Κεφάλαιο 6°

Πάρκαρε το τζιπ και κατέβηκε.
Όσο κι αν επέμενε πως ένα μικρό αυτοκινητάκι κάνει ακριβώς την ίδια δουλειά, ο Γιώργος δεν άκουγε . Είχε πεισμωσει. Της αγόρασε ένα λευκό τζιπ και μάλιστα το είχε εξοπλίσει στο έπακρο με κάθε λογής πράγματα μέσα ενώ την ίδια στιγμή εκείνος τριγυρνούσε ακόμα με το μαύρο του Cadette.
Μα ήταν η κούκλα σωστά; Έπρεπε να δείχνει σαν μια όχι μόνο να μοιάζει...
Η Ευδοκία ήταν η γυναίκα φάντασμα. Χωρίς επίθετο. Χωρίς υπόσταση στα χαρτιά του κράτους. Ήθελε να επιστρέψει στο ορφανοτροφείο και να ζητήσει τα έγγραφα της μα δεν ένιωθε έτοιμη ακόμα. Πέρασαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια από τότε που έφυυγε κι εκείνη παρά την δαιδαλώδη εξέλιξη της μέσα σε ένα σκοτεινό κόσμο, ένιωθε πως αν αντικρύσει τη Γιώτα, θα σπάσει.
Όσο κι αν εξελίσσεται ο άνθρωπος καμία φορά, ο τύραννος πάντα φαντάζει τύραννος στα μάτια του.
Τα ψηλά της τακούνια χτύπησαν στην άσφαλτο και σε κάθε της βήμα, εκείνη ετριζε. Είχε πάει δώδεκα.
Η μέρα για άλλους ξεκινούσε το πρωί μα για εκείνη, τη νύχτα.
Το λευκό φόρεμα της, ήταν αρκετά κοντό για να αναδυκνυει τα πόδια της. Λευκά παπούτσια. Λευκά δαντελενια εσώρουχα. Πρόσωπο καθαρό και μόνο ένα έντονο  κόκκινο κραγιόν υπήρχε στα χείλη. Ο άγγελος της νύχτας. Έτσι την είχαν ονομάσει οι πιο παλιοί θαμώνες του μαγαζιού. Η γυναίκα που πολλοί ήθελαν μα ελάχιστοι κατάφερναν να έχουν και να γευτούν.
Η άρνηση του Γιώργου αλλά και η συμπεριφορά του το δεύτερο χρόνο που πέρασε μεταμόρφωσε την Ευδοκία σε μια πιο ανεξάρτητη, αδίστακτη ίσως γυναίκα στη νύχτα. Όλοι ήξεραν φυσικά πως ήταν κάτω από τις τεράστιες φτερούγες του μα πάραυτα είχε αποκτήσει τη δική της προσωπικότητα.
Το δικό της σπίτι. Τα δικά της λεφτά . Τη δική της υπόσταση.
Ο λόγος της στα μαγαζιά ήταν βαρύς και είχε σχεδόν την ίδια ισχύ με του Γιώργου παρά το γεγονός πως συνέχεια μπορεί να τους έβλεπαν να σκοτώνονται σαν τα σκυλιά.
Τελικά αυτός ο κόσμος σε αλλάζει ακόμα και αν δε το θέλεις...

Δύο χρόνια πριν...

