Σιλένα {3}

ΤΩΡΑ

Δέκα χρόνια αργότερα, και χρειάζεται ακόμη να κουνάω το κεφάλι μου για να διώξω τις ζοφερές αναμνήσεις όποτε περνάω έξω από την πόρτα του αναγνωστηρίου. Όπως τώρα. Η μητέρα μου δεν βρίσκεται πια εκεί, όμως όλα τα άλλα παραμένουν. Τα βιβλία της, τα βότανα της, το τραπέζι επίκλησης με τα λιωμένα μαύρα κεριά ολόγυρα. Αν άναβα έστω κι ένα θα αναζωπύρωνα μνήμες ικανές να κάψουν το μυαλό μου και να κάνουν την συνείδηση μου στάχτη. Δεν το αντέχω κι έτσι δεν πλησιάζω πια αυτή την σκοτεινή γωνία του σπιτιού, αυτή την μακάβρια πλευρά της ιστορίας μας. Είναι μια νοητά απαγορευμένη ζώνη. 

Αποστρέφω το βλέμμα μου και κοιτάζω οπουδήποτε αλλού. 

Εκτός από εκεί.

Η θεία Βαντόμα έχει βάλει τα δυνατά της για να κάνει το Ψυχομαντείο έναν χώρο που θα διαλαλεί σε κάθε εισελθόντα ότι εδώ μέσα θα γνωρίσει ατμοσφαιρικότητα, μυστήριο, και μπόλικη τσιγγάνικη μαγεία. 

Στους τοίχους κρέμονται τα πορτρέτα των δήθεν περασμένων μέντιουμ της γενεαλογίας των Σαλίμ, και τα άγρυπνα μάτια τους κοιτάζουν με άτεγκτο ύφος μέσα από τον καμβά. Ένα πλαστικό τραπέζι κήπου που έκλεψε ο Λεάντερ από την πίσω αυλή ενός γείτονα εξυπηρετεί ως το νέο κέντρο ανάγνωσης κάτω από ένα χιλιομπαλωμένο μαύρο τραπεζομάντηλο. Παράλληλα, δύο δίδυμες πολυθρόνες που προορίζονται για τους επισκέπτες είναι θαμμένες εδώ και μήνες κάτω από σωρούς από φανταχτερά ρούχα και φουλάρια με φτερά της θείας Βαντόμα. 

Στο πάτωμα στοίβες από βιβλία κάθε είδους προσδίδουν μια απατηλή αίσθηση παντογνωσίας και σχηματίζουν πυραμίδες που πρέπει να προσπεράσεις με προσοχή για να μην φας τα μούτρα σου. Ανάμεσά τους υπάρχουν διάσπαρτα κουτιά με κλοπιμαία μικρής αξίας που είχε τσεπώσει ο Λεάντερ και σκοπεύει να τα πουλήσει, ή ντάνες από ματζούνια και προχειροφτιαγμένα γιατροσόφια που θα πρέπει να σπρώξω εγώ σε όποιον είναι αρκετά αφελής ώστε να τα αγοράσει για μια μικρή περιουσία. 

Δεν είμαι και τόσο σίγουρη ότι ο χώρος μας εκπέμπει την τσιγγάνικη μαγεία στην οποία αποσκοπεί η θεία Βαντόμα, πάντως κάτι εκπέμπει. Ίσως μια ιδέα από το κλουβί με τις τρελές;

Πάνω που σκέφτομαι περί τρέλας, ακούω μια κουβέντα μεταξύ της θείας Βαντόμα και του Λεάντερ που ξετρυπώνει μέσα από μια ρωγμή εκεί όπου έχει σαπίσει ο τοίχος της κουζίνας. 

Αα, λέω από μέσα μου, κατά φωνή οι τρελές, και κατευθύνομαι προς τα εκεί.

Σηκώνω το χέρι μου και παραμερίζω μια κουρτίνα από πολύχρωμες χάντρες για να μπω. Στην κουζίνα επικρατεί το γνώριμο χάος που είναι σήμα κατατεθέν ολόκληρου του Ψυχομαντείου, καθώς επίσης και της ιδιοκτήτριας του. Η Βαντόμα Σαλίμ Άιρες Έβανς Χουάνγκ Γουίλσον Τσακραμπάτι είναι πολλά πράγματα, αλλά όχι μια καλή νοικοκυρά.

