Κεφάλαιο 8°
Κλεμμένη ζωή και όνειρα κλεμμένα και αυτά. Έτσι αισθάνομαι ότι ξεκινάω.
Αξίζει άραγε να ξεκινήσω; Ή θα καταλήξω εκείνη η γυναίκα που περιμένει να πεθάνει ζώντας με το παρελθόν;
Μια κίνηση είναι ανάθεμα σε ρε Ευδοκία!
Ανέβα και απλά πηδα!
Τι θα σου προσφέρει η φυγή; Δεν έμαθες να ζεις έτσι ...
Δεκατέσσερα χρόνια...
Δεκατέσσερα χρόνια ενέπνεες τον αέρα του. Τώρα τι;
Ίσως ποτέ να μην είχα αυτό που ζητούσε.
Ίσως δεν ζητούσε καν. Ίσως ζούσε για τις στιγμές .
Θυμώνω και δεν ξέρω γιατί θυμώνω.
Όσο θυμώνει η θάλασσα άλλο τόσο γιγαντώνεται και ο δικός μου θυμός. Αγριευει σαν εσένα...
Υποθέτω πως μου έλειψες...
Υποθέτω πως με τρώνε οι τύψεις.
Μα δε μου άφησες επιλογή...
Οπλισες το χέρι μου κι εγώ υπάκουσα σαν το καλό στρατιωτάκι που ήμουν πάντοτε...
Ποιος πάτησε τη σκανδάλη μάτια μου; Εγώ η εσύ στο τέλος;
Το κράτημα ήταν δικό μου αλλά ποιος ήταν η ψυχή ;
Η Ευδοκία άρχισε να γίνεται μούσκεμα από το δυνατό υγρό αέρα...
Δάκρυα ξεχύθηκαν...
Το είχε μετανιώσει κάπου εκεί βαθιά και η συνειδητοποίηση της πράξης της, ήταν τελικά τρομακτικότερη από ότι φανταζε. Έβλεπε αδιέξοδο παντού.
Έπιασε τα σίδερα της κουπαστης και άρχισε να βγάζει μικρές κραυγές.
Λυγμούς με την εικόνα του στα μάτια της να πεταριζει ακατάπαυστα.
Ποιος θρήνος θα ήταν αρκετός να σβήσει τόσα χρόνια... Να σβήσει εκείνον τον ίδιο από το κορμί της...
Τίποτα και κανένας δε θα ήταν ικανός ποτέ...
"Ευδοκία;"
Άνοιξε διάπλατα τα βρεγμένα της μάτια και έμεινε στατική. Παγωμένη στο άκουσμα της φωνής του. Μα ήταν απλά μια ψευδαίσθηση. Μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια του μυαλού να τον ζωντανέψει και το ήξερε.
"Δεσποινίς! Σας παρακαλώ!!!" ένιωσε δύο χέρια γύρω της και επανήλθε στη πραγματικότητα "Θα σας οδηγήσω μόνος στο δωμάτιο σας. Ελάτε..." χωρίς να ορίσει το κορμί της, άρχισε να περπατά προς το εσωτερικό του πλοίου.
"Ότι κι αν σας συμβαίνει, αυτό δεν είναι η λύση. Πιστέψτε με." Έστρεψε το βλεμμα της στο νεαρό άντρα. Τόσο νέος. Ίσως και εκείνη ήταν νέα στο κορμί μα η ψυχή είχε γεράσει πριν την ώρα της. Μπήκαν μέσα και την οδήγησε μέχρι το δωμάτιο της. "Θα σας παρακαλέσω να μείνετε εδώ. Σε λίγες ώρες θα περάσει η καταιγίδα.." της είπε και ανοίγοντας τη πόρτα την ώθησε απαλά προς τα μέσα χαμογελώντας γλυκά και έφυγε.
Μένοντας μονη, πλησίασε στο παράθυρο και κοίταξε λυπημένη..
"Ούτε ο θεός μας θέλει κοντά..." ψέλλισε απλώνοντας το χέρι της στο τζάμι.
