ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ_ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΗΡΧΕ ΠΟΤΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

  Το ραδιόφωνο έπαιζε σιγανά μουσική country, που τόσο απεχθανόμουν, την οποία επισκίαζε ο ήχος της ασφάλτου που συγκρουόταν με τις ρόδες του αυτοκινήτου. Ανέκαθεν τον λάτρευα αυτό τον ήχο, γιατί, προκειμένου να τον ακούσει κανείς, σήμαινε πως επικρατούσε αμήχανη σιωπή ή ήταν μια στιγμή ενδοσκόπησης που παρατηρούσε τη ζωή μέσα από τις περιοδικές, άσπρες γραμμές της οδού και την απόσταση που απείχαν τα οχήματα, συνειδητοποιώντας την αδιόρατη γραμμή ανάμεσα στην τάξη και το χάος, αλλά και τη ζωή και τον θάνατο. Φυσικά, δεν έκανα αποτίμηση της συμπεριφοράς μου, αφού θυμάμαι χαρακτηριστικά πως κάθε βιβλίο αυτοβελτίωσης που μου δώριζαν κατέληγε τελετουργικά στην πυρά. Οπότε, ναι, το λέτε και σιγή ιχθύος.

  Η συγκάτοικός μου συνηθίζει να λέει πως τη ζωή πρέπει να την εκλαμβάνουμε με μια τζούρα αλάτι, μια φέτα λεμόνι...και ένα σφηνάκι βότκα. Λογικά, αυτό που θα πήγε στραβά με τη συνταγή της επιτυχίας είναι πως ίσως αντάλλαξα τη βότκα με τεκίλα και τζιν με τόνικ. Ειλικρινά, δε φαντάζομαι πως επενέργησε αρνητικά ούτε καν στο ελάχιστο το γεγονός πως, αντί για ένα σφηνάκι ίσως -λέω ίσως γιατί παίζει να ήταν και παραπάνω αλλά δε θυμάμαι- ήταν δεκαέξι σφηνάκια. Βέβαια, όπως είπα και πριν, δε νομίζω πως έφταιξε αυτό για την πλύση στομάχου.

«Να λες πάλι καλά που δεν τα τίναξες. Και όχι τίποτα άλλο, αλλά αυτή τη βδομάδα δε μου περίσσευε χρόνος για κηδεία.», έσπασε αυτή την έξοχη σιωπή ο πατέρας μου για να μου την πει για εικοστή τέταρτη φορά που έγινα λιγάκι ζάντα.

  Με απώτερο στόχο να τον εκνευρίσω όσο το δυνατόν περισσότερο, έβαλα τα πόδια μου πάνω στο παρμπρίζ, στερέωσα καλύτερα τα μαύρα γυαλιά ηλίου, τα οποία φορούσα παρόλο που είχε νυχτώσει πια, και πήρα τα τσιγάρα του.

«Το ευτράπελο της υπόθεσης είναι ότι εσύ με παρακίνησες να βγω.», δικαιολογήθηκα, προσπαθώντας να εντοπίσω κάπου αναπτήρα για να το ανάψω.

«Έλα τώρα, Κέρστιν. Και οι δυο γνωρίζουμε πολύ καλά πως δεν επηρεάζεσαι ποτέ από τις απόψεις των άλλων. Απλά κάνεις του κεφαλιού σου.», διαπίστωσε μια αλήθεια, ενώ έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του τον πολυπόθητο αναπτήρα και μου άναψε το τσιγάρο.

  Και η παρέκκλιση συνεχιζόταν. Δεν ήμουν αυτοκαταστροφική εν γένει, απλώς διψούσα για επανάσταση, κάτι που, με την ενηλικίωση, ήταν εύκολα εφικτό. Ένιωθα μέσα μου την άμεση ανάγκη να πατάξω όλους τους κανόνες που δεν καταλάβαινα γιατί ήταν χρήσιμο να επιβληθούν, όπως άλλωστε επιθυμούσε διακαώς και κάθε άλλος έφηβος. Νομίζω πως το ζήτημα έγκειται στο γεγονός πως συνέχισα στο ίδιο μοτίβο μέχρι τα τριάντα μου, όπου με την καμία δε χαρακτηριζόμουν έφηβη. Θα έρθουμε, βέβαια, και σε αυτά. 

