Κεφάλαιο 9°
"Ηρώ; Τι έχεις κοριτσάκι μου;" Η Ευδοκία χλωμιασε βλέποντας τα πόδια της να τρεκλιζουν, τα τακούνια να γυρίσουν στο πλάι και την Ηρώ να πέφτει.
"Ευδοκία μου δεν είμαι καλά... Νιώθω πως..." της είπε μπερδεύοντας τη γλώσσα . Τα χείλη της είχαν γεμίσει σάλια και είχε χάσει εντελώς το χρώμα της.
"Ήρεμα. Έλα να σε πάω πίσω.."
Έβγαλε τα παπούτσια της , χαμήλωσε και έπειτα ξεδεσε τα μακριά κορδόνια από τα παπούτσια που φορούσε η Ηρώ βγάζοντας τα και βάζοντας το χέρι της γύρω από το λαιμό της, η Ευδοκία άρχισε να τη κουβαλάει σχεδόν μέχρι το γραφείο της.
Η κοπέλα ήταν σχετικά ίδια ηλικία με εκείνη και καινούρια. Ήσυχη και μετρημένη. Δεν έμοιαζε με τα κοριτσάκια που το έπαιζαν ντίβες.
Άνοιξε τη πόρτα χωρίς να την αφήσει και μπαίνοντας μέσα η Ηρώ έχασε σχεδον τις αισθήσεις της και γονάτισε στο πάτωμα. Άρχισε να βήχει έντονα και αμέσως μετά έκανε εμετό .
"Ήπιες; Εσύ δε πίνεις! Γαμώτο!" έτρεξε μέχρι το μικρό μπαρ και παίρνοντας νερό , έσκυψε μπροστά της και άρχισε να τη καθαρίζει ώσπου βλέποντας τον εμετό της, έσμιξε τα φρύδια .
"Χάπια;" ψέλλισε μη πιστεύοντας στα μάτια της.
"Όχι. Το ορ-ορκίζομαι. Δε- Δε πήρα" Τραυλισε η κοπέλα.
"Σου έδωσε κανένας κάτι να πιεις;" η Ευδοκία σήκωσε το πηγούνι της , την έπλυνε στο πρόσωπο και τη κράτησε με τις παλάμες της. "Απάντησε μου. Πήρες κάτι από κάποιον;"
"Ο.. Ο Γρηγόρης ... Μου..."
"Καταραμένε!!" η Ευδοκία σηκώθηκε έξαλλη. Βρήκε πάτημα τις μέρες που έλειπε ο Γιώργος και ξεσαλωνε αλλά δε πίστευε πως θα φτάσει σε αυτό το σημείο. "Ηρέμησε. Μείνε εδώ μέχρι να νιώσεις καλύτερα. Έκανες εμετό αλλά ίσως αισθανθείς ζαλάδες και μούδιασμα. Δε θα σε ενοχλήσει κανένας"
Την άφησε και βγήκε από το γραφείο.
Η οργή που ένιωθε δεν είχε όριο.
Όσο περνούσε ο καιρός , ο Γρηγόρης μάθαινε να μεταμορφώνεται σε χαμαιλέοντα. Άλλαζε κάθε φορά που ο Γιώργος ήταν κοντά και όταν έλειπε , ξεσαλωνε με τέτοιο τρόπο ώστε να μη γίνεται αντιληπτός ούτε από το Μάνο.
Άρχισε να τον ψάχνει ώσπου τον είδε να μπαίνει στο γραφείο του Γιώργου. Δίχως να την ενδιαφέρει τίποτα, τον ακολούθησε εκνευρισμένη και πλησιάζοντας τον γρήγορα τον έπιασε απροετοίμαστο και τον χαστούκισε
"Πώς τόλμησες!"
"Τι κάνεις γαμω τη κοινωνία μου μέσα!" της αντιγυρισε θυμωμένος και πιάνοντας την από τα μαλλιά, την έσπρωξε προς το καναπέ.
"Δε ντρέπεσαι ρε! Τι σόι άντρας είσαι εσύ!" Η Ευδοκία δεν κάθισε αμαχητί. Σηκώθηκε αμέσως. "Της έδωσες χάπια! Μαλάκα!"
Ο Γρηγόρης μόλις κατάλαβε το λόγο της έκρηξης της , γέλασε.
"Ήθελες κι εσύ; Θα φροντίσω την επόμενη!" Της είπε και η Ευδοκία τον έφτυσε μέσα στη μούρη. Ο Γρηγόρης σκούπισε το πρόσωπο του και σκοτείνιασε αμέσως. Πήγε κοντά της και αρπάζοντας την από τα χέρια την ώθησε με δύναμη στο καναπέ και έπεσε από πάνω της.