******
Την ενοχλούσε η φασαρία. Ακόμα και ο χαμηλός φωτισμός του μπαρ δεν ήταν ικανός να χαλαρώσει το σώμα της. Έπιασε το κεφάλι της ώσπου είδε το Μάνο να ερχεται. Ήταν απόγευμα και είχε ώρες μπροστά της μα επέλεξε να πάει λίγο πιο νωρίς. Ο Γιόσεφ θα ερχόταν το βράδυ με τους δικούς του. Παρέλαβαν ένα αρκετά καλό φορτίο πριν λίγες μέρες και έκαναν μια καλή προσφορά στο Γιώργο. Από τη στιγμή που σταμάτησε να ασχολείται με κάθε τι χημικό, κάθε φορά που έφτανε χόρτο προσπαθούσαν όλοι να τον πλησιάσουν ξέροντας πως θα αγόραζε τη μεγαλύτερη ποσότητα. Εκτός από αυτό όμως, είχαν προσλάβει και καινούριο προσωπικό οπότε τις τελευταίες μέρες τους είχαν υπό επίβλεψη. Η Ολυμπία είχε αρρωστήσει οπότε απουσίαζε και η Ευδοκία ανέλαβε και το δικό της πόστο.
"Γιατί είσαι σαν ανάποδο γαμώτο;" Ο Μάνος της χαμογέλασε μα εκείνη τον αγριοκοιταξε "Καλά ντε! Μια ερώτηση έκανα"
"Το κεφάλι μου με πεθαίνει σήμερα... Έχω πάρει ότι υπάρχει και δε λέει να περάσει..."
"Κάτσε να σου φτιάξω ένα καφέ. Η καφεΐνη ειδικά όταν σερβίρεται και ζεστή βοηθάει. Ο Γιώργος δεν ήρθε φαντάζομαι..."
"Μάλλον θα κοιμάται τέτοια ώρα. Χθες φύγαμε αργά..."
"Το βλέπω..." Ο Μάνος ανασηκωσε τα φρύδια του ρίχνοντας περίεργες ματιές στις μελανιές που είχε Ευδοκία στα χέρια. Ήταν διαφορετικά τα ρουφηγματα και διαφορετικές εκείνες που αποκτούσε από καυγά.
"Δεν καταλαβαίνω γιατί μαλώνετε αφού στο τέλος καταλήγετε στο κρεβάτι"
"Ρε Μάνο... Για καλό ήρθες;"
"Απλά αναρωτιέμαι"
"Καλώς ήρθες στο κλαμπ τότε γιατί κι εγώ αναρωτιέμαι. Αργεί ο καφές;"
"Έτοιμος!" άφησε το καφέ μπροστά της και τραβώντας το σκαμπό κάθισε μαζί της. "Ξέρω πολλά χρόνια το Γιώργο...Τα τελευταία ξέρω και εσένα. Νομίζω πως σου οφείλω ένα ευχαριστώ. Αν και στο πούστη κόσμο μας, όλα μπορούν να διαλυθούν εν μια νυκτί αλλά και πάλι , θεωρώ πως εκφράζω μια τεράστια μερίδα από όλους εδώ. Από τη στιγμή που κατάφερες και τον έπεισες να σταματήσει να φέρνει σκατα εδώ μεσα, έχει αλλάξει ακόμα και η δουλειά Ευδοκία" εκείνη τον άκουγε σιωπηλή "Αν καταφερνες και εδιωχνες και το Γρηγόρη όλα θα ήταν μια χαρά!" Αστειευτηκε μα η Ευδοκία ήξερε πως κάπου εκεί στο αστείο, έχει τεράστια δόση αλήθειας. Πάραυτα δεν ήθελε να πάρει θέση.
Στήριξε το κεφάλι στο χέρι της και κοίταξε γύρω της. Είχαν ήδη αρχίσει ετοιμασίες για το βράδυ.
"Μάνο! Κάνε ένα καφέ γρήγορα" η Ευδοκία τον κοίταξε. Το ύφος της άλλαξε εντελώς και γυρίζοντας είδε μια από τις χορεύτριες.
"Καφενείο είμαστε εδώ μέσα;" της είπε σοβαρη.
"Εσύ τι διαφορά έχεις από εμένα;" την ειρωνεύτηκε εκείνη
"Σίλβα τράβα στο καμαρίνι σου!" Πήρε θέση ο Μάνος ανεβάζοντας το τόνο σε μια προσπάθεια να κρατήσει τις ισορροπίες. Δεν ήταν μυστικό πως η Σίλβα είχε πάρει ψηλά τον αμανέ. Ήταν όμορφη. Ένα βράδυ που ο Γιώργος μάλωσε με την Ευδοκία και τους άκουσε όλο το μαγαζί , τη πήδηξε. Αν και τον ώθησε ο Γρηγόρης με τις κλασικές μαλακίες του, η Ευδοκία το κράταγε.
Έκτοτε , νόμιζε πως κάποια ήταν.