  Προς το παρόν, ρουφούσα λαίμαργα αυτό τον καρκινογενή καπνό, έχοντας μεσοδιαστήματα κατά τα οποία άφηνα το τσιγάρο στην άκρη προκειμένου να πεθάνω στον βήχα, καθώς πρέπει να ήταν το δεύτερο τσιγάρο που έκανα στη ζωή μου. Όσον αφορά στο πρώτο, ήταν, θαρρώ, σε ένα "θάρρος ή αλήθεια" όταν ήμουν τρίτη γυμνασίου. Όπως αντιλαμβάνεστε, αρκετά πρόσφατα...

  Δεν ένιωθα κάτι ιδιαίτερο. Ηρεμία, ευφορία, μαστούρα (υπερβολή αυτό διότι ήταν μονάχα νικοτίνη και όχι μαριχουάνα), τέλος πάντων, κάτι. Απλά ήταν κάτι που δε θεωρούνταν δέον για μια νεαρή ο θεός να την κάνει δεσποινίς. Αυτό το τελευταίο το διασκέδαζα όσο δε λέγεται.

«Η μάνα μου πώς το πήρε;», προτίμησα να αλλάξω θέμα γιατί το προηγούμενο δε με συνέφερε.

«Έχω μια συμβουλή για το πώς πρέπει να της μιλήσεις: μην της μιλήσεις!», σαρκάστηκε, ωστόσο το υπονοούμενο ήταν πως καλύτερα να κοιμόμουν σε παγκάκι στο Μπρονξ και ας με βιάσουν και ας με κλέψουν παρά να γυρίσω σπίτι.

«Πάμε για ποτά;», ρώτησα με μια απέλπιδα να ενυπάρχει στη φωνή μου.

«Φρικτή ιδέα.», μου απάντησε με ουδέτερο ύφος, καταλαβαίνοντας πως ούτε ο πονοκέφαλος από την κρασοκατάνυξη της προηγούμενης βραδιάς δε θα με έσωζε από τη θρυλική παντόφλα της Άιρις Φοξ. «Πότε;»

«Τώρα;», ανταπάντησα με υπέρμετρο ενθουσιασμό.

«Πρέπει να μάθεις να διαχωρίζεις το σωστό από το λάθος.», μου έκοψε αμέσως τη φόρα, προσγειώνοντάς με κατακούτελα στη σκληρή, αδυσώπητη πραγματικότητα.

«Ξέρω τι είναι σωστό και τι λάθος. Το λάθος είναι το αστείο.»

  Είμαι ερωτευμένη με τον σαρκασμό. Είναι σαν να γρονθοκοπείς ανθρώπους στο πρόσωπο, αλλά με λέξεις. Και αυτό πονάει περισσότερο, διότι κανείς δεν μπορεί να καλέσει την αστυνομία ή να σε τιμωρήσει.

  Βυθισμένη στο κλίμα νίκης, δεν ήμουν ικανή να παρατηρήσω τον κίνδυνο που ενέδρευε. Είχα συγκεντρωθεί στην αίσθηση που σήκωνα ανάστημα και δεν ασχολούμουν με τίποτα άλλο. Και σε αυτό, προστέθηκε ότι απασχολούσα τον πατέρα μου με τα φαιδρά μου ζητήματα, με απόρροια να βρισκόμαστε μόνοι στον δρόμο μπροστά από ένα μαύρο τζιπ με φιμέ τζάμια, δίχως αυτό να μας φαίνεται περίεργο.

  Ήταν το απόλυτο σκοτάδι. Η απόλυτη ηρεμία. Και σε λίγο, το απόλυτο μακελειό. Θεόρατες λεύκες κάλυπταν ολόκληρο το έδαφος γύρω από το οδόστρωμα, δίνοντάς μου την εντύπωση πως κάναμε κύκλους παρόλο που ο δρόμος ήταν αυτή η ατελείωτη ευθεία που είναι οι δρόμοι στην Αμερική ως επί το πλείστον. Κατά διαστήματα, άκουγα τον ήχο των γρύλλων να σπάνε αυτή τη μακρόσυρτη σιωπή. Μερικοί φανοστάτες είχαν σπάσει πιθανόν από πυροβολισμούς ή από τη φθορά του χρόνου, με συνέπεια ο δρόμος να μη φωτίζεται πλήρως. Τα σπίτια που υπήρχαν διάσπαρτα είχαν κλειστά φώτα, κάτι που σήμαινε πως ήταν εγκαταλελειμμένα. Όλα αυτά έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου, αλλά, στα δικά μου παρορμητικά μάτια, ήταν η ησυχία που αποζητούσα τόσο έντονα γιατί δεν άντεχα άλλο τον βόρβορο της πόλης.

