ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ
Το λιμάνι μοιάζει μικρό και αφιλόξενο, παρά τις δεκάδες πλοία και ιδιωτικά σκάφη που είναι δεμένα στους κάβους του. Αυτό το λιλιπούτειο νησί, αυτό που γοητεύει τόσο τους ταξιδιώτες κάθε καλοκαίρι, για μένα κάποτε ήταν η φυλακή μου. Κοιτάζω γύρω μου τα όμορφα χρώματα που άπλωσε το δειλινό στον ουρανό, την ηρεμία της θάλασσας και τους ανθρώπους που νωχελικά μαζεύουν τις πετσέτες τους και φεύγουν από την παραλία. Άλλοι πάλι, παραμένουν να απολαύσουν ένα βραδινό μπανάκι. Το Αγκίστρι είναι από τα ελάχιστα νησιά που τα νερά δίπλα ακριβώς στο λιμάνι είναι τόσο διαυγή και γαλαζοπράσινα. Δε νιώθω τίποτα. Κανέναν ενθουσιασμό που τόσα χρόνια μετά επιστρέφω στη γενέτειρά μου. Πόσα αλήθεια; Πάνω από είκοσι σίγουρα. Έχασα το μέτρημα, δε με ενδιέφερε εξάλλου, ήθελα μόνο να τα αφήσω όλα πίσω μου και να μην στρέψω καν ξανά το βλέμμα μου. Να όμως, που η ζωή τα έφερε έτσι κι είμαι απόψε πάλι εδώ. Τόσα χρόνια μετά κι η καρδιά μου όχι μόνο δεν μαλάκωσε, αντίθετα το μίσος επέστρεψε δριμύτερο, μόλις έμαθα πως είχε το θράσος αυτό το καλοκαίρι να το περάσει στο νησί. Δεν είχε τολμήσει να εμφανιστεί από τότε, κάποτε άκουσα πως είχε φύγει στο εξωτερικό, στην Αυστραλία και μετά τα ίχνη χάθηκαν και κανείς δεν ήξερε που βρισκόταν και τι έκανε. Μέχρι είκοσι μέρες πριν... Ξαφνικά, με αυτή τη σκέψη, νιώθω ένα ρίγος να διαπερνά την πλάτη μου και δεν είναι από τον ιδρώτα αυτή την ολόζεστη αυγουστιάτικη νύχτα. Αν δεν με είχε ειδοποιήσει η Ευγενία, που έπαθε κι εκείνη σοκ μόλις εμφανίστηκε μπροστά της, δεν θα μάθαινα ποτέ για την επιστροφή αυτή. Και μήπως θα ήταν καλύτερα έτσι; Από την ημέρα που το έμαθα, έχω χάσει τον ύπνο μου. Μου πήρε χρόνια να ξεπεράσω ότι μας είχε κάνει, μα τα κατάφερα και ζούσα μια έστω ήσυχη και σχετικά όμορφη ζωή. Τώρα μόνο μια λέξη έχει καρφωθεί στο μυαλό μου, η εκδίκηση. Έχει έρθει η ώρα να πληρώσει για όσα έκανε σε εμένα και την αδερφή μου, μας κατέστρεψε τη ζωή και τώρα θα χάσει τη δική του. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Κοιτάζω το μήνυμα στο κινητό μου, το έλαβα μόλις χτες από την Ευγενία «φτάνει το τέλος του μήνα, πρέπει να βιαστείς, δεν υπάρχει χρόνος». Στο τέλος του μήνα, στο τέλος του καλοκαιριού, θα φύγει και πάλι. Δε θα προλάβει. Τότε δείλιασα, μα τώρα θα τον σκοτώσω ακόμα κι αν είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω.
Χαμένη σε όλες αυτές τις σκέψεις, ούτε που κατάλαβα για πότε έδεσε το καράβι και αποβιβαστήκαμε. Τώρα περπατώ στα στενάκια που μεγάλωσα, κρατώ χαμηλά τα μάτια μου, κρύβω το πρόσωπό μου πίσω από το χείμαρρο των μαλλιών μου, δε θέλω κανέναν να δω, κανείς να με αναγνωρίσει, δεν θα αντέξω άλλο ένα κύμα οίκτου στο βλέμμα τους ή ακόμα χειρότερα, αποδοκιμασία που έφυγα κι άφησα πίσω την Ευγενία να το παλέψει όλο αυτό ολομόναχη. Όμως, δεν άντεχα να μείνω, δεν άντεχα λεπτό ακόμα. Ήμουν δειλή; Ίσως... Μα ο κόσμος μόνο να κρίνει ξέρει, μόνο να σχολιάζει μπορεί, χωρίς να έχει ιδέα τι περνάει ο άλλος. Αν δεν έφευγα, θα τους μισούσα όλους. Την Ευγενία, που για χάρη της μόνο θα έμενα, τη μάνα μου που μοιρολογούσε νύχτα μέρα, τον πατέρα μου που δεν τον σκότωσε και δε με άφησε να αναζητήσω δικαιοσύνη, τον εαυτό μου τον ίδιο. Ενώ τώρα, μισούσα μόνο εκείνον...
Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, η Ευγενία είναι ήδη εκεί και με περιμένει, με δάκρυα στα μάτια. Πέφτει στην αγκαλιά μου και κλαίει.
-Παλιοκόριτσο! Μου έλειψες τόσο πολύ!
Αφήνομαι στην αγκαλιά της, τη σφίγγω πάνω μου, κι εμένα μου έχει λείψει αφάνταστα. Από τότε που έφυγα, κάθε χρόνο έρχεται και μένει ένα μήνα μαζί μου, μα αυτό δεν είναι τίποτα. Κάποτε ήμασταν αχώριστες, δίδυμες αδερφές, σχεδόν ολόιδιες εξωτερικά, μα τόσο αλλιώτικες στο χαρακτήρα. Ήρεμη θάλασσα εκείνη, φωτιά μαινόμενη εγώ. Δε με χωρούσε ο τόπος, ήθελα να απλώσω τα φτερά μου ψηλά, τόσο ψηλά που να άγγιζα τον ήλιο. Τόσο ψηλά νόμιζα πως θα πετάξω, που τελικά κάηκα...