"Άσε με ρε γαμημενε!" του γρυλισε
"Θα σε γαμησω ρε σκρόφα από παντού!"
"Ποτέ!" Η Ευδοκία προσπάθησε να απελευθερωθεί κι εκείνος της χάρισε μια αγκωνια στο πρόσωπο. Ζαλίστηκε μα δεν έχασε τις αισθήσεις της.
"Θα τα πω όλα στο Γιώργο... Τελείωσες..." ψέλλισε κι εκείνος γέλασε.
"Θα κάτσεις να σε πηδήξω και όχι απλά δε θα πεις τίποτα αλλά θα βογγηξεις κι όλας!"
Ο Γρηγόρης ξαφνικά σηκώθηκε από πάνω της και την απελευθέρωσε . Κράτησε απόσταση και εκείνη προσπάθησε να ανασηκωθεί
"Θα σου πω κάτι που ναι μεν θα σου αρέσει αλλά συνάμα δε θα σου αρέσει κι όλας..." Ξεκίνησε να λέει χαμογελώντας "Ο Γιώργος δε πήδηξε ποτέ τη Σίλβα. Ήταν τόσο κομμάτια από τα χάπια που του έδωσα... Όπως και όλοι. Πάραυτα εγώ το απόλαυσα.!"
"Σιχαμα!" εκτόξευσε το θυμό της η Ευδοκία αλλά εκείνος έδειξε να αρέσκεται
"Μα δεν είναι αυτό το νόημα Ευδοκία... Ξέρεις τι έχω στα χέρια μου από εκείνο το βράδυ;" Αποκρίθηκε πονηρά "Ένα χαρτί που ούτε και ο ίδιος θυμάται με την υπογραφή του... Αφήνοντας μου τα πάντα...." Ο Γρηγόρης πήρε μια βαθιά ανάσα ικανοποίησης. "Πριν το θέσω σε ισχύ όμως, θέλω να δω μέχρι που είσαι διατεθειμένη να φτάσεις για χάρη του. Δεν βιάζομαι..."
Η Ευδοκία είχε παγώσει...
"Ωωωω, μη με κοιτάζεις έτσι... Περάσαμε καλά στα μωβ φωτάκια τα δυο μας..."
"Εσύ..." ψέλλισε δακρυσμένη πια. "Εσύ ήσουν πίσω από εκείνους τους δώδεκα μήνες..." το κορμί της έπιασε να τρέμει και οι γροθιές της έσφιξαν σαν απάντηση στο γέλιο του. Η Ευδοκία του όρμησε μα με ένα τίναγμα εκείνος τη πέταξε προς τα πίσω.
Ο Γρηγόρης τράβηξε τη πολυθρόνα και κάθισε απαθεστατος.
"Γδυσου αργά..." της ζήτησε και βγάζοντας ένα τσακισμένο πακέτο marlboro από τη τσέπη, άναψε ένα τσιγάρο
"Ποτέ!!!"
"Ε τότε αυτός θα πεθανει, εγώ θα κρατήσω τα πάντα και εσύ... Εσύ μωρό μου θα επιστρέψεις στο θόλο.. να γυρίζεις και να χορεύεις στη μουσική σαν τη τέλεια κούκλα... Σαν το προσωπικό μου, κουρδιστό παιχνίδι...Θα σε γαμαω μέχρι να πεθάνεις ...και πίστεψέ με..."
"Πάψε! Με αηδιάζεις!" Τον έκοψε αλλά δε χαμπαριασε από τα λόγια της.
"Μια λεξουλα να ξεφύγει από αυτά τα χειλάκια, θα φροντίσω προσωπικά να τον δεις να πεθαίνει μπροστά στα μάτια σου. Αν πάλι είσαι καλό κορίτσι θα φροντίσω να ζήσει..."
"Δε μπορείς !!!"
"Μπορώ... Εχω στις πλάτες μου αρκετούς. Περίμενα τόσο πολύ Ευδοκία...Υπομονή στην υπομονή... Αν δεν εμφανιζόταν εκείνο το βράδυ θα κατάφερνα να πείσω το Σάββα να μου τα δώσει όλα! Μα εκείνος τα κατέστρεψε...Και συνεχίζει... Δεν κουράστηκες; Εσύ πρώτη έπρεπε να συμφωνήσεις... Και μην ακούσω για αγάπες και μαλακίες. Ποτέ του δε σε αγάπησε. Κανέναν δεν αγαπάει. Ούτε τον εαυτό του..."
Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της...
"Έτσι μπράβο... Κλάψε και χόρεψε μου. Αργά αργά..." Η Ευδοκία έμεινε σταθερή να τον κοιτάζει. "Θα βγάλω το κινητό αν δε σηκωθείς και... Και απλά μπουμ..." της είπε βάζοντας το δάχτυλο στο λαιμό του και σέρνοντας το από τη μια άκρη στην άλλη, υπονόησε πως θα δώσει εντολή να σκοτώσουν το Γιώργο.
Τίποτα. Ήταν τόσο σοκαρισμένη που δεν αντιδρούσε. "Πολύ καλά..." Μόλις ο Γρηγόρης έβγαλε το τηλέφωνο , η καρδιά της σκιρτησε.
Η Ευδοκία σηκώθηκε...
Εκείνος γέλασε...
"Βγάλε τα ρούχα σου αργά... Θέλω το πιο τέλειο προσωπικό χορό σου..."
"Σε σιχαίνομαι..." ψέλλισε κλαίγοντας
"Ακόμα δεν αρχίσαμε..." της απάντησε πονηρά και κούνησε τα δάχτυλα του για να ξεκινήσει.
Η Ευδοκία σήκωσε το χέρι της στο ώμο, κατέβασε απαλά τη τιραντα της και εκείνη έπεσε στον ώμο. Ο Γρηγόρης ξάπλωσε ελαφρώς προς τα πίσω απολαμβάνοντας.
"Σε θελω εντελώς γυμνή..." της είπε τρίβοντας το μόριο του πάνω από το παντελόνι. Εσφιγγε τα χείλη της και σε κάθε ρούχο που έβγαζε , τα δάκρυα έπεφταν ποτάμι. Είχα χρόνια να κλάψει... Υποσχέθηκε να μη το ξανακάνει αλλά να που το κορμί τα έβγαζε χωρίς να το ορίζει.
Μόλις έμεινε εντελώς γυμνή μπροστά του, τη διέταξε να τον πλησιάσει.
"Άνοιξε ελαφρά τα πόδια σου έτσι ώστε να χωράνε τα δάχτυλα μου..." της είπε και απλώνοντας το χέρι του, το εχωσε ανάμεσα στα πόδια της. Άρχισε να τρίβει το αιδοίο της. Να το χτυπάει ελαφρά και να ξερογλυφεται. "Εδώ θα σε πάρω... Στο ίδιο δωμάτιο που σε γαμαει και εκείνος. Έτσι κάθε φορά που θα σε παίρνει, θα με θυμάσαι..." της είπε πιέζοντας ένα δάχτυλο μέσα της. Η Ευδοκία εκλεισε τα μάτια και εκείνος τη πίεσε τόσο πολύ που τη πόνεσε.
"Θέλω να με κοιτάζεις καθόλη τη διάρκεια...Και τώρα γονάτισε. Γλύψε με.." ξεκουμπωσε το παντελόνι και την έβαλε να καθίσει κάτω. Έβγαλε έξω το μόριο του και πιάνοντας την από τα μαλλιά, πίεσε τα χείλη της επάνω στο σκληρό του μόριο. "Άνοιξε τα! Το θέλω όλο μέσα!!!" Τα δάκρυα της έπεφταν πάνω του ακριβώς αλλά ούτε πτοήθηκε. "Έτσι... Ναι... Πιο βαθιά και κλάψε κι άλλο!" Της πίεσε το κεφάλι κι εκείνη άρχισε να βήχει. "Αααχ έτσι... Γαργαλησε με και δε θα σε πνίξω..."
Η Ευδοκία διαλύθηκε...
Σε κάθε σημείο που την άγγιζε ένιωθε το δέρμα να καίει από τη βρωμιά...
"Σήκω! Έλα κάτσε πάνω μου..." άφησε τα μαλλιά της και εκείνη σηκώθηκε. "Αργείς... Θέλω να μπω μέσα σου. Και να κουνιέσαι! Γάμησε με και θα σε γαμαω ταυτόχρονα!"