Είχε πάει τρεις το ξημέρωμα κι εκείνος ακόμα δεν είχε φανεί. Η Ευδοκία ήξερε πως ήταν κρίσιμη μέρα. Είχαν κανονίσει να έρθει ένα μεγάλο φορτίο καναβης από τη Βουλγαρία και αν όλα πήγαιναν καλά , σύντομα θα ήταν στα χέρια τους.
Ο απροσπέλαστος... Αυτή τη ρετσινιά του είχαν κολλήσει του Γιώργου.
Και ευτυχώς , ήταν. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχαν προσπαθήσει να τον βγάλουν από τη μέση.
Η Θεσσαλονίκη ήταν πόλος έλξης για τη παρανομία των Βαλκανίων.
Ίσως κανένας δεν έμαθε ποτε πως ήταν γιος του Σάββα , μα εκείνος ο μπάσταρδος για κάποιο λόγο, του είχε γράψει όλα τα μαγαζιά του. Ακόμα και να μην τον σκότωνε κάποια μέρα θα περνούσαν στα χέρια του. Όταν το έμαθαν φυσικά τους προκάλεσε σοκ μα ο Γιώργος δεν επηρεάστηκε. Είχε ήδη αναλάβει τις δουλειές και είχε ακόμα περισσότερο κόσμο στις πλάτες του για στήριγμα.
Η Ευδοκία είχε αποσυρθεί μετά το καυγά τους και τη φυγή της ένα χρόνο πριν στο σπίτι.
Ο Γιώργος της ξεκαθάρισε πως δε γουστάρει να δίνει το κορμί της και δεν χρειαζόταν. Θα μπορούσε να μένει σπίτι, να πηγαίνει μαζί του στο μαγαζί και ως εκεί. Της πρόσφερε φυσικά ένα παχυλό ποσό για να φύγει και να αρχίσει τη ζωή της αλλά εκείνη δε δέχθηκε. Ήταν η τελευταία φορά που του ξεκαθάριζε ότι δεν ήθελε να φύγει . Δεν είχε κανένα. Δεν είχε αρχή για να πατησει και δε δέχθηκε να πάρει δεκάρα από εκείνον.
Ούτε όμως τόλμησε να του πει πως, δεν έφευγε γιατί πολύ απλά, τον αγαπούσε. Όπως μπορεί ένας άνθρωπος να αγαπήσει κάτω υπό αυτές τις συνθήκες.
Δέχθηκε να επιστρέψει σπίτι του, και άφηνε τη καθημερινότητα να κυλάει..

"Που σκατα είσαι γαμώτο!" ξεφωνησε αναστεναζοντας ώσπου άκουσε το αμάξι και έτρεξε σαν τη τρελή στο παράθυρο.
Το θέαμα όμως που αντίκρυσε δεν της άρεσε καθόλου. Από τη θέση του συνοδηγού βγήκε ο Γρηγόρης και από πίσω δύο πόρνες.
"Δε θα τολμήσεις..." ψέλλισε σφίγγοντας τις γροθιές της και βλέποντας τους να μπαίνουν στη είσοδο, στάθηκε και περίμενε. Δεν ήταν χαζή. Ήξερε ότι ίσως σαν άντρας μπορεί να πάει με άλλη γυναίκα μα πάραυτα ποτέ δεν της έδωσε αφορμή να πιστεύει κάτι τέτοιο. Αν και της είχε ξεκαθαρίσει πως δεν υπήρχε κάτι μεταξύ τους πέρα από το σεξ, δεν έδινε δικαιώματα.
Γύριζε χωρίς ίχνη γυναικείας συντροφιας στο κορμί του και όταν ήθελε, είχε το δικό της απλόχερα.
Το κλειδί μπήκε στη κλειδαριά και η Ευδοκία έμεινε σοβαρή να κοιτάζει τη πόρτα να ανοίγει.
Γέλια...
Εκκωφαντικα ηλίθιες φωνές έσκασαν στα αυτιά της και μόλις η πόρτα άνοιξε εντελώς και τους είδε να μπαίνουν, ετριξε το σαγόνι της.

Από το βήμα του κατάλαβε πως ήταν μεθυσμένος. Τόσο αυτός όσο και ο άλλος ο μαλάκας.

"Ποια είναι αυτή;" αποκρίθηκε μια από τις δύο γυναίκες.

"Καμιά. Ελάτε να διασκεδάσουμε!" απάντησε ο Γρηγόρης χαμογελώντας

"Έξω..." ήταν η πρώτη της λέξη κοιτάζοντας το Γιώργο σοβαρή.

"Τράβα στο δωμάτιο!" της είπε πλησιάζοντας  και πιάνοντας τη από το μπράτσο τη τράβηξε παράμερα προς τη κουζίνα

"Γιώργο... Στο ορκίζομαι πως αν..."

"Αν; Σπίτι μου είναι νομίζω. Θέλω να το γιορτάσω!"

