Κεφάλαιο 5°
Είχε πάει πέντε το πρωί...
Τη πέταξαν έξω από την αποθήκη και εκείνη περπάτησε με δυσκολία μέχρι τη πόρτα. Όλο το κτήριο ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι.
Έπιασε τη συρόμενη, τη τράβηξε μα εκείνη δεν άνοιγε. Ήθελε δύναμη...
Που να την βρει όμως..
Άφησε τα δόντια της να τρίξουν και πιάνοντας και με τα δύο της χέρια το χερούλι, κατάφερε και την άνοιξε τόσο όσο ώστε να χώσει το κορμί της μέσα.
Τόσο όσο ώστε να βρει το σθένος να κάνει ένα βήμα και να πέσει στα γόνατα.
Το αλαβάστρινο πρόσωπο της κούκλας έσπασε. Είχε γεμίσει ραγισματα. Γδαρσίματα και μελανιές.
Το κορμί της ξέσπασε σε τρέμουλο και ύστερα από πέντε ολόκληρες ώρες, άφησε ελεύθερα τα δάκρυα της. Ούτε τη χάρη να τη δουν να κλαίει δεν τους έκανε. Η ικανοποίηση να δούνε τις πράξεις τους να βγαίνουν από τα μάτια της δεν ήρθε ποτέ.
Μα εκείνη ήταν η στιγμή της.
Μόνη.
Χωρίς κανέναν.
Έκλαιγε τόσο δυνατά μα χωρίς να βγάζει ήχους. Στην ιδέα και μόνο να ήταν κάτω ο Γιώργος και να την άκουγε να σπαρταραει, πέθαινε . Δεν ήθελε να τη δει να σπάει...
Φορούσε τα ίδια δαντελενια εσώρουχα μόνο που μεταμορφώθηκαν σε πανιά πάνω της. Ξεσκισμενα υφάσματα κρέμονταν στο γυμνό της κορμί.
Η Ευδοκία κατάφερε και απομόνωσε τη ψυχή της εκείνο το βράδυ. Την έκλεισε κάπου βαθιά για να μη καταφέρουν να της επιφέρουν τα πλήγματα που έφερναν στο σώμα. Και δυστυχώς, ήταν πολλά...
Όλοι δοκίμασαν εκείνο το κορμι. Όλοι ...
Είχε πάνω του αρώματα από τουλάχιστον έξι αγρίμια. Δεν ήταν βιασμός. Ήταν απαλλοτρίωση ανθρώπινης σάρκας.
Ήταν κτηνωδία.
Τα χέρια της αγκάλιασαν το κορμί και πάνω στο πόνο της, άρχισε να πιέζει τα νύχια στη σάρκα. Μύρισε το αίμα μα εκείνη συνέχισε να γδερνει. Έπεσε προς τα μπροστά βγάζοντας μικρούς λυγμούς και σαν τις σαύρες , προσπαθούσε να αλλάξει το δέρμα της.
Δεν το μετάνιωσε όμως.
Στιγμή δε σκέφτηκε να κάνει πίσω σαν είδε το όπλο στο κρόταφο του Γιώργου.
Σε εκείνο το αφιλόξενο μέρος της ψυχής του, ήξερε πως είχε κρατημένη μια θέση και για εκείνη.
Μισή ώρα αργότερα , ο ουρανός φόρεσε ένα απαλό γαλάζιο. Ήταν ξαπλωμένη ανάμεσα στα στάχυα κοιτάζοντας έξω από τα μεγάλα παράθυρα της αποθήκης. Στάχυα κόκκινα... Όπως το κραγιόν που της φόρεσε η Ολυμπία. Τα πόδια της ήταν λυγισμένα στο πλαι, τα χέρια ανοιχτά , τα μαλλιά απλωμένα παντού και έμοιαζε σαν μια νεκρή γυναίκα.