"Σκότωσε με..." του ζήτησε μα εκείνος γέλασε
"Δε θα το έκανα ποτέ τόσο εύκολο. Αν δε κάτσεις όμως τώρα επάνω μου, θα σκοτώσω εκείνον... " Δίχως πολλά πολλά και χωρίς να θέλει να χάσει τη κάψα του, ο Γρηγόρης έβγαλε το κινητό και άρχισε να πληκτρολογεί. Ένας άντρας απάντησε από την άλλη πλευρά. "Τον βλέπεις;"
"Σταμάτα!!" Τσιριξε η Ευδοκία και εκείνος ικανοποιήθηκε
"Περίμενε...μη κάνεις τίποτα" είπε και κλείνοντας , της έδειξε το μόριο του.
"Κάτσε πάνω μου Ευδοκία... Αλλιώς ξέρεις τι θα γίνει .."
Άνοιξε τα πόδια της...
Τα έβαλε δεξιά και αριστερά του και εκείνος χωρίς να περιμένει την έπιασε από τη μέση και τη κατέβασε με δύναμη πάνω στο μόριο του.
"Ναι ρε..." είπε αναστεναζοντας "Φίλα με! Όλα θα στα πάρω σήμερα..."
"Σε σιχαίνομαι..." τραυλισε δίχως να σταματήσει να κλαίει.
"Μπράβο σου ... Και τώρα φίλα με!"
Την γραπωσε από το λαιμό και άρχισε να τη φιλάει ενώ ταυτόχρονα έμπαινε και έβγαινε μέσα της με απίστευτη ταχύτητα "πόσο θέλω να σε χύσω στο μουνακι σου... Εεετσι. Πιο γρήγορα!!" της είπε πάνω στο φιλί και άρχισε να τη δαγκώνει.
Η Ευδοκία ένιωσε τα σωθικά της να ανακατεύονται...
"Σσσσςς ναι... Ναι ναι...!!!"
Ευχαριστιόταν την αίσθηση έχοντας μια γυναίκα δακρυσμένη πάνω του. Όσο πιο πολύ έκλαιγε άλλο τόσο εκείνος έφτανε στην έκσταση. "Θα σου το ξεχειλωσω... Απορώ με τόσο γαμήσι που έφαγες πιο παλιά πως κρατήθηκε τόσο σφιχτό.. Για αυτό ο άλλος ο μαλάκας δε λέει να ξεκολλήσει από πάνω σου ... Ίσως ο Γιόσεφ να τον έχει μικρό... Δεν εξηγείται αλλιώς"
Η Ευδοκία έσπασε εντελώς. Τη κρατούσε από τα χέρια , το κορμί της πήγαινε ανεξέλεγκτα πάνω κάτω και σφαδαζε από τους πόνους. Έκλαιγε. Πονούσε σώμα και ψυχή. Ότι έχτιζε γκρεμίστηκε ξανά...
*******
Ήταν εξουθενωμένος...
Το ταξιδι κράτησε αρκετές μέρες αλλά κατάφερε και έκλεισε μια σημαντική συμφωνία. Ήθελε να τα βάλει όλα σε μια τάξη... τίποτα παραπάνω. Κοντά στα δέκα χρόνια είχαν περάσει. Πήρε την εκδίκηση. Πήρε τα λεφτά. Τα πήρε όλα. Αν και δεν ήταν μεγάλος είχε κουραστεί καταβαθος. Είχαν μείνει λίγες ακόμα εκκρεμότητες για να κλείσουν αλλά και πάλι αναρωτιόταν για το μετά. Ένας άνθρωπος μεγαλωμένος στη νύχτα πόσο εύκολο θα ήταν να ξεφύγει άραγε από αυτή; Ξεγραψε τους πάντες. Μάνα και πατέρα. Χώθηκε , πάλεψε και πέτυχε. Υπήρχαν στιγμές που θεωρούσε πως η παρουσία της Ευδοκίας στη ζωή του ήταν ο λόγος για τον οποίο πέτυχε.
Εκείνο το κορίτσι άλλαξε τόσο πολύ πλάι του. Έγινε γυναίκα... Μεγάλωσε δίπλα του. Πόσα της πήρε και άλλα πόσα της χρωστούσε. Μα δεν ένιωθε άξιος για εκείνη. Όσο κι αν νευρίαζε με όλους εκείνους που έριχναν το βλέμμα τους στο κορμί της αλλά τόσο παρακαλούσε κάποιον από αυτούς να τη πάρει από εκεί μέσα. Από μικρό παιδί, προσπαθούσε να καταλάβει την έννοια της αγάπης μα του ήταν δύσκολο. Δεν έμαθε να νιώθει με λόγια. Ούτε έμαθε να εκφράζεται με αυτά. Σιωπούσε γιατί δεν ήξερε τι λέξεις να χρησιμοποιήσει. Μα κι αν ήξερε, δεν ήθελε να τις χρησιμοποιήσει.