"Δεν είσαι αφεντικό μου Μάνο"
"Εγώ όμως είμαι!" Η Ευδοκία σηκώθηκε. Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και έκανε ένα βήμα κοντά της. Η Σίλβα δεν ήταν ψηλή σε αντίθεση με την Ευδοκία που της έριχνε ένα κεφάλι. Είχε πιο μεγάλο βαρύ στήθος και σε γενικές γραμμές ήταν η κλασική πόρνη που αναβαθμίστηκε στο στύλο. Έτσι της έλεγαν της κοντό αφράτες.
"Ευδοκία μου..." Ο Μάνος προσπάθησε να την ηρεμήσει μα εκείνη ούτε πήρε το βλέμμα από τη Σίλβα
"Αφεντικό μου, είναι ο Γιώργος! Δε θυμάμαι το όνομα σου γραμμένο εδώ μέσα Ευδοκία. Ότι είμαι είσαι!"
Ο Μάνος έκλεισε τα μάτια απελπισμένος . Δεν ήταν καλό αυτό.
Η Ευδοκία τερμάτισε εντελώς την απόσταση μεταξύ τους και χαμηλώνοντας το βλέμμα τη κοίταξε μέσα στα μάτια. Πριν κάνει όμως κάποια κίνηση , οι πόρτες άνοιξαν και μόλις ο Γιώργος μπήκε στο μαγαζί, η Σίλβα έκανε ένα βήμα πίσω.
Η Ευδοκία ένιωσε το κεφάλι της να σπάει από το πόνο. Δε θα άντεχε έναν έξτρα πονοκέφαλο τη δεδομένη στιγμή.
"Τι γίνεται εδώ;" ρώτησε κάνοντας νόημα παράλληλα στο Μάνο να του φτιάξει ένα καφέ
"Μάζεψε την Γιώργο. Ειλικρινά δεν είμαι σε θέση ούτε να ασχοληθώ. Αν δε γίνει άνθρωπος φεύγει από το μαγαζί..." απάντησε η Ευδοκία κάπως κουρασμένα
"Εμένα να μαζέψει; Που γυρίζεις εδώ μέσα λέγοντας σε όλους πως είσαι αφεντικό και σαλιαριζεις με το μπάρμαν;" Τα κόλπα της Σιλβας βρήκαν τοίχο . Θα ήταν χαζός εντελώς αν έδινε βάση σε μια φτηνή γυναίκα σαν εκείνη. Ο Γιώργος πάντοτε ξεχώριζε με βάση το χαρακτήρα και όχι την ιδιότητα. Υπήρχαν πόρνες με μπέσα, και πόρνες στη ψυχή.
Της χάρισε ένα θανατηφόρο βλέμμα , παραμέρισε την Ευδοκία και τη πλησίασε.
"Αν δε μαζέψεις τη γλώσσα σου, θα καταλήξεις ξανά να κάνεις πιάτσα στο δρόμο. Κατανοητό;" της είπε σοβαρός κι εκείνη άρχισε να τρέμει.
"Μα- μάλιστα"
"Ωραία. Και τώρα πάρε δρόμο" η Σίλβα έτρεξε δίχως άλλο κι εκείνος γυρίζοντας προς το μπαρ κοίταξε την Ευδοκία
"Τι έχεις;"
"Πονοκέφαλο" αρκέστηκε να του πει επιστρέφοντας στη θέση της "Με έχει πεθάνει από το πρωί"
"Μπορούσες να έρθεις αργότερα. Όπως και να έχει αφού είσαι εδώ, πάρε το καφέ σου και παμε στο γραφείο"
Η Ευδοκία τον ακολούθησε.
"Ήσουν έτοιμη να τη χτυπήσεις η είναι η ιδέα μου;" της είπε λίγο πριν μπουν
"Έχω χτυπήσει κανέναν εδώ μέσα;" τον ρώτησε
"Όχι άλλα έτσι έδειχνες..."
"Της έδωσες αέρα. Αν δε τη πηδαγες ίσως δεν έβγαζε γλώσσα!" τον ειρωνεύτηκε ενοχλημένη
"Είχα πιει"
"Ναι ναι .. πάντοτε πίνεις" ειρωνεύτηκε ξανά
"Και στη τελική να μη δοκίμαζα;"
"Ρε Γιώργο τώρα τι θες δηλαδή;"
Εκείνος χαμογέλασε και μπαίνοντας μέσα, έκλεισε τη πόρτα και κλείδωσε. Πάντοτε κλείδωνε όταν ήταν οι δύο τους.