"Τα μάτια σου είναι κόκκινα... Κοκαΐνη..." Γρυλισε κοιτάζοντας πίσω του το Γρηγόρη ο οποίος χαμογελούσε. "Είπες δε θα ξανακάνεις αυτά τα σκατα..."

"Ευδοκία τράβα μέσα! Ή μάλλον καλύτερα , φύγε επιτέλους!"
Δακρυσε ...

"Μη με πονάς...  Εσύ με πονάς ξανά κι εγώ ...Σαγαπ.." ο Γιώργος έκλεισε το στόμα της με τη παλάμη του. Η καρδιά της βαρεσε κόκκινο και το στήθος της λαχανιασε μονομιάς

"Μη το πεις! Δεν υπάρχει! Σήκω και φύγε η πάνε στο δωμάτιο!" Έριξε τελικά δυο δάκρυα πάνω στο χέρι του όσο και να κρατήθηκε "Πότε θα καταλάβεις πως αυτός ο κόσμος δεν είναι σένα..." της είπε πιο χαμηλά τραβώντας το χέρι του από τα χείλη της. "Άνθρωποι πεθαίνουν. Γυναίκες πουλάνε τα κορμιά. Βρώμα υπάρχει παντού..."αν και της μίλησε σοβαρά , η γλώσσα του ήταν μπερδεμένη από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά . Τη πόνεσε... Του είχε πει πως δεν ήθελε να τον βλέπει έτσι και εκείνος είχε μείνει καθαρός για πάνω από ένα χρόνο.

Η Ευδοκία κούνησε το κεφάλι απογοητευμένη

"Εσύ πότε θα καταλάβεις πως δεν μένω για αυτό το κόσμο αλλά για..." τα τσιριχτα γέλια από τις γυναίκες την έκανα να πάψει "Ξέρεις κάτι; Ίσως έχεις δίκιο... Ίσως τρώω τις αυταπάτες για όνειρα. Κανένας δε κατάφερε τίποτα μονόπλευρα. Ίσως ήμουν σε άρνηση αλλά νομίζω καταρρίφθηκε και αυτή..."σκούπισε όσα δάκρυα ξέφυγαν και χαμογέλασε
"Φεύγω και θα γυρίσω το πρωί. Θα μαζέψω τα πράγματα μου και θα φύγω. Είσαι ελεύθερος. Από ότι κι αν πιστεύεις για εμένα, είσαι ελεύθερος. Τελειώσαμε εδώ εγώ και εσύ. Εγώ το δρόμο μου, εσύ το δικό σου. Μα να θυμάσαι...." χαμήλωσε τη φωνή της υπερβολικά πολύ "Είμαι δικό σου δημιούργημα. Από την αρχή, ως το τέλος" του είπε τελεσίδικα "Μείνε με τις πουτανες και τα ναρκωτικά. Θα πάω να γίνω και εγώ μια να τελειώνουμε!"
Τον έσπρωξε μα εκείνος την άρπαξε και την ώθησε τέρμα μέσα στο σκοτάδι της κουζίνας. Την ακούμπησε στο πάγκο και τύλιξε το χέρι γύρω από το λαιμό της

"Παράτα με!" η Ευδοκία δε μάσησε τα λόγια της ούτε ένιωσε το φόβο από το κράτημα του. Έβαλε τα χέρια της στο στήθος του και άρχισε να τον σπρώχνει προς τα πίσω .

"Δε θα πας πουθενά!"  Γρυλισε πλησιάζοντας το πρόσωπο της.

"Εσύ δεν θέλεις να φύγω; Τι σκατα θες επιτέλους μου λες; Τι ζητάς από μένα;!"

"Μωρό μου τελειώνεις;" ακούστηκε μια φωνή από μέσα και η Ευδοκία γέλασε.

"Δεν σου έφτανα... Ποτέ δεν ήμουν αρκετή τελικά έτσι; Πάρε το χέρι σου Γιώργο. Τελειώσαμε!" Εκείνος την έσφιξε πιο πολύ μα μέσα στα νευρα της, του χάρισε ένα χαστούκι . Έκανε ένα επιτυχημένο σπρώξιμο αυτή τη φορά και του ξέφυγε.
Πήγε γρήγορα στο δωμάτιο χωρίς να κοιτάξει κανέναν, έβαλε δύο ρούχα σε ένα σάκο και φεύγοντας κοπανησε τη πόρτα πίσω της χωρίς να κοιτάξει..