Ένιωθε τύψεις. Χιλιάδες...
Ίσως αν δε τη πλησίαζε εκείνο το βράδυ στην εκκλησία η Ευδοκία να είχε διαφορετική μοίρα.
Μα και πάλι ακόμα και αν προσπαθούσε να τη διώξει εκείνη έμενε. Δεν πίστευε ότι αισθάνεται για εκείνον αγάπη. Πώς να αγαπήσεις κάποιον που ήταν η αιτία να εξαθλιωθείς; Μα ακόμα κι αν το κάνεις, δε θα ήταν επειδή πράγματι τον αγαπάς, θα ήταν επειδή υπάρχει ένας αυστηρός τοξικός δεσμος που απλά ενώνει δύο ανθρώπους. Ο Γιώργος ηξερε αρκετά καλά τι ακριβώς σημαίνει τοξικότητα. Την έβλεπε και την είχε πάνω στο πετσί του. Στους δεκάδες καυγάδες τους δε δίστασε στο παρελθόν να σηκώσει ακόμα και χέρι επάνω της.
Της φέρθηκε άσχημα. Τη πλήγωσε και ήξερε πως πάραυτα εκείνες έμενε.
Έψαχνε να βρει την απάντηση μέσα του αλλά ήταν αδύνατο.
"Φτάσαμε" ήταν τόσο κουρασμένος που δεν κατάφερε ούτε να οδηγήσει.
"Ευχαριστώ ρε Φώτη. Πήγαινε κι εσύ να ξεκουραστείς. Θα επιστρέψω σπίτι με το αμάξι"
"Είσαι σίγουρος; Αν θες πάνε έλεγξε το μαγαζί και σε πάω τσακ μπαμ"
"Δε χρειάζεται. Εκτός αυτού, θα κλείσει σε λίγο. Το πολύ και το λίγο να κοιμηθώ στο καναπέ"
"Όπως αγαπας. Θα τα πούμε αύριο"
Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ήξερε πως είναι η ώρα που καθαρίζουν. Σχεδόν κανένας δεν έμενε μέχρι τέτοια ώρα. Όλοι οι επιφανείς πολίτες επέστρεφαν στη ζωή τους το πρωί κι ας ξεσαλωναν με τις πόρνες το βράδυ.
Χτύπησε ένα τσιγάρο πάνω στο πακέτο, το άναψε και θέλησε να το απολαύσει πριν μπει μέσα. Η θάλασσα έφερνε ένα όμορφο αεράκι. Δροσιά αλλά και ηρεμία. Τα αυτοκίνητα ήταν λιγοστά ακόμα και η κίνηση μειωμένη.
Ότι πρέπει για να χαλαρώσει πριν επιστρέψει. Έλειπε δύο εβδομάδες. Όλα του είχαν λείψει... θέλοντας και μη έγιναν συνήθεια.
Η Ευδοκία έφευγε πριν βγει ο ήλιος μα και πάλι ο Μάνος θα ήταν εκεί.
Ρουφηξε μια γερή, πέταξε τη γοπα και μπήκε μέσα. Από το διάδρομο και μόνο του έσκασε η μυρωδιά από το αλκοόλ. Τα αρώματα και τον ιδρώτα. Τίποτα δεν αλλάζει τελικά, σκέφτηκε ανοίγοντας και τη παραμεση πόρτα που οδηγούσε στο εσωτερικό.
Το βλέμμα του Μάνου έπεσε αμέσως πάνω του. Καθάριζε το μπαρ αλλά άφησε κάτω τη πετσέτα και βγήκε
"Επιτέλους!! Μια μέρα ακόμα και..."
"Σου έλειψα ρε μαλάκα;"
"Μη το συζητάς. Την επόμενη φορά αν αφήσεις αυτό το καριολη πίσω θα τον καθαρίσω. Να ξέρεις!" είπε θυμωμένα αλλά με χαμόγελο
"Από το να τριγυρίζει στα πόδια μου..."
"Τέλος πάντων. Θα τα πούμε αύριο αυτά. Γιατί δε πηγές σπίτι και ήρθες κατευθείαν εδώ;"
"Θα πάω. Είπα απλά να περάσω γιατί έχω και το αμάξι μου εδώ.."
"Α... Νόμιζα πως..."
"Πώς;" ρώτησε σκεπτικός
"Περίεργα πράγματα γίνονται δύο μέρες τώρα ρε Γιώργο..."
"Τι εννοείς;"
"Η... Η Ευδοκία..."