Ήταν καλοκαίρι του 1990, μόλις είχαμε κλείσει τα 17. Το νησί ήταν ακόμα παρθένο και το επέλεγαν μόνο οι ψαγμένοι και οι πλούσιοι. Ανάμεσά τους κι εκείνος. Πλουσιόπαιδο, γόνος μεγάλης εφοπλιστικής οικογένειας, είχε μόλις αποκτήσει μια βίλα στο νησί, δώρο του πατέρα του για την εισαγωγή του στην Ιατρική Αθηνών. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που τον είδα, στην παραλία. Είχαμε μαζευτεί καμιά δεκαριά λυκειόπαιδα, είχαμε ανάψει φωτιά και τραγουδούσαμε, ενώ δυο αγόρια έπαιζαν κιθάρα. Ήμουν μόνη, η Ευγενία δούλευε στην ταβέρνα του πατέρα μου. Έτσι περνούσαμε τα καλοκαίρια, μοιράζαμε τις βάρδιες, η μία το μεσημέρι κι η άλλη το βράδυ. Η μοναχική και ντροπαλή Ευγενία, προτιμούσε να έχει ελεύθερα τα πρωινά της, να χάνεται στις πιο απόμερες σπηλιές του νησιού με ένα βιβλίο στο χέρι. Εγώ πάλι, ήθελα να είμαι ελεύθερη τα βράδια, να βγαίνω, να χορεύω στην παραλία. Τα είχαμε βρει μεταξύ μας κι οι γονείς μας δεν είχαν αντίρρηση. Όταν το βλέμμα του έπεσε πάνω μου, ήταν φανερό πως με έτρωγε με τα μάτια. Ήξερα καλά ποιος ήταν, τα ακριβά του ρούχα πρόδιδαν την καταγωγή του κι άλλωστε είχε βουήξει ο τόπος, δεν αγόραζε κάθε μέρα σπίτι στο Αγκίστρι κάποιος τόσο πλούσιος. Άλλη στη θέση μου ίσως να είχε δειλιάσει, να είχε νιώσει άβολα, μα όχι εγώ. Ανταπόδωσα θαρρετά το βλέμμα και χαμογέλασα. Πήρε θάρρος, με πλησίασε κι η ανάσα μου πλημμύρισε από το άρωμά του. Όλο το βράδυ δεν έφυγε από δίπλα μου, το ξημέρωμα μας βρήκε αγκαλιασμένους, χωρίσαμε με ένα φιλί κι ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το βράδυ, ίδια ώρα, ίδιο μέρος. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, μια ερωτοχτυπημένη έφηβη! Όλο το καλοκαίρι σχεδόν, το περάσαμε παρέα. Είχα κλείσει τα αυτιά μου σε όλες τις προειδοποιήσεις της Ευγενίας πως πρέπει να φυλάγομαι, πως οι άντρες σαν κι αυτόν δεν μένουν με γυναίκες φτωχές σαν εμένα, μόνο τις γλεντάνε και φεύγουν. Αυτός ήταν διαφορετικός! Αυτός με αγαπούσε! Μου το είχε πει! Και γιατί παρακαλώ; Τι είχαν οι πλούσιες που δεν είχα εγώ, εκτός από χρήματα; Μέχρι ότι με ζήλευε την κατηγόρησα. Οι μέρες έγιναν εβδομάδες, τα φιλιά του πιο απαιτητικά, τα χέρια του ταξίδευαν στο κορμί μου, όμως κάτι μέσα μου δε με άφηνε να κάνω το μεγάλο βήμα και να γίνω δική του. «Γιατί δε θες να κάνουμε έρωτα;», με ρώτησε ένα βράδυ, αφού και πάλι τον είχα σταματήσει από το να με γδύσει. Δεν ήξερα πώς να το πω για να μην ακουστεί χαζό, αποφάσισα να το ξεφουρνίσω όπως και να έχει. «Δε γίνεται όσο είμαστε έτσι, καλέ μου. Πρέπει να με ζητήσεις πρώτα από τον πατέρα μου». Ούτε κατάλαβα για πότε πετάχτηκε πάνω και εγώ βρέθηκα από την αγκαλιά του ριγμένη στην άμμο. Πήγαινε πάνω κάτω πανικόβλητος και ούτε λίγο ούτε πολύ με κατηγόρησε πως προσπάθησα να τον τυλίξω, να του φάω τα χρήματά του και μου είπε πως ποτέ δε θα παντρευόταν μια γυναίκα σαν εμένα. Σηκώθηκα κι έφυγα κλαίγοντας, δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο ταπεινωμένη στη ζωή μου...ως εκείνη τη στιγμή έστω. Γύρισα σπίτι, η Ευγενία κοιμόταν, την ξύπνησα, της είπα πόσο δίκιο είχε και έμεινε ξάγρυπνη όλη νύχτα να με παρηγορεί. Από το ίδιο πρωί κιόλας, μάζεψα την περηφάνια μου και περπάτησα με το κεφάλι ψηλά. Άπειρες φορές, προσπάθησε να με πλησιάσει, αλλά τον αγνοούσα. Ακόμα κι όταν μου ζήτησε συγνώμη για όσα είπε και με παρακάλεσε να το πάρουμε από την αρχή, ήμουν σίγουρη από το βλέμμα του πως δεν το εννοούσε. Τον απέρριψα κι έφυγε πολύ θυμωμένος. Δυο μέρες αργότερα, θα βίωνα όσα ούτε στο χειρότερο εφιάλτη μου δε φανταζόμουν.