*****

Παρόν

Ούτε και εσύ ήξερες τι ήθελες μάτια μου...Από τη μια με έδιωξες από την άλλη μου απαγόρευσες να φύγω.
Μα έφυγα... Ένα χρόνο κάτσαμε χωριστά... Τόσο άντεξες μέχρι να έρθεις να με πάρεις. Ακόμα αναρωτιέμαι γιατί ήρθες.
Με ήθελες για σένα; Σου έλειψα; Με ήθελες για ικανοποιήσεις το ακόρεστο εγώ σου;
Ποτέ δε θα μάθω γιατί ποτέ δε μου είπες. Σαν να ήμουν κάτι δικό σου, ήρθες απλά και με πήρες ... Τόσο απλά.
Έβαλες τη κούκλα στη θήκη της έτσι ώστε να τη βλέπουν όλοι και πρώτος από όλους εσύ...Μα ήταν αργά.
Έμαθα να χορεύω και να γυρίζω μέσα στο κουτάκι μου. Άργησες πολύ για να έρθεις να με πάρεις μάτια μου ...
Άργησες....

Δε το πίστευα τότε ότι θα έβρισκα δεκάδες πόρτες ανοιχτές για ένα μεροκάματο. Όχι φυσικά σαν πόρνη.
Ίσως να σερβιρα. Στη χειρότερη να χόρευα. Αυτά έμαθα από παιδάκι. Αυτά μου διδάξεις κάθε φορά που με έπαιρνες μαζί σου σε εκείνα τα μέρη . Μα με πλανεψαν μάτια μου... Το σερβίρισμα έγινε χορός και ο χορός πορνεία με το ζόρι. Τότε έμαθα τι σημαίνει πράγματι νταβατζης. Ποιος φταίει; Εγώ που έφυγα; Εσύ που δε με σταμάτησες;
Ή μήπως κανείς; Ούτε έψαξες να με βρεις... Ξέρω πως αν ήθελες θα μπορούσες.. Κινούσες γη και ουρανό χτυπώντας τα δάχτυλα σου.
Δεν ήξερες πως με έκαναν πόρνη;
Γι'αυτό ήρθες μετά; Τότε το έμαθες;
Ποτέ δε μου είπες...
Απλά με μάζεψες εκείνο το βράδυ ... Όπως ακριβώς έκανες και όταν με βρήκες στην εκκλησία...

****

(Ένα χρόνο μετά το καυγά τους)

Η πόρτα χτύπησε μα πριν δώσει άδεια ,ο Χρήστος μπήκε μέσα αλαφιασμενος .

"Τη βρήκα!!!" ξεφωνησε και ο Γιώργος τινάχθηκε από τη καρέκλα. Σαν τρελός έψαχνε μέρα και νύχτα. Κανένας δε του είπε ποτέ ότι την είδε. Ρώτησε κάθε γνωστό που είχε. Χτένισε τα μαγαζιά και τα μπουρδέλα όλης της Θεσσαλονίκης μα εκείνη δεν ήταν πουθενά. Είχε αρχίσει να πιστεύει πως απλά άλλαξε ζωή . Μέχρι και άτομο να πάει στο ορφανοτροφείο έβαλε...
Όταν ο Γιώργος ξύπνησε το επόμενο πρωί ήταν κομμάτια. Είχε καταναλώσει χάπια, αλκοόλ και κοκαΐνη πολύ πριν βρεθεί με τις δύο εκείνες πουτανες στο αμάξι. Οι μνήμες δεν ήταν δυνατές αλλά ο καυγάς που έριξε με την Ευδοκία του έμεινε. Της είχε ξεκαθαρίσει πάμπολλες φορές πως δε σηκώνουν συναισθήματα σε εκείνα τα μονοπάτια. Πώς μόνο πόνο φέρνουν. Όταν ξεκινάς να νοιάζεσαι για έναν άνθρωπο τόσο πολύ, γίνεσαι απρόσεκτος. Και δυστυχώς στη δουλειά που επέλεξε, δεν χωρούσαν περιθώρια απερισκεψίας. Κι όμως... Χωρίς να δώσει λογαριασμό στον ίδιο του τον εαυτό, εκείνος την έψαχνε. Ποτέ του δεν ανέλυσε εγκεφαλικά το γιατί. Απλά την έψαχνε...