"Έπαθε κάτι; Τη πείραξε κανένας; Γιατί δε με πήρες τηλέφωνο!!!"
"Ηρέμησε ρε! Κατευθείαν ανάβεις σαν το σπίρτο..."
"Και τι θες να κάνω; Τι συμβαίνει;"
"Συμπεριφέρεται περίεργα... Κοιμάται στο καμαρίνι της Ολυμπίας..."
Ο Γιώργος παραξενεύτηκε.
"Δε πάει σπίτι της;"
"Όχι... Μα ούτε στο γραφείο της ούτε στο δικό σου..."
"Που είναι τώρα;"
"Εκεί. Πήγε πριν μια ώρα. Υποθέτω θα κοιμήθηκε ήδη..."
"Μάλιστα.. Τίποτα άλλο;"
"Έγινε και κάτι άλλο..."
"Ε λέγε ρε Μάνο! Ένα ένα με το τσιγκελι θα στα βγάζω ακόμα δεν ήρθα;!"
"Έδιωξε την Ηρώ..."
"Σοβαρά μιλάς; Μα γιατί; Δεν είχαν πρόβλημα..."
"Αυτό ακριβώς. Την αγκάλιασε. Της έδωσε κάτι λεφτά και της είπε να φύγει..! Αν αυτό δεν είναι περίεργο τότε τι είναι μου λες; Άσε που ο άλλος μου έχει σπάσει τα νεύρα! Νομιζει πως είναι αφεντικό εδώ μέσα! Έχω και μια υπόνοια πως πάλι με χάπια και κοκες ασχολείται!"
"Δύο εβδομάδες έλειψα..." Σχολίασε απογοητευμένος
"Ακριβώς! Φρόντισε να μη ξαναγίνει σε παρακαλώ..."
"Κατάλαβα... Τουλάχιστον κλείσαμε συμφωνία..."
"Δεν είχα αμφιβολία. Ποιος δε θα έκλεινε; Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας. Κυριαρχεις στα βόρεια..."
"Μάνο; Εκτός από το γεγονός πως κοιμάται στην Ολυμπία, έγινε τίποτα άλλο;" ρώτησε επιστρέφοντας στη προηγούμενη συζήτηση
"Δεν είδα κατι... Πρόσεχα αλλά και ο άλλος ερχόταν όποτε ήθελε. Έπρεπε να αναλάβω και τις κοπέλες. Τα ντηλια. Όλα. Πόσα να κάνει η Ευδοκία μόνη..."
"Έγινε αδερφέ. Άντε φύγε. Θα πάω να τη δω και θα ξεκουραστώ κι εγώ..."
"Σε δέκα λεπτά τελειώνω. Θα περιμένω τις καθαρίστριες... Γιώργο; Κάτι έχει..."
"Θα το μάθω.."
Του χάρισε ένα άγγιγμα στον ώμο και πήγε προς τα δωμάτια. Ελάχιστες είχαν δωμάτιο κανονικό και όχι απλό καμαρίνι. Βέβαια η Ολυμπία είχε δικό της σπίτι οπότε δεν έμενε ποτέ εκεί.
Φτάνοντας έξω απο τη πόρτα την άνοιξε απαλά δίχως να χτυπήσει. Η καρδιά του αναπήδησε σαν την είδε ξαπλωμένη στο καναπέ. Έδειχνε ταλαιπωρημένη. Σαν να είχε χάσει εκείνη τη λάμψη. Του θύμισε τότε που είχαν ξεκινήσει να μένουν μαζι. Τότε που είχε ακόμα νωπους εφιάλτες...
Τη πλησίασε χωρίς να κάνει θόρυβο και γονάτισε πλάι της. Έστρωσε λιγάκι τα μαλλιά της και βγάζοντας το σακάκι του, τη σκέπασε.
Ήθελε να ρουφήξει λιγάκι από το πρόσωπο της. Τη μυρωδιά του κορμιού της. Κάτι είχε γίνει σίγουρα αλλά καταβαθος η αύρα της και μόνο του είχε λείψει.
Άπλωσε ένα δάχτυλο στο πρόσωπο της μα δεν την άγγιξε φοβούμενος ότι θα ξυπνήσει.
Γιατί μένεις; Έκανα τόσα λάθη Ευδοκία μου. Σε πόνεσα και σε πονάω. Δεν μπορούμε να είμαστε μαζί
Ψάχνω όλα εκείνα τα γιατί αλλά εκείνα με τρώνε πριν τα βρω. Μόνο πόνο σου φέρνω... Φύγε κοριτσάκι μου. Τι άλλο να κάνω πια για να φύγεις; Προσπαθώ να αδιαφορησω. Προσπαθώ να σε διώξω.