Από την άκρη του ματιού, έπεσε ένα ορφανό τελευταίο δάκρυ και γέλασε
"Σήκω Ευδοκία. Τι κάνουμε όταν πέφτουμε; Σηκωνόμαστε... Σήκω κορίτσι μου. Τελείωσε " Μουρμουρισε στον εαυτό της και γυρίζοντας στο πλάι, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από το τρόμο.
Το φως που έμπαινε καθώς ξημέρωνε φανέρωσε κάτι που δεν περίμενε... Λίγα μέτρα μακριά από το σημείο που ήταν ξαπλωμένη , ο Γιώργος έστεκε ακουμπησμενος και τη κοιτούσε. Ένα άδειο μπουκάλι ήταν πεταμένο παραδίπλα μα τα μάτια του ήταν ορθανοιχτα.
Στο πρώτο του βήμα η Ευδοκία ξέχασε το πόνο, παραμέρισε της πληγές και μαζεύτηκε σε μια άκρη. Σαν μια αράχνη που κλείνεται στη γωνιά της.
"Πόση ώρα είσαι εδώ;" τον ρώτησε τρομαγμένη . Εκείνος τη πλησίασε σιωπηλός. Γονάτισε και τη παρατήρησε.
Γύρω από το λαιμό της υπήρχαν σημάδια από σκοινί. Στους καρπούς το ίδιο αλλά και στα πόδια. Έβλεπε κάτω από τα φρέσκα της αίματα. Τα χείλη της ήταν σκισμένα. Το ένα μάτι της είχε μελανιασει από το πλάι, και ήταν πρησμένο. Τα μαλλιά της ήταν μπερδεμένα. Χαμήλωσε το βλέμμα στη κοιλιά της. Υπήρχαν παντού μελανιές. Σημάδια από κρατήματα. Δαχτυλιες.
Τα βλέφαρα του τρεμοπαιξαν ελαφρά αποκτώντας μια γυαλαδα μα δεν έβγαλε δάκρυα. Άπλωσε το χέρι στο μπούτι της κι εκείνη τραβήχτηκε.
"Άνοιξε τα πόδια σου Ευδοκία" ζήτησε σοβαρός κοιτάζοντας τη μέσα στα μάτια μα εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
Ο Γιώργος πήρε μια βαθιά ανάσα.
"Άνοιξε τα..." ξαναζητησε χαμηλά αλλά πιο έντονα και εκείνη βουρκωσε. Τα άνοιξε διστακτικά και είδε το βλέμμα του να κατεβαίνει χαμηλά. Τα σαγόνια του έσφιξαν μόλις έφτασε στην ευαίσθητη περιοχή της. Ήταν κατάκοκκινη και πρησμένη. Έκλεισε για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια του και έπειτα πλησιάζοντας το πρόσωπο της, τη φίλησε στο μέτωπο και σηκώθηκε.
"Γιώργο που πας!" του φώναξε μα στη προσπάθεια της να σταθεί όρθια , έπεσε κάτω. Είδε στο πίσω μέρος του παντελονιού του βαλμενο ένα όπλο και την ελουσε κρύος ιδρώτας.."Γύρνα πίσω! Σε ικετεύω μη..."
Μα εκείνος δεν άκουσε. Έπιασε με το ένα χέρι τη συρόμενη πόρτα και δίνοντας της μια ώθηση την άνοιξε ως το τέρμα.
"Αν δε γυρίσω, πάρε λεφτά και φύγε. Ξέρεις που είναι" της είπε και έπειτα εξαφανίστηκε από τα μάτια της...
******
Γύρισες...
Έτρεμε η ψυχή μου μέχρι που άκουσα την εξάτμιση από το αμάξι .
Ούτε θυμάμαι πως βρήκα τη δύναμη και ανέβηκα τόσο γρήγορα πάνω.
Ξέρεις όμως τι θυμάμαι καλά;
Το τρόπο που χτύπησε η καρδιά μου όταν σε είδα ζωντανό..