"Ζηλεύεις;" της είπε χαριτολογώντας
"Σε ενδιαφέρει;" του αντιγυρισε κι εκείνος δεν απάντησε "Είδες; Ξεκινάς συζητήσεις που δε σε συμφέρουν. Και τώρα πες μου τι με θέλεις για να πάω να τελειώσω τις ετοιμασίες"
"Ο Γιόσεφ δε θα έρθει μόνος σήμερα. Εκτός αυτού, πιάσαμε κινηση στη Ροτόντα χθες το ξημέρωμα. Έχω την εντύπωση πως ίσως κάποιος προσπαθήσει να κάνει ζημιά. Πήρα βέβαια τον Ζήση αλλά δεν έχει πέσει κάποια παράνομη δραστηριότητα στην αντίληψη του"
"Ειλικρινά εμπιστεύεσαι αυτό το μπάτσο; Σου είπα πως δε μου αρέσει από τη πρώτη στιγμή"
"Μας έχει βοηθήσει αρκετές φορές στο παρελθόν Ευδοκία..."
"Βοήθεια έναντι παχυλού χρηματικού ποσού σημαίνει πως ο πλειοδοτης υπερτερεί. Σήμερα εσύ αύριο άλλος"
"Κοίταξε την πως μεγάλωσε !" σχολίασε κοροϊδευτικά δείχνοντας τη από πάνω μέχρι κατω και η Ευδοκία κούνησε το κεφάλι
"Από δω το πας, από εκεί το πας, θα σκοτωθούμε!"
Ο Γιώργος της χαμογέλασε
"Όχι σήμερα μωρό μου..." εκείνο το μωρό μου κάθε φορά που της το έλεγε , ήταν ικανό να καταστρέφει ολες τις άμυνες της και να της κόβει τη φόρα. "Εφτά χρόνια πέρασαν και ακόμα κοκκινίζεις..." ο Γιώργος πήγε κοντά της
"Από τα νεύρα κοκκίνιζω.." είπε σιγανα
"Α ναι; Ανατριχιαζεις κι από αυτά;" χάιδεψε το χέρι της και χώνοντας το κεφάλι του στο λαιμό της, τη φίλησε απαλά.
"Έχω πονοκέφαλο"
"Ε και; Παντρεμένοι ήμαστε για να με επηρεάζει;" Ο Γιώργος αστειευτηκε ξανά αλλά η Ευδοκία θύμωσε. Απομακρύνθηκε και σήκωσε το φρύδι στο θεό. "Οκ, το πιασα. Δεν έχεις όρεξη"
"Μπράβο! Συγχαρητήρια! Και τώρα με χρειάζεσαι κάτι άλλο;"
"Μα δε πρόλαβα να αρχίσω..."
"Νομίζω είπαμε αρκετά. Πάω να ετοιμαστώ"
Έφυγε δίχως άλλο και εκείνος κάθισε στο γραφείο σκεπτικός.
"Πουτάνα είναι στη τελική ρε Γιώργο.
Οπότε και να της το ζητήσεις θα σου κάτσει. Νομίζεις διαφέρει γιατί την έχεις σαν αποκλειστική; Στη πρώτη ευκαιρία θα στη κάνει τη ζημιά , θα το φυσάς και δε θα κρυώνει!
Απορώ δηλαδή ώρες ώρες γιατί σε εκνευρίζει κάθε φορά που έρχεται ο Γιόσεφ! Στη τελική, ίσως τον γουστάρει κι όλας! Ποια δε θα ήθελε έναν σαρανταπανταρη πάμπλουτο μαφιόζο;"
"Γρηγόρη κόψε τις παπαριές"
"Λέω αλήθειες και το ξέρεις. Της έχεις δώσει πολλά δικαιώματα και πολύ αέρα. Χάνουμε λεφτά σπρώχνοντας μόνο χόρτο!"
"Έχουμε λεφτά για είκοσι χρόνια. Νομίζω δεν μας χρειάζονται άλλα"
"Ε τότε γιατί δε με αφηνεις να αναλάβω και να πάρεις είκοσι χρόνια άδεια;"
"Αν έστω και για πλάκα αναλαμβανες για μια βδομάδα δε θα υπήρχε τίποτα!"
"Ε τι να σου πω!"
"Τιποτα. Να κάνεις τη δουλειά σου"
"Ώρες ώρες ξεχνάς ποιος σε έσωσε εκείνο το βράδυ!"
"Δε ξεχνάω. Γι αυτό και είσαι ζωντανός. Ποτέ δε ξεχνάω... Να το θυμάσαι..."