Μα εσύ κάθε φορά μου το κάνεις όλο και πιο δύσκολο.
Πέρασαν πολλά χρόνια...
Δε μπορούμε...
Στην ιδέα να κοιμόμαστε μαζί και να ξυπνάς πάλι μέσα στη νύχτα με εκείνους τους εφιάλτες τρελαίνομαι.
Ίσως δε θυμάσαι, αλλά εγώ θυμάμαι καλά... Μουρμουριζες μέσα στον ύπνο σου. Απαιτούσες να μη σε αγγίξει κανένας κι εκείνοι σε άγγιξαν... Πονούσες...
Κι εγώ δεν ήμουν πουθενά...
Τι σου έχω κάνει...
Πώς να διορθώσω όλα αυτά τα λάθη που πέφτουν σαν ντόμινο κάθε μέρα;
Με χαϊδεύεις και παραλύω.
Με κοιτάζεις και λιώνω.
Και όταν μου χαμογελάς...
Ανάθεμα με, νιώθω άνθρωπος.
Ένα κωλοπαιδο που έφτασε να αγγίξει το θαύμα πλάι σου.
Ένας τελειωμένος έφηβος , ένας ξεπεσμένος τότε άντρας με φιλοδοξίες.
Ήθελα να γίνω αρχηγός σε μια αγέλη με λύκους και εγώ σε βρήκα και σε έριξα μέσα τους. Δεν θα συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου...
Ποιος σε πείραξε ξανά κοριτσάκι μου;
Ποιος τόλμησε να σε πονέσει;
Γιατί κοιμάσαι εδώ;
Ακόμα και στις χειρότερες στιγμές σου είσαι πανέμορφη...
Βγάζεις μια νηνεμία που είναι τόσο δυνατή ώστε τσακίζει ακόμα και καταιγίδες..
Είσαι ελεύθερη...
Αστείο έτσι;
Σου το λέω με τη σιωπή γιατί αν ακούσω τις λέξεις να βγαίνουν από μέσα , εκείνες πληγώνουν.
Έχω δει τόσα πολλά και εσύ έχεις δει άλλα τόσα πλάι μου, τα έχεις νιώσει κι όλας. Επιμένεις με αυτό το πείσμα σου που δεν οδηγεί πουθενά.
Δεν σου αξίζει ένα ρεμαλι σαν εμένα μάτια μου.
Μια μέρα θα φύγω εγώ, να το θυμάσαι...
Έτσι όπως ζω, θα βρεθώ στο γκρεμό και θα πηδήξω.. Τότε πως θα σε προσέχω;
Η Ολυμπία λέει να σε πάρω και να φύγω μακριά αλλά ξέρεις πόσοι με κυνηγάνε; Τι ζωή θα σου προσφέρω τρέχοντας;
Νομίζεις τέτοια ζωή σου αξίζει;
Να τρέχεις πλάι μου και εγώ να πεθαίνω; Να ακούω τις μικρές κραυγές από τους εφιάλτες σου;
Ο Γιώργος έκανε μια παύση στον εσωτερικό του μονόλογο και της άφησε ένα απαλό φιλί στο μέτωπο
Δεν είσαι πόρνη. Ποτέ δεν ήσουν. Δε μπορείς να γίνεις... Ούτε να κρυφτείς από εμένα μπορείς... Πουλάω και αγοράζω μωρό μου...
Ξέρεις γιατί νευριάζω πιο πολύ;
Για αυτό το πείσμα σου.
Με ωθεί στα άκρα...
Δεν είμαι χαζός... Ξέρω πολλά περισσότερα από όσα νομίζεις αλλά και άλλα τοσα που ίσως ακόμα αγνοω. Μα θα τα μάθω και αυτά...
Ξέρω πως δε δινεσαι...
Ξέρω πως δε σε αγγίζει κάνεις...
Ξέρω πως κλαίς όταν είσαι μακριά μου για να μη σε δω.
Ξέρω πως προσπαθείς να με κανεις να δω καθαρά μα ήδη βλέπω ...
Απλώς βλέπω και κάποια άλλα πράγματα μαζί κοριτσάκι μου.
Συγχωρα με αλλά δεν αντέχω να βλέπω στο προσωπάκι σου όσα σου προκαλώ.
Γίνομαι μαλάκας ώρες ώρες.