Και τι έκανες μάτια μου;
Πήρες το νόμο στα χέρια σου...
Πήρες τα πάντα σε αυτά...
Πήρες δικαιωματικά, ότι ακριβώς δίνει ένας πατέρας σε ένα γιο.
Μα πως ήταν δυνατόν να μη το καταλάβω τότε; Είχατε ακριβώς τα ίδια πράσινα μάτια...
Μα άργησες πολύ να μου μιλήσεις ....
Άργησες να μου αποκαλύψεις το μαύρο που έκρυβε εκείνο το χρήμα που πίστευε η Ολυμπία πως έχεις.
Τώρα ξέρω...
Τώρα βλέπω ...
Μα τώρα εσύ δεν είσαι εδώ...
Ξέρεις γιατί επέλεξα να φύγω στη Κρήτη;
Μια μέρα, ήταν από εκείνες τις καλές μας μέρες, η τηλεόραση έπαιζε καθώς μετρούσες τα έσοδα και έπιασα να χάνεσαι σε εκείνο το ντοκιμαντέρ για αυτό το μέρος . Κοιτούσες τα τοπία με τόσο δέος. Τόση ηρεμία...
Έτσι κι εγώ επέλεξα αυτό το τόπο.
Δεν έχω ιδέα τι θα κάνω και που θα με βγάλει αυτή η απόφαση μα πλέον το καράβι έχει ήδη ξεκινήσει το ταξίδι του.
Θα με προσέχεις;
Πάντα το έκανες ακόμα κι όταν σήκωνες τη παλάμη σου στο πρόσωπο μου...
Αρνήθηκα να πιστέψω την Ολυμπία. Θεωρούσα πως είχε επιλογές όταν μου είπε πως πέρασε τριάντα χρόνια πλαι στο Σάββα αλλά τελικά αν δε το ζήσεις εύκολα κρίνεις.
Όπως και εγώ...
Άκουγα για τις πόρνες στο ορφανοτροφείο και θεωρούσα πως ήταν βρώμικες γυναίκες.
Μα δεν ήταν...
Βρώμικη μπορεί να γίνει μια ψυχή.
Ένα μυαλό. Όχι ένας άνθρωπος καθεαυτού επειδή πουλάει το κορμί.
Πόσο εύκολα κρίνουν τελικά οι άνθρωποι μάτια μου...
Πετάνε μια λέξη χωρίς να σκεφτούν τι υπάρχει από πίσω.
Δίχως να ενδιαφέρονται για την ιστορία και το παρελθόν.
Γλύφουν μια καραμελιτσα. Είναι γλυκιά. Τους αρέσει.
Πάντα υπάρχουν επιλογές...έτσι λένε.
Δυστυχώς όχι πάντα. Υπάρχουν και οι εξαιρέσεις αλλά υπάρχουν και γυναίκες που πραγματικά δεν έχουν. Σωστά μάτια μου;
Θυμάσαι την Όλγα; Τη πέταξαν στο δρόμο όταν πέθανε ο άντρας με 4 παιδιά. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε. Ούτε το κράτος. Έπιασε δουλειά σαν σερβιτόρα στο μαγαζί και όλοι έλεγαν πως ήταν μια πουτανα...
Ταμπέλες παντού...
Ελπίζω εκεί που θα με βγάλει το κύμα να μην έρθω αντιμέτωπη με κανένα κριτή.
Με κανενα δικαστη.
Τους σιχαθηκα.
Φυσάει τόσο πολύ. Όλοι έχουν κατέβει σχεδόν στα δωμάτια μα δεν μπορώ να σηκωθώ. Είναι όμορφος ο αέρας Γιώργο μου... Με καθαρίζει.
Κλείνω τα μάτια και προσπαθω να σε φέρω στο μυαλό αλλά κάθε φορά μόνο η ματωμένη σου εικόνα ξεπροβάλει μάτια μου.