Ήταν ένα από τα βράδια που είχε πάρει από πίσω τη μάνα του. Μα εκείνο ήταν διαφορετικό. Είχε πατήσει τα δεκαπέντε και ήταν αποφασισμένος να μπουκαρει σε εκείνο το πορνείο και να τη κάνει ξεφτίλα. Και όπως και το ήθελε έτσι και έγινε μόνο που πήραν διαφορετική τροπή τα πράγματα. Ο Γρηγόρης τότε ήταν το μικρό τσιράκι του Σάββα. Όταν ο Γιώργος αρκέστηκε στα παντελόνια του και τρύπωσε στο γραφείο , βρήκε τη μάνα του γυμνή μαζί του. Άρχισε να ουρλιάζει. Ο Σάββας τράβηξε όπλο , εκείνη τσιριξε πως ήταν παιδί του μα όπλισε και πάτησε έτη σκανδάλη.
Ο Γρηγόρης είχε ακούσει τις φωνές και έτρεχε προς το γραφείο του Σάββα όταν ανοίγοντας τη πόρτα με δύναμη, ο Γιώργος έπεσε και η σφαίρα πέρασε ξυστά από το κεφάλι του. Έκτοτε άλλαξαν πολλά...
Αν και η μάνα του δεν ξανά βγήκε ποτέ απο σπίτι , ο Γιώργος έγινε ένας μικρός αλήτης της νύχτας. Τσιγαριλικια, ποτά γκόμενες. Μηχανάκια..
Γύρω στα δεκαεφτά, δύο χρόνια αργότερα , πήγε και βρήκε το Σάββα. Ζήτησε να τον πάρει στη δούλεψή του.
Λίγα χρόνια ήθελε ο Γιώργος... Μέχρι να μεστωσει και ύστερα να εκδικηθεί για όλη τη χαμένη παιδικοτητα του. Για κάθε νύχτα που έμενε με τους εφιάλτες οσο η μάνα του πηδιοταν μαζί του.
"Ουφ...." Έβγαλε ένα βαθύ επιφώνημα και σηκώθηκε από το γραφείο.
Το παρελθόν ήταν παρελθόν.
*****
Η μουσική δυνάμωσε. Το γλυκό μπλε μωβ χρώμα απλώθηκε στη σκηνή και οι κοπέλες ξεκίνησαν.
Είχαν ήδη προσέλθει οι πρώτοι θαμώνες και το μαγαζί σε λιγάκι θα γέμιζε.
Η πόρτα χτύπησε και ο Μάνος μπήκε στο χώρο της.
"Ήρθαν Ευδοκία... Ο Γιώργος είναι μαζί τους" της ανακοίνωσε κι εκείνη έριξε ένα βλέφαρο στο τεράστιο καθρέφτη που είχε στο τοίχο , έστρωσε το φόρεμα της και πήγε κοντά.
"Γιατι δίνεις τον εαυτό σου σε αυτό το τυπο μου λες;" ο Μάνος πάντοτε ήταν πιο κοντά της εξ αρχής. Τη πρόσεχε όταν ο Γιώργος έπρεπε να φύγει η δεν ήταν στο μαγαζί και γενικά, ίσως ήταν από τους ελάχιστους που δεν της έδωσαν την ιδέα πως τη βλέπει σαν ένα κομμάτι κρέας. Εκτός αυτού, είχε τρελή αδυναμία στο Γιώργο οπότε και εκείνη ήταν άνετη μαζί του.
"Γιατί συνεχίζει και με αφήνει..." υπονόησε το Γιώργο ελαφρως θλιμμένη και τον προσπέρασε. Φώτισε το πρόσωπο της με ένα τεράστιο χαμόγελο και βγήκε έξω. Ήξερε ακριβώς που θα καθίσουν.
Είχε φέρει άλλους τρεις μαζί. Ο Γρηγόρης ήταν και εκείνος στο τραπέζι.
Στα πρώτα της βήματα όμως προς το μέρος τους, η Ευδοκία σταμάτησε.
Είδε μια γνωστή φιγούρα να κάθεται παράμερα. Άλλαξε πορεία και τον πλησίασε.
"Τελικά δε παίρνεις από λόγια .." Του είπε χαμογελώντας ενώ με την άκρη του ματιού της έπιασε το Γιώργο να κοιτάζει
"Στρατιωτικός είμαι. Δίνω εντολές δε παίρνω Ευδοκία..."
"Φάνη... Δε μπορώ σήμερα να σου χαρίσω ούτε χορό ,ούτε τη παρουσία μου..."