«Ο Θεός πρέπει να αγαπάει τους ηλίθιους ανθρώπους. Δεν εξηγείται αλλιώς γιατί έκανε τόσους πολλούς.», ξεφύσηξε ενοχλημένα ο πατέρας μου, επιταχύνοντας, επειδή προφανώς τον ενοχλούσαν τα τελείως ανοιχτά φώτα των πίσω. «Μα καλά, τι νομίζει ο μαλάκας εκεί πίσω; Ότι έχει όλο τον δρόμο δικό του;»

  Είχαμε απομακρυνθεί αισίως μερικές γιάρδες, ώσπου παρατήρησα πως ο ή οι πισινοί μας επιτάχυναν, επίσης, με απώτερο στόχο να μην τους ξεφύγουμε. Αυτό ήταν το σύνθημα για να πάει η καρδιά μου στην Κούλουρη. Ξεπερνώντας το αρχικό σοκ, πήγα να το πω, αλλά ο πατέρας μου έβαλε τον δείκτη στα χείλη, κάνοντάς μου νόημα να σωπάσω. Και τότε ξεκίνησαν όλα.

  Ρύθμισε τον συμπλέκτη, προκειμένου να αυξήσει την ταχύτητα στο μέγιστο. Άρχισε μια καταξίωση μεταξύ του Κρίστιαν Φοξ και των αγνώστων που μας κυνηγούσαν. Το κοντέρ άγγιζε τα διακόσια χιλιόμετρα την ώρα, με τον εχθρό να μην πτοείται. Ο τρόμος και ο φόβος είχαν αγγίξει πρωτόγνωρα επίπεδα. Μέχρι τότε, ισχυριζόμουν σθεναρά πως δε φοβάμαι κανέναν πέρα από τον θεό. Τώρα, είχα αλλάξει γνώμη. Έτρεμα. Γιατί υπήρξα μικρή, δειλή, ανόητη. Άπειρη. Δε φανταζόμουν ούτε μια στο εκατομμύριο πως αυτός ο κόσμος μπορούσε να αγγίξει εμένα με τον οποιοδήποτε τρόπο. Ήμουν ασφαλής. Τουλάχιστον αυτό νόμιζα.

  Όταν ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός, ήμουν διπλωμένη στο κάθισμα, με το κεφάλι μου να κοιτάζει στωικά το πάτωμα, καθότι ήλπιζα πως όλο αυτό αποτελούσε έναν εφιάλτη και σύντομα θα ξυπνούσα. Κοινότυπο, σωστά; Όλοι αυτό θεωρούν μέχρι να πεθάνουν. Το ουρλιαχτό μου αντήχησε σε όλη την πλάση, διότι τα παράθυρα ήταν διάπλατα ανοιχτά, μιας και ήταν καλοκαίρι. 9 Ιουνίου 2008, Νέα Υόρκη. Δε θυμάμαι το όνομα της οδού, αλλά ξέρω πως ήταν κάποια κοιλάδα κοντά στο νοσοκομείο του Μανχάταν. 

  Δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό μου αυτό που γινόταν. Η βολή, ευτυχώς, είχε αστοχήσει, αλλά ποιος μου διαβεβαίωνε πως δε θα υπήρχε και δεύτερη και τρίτη και εκατοστή όγδοη; Κανείς. Με τον Διάβολο δεν κάνεις συμφωνίες. Ασχέτως που μετά το ξέχασα ή μάλλον νόμισα πως εγώ ήμουν ο Διάβολος, ενδεχομένως και κάτι ανώτερο.

  Και η δεύτερη; Επήλθε, διαλύοντας το πίσω τζάμι, κάτι με το οποίο ο πατέρας μου, υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες, θα είχε γίνει έξαλλος, ενώ, αυτή τη στιγμή, ήταν μόνο φανερά προβληματισμένος. Ίσως επειδή η επόμενη θα ήταν στα κεφάλια μας. Τον παρατηρούσα. Ήξερε πως είχε έρθει το τέλος, με εμένα να μην μπορώ να καταλάβω για ποιον λόγο. Δε γνώριζα ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, τι ήθελαν και πού ήταν μπλεγμένος ο πατέρας μου. Ήταν δικηγόρος, ναι. Μπλεκόταν σε πολύ βρώμικες υποθέσεις; Ναι. Ωστόσο, όπως κάθε διπλωμάτης, ήταν κάποιος που μπορούσε να σε διαολοστείλει άνετα και να σε κάνει να ανυπομονείς για το ταξίδι. Αποκλείεται κάποιος εγκληματίας να στοχοποιούσε τον δικηγόρο, θα πήγαινε απευθείας για τον κατήγορο. Κάτι που δε μου άφηνε και πολλές επιλογές πέρα από το να σκεφτώ πως είχε δοσοληψίες με άλλη ιδιότητα, σίγουρα όχι αυτή του δικηγόρου.