Η Ευγενία δεν είχε φανεί στο μαγαζί, είχε πάνω από δύο ώρες καθυστερήσει, αυτή που πάντα ερχόταν νωρίτερα. Πήγα από το σπίτι, μήπως την είχε πάρει ο ύπνος, άφαντη. Έψαξα στην παραλία, μήπως είχε ξεχαστεί διαβάζοντας, πουθενά πάλι. Καθώς έτρεχα αλαφιασμένη, τον είδα, πάνω στη μοτοσικλέτα του. «Τι συμβαίνει; Γιατί είσαι τόσο αναστατωμένη;», με ρώτησε με ενδιαφέρον. «Ψάχνω την αδερφή μου, έχει εξαφανιστεί και δεν το συνηθίζει». «Ανέβα, θα σε βοηθήσω εγώ να τη βρούμε». Δε σκέφτηκα τίποτα, είχα ανησυχήσει απίστευτα. Λίγα λεπτά αργότερα σταμάτησε μπροστά από τη βίλα. «Τρελάθηκες; Γιατί με έφερες εδώ; Πρέπει να βρω την Ευγενία!». «Εδώ είναι η αδερφή σου, σώπα, έλα και θα δεις». Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, ήμουν σίγουρη πως κάτι πολύ κακό είχε συμβεί, αλλά τον ακολούθησα στο εσωτερικό της έπαυλης, στον επάνω όροφο, στα πίσω δωμάτια. Η Ευγενία ήταν πράγματι εκεί, γυμνή και δεμένη πισθάγκωνα σε μια καρέκλα. «Εριέτα, τρέχα, είναι τρελός, είναι παγίδα!» φώναξε, μα τα πόδια μου είχαν καρφωθεί στο έδαφος, τα μάτια μου είχαν ανοίξει διάπλατα και ένα ουρλιαχτό βγήκε από το στόμα μου. «Πολύ αργά, δεν έχεις να πας πουθενά! Και ούρλιαξε όσο θες, κανένας δε θα σε ακούσει εδώ», είπε τραβώντας δυνατά τα μαλλιά μου. «Όμορφη είναι η αδερφούλα σου όπως εσύ, δεν ήξερα ότι είστε δίδυμες, με ένα σμπάρο δυο τρυγώνια», έσυρε αργά τα δάχτυλά του στο στήθος της. «Μην την αγγίζεις, κάθαρμα!» τσίριξα και το χέρι του προσγειώθηκε στο μάγουλό μου. «Μην ανησυχείς και δεν κινδυνεύει...ακόμα έστω... αρκεί να συνεργαστείς... την αγαπάς πολύ, σωστά; Δε θα ήθελες να της συμβεί κάτι...» Κουνούσα αρνητικά το κεφάλι μου σε έναν τρελό ρυθμό, αδύναμη να αρθρώσω λέξη, ενώ η Ευγενία έκλαιγε ασταμάτητα. «Ξέρεις, εμένα κανείς δε μου λέει όχι... κι αφού δε μου δίνεις αυτό που θέλω με το καλό, θα το πάρω με το άγριο», το χαμόγελό του ήταν κρύο, σατανικό. Κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου κι έσκισε το φόρεμά μου. Με πέταξε πάνω στο κρεβάτι κι έβγαλε πάνω μου όλα τα κτηνώδη ένστικτά του. «Θα με κοιτάς!» πρόσταξε μόλις έκανα να κλείσω τα μάτια μου. Ελάχιστα λεπτά κράτησε, μα εμένα μου φάνηκαν αιώνες. Έπειτα, με γύρισε μπρούμυτα και με σοδόμισε με την ίδια αγριότητα, ήθελα να ουρλιάξω, αίμα έτρεχε ανάμεσα στα πόδια μου, μα τι νόημα θα είχε, μόνο χαρά θα του έδιναν τα ουρλιαχτά μου. Τελείωσε ξανά, είχε μια σατανική χαρά στο πρόσωπό του, μόλις με άφησε να σηκωθώ. Κατάφερα να ανασυγκροτηθώ, δεν θα τον άφηνα να με σπάσει, ήταν απλά ένα πήδημα, θα επιβίωνα, αρκεί να έβγαζα την Ευγενία σώα από εκεί μέσα, εκείνη δεν έφταιγε σε τίποτα, εξαιτίας μου τα τράβαγε όλα αυτά. Σα να μάντεψε τη σκέψη μου, σα να θύμωσε που δεν είχα καταρρεύσει, το σαδιστικό κτήνος ξύπνησε μέσα του. «Καλή είσαι, δε λέω, αλλά πρέπει να έχω μέτρο σύγκρισης» είπε κοιτάζοντάς την πονηρά. «Μην τολμήσεις, να την αγγίξεις»! «Μπα; Και ποιος θα με σταματήσει; Εσύ;» γέλασε χαιρέκακα. Η ιδέα και μόνο πως με είχε στο έλεός του έφτανε για να αποκτήσει νέα στύση. Έσπρωξε την καρέκλα της ώστε να ακουμπήσει στον τοίχο η πλάτη, σήκωσε ψηλά τα πόδια της και μπήκε μέσα της τόσο βίαια και δυνατά που της κόπηκε η ανάσα. Δάκρυα έτρεχαν και από των δύο μας τα μάτια πλέον. Κοίταξα γύρω μου, δεν μπορεί κάτι θα υπήρχε. Το μάτι μου έπεσε σε ένα μπρούτζινο κηροπήγιο πάνω στο κομοδίνο. Το άρπαξα και τον χτύπησα στο κεφάλι. Αίμα άρχισε να αναβλύζει, ζαλίστηκε κι έχασε την ισορροπία του. Τον κλώτσησα δυνατά ανάμεσα στα πόδια και διπλώθηκε από τον πόνο. Βρήκα ευκαιρία, καθώς σωριάστηκε στο έδαφος, να λύσω την Ευγενία. Μούγκριζε αυτός σαν πληγωμένο ζώο, αρχίσαμε να τρέχουμε έτσι γυμνές και ματωμένες. Βγήκαμε στον κήπο, στην πύλη, τρέχαμε, μόνο τρέχαμε ασταμάτητα. Ούτε που καταλάβαμε πώς βρεθήκαμε στον κεντρικό δρόμο, θυμάμαι την Ευγενία να καταρρέει κι εμένα να φωνάζω βοήθεια, κρατώντας το ματωμένο κηροπήγιο στο χέρι μου. Οι επόμενες ημέρες ήταν μια θολούρα. Αστυνομία, νοσοκομείο, εξετάσεις και πάλι αστυνομία. Κι έπειτα...