Για λίγο την παρακολουθώ να σπέρνει το χάος καθώς πηγαινοέρχεται θορυβωδώς γύρω από τους ξύλινους πάγκους της κουζίνας, μετακινώντας πράγματα, παρατώντας χρησιμοποιημένα σκεύη στον ήδη ξέχειλο νεροχύτη, αφήνοντας λερωμένα αποτυπώματα σε όλα τα ντουλάπια και τα συρτάρια που κρέμονται μισάνοιχτα, και πασπαλίζοντας κάθε επιφάνεια που έχει την αυθάδεια να βρεθεί στο διάβα της με έναν νερουλό χυλό για τηγανίτες. Μυρίζει μπαγιάτικο αλεύρι, κανέλα, λάδι και μέλι.

"Ω, ντόρντι!" λέει πρόσχαρα όταν με βλέπει. "Σηκώθηκες! Ωραία. Δωσ' μου την κουτάλα από το ράφι πίσω σου. Άντε, μην το αργείς και θα μου κόψει ο χυλός."

"Λάτσι ντίρι ντάιβς," ανταπαντώ, καλή μέρα και σε σένα. Καταπίνω ένα νυσταλέο χασμουρητό και της δίνω το εργαλείο καταστροφής που ζήτησε. Κάποιος άλλο θα το έλεγε εργαλείο μαγειρικής, αλλά στα χέρια της θείας μου θα εκτελέσει έναν σαφώς πιο ολέθριο σκοπό.

Εξακολουθώ να την κοιτάζω, ανίκανη να πάρω το βλέμμα μου από πάνω της. Το να βλέπεις την θεία Βαντόμα να πασχίζει να ενστερνιστεί τον ρόλο της μαγείρισσας, της λαντζέρισσας, της καθαρίστριας ή οποιουδήποτε άλλο πεζού, θνητού, κοινότυπου πράγματος είναι απίστευτα αστείο. Από αυτά τα αστεία που δεν παλιώνουν ποτέ.

Δεν είναι φτιαγμένη για τέτοια. Είναι μια γυναίκα που κάνει εύκολα εντύπωση, αν και μάλλον αυτός είναι ο σκοπός της. Η θεία μου είναι show woman, αυτό είναι. Δεν θέλει να περνάει απαρατήρητη, και έτσι τα πάντα πάνω της από το έντονο μακιγιάζ της έως την εκκεντρική της αμφίεση μοιάζουν να απαιτούν: Πρόσεξέ με, πρόσεξέ με! Είναι κοντή και τροφαντή, και οι άπειρες χάντρες, τα βολάν, οι γούνες και τα φουλάρια που ανεμίζουν συνήθως γύρω της την κάνουν να μοιάζει με χταπόδι. 

Η θεία Βαντόμα είχε πάντοτε μια ροπή προς την υπερβολή, αλλά από τότε που χάσαμε την μητέρα μου και αναγκάστηκε να στηρίζει το Ψυχομαντείο μόνη της, το πράγμα παράγινε. Υποθέτω ότι αυτός ήταν ο τρόπος της θείας μου προκειμένου να θαμπώνει τους πελάτες της και να αντισταθμίζει το γεγονός ότι οι δικές της μεταφυσικές ικανότητες είναι, εε, λοιπόν, για τα μπάζα.

Παίρνω την θέση μου στο παμπάλαιο τραπέζι της κουζίνας και αυτό τραμπαλίζεται επικίνδυνα. Είναι ετοιμόρροπο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αλλά η εύθραυστη κατασκευή ειλικρινά δοκιμάζεται όσο η θεία Βαντόμα το φορτώνει με τα συμπράγκαλα της, σερβίτσια, δοχεία, πιατέλες, μπολ, μαγειρικά σκεύη, ανομοιόμορφα μαχαιροπίρουνα και βαριά κατσαρολικά με ξεραμένους λεκέδες που έχουν κολλήσει εκεί από προ-αμνημονεύτων χρόνων.

"Σάστιπε, ντόρντι," λέει ο Λεάντερ από την άλλη πλευρά του τραπεζιού. Σάστιπε σημαίνει γεια σου στην γλώσσα μας, τη γλώσσα των τσιγγάνων.