Θα με περιμένεις άραγε;
Μόνο μη τα κάνεις όλα πουτάνα εκεί πάνω μέχρι να έρθω. Φτιάξε ένα σπίτι. Φτιάξε ένα μέρος ήρεμο. έχω την αίσθηση πως δε θα αργήσω πολύ. Ίσως γεράσω λιγάκι μα δε λένε ότι η ψυχή δε γερνάει;
"Πλησιάζει βροχή δεσποινίς! Θα σας παρακαλούσα να φύγετε από το κατάστρωμα. Πρέπει να επιστρέψετε στο δωμάτιο σας"
Η Ευδοκία γύρισε και κοίταξε το νεαρό άντρα απαθεστατη.
Έπειτα κοίταξε τον ουρανό. Είχε νυχτώσει σχεδόν κι εκείνη φορούσε ακόμα τα μαύρα της γυαλιά.
"Δεσποινίς!"
*****
Δώδεκα χρόνια πριν
Η κουρτίνα ανέμιζε.
Είχε ήδη βγάλει τα ρούχα από το πλυντήριο και ανοίγοντας την απλώστρα , έπιασε ένα σκοπό και ξεκίνησε να τα αραδιαζει για να στεγνώσουν.
"...Χάθηκα κι εγώ κάποια βραδιά
πέλαγο η φωνή του Καζαντζίδη
Πέφταν τ’ άστρα μες στη λασπουριαααά
μαύρος μάγκας ο καιρός και μαύρο φίδι
Μου ‘γνεφε η καρδιά... πάρε μυρωδιά...
το λάδι εδώ πώς καίγεται και ζήσε το ταξίδι... Αυτή η νύυυχτα μεν.."
"Ρε Ευδοκία! Προσπαθώ να βάλω τάξη εδώ πέρα και εσύ τραγουδάς ! Και όχι τίποτα άλλο, πνιγμένη στη κατάθλιψη είσαι!" τη μάλωσε κι εκείνη τον αγριοκοιταξε
"Σε πληροφορω, πως με εκφράζει αρκετά αυτό το τραγούδι. Και στη τελική αμάν ρε Γιώργο! Άσε με να το ζήσω σαν φυσιολογικός άνθρωπος!"
Εκείνος σήκωσε το φρύδι και κοίταξε γύρω του. Υπήρχαν στο σύνολο τρία τραπέζια στο χώρο. Στο ένα είχε βάλει μικρά δεμάτια με κόκα, στο άλλο ζυγαριές, στο τρίτο λεφτά ... Ύστερα κοίταξε το τραπεζάκι του σαλονιού και είδε δύο όπλα επάνω.
"Τι να ζήσεις ρε Ευδοκία; Το άπλωμα των ρούχων; Φυσιολογικά; Στραβή είσαι;"
"Όχι. Αλλά και να σου πω, δε θα καταλάβεις!"
"Τώρα αυτό τι είναι πάλι; Δε πιστεύω να έχεις περίοδο! Σήμερα ξέρεις ποιος έρχεται!"
"Μην αγχώνεσαι... Το κορμί δουλεύει άψογα..." του απάντησε χαμηλόφωνα και χωρίς να δώσει συνέχεια γύρισε προς την απλώστρα.
Αν και έμεναν μαζί είχαν αλλάξει πολλά το τελευταίο χρόνο.
Τα νέα πως ο Σάββας πέθανε ή καλύτερα δολοφονήθηκε με απίστευτη αγριότητα , ταξίδεψαν γρηγορότερα από ότι περίμεναν στον κόσμο τους. Βέβαια μαθεύτηκε και το γεγονός πως δεν έμεινε αναντικατάστατος και ανέλαβε ο Γιώργος. Η μαφία στην Ελλάδα και ο υπόκοσμος δεν λειτουργούσε οπως στις ταινίες. Ήταν εντελώς διαφορετικά.
Όλοι θέλησαν να πέσουν πάνω στα λεφτά και είχε ξεκινήσει ένα ανθρωποκυνηγητό χωρίς τελειωμό.