έπεσε η ταφόπλακα. Ο νεαρός ήταν πολύ πλούσιος κι η οικογένειά του πολύ ισχυρή, ανήκε στους 'ανέγγιχτους'. Ήμουν μάλιστα εξαιρετικά τυχερή που η οικογένειά του δεν μου υπέβαλε μήνυση για απόπειρα ανθρωποκτονίας, αφού το όπλο βρέθηκε στα χέρια μου! Ανέλαβαν όλα τα έξοδα της νοσηλείας μας και φυσικά, δώρισαν ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό στην οικογένειά μας, για προίκα και σπουδές είπαν. Του κάκου χτυπιόμουν πως δεν θέλω τίποτα, πως θέλω μόνο να πληρώσει το κάθαρμα για αυτό που μας έκανε. «Εριέτα, αυτοί είναι μεγαθήρια, πώς να τα βάλουμε εμείς οι βαρκούλες μαζί τους, θα μας συνθλίψουν! Πρέπει να δεχτούμε όσα μας προσφέρουν, είναι η καλύτερη λύση» απεφάνθη ο πατέρας μου και το θέμα έληξε εκεί. Έκλαψα, πόνεσα, χτυπήθηκα, μα πήρα απόφαση πως δε γινόταν τίποτα άλλο. Έμεινα έναν ακόμα χρόνο. Ένα χρόνο γεμάτο βλέμματα. Βλέμματα οίκτου για το κακό που μας είχε βρει. Βλέμματα αηδίας που ήμασταν πλέον 'ακάθαρτες', για την κλειστή κοινωνία του νησιού. Βλέμματα επίκρισης, κυρίως προς εμένα, που τόλμησα να πιστέψω πως ένας γόνος εφοπλιστών θα με έβλεπε ποτέ σοβαρά. Βλέμματα κατηγορίας για όσα εξαιτίας μου πέρασε η Ευγενία. Δεν τα άντεχα, δεν τους άντεχα! Κλείστηκα σπίτι και το έριξα στο διάβασμα. Θα έδινα πανελλήνιες και θα έφευγα από το βρωμονήσι για πάντα! Κι έτσι έκανα. Πέρασα με υποτροφία στη Νομική Αθηνών. Θα πολεμούσα όλα αυτού του είδους τα ανθρωποειδή εκ των έσω. Τελείωσα με άριστα στα 4 χρόνια ακριβώς. Χρυσή την έκανα την Ευγενία να έρθει μαζί μου στην Αθήνα. Είχα πιάσει δουλειά κι έβγαζα ήδη καλά χρήματα. Ήταν ανένδοτη. Ο πατέρας μου μετά από όσα είχαν γίνει, δεν ήταν ποτέ πια ο ίδιος. Με τον καιρό άρχισε να τα χάνει. «Δεν μπορώ Εριέτα να τους αφήσω μόνους, φύγε εσύ, κοίτα τη ζωή σου την καριέρα σου». Ακόμα κι όταν άνοιξα δικό μου γραφείο και της ζήτησα να έρθει να δουλέψει μαζί μου σαν γραμματέας, η ίδια απάντηση. «Μα, εδώ θάβεσαι, δεν το καταλαβαίνεις; Πάντα θα είσαι η βιασμένη, κανείς δε θα τολμάει να σε πλησιάσει, έλα μαζί μου σε παρακαλώ». Και πάλι, όχι. Ακόμα κι όταν πέθαναν οι γονείς μας, ελεύθερη πια από υποχρεώσεις, η άρνησή της παρέμενε σταθερή. Το ίδιο και οι ενοχές μου, παρόλο που η ίδια δε με κατηγόρησε ποτέ.
-Τον είδες;
-Ναι, τον αλήτη!
-Σε γνώρισε;
-Είμαι σίγουρη, αλλά δεν τόλμησε φυσικά να μου μιλήσει. Σε κανέναν δε μιλάει βασικά, ελάχιστα κυκλοφορεί.
-Τότε τι ήρθε να κάνει εδώ;
-Δεν ξέρω. Λένε πως πουλάει την έπαυλη.
Στο άκουσμα και μόνο της λέξης, ανατρίχιασα. Από εκείνο το βράδυ, είχε μείνει κλειστή και ρήμαζε. Κανείς δεν είχε έρθει ποτέ έκτοτε.
-Και δεν μπορούσε να βάλει μεσίτη; Πολύ παράξενο...
-Τι με νοιάζει βρε Εριέτα! Ήρθε...εσύ γιατί ήρθες; Τι ωφελεί να τον συναντήσεις ξανά; Ακόμα και να σου ομολογήσει, έχει παραγραφεί το έγκλημα, το ξέρεις καλύτερα από εμένα.
-Ευγενία...ψέματα σου είπα. Δεν ήρθα για να τον αντιμετωπίσω...
-Αλλά;
-'Ηρθα για να τον σκοτώσω!
-Τρελάθηκες; Τι είναι αυτά που λες;
-Αυτό που ακούς, θα τον σκοτώσω!