"Σάστιπε, τσάβι," λέω με την σειρά μου. Γεια σου, μικρέ. Είναι οι χαϊδευτικές προσφωνήσεις της θείας για εμάς, οι λίγες λέξεις που έχει καταφέρει να μας διδάξει. Είναι η μικρή κληρονομιά των προγόνων μας. Συνοδεύεται από την κατακραυγή της υπόλοιπης κοινωνίας, των ρατσιστικών στερεοτύπων, των δεισιδαιμονιών που αντιμετωπίζουμε κάθε μέρα, και αα, ναι, παραλίγο να το ξεχάσω, της κατάρας να έχεις προσωπικά κονέ με τους νεκροζώντανους. Αυτό το τελευταίο το κληροδότησε η Εθελίντα Σαλίμ σε εμένα και είναι μια μικρή παρηγοριά να ξέρω ότι τα άτομα που αγαπώ, ο Λεάντερ και η θεία Βαντόμα δεν μαστίζονται από αυτό το πρόβλημα.

Το θεωρούν χάρισμα, θείο δώρο.

Δεν έχουν ιδέα πόσο λάθος κάνουν.

Το θετικό είναι πως δείχνουν επιείκεια όταν τους λέω ότι δεν έχω καμία διάθεση να ακολουθήσω το μονοπάτι της μητέρας μου και να βρω τον ίδιο μαρτυρικό, βασανιστικό θάνατο με εκείνη. Οι νεκροί δεν είναι για εμένα, τους το έχω ξεκαθαρίσει. Μα σκέψου πόσοι θα μας τα έσκαγαν χοντρά για λίγο μπίρι μπίρι με τις χαμένες ψυχές των αγαπημένων τους που τα κακάρωσαν, πρότεινε η θεία μου στις αρχές. Μα φαντάσου πόσο γαμάτο θα είναι να καλέσεις έναν δαίμονα της κόλασης και να τον κάνει την σκύλα σου, υπέδειξε ο ξάδερφος μου με την σειρά του.

Όχι.

Όχι.

Όχι.

Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι. Χρειάστηκε να το πω ξανά και ξανά, αλλά κάπου γύρω στην άρνηση 8.943.285 το εμπέδωσαν. Έκτοτε το Ψυχομαντείο έγινε η προσωπική μας σκηνή όπου δίνουμε μια νέα παράσταση για κάθε πελάτη. Δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο ή απαιτητικό. Όσοι έρχονται σε εμάς για βοήθεια έχουν ήδη πάει παντού αλλού, μα δεν την βρήκαν. Είναι οι απελπισμένοι, τα κορόιδα, τα θύματα. Είναι εκείνοι που θέλουν να πιστέψουν πάσει θυσία. Ζητάνε να βρουν κάτι για να κρατηθούν. Ένα απάγκιο.

Και εμείς τους το προσφέρουμε.

Με το αζημίωτο, φυσικά.

Να τους λέτε αυτό που θέλουν να ακούσουν, μας έχει νουθετήσει η θεία Βαντόμα. Το λέει τόσο πολύ και τόσο συχνά που έχει γίνει το προσωπικό της μότο. Είναι κάτι που εφαρμόζει και η ίδια στις συνεδρίες της με μεγάλη ευλάβεια. Εάν έρθεις στο Ψυχομαντείο της μαντάμ Βαντόμα για να διαβάσει την μοίρα σου στην παλάμη του χεριού σου, θα σου πει ότι παλαβομάρα της κατέβει στο κεφάλι και θα σε κάνει να την πιστέψεις. Κι ας μην έχει ιδέα τι τσαμπουνάει. Η θεία μου όχι μόνο δεν μπορεί να δει το μέλλον, αλλά δεν μπορεί καν να προβλέψει πόσο χρόνο πρέπει να αφήσει τις τηγανίτες της να τσουρουφλίζονται στο καυτό λάδι προτού γίνουν σκληρές σαν λάστιχα τετραξονικού.

"Φάτε, φάτε," μας παρακινεί, τυλίγοντας μια γιρλάντα από πράσινα πούπουλα γύρω από τον παχουλό λαιμό και το προγούλι της. "Πριν κρυώσουν."

"Σαν καλός ξάδερφος," αρχίζει να λέει ο Λεάντερ με ύφος χιλίων καρδιναλίων και είμαι βέβαιη ότι ετοιμάζεται να πει κάποια μπαρούφα. "Που παρέχει στην μικρή, ορφανή ξαδέρφη του, είμαι πρόθυμος να θυσιάσω αυτό το γεύμα και να το παραχωρήσω στην ντόρντι." Με μια απαξιωτική κίνηση των δακτύλων του σπρώχνει το πιάτο με τις λιγδιασμένα τηγανίτες μπροστά μου. Το στομάχι μου σφίγγεται.