  Ήταν τοκογλυφία; Εμπόριο ναρκωτικών; Παράνομος διαμοιρασμός γης; Θα μπορούσε, αν και δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Ή μήπως ήταν; Η δουλειά σε διαβρώνει, έτσι; Το χρήμα, η δόξα, αρκετή τροφή για την κενοδοξία ενός ανθρώπου το δίχως άλλο. Και τώρα θερίζει ό,τι σπέρνει.

  Ειλικρινά, δεν το πίστευα σε τι σημείο με είχε φτάσει αυτή η νοσηρή κατάσταση. Αμφισβητούσα ακόμη και τον πατέρα μου, το άτομο που εμπιστευόμουν περισσότερο από τον οποιοδήποτε σε αυτό τον κόσμο. Αν δεν ήταν αυτός άμεμπτος απέναντί μου, τότε ποιος μπορούσε να είναι;

  Ενώ εγώ ταλανιζόμουν με σενάρια τα οποία ήθελα να ελπίζω πως θα μπορούσα να εξακριβώσω αργότερα, εννοώντας πως θα γυρίσουμε σπίτι μάλλον, ο πατέρας μου αναζητούσε ακόμη ενδελεχώς έναν τρόπο διαφυγής. Και τον βρήκε. Πατώντας απότομα το φρένο και στρίβοντας, γύρισε το αυτοκίνητο από την τελείως αντίθετη κατεύθυνση, αιφνιδιάζοντας για λίγο τους καταδιώκτες μας, και, προς στιγμήν, αναλογίστηκα πόσο αυξημένες ήταν οι πιθανότητες σύγκρουσης. Όμως, διαψεύστηκα. 

  Τους οδήγησε μέσα στα χωράφια, με τα καλαμπόκια να διαδέχονται το ένα το άλλο, ενώ ορισμένα έμπαιναν μέσα στο αυτοκίνητο. Είχε αρκετά ευρύ πεδίο για να κάνει διαφόρους ελιγμούς, έτσι ώστε να ξεφύγουμε από το στόχαστρο. Βέβαια, δεν τους είχα για τύπους οι οποίοι δεν ήταν συνηθισμένοι σε τέτοιες  απονενοημένες ενέργειες.

«Κέρστιν, μη με ρωτήσεις τίποτα. Απλά πάρε από το πίσω κάθισμα τον ασημί χαρτοφύλακα, όχι τον μαύρο, και βγάλε την πρώτη επιφάνεια. Από κάτω, υπάρχει ένα όπλο. Θεωρώ το έχω συναρμολογήσει, θα δείξει βέβαια.», μου φώναξε και κατάλαβα πως δεν υπήρχαν περιθώρια να μην κάνω ό,τι με πρόσταζε.

  Έβαλα τον κωδικό στον χαρτοφύλακα, ο οποίος γνώριζα ήδη πως ήταν τα γενέθλιά μου, έβαλα στην άκρη τα χαρτιά που εντόπισα μαζί με την πρώτη πλατφόρμα. Και ναι, υπήρχε όντως ένα όπλο. Ήταν η πρώτη φορά και ήθελα να ελπίζω η τελευταία όπου αντίκρυζα όπλο. Ήταν, νομίζω, μεσαίου μεγέθους, ασημί και αρκετά διακριτικό. Από αυτά που μπορούσες να βάλεις ένα κομψό κοστούμι, να το παίξεις κύριος και, από μέσα, δίχως να μπορεί να το συλλάβει κανείς από όσους σε ξέρουν, να έχεις αυτό. Παγώνοντας για ένα κλάσμα δευτερολέπτου, του παρέδωσα το όπλο.