-Παιδί μου σύνελθε, θα καταστρέψεις τη ζωή σου!
-ΠΟΙΑ ΖΩΗ ΜΟΥ; ουρλιάζω. Εμένα η ζωή μου τέλειωσε εκείνο το απόγευμα. Τότε που δεν του έφτασε να βιάσει το κορμί μου, μα χρησιμοποίησε την αγάπη μου για σένα για να βιάσει την ψυχή μου!
-Πάνε 24 χρόνια, έφυγες, άλλαξες, σπούδασες...
-Κι εσύ; Εσύ τι έκανες; Εσύ θάφτηκες στο νησί, εξαιτίας μου. Εξαιτίας μου βιάστηκες, εξαιτίας μου στιγματίστηκες, εξαιτίας μου δεν παντρεύτηκες ποτέ!
-Δε σε κατηγορώ Εριέτα, ποτέ δε σε κατηγόρησα! Αυτός ήταν το κτήνος! Αυτός είχε το άρρωστο μυαλό! Εσύ πού να το ξέρεις πού να το φανταστείς το μέγεθος της διαστροφής του;
-Ακριβώς! Το κτήνος μας διέλυσε τις ζωές, την οικογένεια, ξέχασες πώς ο πατέρας μας αρρώστησε μετά από όλα αυτά; Και μας πέταξε στα μούτρα τα λεφτά του!
-Και τώρα τι θες;
-Δικαιοσύνη!
-Δικαιοσύνη η εκδίκηση Εριέτα;
-Πες το όπως θες, Ευγενία, εγώ μόνο έτσι θα βρω τη γαλήνη. Αν δε θες μη με βοηθήσεις, αλλά μην κάνεις τον κόπο να προσπαθήσεις να με σταματήσεις.
-Θα σε βοηθήσω, Εριέτα, σε άφησα ποτέ σου μόνη; Αναστενάζει και μου απλώνει τα χέρια.
Μένουμε έτσι πιασμένες χέρι με χέρι ώρα πολλή. Δάκρυα κυλάνε κι από των δυο τα μάτια. Δεν είμαστε δολοφόνοι, δυο ψυχές καταρρακωμένες είμαστε, που η αγέλη των ανθρώπινων λύκων τις κατασπάραξε, όχι μόνο ο θύτης αλλά κι η κοινωνία ολάκερη. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε την κοινωνία, μα το κάθαρμα θα πάρει επιτέλους ότι του αξίζει.
Είμαστε έξω από την έπαυλη. Είναι νύχτα και ευτυχώς το σημείο το πιο ψηλό και απομονωμένο του νησιού. Πέρασαν πέντε μέρες που το μόνο μέλημά μας ήταν η παρακολούθηση κάθε κίνησής του. Πολύ προβλέψιμο το πρόγραμμά του, κάθε πρωί μπάνιο στη θάλασσα, νωρίς, πριν κατέβει ο πολύς κόσμος και κάθε δεύτερη μέρα, μια βόλτα στη χώρα, ίσα για να πάρει προμήθειες. Όλες τις υπόλοιπες ώρες τις πέρναγε κλεισμένος στο σπίτι του, χωρίς να δέχεται ή να φιλοξενεί κανέναν, πράγμα πολύ παράξενο. Αν σκόπευε να πουλήσει τη βίλλα πριν φύγει από το Αγκίστρι, δε θα έπρεπε να δέχεται υποψήφιους αγοραστές, να τους ξεναγεί;
Η μεγάλη καγκελόπορτα είναι ανοιχτή, μπαίνουμε με προσοχή στον κήπο. Η εικόνα της εγκατάλειψης διάχυτη παντού, μας συμφέρει ωστόσο, καθώς η πυκνή και άναρχη βλάστηση, σε συνδυασμό με το σκοτάδι, μας προσφέρουν πολύτιμη κάλυψη. Λίγα μέτρα πιο πέρα, η βαριά ξύλινη εξώπορτα που οδηγούσε στο σαλόνι, ανοικτή και αυτή. Δε μας παραξενεύει, οι άνθρωποι στα νησιά συνηθίζουν να κοιμούνται με τις πόρτες ξεκλείδωτες, δεν νιώθουν τον κίνδυνο της πόλης. Μπαίνουμε ακροπατώντας, ο χώρος είναι θεοσκότεινος και χρειαζόμαστε λίγο χρόνο να συνηθίσουν τα μάτια μας στο σκοτάδι. Περασμένα μεσάνυχτα και ελπίζουμε να έχει κοιμηθεί. Δε σκοπεύω να τον σκοτώσω κοιμισμένο, θα τον ξυπνήσω, θέλω να δει καλά το πρόσωπο που θα του πάρει τη ζωή. Στα χέρια μου κρατάω σφιχτά ένα μικρό περίστροφο που αγόρασα, παράνομα φυσικά, στην Αθήνα στη μαύρη αγορά. Ανεβαίνω τη στριφογυριστή σκάλα με τεράστια προσοχή, τα σκαλιά τρίζουν στο πάτημά μου, πολυκαιρισμένα και απεριποίητα καθώς είναι. Πίσω μου ακριβώς η Ευγενία. Ακούω το λαχάνιασμά της, σχεδόν μπορώ να αφουγκραστώ την αγωνία και την ταχυκαρδία της. Εγώ από την άλλη, νιώθω μια πολύ παράξενη ηρεμία. Ετοιμάζομαι να διαπράξω έγκλημα, έναν φόνο, αλλά το βήμα μου είναι σταθερό και ο χτύπος της καρδιάς μου κανονικός. Ξέρω ότι η αυριανή μέρα θα με βρει με χειροπέδες, δεν έχω κανένα σκοπό να κρυφτώ, όπως αυτός ο άνανδρος, θα πληρώσω τις συνέπειες του νόμου και είναι μια απόλυτα συνειδητή απόφαση όλο αυτό. Η Ευγενία υποσχέθηκε να υποστηρίξει πως δεν γνώριζε τα σχέδιά μου, πως πίστευε ότι ήθελα να τον αντιμετωπίσω, πως ήρθε μαζί για συμπαράσταση μόνο και πως όταν είδε το όπλο προσπάθησε να με σταματήσει. Αρκετά υπέφερε εξαιτίας μου, αυτή έστω πρέπει να ζήσει ελεύθερη.