"Που είναι;"

"Δε νομίζω να σου αρέσουν όσα σου πω Γιώργο..."

"Χρήστο μίλα πριν τα κάνω όλα πουτάνα εδώ μέσα!!!"

"Καταλάθος τη βρήκα. Πήγα μέχρι τη Γιαννιτσών να δώσω τη σκόνη στο Φάνη και ένας τύπος με έπιασε παράμερα μόλις έφυγα... Με ρώτησε αν ενδιαφέρομαι για ένα πριβέ θέαμα. Του είπα όχι αλλά εκείνος επέμενε. Απλό τσιράκι ήταν, μη νομίζεις. Αλλιώς θα με αναγνώριζε...Με ακολούθησε ως το αμάξι προσπαθώντας να με πείσει με χίλια δυο επιχειρήματα. Ε, μου κίνησε στη τελική τη περιέργεια και τον ακολούθησα..."

"Ποιοι τόλμησαν;" Αποκρίθηκε αμέσως ο Γιώργος καταλαβαίνοντας πως κάποιος τελικά από όσους ρώτησε , του είπε ψεματα.

"Δικοί μας ειναι..."

Χτύπησε τις γροθιές του έξαλλος στο γραφείο και βάζοντας το όπλο στη πλάτη, άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου

"Που την έχουν;" ρώτησε πλησιάζοντας τον

"Δε μπορείς να πας μόνος! Θα χρειαστούμε τους υπόλοιπους!"

"Μέρος θέλω!" Γρυλισε κοιτάζοντας τον σαν το διάολο.

"Πίσω από τη καντίνα του Ψαρρή, στα Λαδάδικα. Έχει ένα ερημωμένο κτηρ..Περίμενε! Δε μπορείς να πας μόνος σου είπα, γαμώτο! Θα γίνει μακελειό!!!" Τσιριξε μόλις τον προσπέρασε αλλά εκείνος ούτε που του έδωσε σημασία...
Έφυγε σαν το σίφουνα και ο Χρήστος έτρεξε ξοπισω του.
Ποτέ δεν είχε εμπιστοσύνη σε κανέναν  αλλά να τη βρει και από δικούς του ήταν βαρύ.

Ήταν τόσο κοντά του...
Το μέρος απείχε πέντε λεπτά με το αμάξι.
Μπήκε μέσα και χωρίς να υπολογίζει το Χρήστο που φώναζε πίσω του, έβαλε μπρος και πάτησε τέρμα τα γκάζια. Ήταν ξημερώματα. Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμα και τα αυτοκίνητα στο δρόμο λιγοστά. Οι περισσότεροι γύριζαν από την έξοδο τους και ελάχιστοι από αυτούς πήγαιναν στη πρωινή δουλειά.
Προσπέραση στη προσπέραση, έκοψε το τιμόνι μέσα από τα στενά και πιάνοντας το πλακόστρωτο, τράβηξε το χειρόφρενο λίγα μέτρα μακριά από τη καντίνα εκεί που έκοβε ο δρόμος.
Ψυχή δεν υπήρχε τέτοια ώρα στα Λαδάδικα εκτός φυσικά από όλους εκείνους που ήταν μαζεμένοι στις κρυφές λέσχες και στα μικρά υπόγεια που μπουρδέλα που λειτουργούσαν συνεχώς.
Φτάνοντας έξω από το κτήριο το οποίο βρισκόταν παράλληλα με το λιμάνι, είδε δύο αυτοκίνητα παρκαρισμένα. Έβγαλε το σιγαστηρα, το κουμπωσε στο όπλο και πυροβόλησε τα λάστιχα. Κανένας δε θα έφευγε ζωντανός από εκεί μεσα.