«Λοιπόν, κάποιος από εμάς σήμερα θα πεθάνει. Μακάρι να μην είμαστε εμείς. Με το που σταματήσω λίγο μετά τον γκρεμό που πρόκειται να συναντήσουμε σε λίγα δευτερόλεπτα, θα κατέβεις από το αυτοκίνητο με τον χαρτοφύλακα στο χέρι και θα τρέξεις. Όσο πιο γρήγορα μπορείς. Όχι σαν τη γυμναστική στο σχολείο. Ειδάλλως πέθανες.», μου εξήγησε με υπερβολικά σταθερό τόνο στη φωνή μου και, σε αυτό το σημείο, απορούσα πώς μπορεί να είναι τόσο ψύχραιμος, ενώ εγώ έτρεμα σύγκορμη σαν το ψάρι έξω από το νερό.

  Παρά ταύτα, ήρθα αντιμέτωπη με μια καίρια συνειδητοποίηση. Το κλειδί όλης της υπόθεσης. Ο χαρτοφύλακας. Όχι αυτός καθαυτός, αλλά το περιεχόμενό του. Δεν ήθελαν εμάς, αλλά αυτή τη χαρτούρα. Η περιέργειά μου χτυπούσε κόκκινο, αλλά ήταν πολύ κακή στιγμή για να ξεκλειδώνω πάλι τη βαλίτσα για να δω τι είδους έγγραφα περιείχε.

«Μπαμπά;», ρώτησα με τρεμάμενη, σιγανή φωνή. «Τι έχει μέσα;»

«Μη!», μου απάντησε επιτακτικά, μα και τρυφερά. Σαν να... Όχι, δεν το λέω. Είχα δίκιο όμως που το υποπτεύθηκα.

  Ο γκρεμός που είχαμε συζητήσει μόλις άρχισε να προβάλλει μπροστά μας, με τον πατέρα μου, όπως άλλωστε περίμενα, να κάνει ένα σάλτο και να στρίβει αριστερά μέσα σε κάτι πυκνά δέντρα. Και φρένο. Το φρένο εκείνο. Εκείνο. Το φρένο της ζωής. Το φρένο της ψυχής. Το φρένο όλων. Το φρένο που με έκανε να βάζω σε όλους φρένο. Η διαφορά ήταν πως εγώ πατούσα γκάζι. Όλο και πιο δυνατά. Και δε σταμάτησα ποτέ. 

  Άνοιξα την πόρτα. Τον κοίταξα ικετευτικά στα μάτια, εκλιπαρώντας τον θεό και τους αγίους να μετανιώσει. Δεν το έκανε. Μου ένευσε θετικά, με τα δάκρυα να παλεύουν να κυλήσουν, αλλά εκείνος τα συγκρατούσε. Ήταν ψυχρός άνθρωπος και τρελός για δέσιμο. Και εγώ έτσι ήμουν. Του έμοιαζα. Μόνο στα κακά. Ήταν η τελευταία φορά που είδα τα μπλε μάτια του, πια τα θυμόμουν μόνο με ένα βλέμμα στον καθρέφτη, το οποίο ποτέ δεν απέδιδε το ίδιο συναίσθημα με τότε. Ήταν μόνο μια στιγμή, σαν τα σημεία στα μαθηματικά. Δίχως διαστάσεις. Κάτι όμως που αποτελούσε κάτι μεγαλύτερο. Έτσι και τότε. Έκανα την καρδιά μου πέτρα και έτρεξα.

  Έτρεξα. Σαν ελάφι που ξεφεύγει από τον λύκο. Τα δάκρυα στα μάτια μου ήταν λιγοστά, δεν πρόλαβαν ποτέ να γίνουν περισσότερα, δεν είχα χρόνο. Όταν είσαι στη δράση, δεν υπάρχει χρόνος για συναισθηματισμούς. Για αυτό, σε πιάνουν μετά και σε στοιχειώνουν για δεκαετίες ολόκληρες. 

  Κανονικά, μέσα σε τόσα χόρτα, θα άρχιζα να φοβάμαι για φίδια και αλιγάτορες. Τη δεδομένη στιγμή όμως, δεν ήθελα να με βρουν, οπότε τυλίχτηκα πίσω από έναν αρκετά ευμεγέθη θάμνο, παρατηρώντας τα γενόμενα. 

  Ο πατέρας μου βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο, δεχόμενος τους πυροβολισμούς που προέρχονταν από τρεις μαυροφορεμένους άντρες, οι οποίοι, εν αντιθέσει προς εκείνον, είχαν αφήσει την ασφάλεια του οχήματος. Η ισχύς εν τη ενώσει δε λένε; 

  Κάποια στιγμή, κατάφερε πλήγμα σε έναν που σωριάστηκε στο νωπό από την υγρασία χώμα, με τους άλλους δυο, ένεκα της συναισθηματικής φόρτισης που βίωναν από την απώλεια του συντρόφου τους, να εντείνουν τις προσπάθειές τους να αφανίσουν τον πατέρα μου. 