Φτάνουμε στον πάνω όροφο. Μια αχνή γραμμή φωτός είναι η μοναδική ένδειξη ζωής. Έρχεται από μια χαραμάδα στο τέλος του διαδρόμου. Συνειδητοποιώ από ποιο δωμάτιο και για λίγο το αίμα μου παγώνει. Το κάθαρμα...κοιμάται εκεί που έγιναν όλα. Δεν ξέρω πραγματικά αν αντέχω να μπω εκεί μέσα ξανά. Σφίγγω το χέρι της Ευγενίας και ανασαίνω βαθιά. Τώρα που το σκέφτομαι, τι πιο ταιριαστό; Όλα να τελειώσουν ακριβώς εκεί που άρχισαν. Σπρώχνω απαλά την πόρτα. Ξαφνικά, το φως ανάβει και τον βλέπουμε απέναντί μας, καθισμένο στην καρέκλα, στην ίδια καρέκλα που βίασε την αδερφή μου, και να μας κοιτά.
-Σας περίμενα... Αργήσατε πολύ...Σε δυο μέρες θα έφευγα...
Εγώ παραμένω αμίλητη. Έχω 24 χρόνια ακριβώς να τον αντικρίσω, πίστευα ότι θα ήμουν εντάξει, μα έχω κοκαλώσει στη θέση μου, βάζω κρυφά το όπλο στην πίσω τσέπη του τζιν μου, γιατί φοβάμαι πως από το τρέμουλο θα εκπυρσοκροτήσει. Αλλιώς το είχα σχεδιάσει, αλλιώς έπαιζε το σενάριο στο μυαλό μου. Θα έμπαινα, θα κοιμόταν, θα τον ξυπνούσα, θα τον έσερνα στο πάτωμα, θα εκλιπαρούσε για τη ζωή του κι εγώ θα τον κοιτούσα κατάματα και θα του τίναζα τα μυαλά στον αέρα. Το λόγο παίρνει η Ευγενία.
-Γιατί γύρισες;
-Για εσάς, για να σας ξαναδώ.
-Δε σου έφτανε το κακό που έκανες; Να μας δείς γιατί; Για να καμαρώσεις το έργο σου; Ορίστε, δες μας! Μόνες και κατεστραμμένες! Χάρηκες τώρα;
Τα μάτια της πετάνε φλόγες, είναι έξαλλη, ποτέ δεν την έχω ξαναδεί έτσι. Είμαστε ακόμα με τα χέρια σφιχτά μπλεγμένα. Αυτός χαμηλώνει το βλέμμα. Μια υπόνοια ενοχής κρέμεται στο πρόσωπό του. Το καλύπτει με τις παλάμες του και αρχίζει...να κλαίει! Είμαστε κι οι δυο άφωνες, αποσβολωμένες, καχύποπτες...τι σόι παιχνίδι μας παίζει αυτή τη φορά; Ξαφνικά, όλο αυτό μοιάζει με κακογυρισμένη ταινία. Τι δουλειά έχουμε εμείς εκεί μέσα; Δεν θέλω πια ούτε εκδίκηση, ούτε να τον σκοτώσω. Θέλω απλά να φύγουμε από εδώ όσο πιο γρήγορα γίνεται, οι αναμνήσεις σκάνε πάνω μου σα σφαίρες, ο αέρας λιγοστεύει, πνίγομαι.
-Ευγενία, πάμε να φύγουμε, της λέω ικετευτικά, με το ζόρι βγαίνει η φωνή μου, μοιάζει πιο πολύ με λυγμός, σχεδόν κλαίω.
-Δεν πάω πουθενά! Φωνάζει και αρπάζει με το ελεύθερο χέρι της το όπλο από την τσέπη μου.
Στον ήχο της θαλάμης που οπλίζει, τινάζεται στη θέση του και την αντικρίζει. Πετάγεται ξαφνικά επάνω και γονατίζει μπροστά της.
-Ναι! Σε παρακαλώ, σκότωσέ με, βγάλε με από τη μιζέρια μου!
-Τι θες να πεις; Τον ρωτάω.
-Είμαι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος, ένας δυστυχισμένος πατέρας, σας παρακαλώ, λυτρώστε με.
Η Ευγενία κατεβάζει το όπλο. Τίποτα δε βγάζει νόημα αυτή τη στιγμή. Με ένα νεύμα μου, αρχίζει να μιλάει.