Κάτι που δεν ήξεραν πολλοί για εκείνον είναι πως δεν έμαθε να φοβάται. Είχε αποταξει το φόβο από τότε που ήταν παιδί. Τότε που έμενε μόνος του και ερχόταν αντιμέτωπος με τους εφιάλτες.
Τότε που ένα βράδυ αποφάσισε να πάρει από πίσω τη μάνα του και την είδε να μπαίνει στο μπουρδέλο του Σάββα... Τότε που την είδε να γδυνεται για εκείνον... Τότε που τη μίσησε.
Έδωσε μια κλωτσιά τη πόρτα και μπαίνοντας μέσα , είδε ένα γνωστό πρόσωπο. Ερχόταν αρκετά στο μαγαζί αλλά είχε κόψει το τελευταίο χρόνο. Πριν καν προλάβει να οπλίσει, ο Γιώργος τον πυροβόλησε και ύστερα άρχισε να ελέγχει μια προς μια τις πόρτες  χωρίς να αφήσει τίποτα να αναπνέει στο διάβα του, ώσπου έφτασε στο υπόγειο.
Και μόνο που στάθηκε έξω από εκείνη τη πόρτα τον έπιασε δέος. Ένα μωβ φως έβγαινε από τις χαραμάδες και σφίγγοντας το όπλο στη παλάμη, άνοιξε τη πόρτα και ήρθε αντιμέτωπος με κάτι που δεν περίμενε...

Ήταν μόνη...
Βαλμένη μέσα σε ένα γυάλινο ορθογώνιο ψηλό, θόλο.
Απαλή μουσική έπαιζε τριγύρω.
Πάνω ακριβώς από το γυαλί υπήρχε ένας μωβ προβολέας που έριχνε φως στο κορμί της και εκείνη ήταν ξαπλωμένη. Φορούσε ελάχιστα... Ίσως μόνο τα απαραίτητα. Ακόμα και αυτά όμως, ήταν σκισμένα.

Το δωμάτιο είχε ένα καναπέ, ένα κρεβάτι και αλκοόλ παντού.
Μύριζε άσχημα.
Δίχως να χάσει χρόνο προσπάθησε να βρει τη πορτα από εκείνο το διάολο αλλά ήταν τόσο φορτισμένος συναισθηματικά που σήκωσε το πόδι και δίνοντας του μια δυνατή κλωτσιά το έκανε θρυψαλα.
Εκείνη ούτε που κουνήθηκε.

"Ευδοκία μου; Μάτια μου;" Τίποτα...

"Είναι ναρκωμενη..." Ο Χρήστος μπήκε λαχανιασμενος χαρίζοντας του με δύο λέξεις την οργή . Ο Γιώργος ούτε που απάντησε. Τη σήκωσε αγκαλιά και εκείνη έμοιαζε νεκρή. Δεκάδες μελανιές παλιές και νέες ήταν ζωγραφισμένες πάνω της. Το πρόσωπο της ήταν βαμμένο από αντρικό χέρι χωρίς αμφιβολία, και εκείνο το πορσελάνινο δέρμα της ήταν ακόμα πιο λευκό. Μπορούσε να νιώσει τα κόκαλα της καθώς τη κρατουσε...

"Ριξτους στο φράγμα..." του είπε προσπερνώντας τον και ο Χρήστος έμεινε να τον κοιτάζει να φεύγει.

"Ανάθεμα το πείσμα σου ρε Γιώργο...ανάθεμα..." ψέλλισε και βγάζοντας το κινητό, κάλεσε τους δικούς του. Μπαίνοντας μέχρι να φτάσει στο υπόγειο ήρθε αντιμέτωπος με τουλάχιστον τέσσερα πτώματα. Έπρεπε να εξαφανιστούν πάση θυσία πριν βγει ο ήλιος και δε μπορούσε μόνος...

****

"Καλησπέρα Ευδοκία" μόλις το τακούνι της πάτησε το ξύλινο δάπεδο, ο μπράβος άνοιξε τη κορδέλα κι εκείνη τον κοίταξε σοβαρή.