Οι αλβανική μαφία προσπάθησε να πάρει μερίδιο από τα κλαμπ, οι Βούλγαροι γαζωσαν μια νύχτα την αποθήκη ενώ οι Ρώσοι, ήταν ίσως πιο διπλωματικοί. Επέλεξαν τη διαπραγμάτευση. Ποτέ της δε πίστευε πως όχι απλά θα έβλεπε τέτοιες καταστάσεις αλλά θα τις ζούσε κι όλας.
Ένα πράγμα που είχε κρατήσει καλά κρυμμένο η Ευδοκία ηταν τα λόγια της Ολυμπίας...
Μα δε τόλμησε από τότε να ρωτήσει το Γιώργο για την οικογένεια του.
"Συννεφιασες..."
"Α μπα; Από πότε το κατέβασες τη μούρη σου στο πάτωμα , πήρε ποιητική μορφή;"
"Τώρα τι θες πρωί πρωί να σκοτωθούμε;"
"Άσε με να χαρείς ρε Γιώργο. Άντε κάνε τη δουλειά σου και θα σκάσω. Εντάξει;"
Άφησε τα χαρτιά του και σηκώθηκε.
Πήγε κοντά της, την άρπαξε από το μπράτσο και τη γύρισε.
"Ευδοκία; Έχω μέρες να αγριεψω. Πρόσεχε τη γλώσσα σου!"
"Μάλιστα κύριε!" του απάντησε και εκείνος έριξε το σαγόνι "Να βάλω τα μπλε; Τα γαλάζια; Η μήπως τα κόκκινα της φωτιάς σήμερα;" Συνέχισε με απάθεια κι εκείνος έκλεισε την απόσταση και τη σκουντηξε προς την απλώστρα. Τα ρούχα έπεσαν κάτω, και η ανάσα της κόπηκε.
"Γιατί με διαολιζεις , μου λες;" τη ρωτησε χαμηλά.
"Εσύ γιατί δε με αφήνεις να χαρώ λιγάκι ;" του αντιμιλησε
"Αν ήθελες να χαίρεσαι, έπρεπε να φύγεις εκείνο το βράδυ! Μα εσύ τι έκανες; Αυτό που κάνεις πάντα!"
"Γιατί πρέπει να με διώχνεις συνέχεια και όχι απλά να με αποδέχεσαι...;" ρώτησε λυπημένη "Από τη μέρα που ανέλαβες τη θέση του Σάββα , είμαι εδω και σε στηρίζω! Με κάθε τρόπο! Ακόμα και το κορμί μου δίνω!"
"Δε στο ζήτησα!!!"
"Πάψε! Ξέρεις κάτι; Απλά πάψε!" Η Ευδοκία τον προσπέρασε μα εκείνος τη γραπωσε και τη σταμάτησε
"Κοίταξε με!" τη ταρακούνησε "Σου είπα πως ο λογαριασμός μας είχε κλείσει εκείνη τη καταραμένη μέρα! Σου άνοιξα τις πόρτες! Αν εσύ πίστευες πως κινδυνεύω και αποφάσισες να γίνεις πόρνη πρόβλημα σου!"
Η Ευδοκία σήκωσε το ελεύθερο χέρι της και του αστραψε ένα χαστούκι
"Αυτό... Αυτό είναι γιατί εκείνο το βράδυ, θα σε σκότωναν αν δεν τους πουλούσα το κορμί μου!" Ο Γιώργος τη κοίταξε έκπληκτος μα και εξαγριωμένος από το χαστούκι της "Μη με κοιτάζεις έτσι! Εσύ νόμιζες πως έκλεισες συμφωνία; Ε μάθε λοιπόν, πως στο μαγαζί θα γινόταν μακελειό! Τους είδα να ετοιμάζουν τα όπλα! Τους άκουσα! Ο Γιόσεφ βαρέθηκε τις διαπραγματεύσεις! Λίγα κουνήματα του έκανα... Προσπάθησα να τον μεταπείσω και όπως βλέπεις έξι μήνες μετά, τα κατάφερα! Δεν πούλησα λοιπόν το κορμί μου για ευχαρίστηση! Για το τομάρι σου το πούλησα! Εγώ στο κρεβάτι του κι εσύ ζωντανός! Και τώρα άντε μου στο διάολο!"