Εκείνος κοίταξε πίσω της. Ήταν πανέξυπνος.
"Το κατάλαβα. Φαίνεται να σε περιμένουν όλοι... Ένα ποτάκι θα πιω και θα φύγω. Αν ήθελα θα επεμενα για λίγα λεπτά μα δε θέλω να σε φέρω σε δύσκολη θέση.."
Ήταν γλυκός . Αν και η Ευδοκία του ξεκαθάρισε πως δεν υπήρχε λόγος να ξαναπάει εκείνος πήγε. Το γεγονός πως δεν της φέρθηκε πρόστυχα , του έδινε τρομερούς πόντους στα μάτια της.
"Ευχαριστώ. Είναι περίεργη μέρα σήμερα και..."
"Ευδοκία; Σε περιμένουν. Με έστειλε το αφεντικό" Ένας σερβιτόρος τους πλησίασε. Ο Φάνης έκοψε λίγο περισσότερο το κεφάλι του αριστερά και είδε το Γιώργο να κοιτάζει σοβαρός.
"Πήγαινε πες του ότι έρχομαι σε ένα λεπτάκι Μιχάλη"
"Εντάξει. Μην αργήσεις όμως"
Ο σερβιτόρος έφυγε
"Πήγαινε αλλά μου χρωστάς.." της είπε χαμογελαστός
"Τι ακριβώς σου χρωστάω;" απάντησε έχοντας ένα εξίσου μεγάλο χαμόγελο
"Την ιστορία σου δεσποινίς μου..." ο Φάνης κατέβασε το ποτό κονορουφι και σηκώθηκε. Άπλωσε το χέρι του στη μέση της, της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο και χωρίς να περιμένει αντίδραση, άρπαξε το τζακετ του και έφυγε. Η Ευδοκία είχε γίνει κατακόκκινη. Ήξερε πως αν γυρίσει θα δει βλέμματα επάνω της. Πάραυτα πήρε μια βαθιά ανάσα, χαλάρωσε και άρχισε να περπατάει προς το μέρος τους σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
"Καλησπέρα σας κύριοι!"
"Καλώς την!" απάντησε πρώτος ο Γιόσεφ. "Βλέπω έχεις αποκτήσει θαυμαστές! Ελπίζω να μη σε κλέψει κανένας καμιά μέρα!" σηκώθηκε και πιάνοντας το χέρι της, έσκυψε και το φίλησε.
Ο Γιώργος έμοιαζε με ενεργό ηφαίστειο.
Ο Γιόσεφ έκανε επίδειξη. Ποτέ δεν της φιλούσε το χέρι. Εκτός αυτού, εκείνος ο φαντάρος άρχισε να του τη δίνει στα νευρα.
"Έλα κάτσε εδώ" σοβαρή φωνή, άγρια συνάμα και σταθερή. Από το τρόπο και το τόνο του η Ευδοκία κατάλαβε πως τα νεύρα του Γιώργου είχαν εκτοξευθεί.
"Δε το νομίζω!" Πετάχτηκε ο Γιόσεφ "Έχω πάνω από ένα μήνα να έρθω! Κύριοι, εμένα θα με συγχωρέσετε αλλά σας αφήνω σε καλά χέρια και εγώ πάω σε καλύτερα!" τους ανακοίνωσε πιάνοντας την Ευδοκία από τη μέση και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ο Γιώργος έπιασε το όπλο του.
Τον είδε να της πιάνει τα οπίσθια και άρχισε να βράζει.
Ο Γιόσεφ ηταν από εκείνους τους γοητευτικούς άντρες που είχαν κάθε θηλυκό στο πόδι τους.
Λεφτά, ναρκωτικά. Σπίτια. Πλοία. Έκανε σκόνη κάθε τι γύρω του. Ήταν η ένωση όλων των Βαλκανίων
"Ίσως αργότερα" ο Γιώργος σηκώθηκε και πιάνοντας την Ευδοκία τη τράβηξε προς το μέρος του. Ο Γιόσεφ από την άλλη έσφιξε τα σαγόνια
"Τη θέλω τώρα" η Ευδοκία είδε το μακελειό μπροστα στα μάτια της πριν καν συμβεί. Τι διάολο είχε πάθει και επέμενε . Κοίταξε το Γιώργο περιμένοντας μια κίνηση .Μια λέξη... Κάτι...
"Σε είκοσι λεπτά θα είμαστε πίσω!" Ο Γιόσεφ τη γραπωσε και άρχισε να περπατάει προς τα δωματιακια που υπήρχαν προς τα πίσω.