"Μην αφήσεις να περάσει κανένας αν δεν έρθει ο Γιώργος. Σε δέκα λεπτά θα είναι εδώ"

"Μάλιστα" της είπε ανοίγοντας τη πόρτα. Όλοι έτρεφαν σεβασμό για εκείνη. Τον είχε κερδίσει με το σπαθί της. Όταν μαθεύτηκε πως ο Γιώργος τη βρήκε ύστερα από τόσους μήνες , εκείνα τα τέσσερα πτώματα δεν ήταν τα μόνα. Αν και δε βρήκαν το κεφάλι πίσω από όλο αυτό, αρκετοί ξεψύχησαν στο φράγμα. Το όνομα της έγινε συνώνυμο του θανάτου μα και του φόβου. Της πήρε περίπου ένα μήνα να συνέλθει και για εκείνο το χρονικό διαστημα ο Γιώργος δεν την άφησε από τα μάτια του. Μόλις έγινε καλύτερα, της είπε πως θα της έδινε αρκετά χρήματα για να ξεκινήσει να ζει μακριά από τον υπόκοσμο αλλά  εκείνη δε δέχθηκε. Ήταν πολύ περήφανη για να δεχθεί να πάρει τα λεφτά του.  Έπιασε ένα δικό της διαμέρισμα του ξεκαθάρισε πως θα συνέχιζε να χορεύει στο δικό του μαγαζί, και πως θα βγάζει τα δικά της λεφτά από αυτό. Τίποτα παραπάνω.
Δεν ήταν όμως αυτό ο λόγος που την έτρεμαν.
Τη πρώτη βραδιά που η Ευδοκία πάτησε πόδι στο μαγαζί, έβαψε τα χέρια της με αίμα. Σε κανέναν δεν είπε ποτέ τι πέρασε σε εκείνο το μέρος δώδεκα μήνες. Ο Μάνος τότε ήταν στο μπαρ.
Ήταν νωρίς και υπήρχαν μόνο δύο θαμώνες στο μαγαζί όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας άλλος.
Η Ευδοκία είχε βγει για να πάρει νερό και μόλις τον είδε της σαλεψε. Άρπαξε ένα από τα όπλα που είχαν κάτω από το μπαρ και τον πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής. Όχι μία. Όχι δύο. Αλλά δέκα φορές. Τόσες σφαίρες είχε μέσα το όπλο.
Ο θάνατος εκείνου του άντρα κόστισε πολλά λεφτά. Λεφτά που έδωσαν στους άλλους δύο θαμώνες για να τους κλείσουν τα στόματα και φυσικά το μαγαζί έμεινε και εκείνο κλειστό εκείνη τη μέρα. Έκτοτε , είχε αρχίσει να χτίζει ένα σκοτάδι γύρω της. Κανένας δεν έμαθε ποτέ το λόγο που εκείνο το κορίτσι τράβηξε όπλο και σκότωσε χωρίς ίχνος ψυχής μέσα της.. Ούτε ο Γιώργος. Εκείνος δεν ρώτησε καν.  Μόλις άκουσε τους πυροβολισμούς και έτρεξε τη βρήκε με το όπλο. Το μόνο που έκανε ήταν απλά να το πάρει από τα χέρια της. Το έδωσε στο Μάνο, εκείνος το καθάρισε από τα αποτυπώματα, και μάζεψαν το πτώμα. Ο θάνατος ήταν ένα φαινόμενο που όταν λάμβανε χώρα σε τέτοιες καταστάσεις, γινόταν για τη τιμή. Οποία κι αν ήταν αυτή.

"Νωρίς ήρθες Ευδοκία μου..."

"Και τι να έκανα σπίτι, Ολυμπία; Βαρέθηκα..."

"Να σου βάλω ένα γλυκό;" ρώτησε υπονοώντας εκείνα τα αγαπημένα της λικέρ

"Και δε βάζεις; Ένα μόνο..."

Η Ολυμπία γέμισε τα ποτήρια και κάθισε από την άλλη πλευρά του μπαρ.