"Ω, τσάβι," νιαουρίζω και του χώνω μια κλωτσιά στο καλάμι κάτω από το τραπέζι. "Δεν ήταν ανάγκη αλήθεια."

"Το ξέρω," αποκρίνεται με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. "Μα ήθελα να το κάνω. Δες το σαν μια χειρονομία ανωτερότητας."

"Τι ξέρεις εσύ από ανωτερότητα;" λέω στραβομουτσουνιάζοντας. "Βρήκες την λέξη σε κανένα λεξικό;" Κάνω να του ρίξω άλλη μια κλωτσιά, όμως είναι πιο έξυπνος από αυτό. Έχει ήδη μετακινήσει το πόδι του και έτσι το δικό μου βρίσκει στο τραπέζι και σχεδόν το αναποδογυρίζει. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου για να μην βρίσω δυνατά. Νομίζω ότι ράγισα το μικρό μου δαχτυλάκι.

"Ω, έλεος πια!" διαμαρτύρεται η θεία Βαντόμα. "Αχάριστοι και οι δυο σας. Φερ'το εδώ. Θα το κουμαντάρω μόνη μου." Προτού προλάβω να κάνω το οτιδήποτε, αρπάζει το πιάτο από το τραπέζι και χώνει μια κακοσχηματισμένη τηγανίτα στο στόμα της. Ξινίζει τα μούτρα, αλλά είναι πεισματάρα και δεν μας επιτρέπει να της προσάπτουμε το παραμικρό. Ούτε καν για την μαγειρική της. Τρώει άλλη μια και σχεδόν αναγουλιάζει.

Ο Λεάντερ σηκώνεται από το τραπέζι και της προσφέρει την θέση του. Ίσως υποπτεύεται ότι στην τρίτη τηγανίτα η ξεροκέφαλη μητέρα του θα σωριαστεί κάτω, χάνοντας τις αισθήσεις της από την τροφική δηλητηρίαση. Ίσως απλά δεν θέλει να παραμείνει σε αυτόν τον ασφυκτικά μικρό χώρο που βρωμοκοπάει σκόνη, πολυκαιρισμένα αποφάγια, πικάντικα μπαχαρικά και καμένο λάδι. Δεν τον αδικώ.

Ο ξάδερφος μου κινείται προς την έξοδο και προτού την διαβεί απλώνει το χέρι του και αρπάζει ένα λαχταριστό αβοκάντο από το καλάθι των φρούτων. Δεν είναι να απορεί κανείς που ο Λεάντερ Σαλίμ λάμπει ολόκληρος. Κάνει μακράν τις υγιεινότερες επιλογές από τους τρεις μας και αυτό φαίνεται. Είναι ψηλός, λεπτός, ευθυτενής. Στο όμορφο πρόσωπό του υπάρχει ένα ζευγάρι από γεμάτα χείλη, και ψηλά ζυγωματικά, μια μακριά μύτη με μια ελαφριά καμπύλη στην ράχη της και δυο σπινθηροβόλα πράσινα μάτια. Τα μαλλιά του είναι ένας πλούσιος θύσανος από καστανόμαυρες μπούκλες και το δέρμα του λείο στην ζεστή απόχρωση της μόκας. Ώρες ώρες μοιάζει σαν να ακτινοβολεί από μέσα.

Αναρωτιέμαι συχνά εάν θα το έκανε και το δικό μου δέρμα αυτό εάν ακολουθούσα τις διατροφικές του συνήθειες, τα tutorial γιόγκας που παρακολουθεί στο Youtube ή το άψογα οργανωμένο πρόγραμμα ύπνου του. Εντούτοις, δεν κάνω τίποτα από όλα αυτά. Απλά ανασύρω το φλασκί που έχω μόνιμα στριμωγμένο στην τσέπη μου και κατεβάζω μια γερή γουλιά αλκοόλ. Κατακαίει τα σωθικά μου, αλλά είναι ότι χρειάζομαι για να ξυπνήσω.

Αυτό δεν περνάει απαρατήρητο από την θεία Βαντόμα. Με κοιτάζει εξεταστικά με τα μαύρα φρύδια της να παίρνουν την ανιούσα. "Πάλι;" λέει με εμφανή αποδοκιμασία.

"Τι;" κάνω αθώα. "Είναι πρωί. Χρειάζομαι πρωινό."

"Το ρούμι δεν είναι πρωινό, ντόρντι."

"Γάλα έχει, το ορκίζομαι." Φιλάω σταυρό, αλλά δεν φαίνεται να την πείθω.