-Μετά από εκείνο το καλοκαίρι, εγώ συνέχισα τη ζωή μου κανονικά. Προστατευμένος από τη δύναμη και τα λεφτά του πατέρα μου, τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να με αγγίξει. Δεν σκέφτηκα δεύτερη φορά όσα είχαν γίνει, σαν κλασικό κακομαθημένο πλουσιόπαιδο, νόμιζα ότι ο κόσμος μου ανήκει και πως μπορώ ανενόχλητος να κάνω ό,τι μου αρέσει. Η ζωή όμως, έχει άλλα σχέδια και πληρώνει τα κρίματα αργά ή γρήγορα. Τέσσερα χρόνια μετά, παντρεύτηκα μία κοπέλα του κύκλου μου. Δεν την αγάπησα, ούτε αυτή εμένα, ήταν καλή γυναίκα όμως και ο γάμος αυτός θα μου έδινε κι άλλα χρήματα, κι άλλη εξουσία και φυσικά, διαδόχους. Πράγματι, ένα χρόνο αργότερα ήρθε ο γιος μου. Κι άλλον ένα χρόνο μετά, η κόρη μου. Τότε κατάλαβα τι θα πει έρωτας, λατρεία για έναν άνθρωπο. Τύλιγε τα χεράκια της γύρω μου και έχανα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Τη μεγάλωνα με απίστευτη αγάπη και φροντίδα, την είχα μέσα σε μια φούσκα, για να μη μου πάθει τίποτα, πάντα με σωματοφύλακες, πάντα ελεγχόμενη, τόσο που την έπνιξα. Ήρθε η εφηβεία και η μικρή μου διεκδικούσε την ελευθερία της, αλλά εγώ φοβόμουν τόσο, που την περιόριζα όλο και περισσότερο. Ώσπου ένα βράδυ, το έσκασε από το σπίτι. Βγήκε κρυφά, ολομόναχη, ένα κορίτσι 16 ετών, πήρε ταξί και πήγε σε κάποιο μπαρ. Με ξύπνησε το τηλέφωνο μέσα στα ξημερώματα. Με καλούσαν από την αστυνομία, η κόρη μου είχε πέσει θύμα βιασμού από τρεις αλήτες.
-Πουτάνα κάρμα! λέω κουνώντας το κεφάλι μου, μην μπορώντας να πιστέψω τα όσα ακούω.
-Αμαρτίες γονέων, συμπληρώνει η Ευγενία.
-Έτσι είναι...ότι δεν πλήρωσα εγώ, το πλήρωσε το παιδί μου, με το ίδιο νόμισμα.
-Και τώρα τι θες; Να σε λυπηθούμε; Την κόρη σου, ναι, τη λυπάμαι, γιατί δεν φταίνε ποτέ τα παιδιά για τα λάθη των μεγάλων. Εσένα όχι, όπως δε λυπήθηκες εσύ ποτέ τον δικό μας τον πατέρα, που έλιωσε από τη στεναχώρια του.
-Δε θέλω λύπηση. Δεν ήξερα, δεν είχα αντιληφθεί το μέγεθος του κακού που σας έκανα. Δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο ένας βιασμός στο σώμα μπορούσε να καταστρέψει μια ψυχή. Το έμαθα με το σκληρότερο τρόπο. Το παιδί μου λιώνει! Έχει πάθει νευρικό κλονισμό. Δύο χρόνια έχουν περάσει, ακόμα δεν έχει συνέλθει. Έχει κάνει τρεις απόπειρες αυτοκτονίας, έχει εισαχθεί άλλες δυο φορές σε νευρολογική κλινική, εκεί βρίσκεται και τώρα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξαναβρεί τον εαυτό της. Τα καθάρματα τη βίασαν διαδοχικά, από μπροστά και από πίσω!
-Σταμάτα! Φωνάζω. Όσο κι αν σε μισώ, δεν μπορώ να χαρώ που άλλο ένα αθώο πλάσμα πέρασε αυτά που μου έκανες.
-Τελικά, γιατί ήρθες; Για να μας πεις τη δακρύβρεχτη ιστορία σου; Συνεχίζει η Ευγενία. Και τι μας νοιάζει εμάς; Κρίμα το κορίτσι, αλλά έχουμε τους δικούς μας εαυτούς να λυπηθούμε.
-Ήθελα μόνο να ζητήσω συγνώμη, έστω και αργά.
-Συγνώμη; ΣΥΓΝΩΜΗ; Καγχάζω και με πιάνει ένα γέλιο υστερικό. Ακούς Ευγενία; Ήρθε να γυρέψει συγχώρεση ο κύριος! Μας γάμησε με κάθε πιθανό τρόπο, σώμα, ψυχή, οικογένεια, ζωές...και ζητάει συγνώμη! Νιώθω την οργή να βάφει κόκκινα τα μάγουλά μου. Άραγε, η κόρη σου ξέρει τι έγκλημα έχει κάνει ο μπαμπάκας της;
Πέφτει στα γόνατα και πάλι, αυτή τη φορά τα δικά μου.
-Μη, σε εκλιπαρώ! Μην της το πεις, δε θα το αντέξει!
-Μην ανησυχείς, το μόνο κάθαρμα εδώ μέσα είσαι εσύ. Δε θα έδινα μια κλωτσιά σε έναν ήδη διαλυμένο άνθρωπο, μόνο για να σε εκδικηθώ, αρκετά πέρασε ήδη η κόρη σου. Εσένα μισώ, όχι εκείνη.
-Συγνώμη, συγνώμη, συγνώμη! Τα δάκρυά του τρέχουν ποτάμι. Απλώνω το χέρι, σηκώνω το πρόσωπό του και τον κοιτάζω κατάματα.
-ΠΟΤΕ δε θα σε συγχωρήσω! Φτύνω μία μία πάνω του τις λέξεις. ΠΟΤΕ! Ακόμα κι αν ήσουν στο νεκροκρέβατό σου κι ήταν η τελευταία σου επιθυμία, δε θα σε συγχωρούσα. Εύχομαι να καίγεται η ψυχή σου στην κόλαση αιώνια, όπως έκαψες τη δική μου τόσα χρόνια.
-Τότε, σε παρακαλώ σκότωσέ με, γύρισε στην Ευγενία. Για αυτό δεν ήρθατε; Κάντο! Σε παρακαλώ, κάντο και βάλε μου το όπλο στο χέρι, να μοιάζει με αυτοκτονία. Θα ελευθερωθείτε για πάντα.