Η Ευδοκία αστραψε και βροντηξε πίσω της. Άρπαξε το τζακετ της και χωρίς να περιμένει δευτερόλεπτο, έφυγε από το διαμέρισμα.
Μόλις κατέβηκε και το αεράκι έσκασε στο πρόσωπο της δακρυσε.
Όντως την έδιωξε.
Εκείνο το καταραμένο βράδυ που επέστρεψε από το Σάββα γεμάτος αίματα , της ζήτησε να φύγει και να μη κοιτάξει πίσω.
Αυτό ήταν που τη πλήγωνε...
Τον αγαπούσε τόσο μα εκείνος θεώρησε πως σκοτώνοντας το Σάββα, είχαν κλείσει οι λογαριασμοί. Μα τι να κλείσει; Πώς κλείνεις την αγάπη και τη διώχνεις;
Το σπίτι τους ήταν φρούριο.
Το χρήμα υπήρχε ακόμα πεταμένο και στα πατώματα. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δε σταματούσε.
Μα καταβαθος ήξερε. Ίσως απλά βρισκόταν σε άρνηση...
Δεν την αγαπούσε. Δεν την αγάπησε. Και δε θα το έκανε ποτέ...
Ενάμιση χρόνο πριν
Έφτασε έξω από το σπίτι του και έμεινε να κοιτάζει τα παράθυρα. Ο μπάσταρδος είχε διαλέξει μια αρκετά ερημική τοποθεσία χωμένη ψηλά στον Άγιο Παύλο. Μέσα στα δέντρα , τη βλάστηση και κρυμμένο από ανθρώπου μάτι.
Του άρεσε να βλέπει τη θέα...
Όπλισε και σφίγγοντας το όπλο στη παλάμη, πέρασε το φράχτη και έφτασε στη πόρτα χωρίς να τον εμποδίσει κανένας. Όλοι ήξεραν πως τα σπίτια του Σάββα , ήταν σαν οχυρά μα κάτι που δεν ήξεραν οι άλλοι και το ήξερε ο Γιώργος ήταν πως αυτός ο πουστης όπως τον αποκαλούσε , είχε ένα προσωπικό ησυχαστήριο που κανένας δε γνώριζε.
Έβαλε το όπλο στη πλάτη και δίνοντας μια δυνατή κλωτσιά τη πόρτα εκείνη σείστηκε. Στη δεύτερη ο μεντεσές ταρακουνηθηκε και στη τρίτη η πόρτα άνοιξε.
Ήξερε πως θα είχε ξυπνήσει από το θόρυβο .
Ήταν ένα παλιό διώροφο νεοκλασικό. Έστρεψε το βλέμμα στη σκάλα και τον είδε να βγαίνει αλαφιασμενος από τη κρεβατοκάμαρα με ένα όπλο στο χέρι.
"Τι σκατα θέλεις εδώ;"
"Τράβα βάλε ένα παντελόνι και κατέβα να ξηγηθουμε"
Ο Σάββας τον αγνόησε και κατέβηκε τις σκάλες
"Πώς τολμάς ρε να έρχεσαι εδώ! Που βρήκες το μέρος! Τι θες!"
Το πρόσωπο του προκαλούσε τις σφαίρες στη θαλάμη του όπλου που είχε ο Γιώργος στη πλάτη.