"Ζέχνει," λέει κατηγορηματικά και σουφρώνει τα ρουθούνια της.

Ε, λοιπόν, το ίδιο και οι τηγανίτες σου, σκέφτομαι σε απάντηση, αλλά δεν το λέω. 

Το κρατάω για εμένα. 

Είναι πολλά αυτά που κρατάω για εμένα.

Όπως το πλάσμα στη γωνία. 

Με ακολούθησε ως εδώ και τώρα το βλέπω να κινείται αργά στην άκρη της όρασης μου. Δεν ξέρω τι περιμένει από εμένα, όμως ότι κι αν είναι δεν θα το πάρει σύντομα. Είναι αγχωτικό να μην ξέρω τι θέλει, αλλά φοβάμαι ακόμα περισσότερο να μάθω. Έχω αναρωτηθεί, φυσικά, ποιος ή τι ήταν τότε που είχε ακόμη αίμα, σάρκα και κόκαλα, αλλά τα ενδεχόμενα είναι πολλά. Και υπάρχει ένα που επικρατεί στο νου μου, αλλά δεν αντέχω να σκέφτομαι. Οπότε το αγνοώ.

Συνειδητοποιώ ότι έχω χαθεί ξανά κάπου στις σκέψεις μου, όταν ακούω την θεία Βαντόμα να ζητάει τη γνώμη μου, και δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάει.

"Ο-ορίστε;" λέω αφηρημένα.

"Θα το κάνεις;" επαναλαμβάνει. "Τι λες; Δεν θέλω να σε φέρω σε δύσκολη θέση, ντόρντι, και δεν θα στο ζητούσα εάν δεν έκρινα πως το 'χουμε ανάγκη, αλλά να, ο κύριος Μπέικερ με τριβελίζει όλη την ώρα και απειλεί να μας διώξει από μέρα σε μέρα, ο αχρείος. Τέσσερα ενοίκια του χρωστάμε μόνο, δεν είναι δα και τόσο τρομερό, αλλά θα μας δημιουργήσει πρόβλημα. Θα το δεις."

"Τέσσερα ενοίκια;" λέω προσπαθώντας να πιαστώ από τις λέξεις της για να εξάγω κάποιο υποτυπώδες νόημα. "Στον Λεάντερ είπες ότι είναι έξι χθες."

"Άλλο είναι τώρα το θέμα,¨ λέει προσπερνώντας το. "Κάτι πρέπει να κάνουμε για να τα μπαλώσουμε. Πρέπει να προσελκύσουμε νέους πελάτες. Ματσωμένους. Τύπους με λεφτά. Πρέπει να βρούμε χρήματα για να πληρώσουμε τον κύριο Μπέικερ προτού μας πετάξει στον δρόμο. Και σε αυτό, ντόρντι, χρειάζομαι την βοήθεια σου." Απλώνει τα χέρια της πάνω από το τραπέζι και πιάνει τα δικά μου. "Σε παρακαλώ."

Ξαφνικά, νιώθω να καταλαβαίνω που το πηγαίνει και το στομάχι μου αρχίζει να ανακατεύεται σαν κάδος πλυντηρίου. Είναι μια ζαλάδα που δεν έχει καμία σχέση με την έλλειψη φαγητού ή με την ύπαρξη του αλκοόλ στο αίμα μου.

"Μην το πεις," την προειδοποιώ. Τραβάω τα χέρια μου από τα δικά της και φέρνω το φλασκί ξανά στα χείλη μου. "Δεν μπορείς να μου το ζητάς αυτό. Όχι πάλι. Όχι μετά από ότι έγινε."

"Μια-δυο συνεδρίες μόνο. Ολιγόλεπτες. Αληθινές, όχι απάτη. Τα κόλπα ξεγελάνε τους ίδιους και τους ίδιους. Δώσε τους κάτι ακράδαντο, κάτι εξωκοσμικό. Θα έκαναν μεγάλο σούσουρο, όπως παλιά, όταν η Έθελ έφερνε κόσμο από κάθε γωνιά της Αγγλίας, όταν εκείνη..."

"Όταν εκείνη τι;" την κόβω αναστατωμένη. "Όταν φέρθηκε τόσο επιπόλαια, τόσο απρόσεκτα που μας έξεθεσε όλους σε κίνδυνο; Όταν με εγκατέλειψε;"

"Η μητέρα σου δεν σε εγκατέλειψε, Σιλένα. Ήμουν εκεί. Το είδα. Δεν σε άφησε ποτέ, όχι όσο περνούσε από το χέρι της. Μην την απαρνιέσαι. Είναι κομμάτι σου. Χρησιμοποίησε το χάρισμα σου που σου έδωσε, χρησιμοποίησε αυτή την μοναδική δύναμη που σου δόθηκε. Μπορεί να μας σώσει."