-Καημένε...ούτε αυτό δεν είσαι άξιος να κάνεις μονάχος σου... Ε, λοιπόν, δε θα σου κάνουμε τη χάρη. Ζήσε με τις τύψεις σου, βλέπε το έγκλημα που εσύ έκανες, να το πληρώνει το παιδί σου, πέρασε τη ζωή σου θρηνώντας, όπως θρηνήσαμε εμείς τα νιάτα μας. Αξιολύπητος είσαι, μα εγώ δεν είμαι θεός, δεν μπορώ να σε λυπηθώ...Πάμε, Εριέτα, δεν εχουμε καμία άλλη δουλειά εδώ.
Γυρίζουμε την πλάτη και κατεβαίνουμε τις σκάλες, ακούγοντας τους λυγμούς να τραντάζουν το κορμί του. Φεύγουμε επιτέλους από αυτόν τον τόπο του εφιάλτη μας, αλλά ούτε ανάλαφρες είμαστε ούτε ικανοποιημένες. Η ζωή παίρνει την εκδίκησή της, μα πάντα ανάμεσα στους ενόχους την πληρώνουν κι οι αθώοι.
Ένα μηνα μετά
Στο δικηγορικό γραφείο επικρατεί πανικός. Εγώ φωνάζω πως αποκλείεται να δεχτώ κάτι τέτοιο και η Ευγενία προσπαθεί να με μεταπείσει.
Τρεις μέρες μετά από εκείνη τη νύχτα, η αστυνομία βρήκε το νεκρό του σώμα, πεσμένο στο πάτωμα του δωματίου του στην έπαυλη. Είχε χάσει το πλοίο, είχε τρεις μέρες να επικοινωνήσει με τους δικούς του και η γυναίκα του ειδοποίησε τις αρχές. Η ζέστη είχε ήδη αρχίσει τη λειτουργία της σήψης και η δυσωδία ήταν έντονη. Ανακοπή είπαν και θυμάμαι τον εαυτό μου να λέει «κοίτα που τελικά, είχε καρδιά το καθίκι». Τίποτα δεν ένιωσα, δε χάρηκα, δε λυπήθηκα, δε με άγγιξε καν.
Και να που σήμερα είμαστε στο γραφείο του δικηγόρου του, εγώ και η Ευγενία. Επικοινώνησε μαζί μας, καθώς ο αποθανών μας είχε συμπεριλάβει στη διαθήκη του. Μας άφησε την έπαυλη, η οποία είχε ήδη κανονίσει να ανακαινιστεί πλήρως με έξοδα δικά του. Είμαι έξαλλη, νιώθω πως μας εμπαίζει.
-Κατάλαβες τι έκανε; Ακόμα και μετά θάνατον, θέλει να μας θυμίζει όσα περάσαμε εξαιτίας του! Ούτε από τον τάφο δε θα μας αφήσει να ησυχάσουμε!
-Εριέτα, σκέψου λογικά. Η έπαυλη κάνει εκατομμύρια!
-Δε με νοιάζει! Ξεχνάς τι μας έκανε εκεί μέσα; Ανατριχιάζω και μόνο στην ιδέα να ξαναπατήσω εκεί!
-Όχι δεν ξεχνάω φυσικά! Σκέφτομαι όμως, πως ίσως θα μπορούσαμε μέσα από όλη αυτή τη φρίκη, να βγάλουμε κάτι καλό.
-Δηλαδή;
-Δηλαδή, τι θα έλεγες, να μετατρέπαμε την έπαυλη σε χώρο φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών;
-Συνέχισε... είπα με ξαφνικό ενδιαφέρον.
-Να, θα μπορούσαμε να διαμορφώσουμε το χώρο, τώρα με την ανακαίνιση, ώστε να φιλοξενούμε γυναίκες που έχουν υποστεί κακοποίηση, να τις υποστηρίζουμε ψυχολογικά και να τους δίνουμε χρόνο και χώρο ίασης.
-Και πώς θα το χρηματοδοτήσουμε όλο αυτό;
-Με τα ίδια του τα λεφτά φυσικά. Θυμάσαι την παχουλή αποζημίωση που μας είχαν δώσει τότε; Εκτός από τα χρήματα που δαπανήσαμε όσο σπούδαζες στην Αθήνα, όλα τα υπόλοιπα είναι κλειστά στην τράπεζα, αρνήθηκα να ξοδέψω έστω και ένα ευρώ από τα ματωμένα αυτά χρήματα. Μετά από τόσα χρόνια, το ποσό θα έχει ανέβει κι άλλο, είμαι σίγουρη ότι θα είναι πολλά, αρκετά για αυτό το έργο.
-Και αργότερα, μπορούμε να βρούμε και χορηγούς, λέω έχοντας αρχίσει να βλέπω πιο ζεστά την όλη ιδέα.
-Ακριβώς! Και μπορούμε να βοηθήσουμε και την κόρη του, να της δώσουμε έναν σκοπό στη ζωή.
-Τι σκοπό δηλαδή, λέω δύσπιστα.
-Ένα κακοποιημένο κοριτσι είναι ο πιο σωστός άνθρωπος για να στηρίξει και να βοηθήσει ένα άλλο κακοποιημένο κορίτσι.
-Δεν μπορούμε να της πούμε την αλήθεια!
-Πρέπει να της την πούμε, Εριέτα. Και να επιλέξει εκείνη. Αλλά, κάτι μου λέει πως δεν θα πει όχι. Κι εγώ θα γραφτώ σε πανεπιστήμιο ψυχολογίας. Εσύ δικηγόρος, θα αναλαμβάνεις τις υποθέσεις κι εγώ ψυχολόγος, θα αναλαμβάνω τη θεραπεία!
-Εντάξει, λοιπόν! Ας το κάνουμε!
Βγαίνουμε αγκαλιασμένες από το γραφείο. Έχουμε υπογράψει τα σχετικά χαρτιά και για πρώτη φορά μετά από χρόνια, έχουμε ένα όραμα, ένα στόχο και νιώθουμε επιτέλους τη ζωή να μας χαμογελάει!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top