"Ήρθε η ώρα μας πατέρα..." το ύφος έσταζε μίσος , ο Σάββας από την άλλη γέλασε
"Και το είπα στη μάνα σου... Έπρεπε να σε ρίξει και όχι να σε πλασάρει για παιδί του Φώτη. Μα εκείνη η πουτάνα δεν με άκουσε. Αλλά γιατί να με ακούσει; Ήταν ωραία τα λεφτά του Φώτη. Περισσότερα από τα δικά μου. "
"Κοψε τις παπαριές σε μενα! Προσπάθησες να τη σκοτώσεις! Ήξερες πως ήμουν στη κοιλιά της και δεν σε ένοιαζε!"
"Ε και; Ξέρεις πόσα παιδιά της Ολυμπίας έχω σκοτώσει; Είσαι τυχερός που αναπνέεις! Και στη τελική το ξέρεις ότι την έδιωχνα αλλά εκείνη ακόμα και μετά τη γέννηση σου ερχόταν; Τελικά όσο και να αλλάξει μια γυναίκα η πουτάνα δε φεύγει από μέσα της! Αγάπη... Αρχιδια αγάπη! Δεν υπάρχει αγάπη! Τράβα ρώτα και την Ολυμπία. Εκείνη τουλάχιστον έμαθε τη θέση της!
Και τώρα πάρε δρόμο από εδώ πριν σε σκοτώσω!"
"Τράβα βάλε ένα παντελόνι..." Ο Γιώργος χαμήλωσε τη φωνή "Δε λογαριαζομαι με σωβρακα..."
"Μα γιατί;" Τον ειρωνεύτηκε σφίγγοντας το όπλο στα χέρια "Λίγες ώρες πριν δε το φορούσα καν. Την είχα στα τέσσερα...." Ο Σάββας πήγε κοντά του έχοντας ένα διαολεμενο χαμόγελο "Ξέρεις γιατί δε κλαίει; Προσπάθησα τόσο να τη κάνω να σπάσει μα εκείνη δεν έκλαιγε... Εσύ τη ξέρεις καλύτερα υποθέτω. Λες το μήλο να έπεσε κάτω από τη μηλιά τελικά; Τι της έχεις κάνει άραγε και δεν έβγαζε ούτε φωνή;"
Ο Σάββας έπιασε το μπουκάλι με το κονιάκ που υπήρχε στο μπαρ της εισόδου, το άνοιξε και σέρβιρε ένα ποτήρι . Το κατέβασε και ύστερα γέλασε πιο πλατιά
"Γιατί ήρθες άραγε; Έψαχνες αφορμή να εναντιωθεις στο αίμα σου; Η μήπως μίλησε η καρδιά; Γύρνα από την άλλη Ευδοκία..." Του υπενθύμισε τα λόγια του γελώντας "Αγαπάς ρε πουστρακι; Δεν έμαθες ότι σε αυτό το κόσμο δε χωράει αγάπη; Τη ξέσκιζαν! Έβαλα το Σωτήρη και τον Ηρακλή να τη πηδάνε δεμένη κι εκείνη έφτυνε αίματα ! Ύστερα πήγα και εγώ! Και οι τρεις! Τη πήραμε όλοι μαζι μα και ξεχωριστά... Ο Παύλος νομίζω ήταν ο αγαπημένος της... Ξέρεις πόσο του αρέσει να χτυπάει γυναίκες όσο της πηδάει! Έπρεπε να την έβλεπες γιε μου! Είχε τα μάτια της ορθανοιχτα... Μας κοιτούσε έναν έναν να τη πηδάμε και δεν έβγαζε άχνα. Τελικά έχουν δίκιο όλοι αυτοί που λένε πως μοιάζει με κούκλα... Δε συμφωνείς; Τι ήθελα; Λίγα δάκρυα ήθελα... Μα δεν πήρα κανένα! Ούτε όταν την έδεσα χειροπόδαρα!!! Υπάκουη πουτάνα! Της βούλωσαν κάθε τρύπα στο κορμί κι εκείνη υπέμενε! Την έχεις εκπαιδεύσει;" Τα σαγόνια του Γιώργου ετριζαν και ο Σάββας γέμισε ξανά το ποτήρι σφίγγοντας παράλληλα το όπλο του κάτι που δε πέρασε απαρατήρητο.