Ο Γιώργος έβαλε το χέρι πίσω από τη πλάτη μα σαν ειδε ο Γρηγόρης της κίνηση, αμέσως τον πλευρισε
"Άφησε την ρε μαλάκα. Είσαι σοβαρός;" του ψιθύρισε στο αυτί. Τα ρουθούνια του άνοιγαν και έκλειναν σαν να ήταν ταύρος . "Τι θες να σκοτωθούμε;"
"Θα τον σκοτώσω. Στο ορκίζομαι" μουγκρησε και αρπάζοντας το ποτήρι του, κατέβασε όσο αλκοόλ ειχε μεσα.
*****
"Τώρα αυτό γιατί το έκανες μου λες;"
Φώναξε η Ευδοκία μόλις η πόρτα έκλεισε και έμειναν ολομόναχοι στο δωμάτιο
"Βαρέθηκα! Εγώ βαρέθηκα! Εσύ δεν βαρέθηκες δηλαδή; Ως πότε θα νομίζει πως σε πηδάω ρε Ευδοκία; Πρέπει να ξυπνήσει κάποια στιγμή! Έρχομαι φεύγω και δεν αλλάζει τίποτα! Αν δε φτάσει στα όρια του, μαλάκας θα μείνει!"
Εκείνη αναστεναξε.
Ποτέ δεν την είχε αγγίξει. Ο Γιόσεφ αν και δεν ήταν Έλληνας είχε μια αλλιωτικη μπέσα στη νύχτα.
Από τη πρώτη στιγμή που την είδε μαγεύτηκε μεν, αλλά ήξερε καλά πως κάθε άντρας της νύχτας όλο και μια γυναίκα θα κρύβει από πίσω. Δεν άργησε να καταλάβει όμως τι ακριβώς συνέβαινε.
Η τιμή του και μόνο ήταν αρκετά βαριά. Στη Ρωσία δε μπλέκουν με γυναίκες άλλων. Στην Ελλάδα ομως αυτό το φαινόμενο ηταν τόσο διαδεδομένο που τον ενοχλούσε. Ίσως έφτανε σε σημείο να τον αηδιάζει κι όλας.
"Ποιος ήταν αυτός που σου μιλούσε;" τη ρώτησε ανάβοντας ενα τσιγαρο . Η Ευδοκία αποκαλούσε τις ώρες μαζί του, ώρες ψυχανάλυσης . Όχι μόνο από τη πλευρά της αλλά και από τη δική του.
"Ο Φάνης. Ήρθε κάνα δυο φορές..."
"Ο Γιώργος έγινε έξαλλος στο τραπεζι πριν. Γι'αυτό και ήθελα να τον τσιγκλησω λίγο. Ξέρεις... Είμαστε όλοι τόσο χωμένοι στο βούρκο... Εμένα μου αρέσει. Το απολαμβάνω. Δε θα σου κρύψω πως κάθε φορά που έρχομαι ανυπομονώ για να μείνουμε μόνοι... Μου χαρίζεις λίγες φυσιολογικές στιγμές Ευδοκία... Δε νιώθω νταβατζης. Έμπορος. Δολοφόνος.. Νιώθω άνθρωπος και δε ξέρω πως το καταφέρνεις..."
Εκείνη παρέμενε σιωπηλή.
"Σε αφήνει ο μαλάκας όμως... Όχι πως και να έβγαζε όπλο θα γινόταν κάτι. Μπορώ να προσέχω τον εαυτό μου. Αλλά το ήθελα ... Έτσι για να τον κοιτάξω στα ματια, να του δώσω μια, και να του πω μέσα στα μούτρα πως δε σε άγγιξα!"
"Δε νομίζω να ενδιαφέρεται πια Γιόσεφ... Ποτέ δε μας σταμάτησε... Ίσως απλά πρέπει να το αποδεχτώ. Στη τελική, τι μέλλον μπορεί να έχει μια γυναίκα σαν εμένα μου λες;"
"Αδικείς τον εαυτό σου και το ξέρεις. Η μάνα μου ήταν πόρνη. Εφυγε και με μεγάλωσε καθαρίζοντας γόπες από τους δρόμους της Μόσχας. Γνώρισε το Νικ και εκείνος έγινε σαν πατέρας για μένα. Την έβγαλε από το βούρκο. Την έκανε βασίλισσα. Έτσι της είχε πει και έτσι έκανε. Μη κοιτάς που έμπλεξα. Το αποτέλεσμα δες.. ιδέα δεν έχει η καημένη για τη δουλειά μου. Ζει σε ένα πανέμορφο σπίτι. Ο Νικ τη λατρεύει... Πάντα υπάρχει μέλλον Ευδοκία... Να το θυμάσαι..."
"Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα; Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εκείνον... Περάσαμε πολλά. Τα ξέρεις σχεδόν όλα... Μα..." Ο Γιόσεφ σήκωσε τη παλάμη του.
"Μη λες άλλα. Δε χρειάζεται. Έχω μάτια και βλέπω. Τέσσερα χρονια σας βλέπω Ευδοκία... Ίσως αυτό είναι που με φτάνει στα όρια καμιά φορά. Αλλά ξέρω... "
"Ξέρεις;"
"Εκείνη η βδέλλα σιγουρα βάζει το χερι της..."
Κατάλαβε αμέσως πως μιλούσε για το Γρηγόρη. Ένα βράδυ που είχαν πιει λίγο περισσότερο η Ευδοκία του είπε μιλήσει για τις υποψίες της μα και ο Γιόσεφ δε πήγε πίσω. Δεν ήξερε το λόγο που ο Γιώργος τον κρατούσε πλάι του αλλά σίγουρα έκλεβε από τα εμπορεύματα.
"Η ώρα πέρασε..." Του είπε δείχνοντας του το ρολόι
"Ε και; Άφησε τον να πεθαίνει. Γιατί αυτό κάνει..."
"Δεν με αγαπάει... Έχει απλά εκείνη τη κτητικότητα γυρω από εμένα και αυτό είναι όλο..."
"Έτσι πιστεύεις; Ύστερα από όσα έχουν γίνει αυτό θεωρείς πως είναι η αλήθεια;"
"Με το χέρι στη καρδιά; Ναι... "
"Κάνεις λάθος αλλά δε θα επιμείνω. Λαιμός;"
"Λαιμός..." η Ευδοκία τράβηξε τα μαλλιά της κι εκείνος πλησίασε από πίσω.
"Αν δεν ήταν ο Γιώργος πάντως στη μέση, να ξέρεις πως θα ξεκοκάλιζα κάθε σπιθαμή του κορμιού σου..." της ψιθύρισε πάνω στο δέρμα και αντί για να της αφησει σημάδι όπως συνήθιζε, τη φίλησε απαλά και απομακρύνθηκε.
"Σήμερα έδωσα το τελευταίο φορτιο. Θα έρθω σε έξι μήνες ξανά. Πριν επιστρέψουμε μέσα θέλω να ξέρεις και να θυμάσαι πάντοτε πως ότι, ότι ότι ότι και να γίνει, μπορείς να βασιστείς επάνω μου εντάξει;"
Εκείνη του γέλασε τρυφερά
"Δε θέλω γέλιο. Υπόσχεση θέλω..."
"Εντάξει... Το εκτιμώ..."
"Νομίζω πως σου αξίζει... Κατάφερες και έκανες τα Λαδάδικα να ξεφύγουν από τα χάπια και τη κοκαινη. Και μόνο αυτό, είναι κατόρθωμα..."
"Παιδάκια τριγυρίζουν.. δεν έχω θέματα με το χόρτο. Αλήθεια δεν έχω... Αλλά όλα τα υπόλοιπα δεν μου αρέσουν..."
Ο Γιόσεφ στάθηκε μπροστά της, την έπιασε από τη μέση με το ένα χέρι, ξεδεσε τα μαλλιά της και τη κοίταξε.
"Μια μέρα, η κούκλα θα σπάσει... Όταν γίνει αυτό, θα έχεις πλάτες γερές από πίσω. Να το θυμάσαι...και τώρα, έλα... Πάμε. Ήρθε η ώρα να λαμψουμε και να πιούμε και κάτι γιατί στέρεψα..."
******
Κι όμως...
εκείνος πίστευε στην επανάσταση σου μα εσύ ο ίδιος δε πίστευες στον εαυτό σου...
Άφησες την οχιά να μας δαγκώσει...
Η ψυχούλα μου χαμογελάει φέρνοντας στη μνήμη το πτώμα του...
Άργησα πολύ...
Κι εσύ άργησες...
Δε πειράζει.
Ίσως τελικά ο Γιόσεφ είχε δίκιο..
Ίσως αντί να έρθω να σε βρω, πρέπει να προσπαθήσω να γίνω άνθρωπος...
Ίσως μπορώ απλά να προσπαθήσω...
Να με προσέχεις από εκεί ψηλά...
💋💋💋
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top