν στα πόδια μου. Στέκομαι για μια βουβή στιγμή και αντικρίζω τον ξάδερφο μου. Χαμογελάει.
"Ρίξε ένα χαμόγελο, Σιλ," λέει. "Ποιος θέλει να μένει σε αυτό το αχούρι;"
"Να σου θυμίσω," βογκάω. "Ότι χωρίς το αχούρι δεν έχουμε ούτε κεραμίδι να βάλουμε πάνω απ' το κεφάλι μας;"
"Ω," λέει αστράφτοντας μου ένα από τα γνωστά σαρδόνια χαμόγελα του. "Κι όμως έχουμε."
"Τι; Τι πάει να πει αυτό; Και γιατί έχεις αυτή την σκατόφατσα;"
Μου κάνει νόημα να κοιτάξω λίγο παρακάτω. Ακολουθώ το βλέμμα του και βρίσκω την θεία Βαντόμα και τον Μάλκολκ Σω να δίνουν τα χέρια μπροστά από μια πολυτελή, κατάμαυρη Σεβρολέτ του περασμένου αιώνα. Η χειραψία είναι ζωηρή, εγκάρδια και κρατάει πολύ περισσότερο από ότι θα ήθελα. Σε τι συμφώνησαν μόλις τώρα;
"Λεάντερ," λέω και σφίγγω τόσο πολύ το σαγόνι μου που νιώθω ότι από στιγμή σε στιγμή θα συνθλίψω τα δόντια μου. "Πες μου ότι αυτό που βλέπω δεν σημαίνει αυτό που νομίζω ότι σημαίνει."
Μου κλείνει το μάτι, περνάει το μπράτσο του γύρω από τους ώμους μου και με κατευθύνει προς την Σεβρολέτ. Και την μελλοθάνατη θεία μου. Γιατί θα την σκοτώσω. Αυτό είναι σίγουρο. "Μείνε αν-ήσυχη, ξαδέρφη," λέει ο Λεάντερ.
Και ναι, ανησυχώ.
Στα αλήθεια ανησυχώ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top