"Εκείνη δεν την έσωσε πάντως," αντιμιλώ και προτού προλάβω να αναλογιστώ τι ξεστομίζω, προσθέτω: "Ούτε κι εσύ το έκανες."

Την ακούω να παίρνει μια κοφτή ανάσα και ξέρω ότι την πλήγωσα. Δεν το ήθελα, όχι πραγματικά. Φταίει που έχω τόση οργή μέσα μου, τόσο πόνο. Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν εννέα χρονών, και πίσω της άφησε ένα αγεφύρωτο κενό και μια στρατιά από φαντάσματα που στοιχειώνουν τον κόσμο μου. Δεν μπορώ να τα οδηγήσω προς την ελευθερία που γυρεύουν κι έτσι νιώθω ότι γαντζώνονται πάνω μου σαν βαρίδια που με τραβάνε κάτω, κάτω, κάτω. Όλο και πιο βαθιά μέσα στον βούρκο της αυτολύπησης. Είναι το είδος του πόνου που δεν σ' αφήνει να συγκεντρωθείς σε τίποτα, το μόνο που σκέφτεσαι είναι πώς να τον σταματήσεις. 

Το ρούμι βοηθάει. Τις περισσότερες φορές. 

Η περισταστιακή πίεση από την θεία Βαντόμα δεν βοηθάει. Καμία φορά.

"Τέλος πάντων," μουγκρίζω και σηκώνομαι από το τραπέζι για να της δείξω ότι το ζήτημα θεωρείται λήξαν. "Κάποια πράγματα ανήκουν στο παρελθόν. Και είναι καλό να τα αφήνουμε εκεί."

"Όχι, ντόρντι," λέει εκείνη. "Κάποια πράγματα δεν ανήκουν στο παρελθόν. Είναι δικά μας και μας ανήκουν. Για πάντα."

Την κοιτάζω αποσβολωμένη, ανίκανη να βρω κάτι για να την αντικρούσω, ώσπου... 

"Κάποιος είναι εδώ." Ο Λεάντερ χώνει το μελαμψό κεφάλι του ανάμεσα απ' τις πολύχρωμες χάντρες της κουρτίνας και διακόπτει τον διαγωνισμό αγριοκοιτάγματος ανάμεσα στη θεία Βαντόμα και εμένα.

"Ποιος;" ρωτάει άκεφα εκείνη, δίχως να πάρει το βλέμμα της από το δικό μου.

Ο Λεάντερ ανασηκώνει τους ώμους του με πασιφανή αδιαφορία. Στριφογυρίζει το αβοκάντο στα επιδέξια δάχτυλα του και το πετάει στον αέρα σαν ζογκλέρ. "Είναι ένας γκάτζε," λέει χρησιμοποιώντας την λέξη που σημαίνει ότι ο επισκέπτης δεν είναι δικός μας. Δεν είναι τσιγγάνος. "Ξένος είναι. Δεν μου είπε τ' όνομα του."

"Τι θέλει;" ρωτάω βαρύθυμα.

"Ζητάει να σε δει."

"Εμένα;"

"Εσύ δεν είσαι η ξακουστή νεκρομάντισσα του Νόργουιτς;"

Είμαι; Υποθέτω πως ναι. "Α, έκτακτα," γκρινιάζω με ύφος παραίτησης.

Τους νεκρούς μπορώ να τους αντιμετωπίσω αρκετά καλά. Εάν προσποιηθώ ότι δεν είναι εδώ μετά από λίγο εγκαταλείπουν την προσπάθεια να κάνουν αισθητή την παρουσία τους και με αφήνουν ήσυχη. Έστω και για λίγο. Με τους ζωντανούς, όμως, έχω πραγματικό πρόβλημα. Αυτούς δεν μπορώ να τους αγνοήσω το ίδιο αποτελεσματικά. 

Ιδίως όταν η θεία Βαντόμα με κατακεραυνώνει με αυτό της το βλέμμα που μου επιτάσσει να κάνω το καθήκον μου. 

Ή να προσποιηθώ ότι το κάνω.

"Διάολε," βλαστημάω. "Άντε πάλι τα ίδια."

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top