Το ξέρω...
Ίσως πολλές περισσότερες.
Μα το κάνω για να με μισήσεις και να πάρεις επιτέλους την απόφαση να φύγεις.
Πάτησα τα 36... Εσύ είσαι ακόμα τόσο μικρή και νεα. Μπορείς να κάνεις ότι θελησεις και όχι να μένεις και να καταστρέφεσαι μαζί μου.
Εγώ είμαι τελειωμένη υπόθεση.
Μήπως αυτό θέλεις τελικά;
Να πεθάνω έτσι ώστε να ελευθερωθείς εντελώς;
Μόνο από το δικό σου χέρι θα μπορούσα να πέσω νεκρός μωρό μου... Κανέναν άλλο πούστη δε θα αφήσω να έχει τη χαρά... Που ξες... Ίσως τελικά αυτό είναι το κλειδί για να σπάσω το πείσμα. Ίσως όσο είμαι ζωντανός να είμαι ανήμπορος να σε διώξω.
Ίσως μια μέρα τελικά να σε κάνω να με σκοτώσεις και ζήσεις ελεύθερη...
Ξέρεις όμως κάτι;
Πρόσεχε καλά το μαλάκα που θα κρατήσεις πλάι σου γιατί στο ορκίζομαι θα ανέβω από τη κόλαση αν σε πειράξει κανένας...
Τι είναι; Δεν ξέρω. Σε αυτά είμαι ένας άχρηστος. Δεν έχω ιδέα από συναισθήματα. Μα ξέρω καλά πως ότι είναι , σίγουρα είναι αρκετά δυνατό έτσι ώστε να παραδώσω τον εαυτό μου στα χέρια σου...
Ευδοκία μου...Μικρή μου Ευδοκία...
Λίγη είναι η αγάπη μάτια μου. Κι εγώ ένας λεχρίτης για να τολμήσω να αγγίξω το άπιαστο.
Μη με ξεχάσεις . Μόνο αυτό ζητώ. Εμένα.. όχι τους άλλους. Σβήσε το παρελθόν αλλά κρατά μόνο εμένα. Κάπου βαθιά μέσα στις πύλες του μυαλού σου.
Ξέρεις κάτι; Την νύχτα εκείνη που τόλμησα και σε άγγιξα. Τη νύχτα που σε έκανα δική μου, τη ζω κάθε φορά που μου δίνεις το κορμί σου. Ίσως ακουστεί εγωιστικό μα δε το μετάνιωσα. Ίσως ήταν το μόνο που δε μετάνιωσα. Με άφησες να σε κάνω γυναίκα και εγώ ο μαλάκας, σε κατέστρεψα μετέπειτα...
Μοιάζει με αρρώστια πάνω στο πετσί μου η εξάρτηση Ευδοκία μου...
Όσο και να προσπαθώ αυτή εξαπλώνεται και με πονάει. Με νευριάζει. Με πνίγει.
Μα νιώθω ευλογημένος...
Ξέρω πως αργά η γρήγορα , θα δεις καθαρά και θα κλέψεις την ανάσα μου.
Και τότε μωρό μου, θα είμαι ο πιο περήφανος άνθρωπος σε αυτό το κόσμο...
Θα φύγω ήρεμος.
Ήσυχος.
Γεμάτος γαλήνη...
Θα φύγω ξέροντας πως επιτέλους το κοριτσάκι μου αγριεψε. Πώς θα σωθεί από εμένα τον ίδιο..
Μην αργήσεις μάτια μου...
Φτάνει...
Λίγο ακόμα να τελειώσω όσα έμειναν και ύστερα σώσε τόσο εσένα , όσο και το παιδί που κρύβω μέσα μου και κλαίει τις νύχτες...
Ίσως δε το ακούσεις ποτέ...
Μα σ'αγαπαω...
Και είναι όμορφη η παραδοχή ακόμα και από μέσα μου...
Σηκώθηκε. Έκανε την εξομολόγηση του και με βήμα αργό, πήγε ως τη πόρτα.
"Κοιμήσου μάτια μου... Κι αύριο θέλω να ξέρω ποιος σε πείραξε" αποκρίθηκε χαμηλά ανοίγοντας τη "Θα τον φυτέψω στα δύο μέτρα. Στο λόγο μου..." συνέχισε και βγαίνοντας έξω πήρε μια βαθιά ανάσα και πήγε στο γραφείο του... Όσο η Ευδοκία ήταν εκεί, δεν θα έφευγε. Ίσως δεν έφευγε ποτέ ξανά...
❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top