  Ξαφνικά, είδα ένα άσπρο σεντόνι να ανεμίζει από το μέρος του. Σοκαρίστηκα. Βγήκε από το αυτοκίνητο, πλάτη προς τα εμένα και πέταξε στο δάπεδο το όπλο του. Οι δυο εχθροί ακολούθησαν.

«Παραδίνομαι.»

  Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Όχι! Δεν μπορούσε να μου το κάνει αυτό! Όχι. Στη μάνα μου και ας ήταν σκρόφα, στον αδερφό μου... Δεν μπορούσε να παραδίδεται αμαχητί σε αυτούς. Δε θα τον ξαναβλέπαμε ποτέ. 

«Τον χαρτοφύλακα.», του απάντησε ένας από τους εναπομείναντες άντρες σε σπαστά αγγλικά, τα οποία παρέπεμπαν σε άτομο με καταγωγή από την Ανατολική Ευρώπη.

«Είναι στο αυτοκίνητο.», τους υπέδειξε, με εκείνους να κοιτάζουν προς τα εκεί για πολύ μικρό μα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, αρκετό όμως για να βγάλει από το ακριβό και κυριλάτο του κοστούμι ένα περίστροφο και να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα.

  Δεν το συνειδητοποίησα. Ούτε καν όταν έπεσε. Όταν έσβησε. Όταν αίμα άρχισε να πλημμυρίζει και να βάφει όλο τον τόπο πορφυρό. Δεν ξέρω πότε το μυαλό μου έκανε τις αναγκαίες διεργασίες.

  Με όλη μου τη δύναμη, όλο μου το σθένος, όλη μου την αγάπη, κραύγασα. Μέχρι που ένιωσα τον λαιμό μου να σφαδάζει από τον πόνο, την καρδιά μου να σφίγγει και τη φωνή μου να κλείνει. Καυτά δάκρυα κύλησαν αυτοστιγμεί από τα μάτια μου, ενώ χτυπιόμουν, αδύναμη να δώσω την παραμικρή σημασία στο γεγονός πως η παρουσία μου είχε γίνει αντιληπτή. 

  Δε χρειαζόταν βέβαια. Υπήρχε τέταρτος, ο οποίος τόση ώρα έστεκε σε μια ικανή απόσταση για να με πυροβολήσει, αλλά παρακολουθούσε τη λεία του. Όπως το λιοντάρι τον βούβαλο για να εκτιμήσει τις δυνάμεις και τη δεινότητά του. Και μόλις τον εντόπισα, μπαμ. 

  Δεύτερο μπαμ. Τρίτο μπαμ στον αέρα. Έγινα καπνός. Δεν ένιωθα τίποτα. Δεν ένιωθα πόνο πέρα από τον ψυχικό. Έτρεχα. Έτρεχα. Δεν ήμουν και σε φόρμα, οπότε ήξερα πως δε θα διαρκούσε πολλή ώρα αυτή η αντίσταση. Έπρεπε να πάρω δραστικά μέτρα. Το χρωστούσα στον πατέρα μου. Μια εκδίκηση.

  Αίμα ανέβλυζε από και δε γνώριζα καν από πού προέρχεται. Έχω την εντύπωση πως οι πληγές ήταν στην πλάτη, όμως δεν ήμουν βέβαιη και δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να μάθω. Σερνόμουν στο χώμα, κάνοντας αμέτρητες απόπειρες να μετακινηθώ, αλλά εις μάτην. 

  Τα βλέφαρά μου βαριά. Η ανάσα μου αργή. Κατέρρευσα.

  Νόμιζα πως πέθανα. Μέχρι που ένιωσα φως. Υπερβολικό φως. Συνάμα, την ανάγκη να σπάσω στο ξύλο όποιον με ενοχλούσε. 

«она живет*.», άκουσα μια βαριά φωνή να λέει και το μόνο που θυμάμαι είναι τη θέα ενός ζευγαριού πράσινων, διαπεραστικών ματιών.

*Ζει.

. . .

S T A T U S

Started: 06/07/21
Ended: - - - - - - - -

. . .

~ 2022 ~

-BlackWidow_forever

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top