"Μαλωμενοι είστε πάλι;"

"Πότε δεν είμαστε;" απάντησε έχοντας ένα θλιμμένο χαμόγελο

"Γιατί βρε κορίτσι μου επέλεξες αυτή τη ζωή; Ξέρω πως σε έδιωξε. Συνέχεια το κάνει. Σας ακούει όλο το μαγαζί όταν μαλώνετε. Γιατί μένεις μου λες; Έχεις λεφτά τώρα. Σπίτι. Αμάξι. Φύγε επιτέλους από το βούρκο Ευδοκία μου..."

"Γιατί δεν έφυγες Ολυμπία;" της απάντησε με ερώτηση και εκείνη έσφιξε τα χείλη της. "Ο Σαββας πάντοτε σου φερόταν σαν σκουπίδι. Γιατί έμεινες;"
Η Ολυμπία δακρυσε.
"Θέλεις ακόμα να σου απαντήσω;"

"Όχι..."

"Ωραία... Πάω μέσα. Αν έρθει και ρωτήσει πες του πως είμαι εδώ. Αν και δε νομίζω να έρθει να με βρει. Μαλώσαμε άσχημα προχθές. Επιμένει σε ορισμένα πράγματα και μου γυρίζει το μυαλό"

"Το μυαλό σου γυρίζει; Ή μήπως είδες τι Σίλβα και βρίσκεις δικαιολογίες;"

"Πάρτο οπως θέλεις..."

"Ευδοκία περίμενε..." Η Ολυμπία βγήκε από το πάγκο και τη πλησίασε.
"Ο Σάββας πάντοτε πήγαινε με γυναίκες γιατί γουσταρε. Γιατί δεν τον ενδιέφερε... Ο Γιώργος δεν είναι έτσι. Μη τους συγκρίνεις. Ξεκινήσατε μια κόντρα μεταξύ σας που δεν θα έχει καλό τέλος. Άκουσε με... Σαν μάνα στο λέω..."

******

Σαν μάνα μου τα έλεγε...
Μα εγώ ποτέ δεν την άκουσα και δες που καταλήξαμε ...
Ήταν τόσο σκοτεινή εκείνη η εποχή που έβαλα και εγώ το πείσμα για οδηγό.
Αν με άκουγες και έβγαζες εκείνο το φίδι από το κόρφο σου, δε θα ήμασταν τώρα εδώ...
Μα πως να σε αφήσω;
Πώς να το κάνω όταν εσύ ήσουν ο κόσμος όλος για εμένα...
Το Άλφα και το ωμέγα μου. Μέσα στη βρωμιά ήσουν το πιο γλυκό ναρκωτικό μου.
Πώς... Πώς να σε άφηνα;
Πώς να το κάνω όταν ήξερα ότι εκείνος θα σε παρασύρει στο τέλος σου;
Του το φυλαγα όμως ματάκια μου...
Και μου έδωσε ακριβώς την ευκαιρία που έψαχνα.
Τίποτα δε μετάνιωσα. Ούτε τις σιωπές μου. Ούτε της πληγές. Ούτε το πόνο.
Ούτε τα κόκκινα χέρια μου...
Ένα πράγμα μόνο μετάνιωσα στα τόσα χρόνια.
Που δε σου ολοκλήρωσα ποτέ εκείνη τη λέξη...
Τι ήταν ;
Ένα σ'αγαπαω ήταν...
Μα δε με άφησες να στο πω...

"Είναι η δεύτερη φορά που σας καλώ δεσποινίς! Πρέπει να επιστρέψετε στο δωμάτιο!"

Η Ευδοκία σηκώθηκε . Ο άνεμος είχε αρχίσει να ρίχνει άσχημες ριπές στο πλοίο. Κοίταξε τη κουπαστή, τα κύματα,  έπειτα τον άντρα και αναστεναξε..

"Σε πέντε λεπτά θα κατέβω. Ευχαριστώ"

💋💋💋


(Αν χάνεστε στο μπρος πίσω ενημερώστε με να τα γράφω πιο απλά. Προσπαθώ να βάζω τις σκηνές ανάλογα με τις αναμνήσεις και τις χρονικές στιγμές που λαμβάνουν χώρα. Να είστε όλοι καλά)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top