"Βασικά ίσως έριξε ένα δάκρυ... Ναι! Τώρα που το σκέφτομαι έριξε ένα..." είπε αδειάζοντας το αλκοόλ "Το έριξε όταν τελειώσαμε... Τη χυναμε όλοι μαζί και ύστερα της έδωσα μια κλωτσιά στη μάπα και έτσι όπως ήταν σωριασμένη κάτω, την έφτυσα... Της είπα ότι δόθηκε τζάμπα γιατί θα σε σκότωνα σήμερα!. Μόνο τότε λύγισε η καριολα! Εσύ κατάφερες και την έκανες τελικά να δακρ..."
Ένας δυνατός κρότος έσκισε την ησυχία του σπιτιού.
Ένας μικρός κόκκινος κύκλος εμφανίστηκε στο μέτωπο του Σάββα και στα τρία δευτερόλεπτα που έμειναν μέχρι ο εγκέφαλος να σβήσει και να πέσει κάτω, γύρισε και τον κοίταξε.
Μα ο Γιώργος δε σταμάτησε...
Μόλις ο Σάββας έπεσε κάτω, όρμησε και άρχισε να τον χτυπάει με μανία.
Ένα νεκρό σώμα...
Του πήρε τη ζωή μα δε του έφτανε ούτε αυτό.
Όταν σηκώθηκε από πάνω του, ήταν αγνώριστος.
Το πρόσωπο αλλοιωμένο, τα δόντια σπασμένα, τα μάτια σχεδόν έξω...
Έβγαλε όλο το μένος του πάνω στο ίδιο του αίμα...
Ο Σάββας προσπάθησε να τον τσιγκλησει με τη μάνα του αλλά μόνο σαν έφερε την Ευδοκία στο προσκήνιο τα κατάφερε... Μα δε πίστεψέ ποτέ πως ήταν ικανός να τραβήξει πράγματι όπλο.
Δεκαέξι χρόνια πριν
"Μαμά; Γιατί ντύθηκες έτσι; Που πας;"
"Σσς. Κοιμήσου Γιώργο μου..."
"Ο μπαμπάς είναι ταξίδι. Που πας; Θα με αφήσεις πάλι μόνο; Και γιατί είσαι έτσι βαμμένη; Γιατί φεύγεις κάθε φορά!"
"Κοιμήσου και δε θα αργήσω..."
Τον φίλησε και έφυγε...
Κάθε φορά που ο μπαμπάς του έφευγε για ταξίδι η μάνα του άλλαζε.
Άλλαζε ρούχα, πρόσωπο..
Έβαζε μπογιές επάνω της, έφτιαχνε τα μαλλιά της και έφευγε τις νύχτες...
Ο Γιώργος καθισε στο κρεβάτι και αρχισε να κλαίει.
Φοβόταν το μπαμπούλα...
Το ήξερε πως τον φοβόταν.
Μα εκείνη έφυγε...
Τον άφηνε μόνο του με τους φόβους...
"Που είσαι μαμα; Γύρνα πίσω. Φοβάμαι..." Αγκάλιασε τα πόδια του και άρχισε να πηγαίνει πέρα δώθε τρομαγμένος. Ήξερε πως θα έλειπε για ώρες... Κοίταξε τη ντουλάπα και άνοιξε διάπλατα τα μάτια. Νόμιζε πως άκουγε φωνές. Σηκώθηκε και βάζοντας τη καρέκλα από πίσω , επέστρεψε γρήγορα στο κρεβάτι
"Γιατί φεύγεις μαμά... Φοβάμαι" Μουρμουρισε ξανά και κάθισε μοναχό του. Μέσα στα σκοτάδια...
Περιμένοντας ένα ξημέρωμα για να νιώσει ασφάλεια...
❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top