Κεφάλαιο 4°

Ούτε δύο, ούτε τρεις ούτε τέσσερις.
Πέντε φορές πήρε το κορμί μου εκείνη τη μέρα,  χωρίς σταματημό. Θυμάμαι κάθε φορά, κάθε γαμημενη φορά να τελειώνει μέσα μου και ύστερα απλά να θαυμάζει το κατόρθωμα του. Μα το ένιωσε από τότε. Είχε στα χέρια του τη δική του προσωπική κούκλα. Δεν πιστεύω ποτέ στη ζωή του να είχε τελειώσει τόσες φορές απανωτές μέσα σε γυναίκα. Πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό που εκανε. Τότε δεν είχα ιδέα μα τώρα ξέρω πολύ καλά. Δεν ήταν ποτέ απερίσκεπτος. Βασίστηκε πάνω σε ένα χάπι; Δε ξέρω. Ίσως βασίστηκε και στο γεγονός πως ακόμα κι αν έμενα έγκυος, θα το έριχνα.
Θυμάμαι έβαζε τα δάχτυλα του μέσα στο κόλπο μου , άγγιζε τα τοιχώματα, με επεξεργαζόταν και ένιωθε κυρίαρχος. Το θυμάμαι στο βλέμμα του σαν να ήταν χθες . Αυτό που δυστυχώς δεν ήξερε , ήταν πως δεν υπήρχε ανταγωνισμος καταβαθος. Ποτέ δεν υπήρξε και δυστυχώς , ποτέ δε θα υπάρξει.

Χαμογελάω λιγάκι. Ναι, τολμώ και το κάνω. Φτιάχνω ένα καλούπι για να καταλήγουν τα δάκρυα που πέφτουν καθώς οι θύμησες θεριευουν.

Πόσο άλλαξαν όλα εκείνη τη μέρα.
Του είπα πως δεν υπάρχει σωτηρία αλλά εκείνος ήταν πεισματάρης. Δεν πήγε πουθενά εκείνο το βράδυ χωρίς εμένα . Με πήρε στο αμάξι και πήγαμε σε ένα φαρμακείο. Πήρα δυο χάπια. Όχι ένα... Δύο. Ύστερα σταμάτησε στην Αριστοτέλους και άνοιξε τη πόρτα. Ψυχή δε κυκλοφορούσε εκείνη την ώρα. Είχαμε κάνει έρωτα πέντε ολόκληρες φορές, αν αυτό μπορεί να επικαλεστεί έρωτας και εκείνος θέλησε να με παρατήσει . Ακόμα αναρωτιέμαι αν το έκανε για να δει την αντίδραση μου κι αν πραγματικά η αντίδραση μου ήταν αυτή που περίμενε.
Τι έκανα; Κατέβασα τα ξυπόλυτα πόδια μου κάτω, τον κοίταξα, του είπα ένα ευχαριστώ και τον φίλησα.
Μια ώρα έμεινα μόνη...
Τόση έως ότου προσπαθήσουν κάτι πρεζακια να με πλησιάσουν. Δεν είχα ιδέα πως είχε μείνει. είχα ακούσει το αμάξι να φεύγει  και πίστεψα πως με παράτησε.
Γιατί δε το έκανε; Γιατί απλά με παρακολουθούσε;
Τόσα γιατί...
Μα όσο ελπιδοφόρα ήταν εκείνη η μέρα, η επόμενη με σακαταψε. Η επόμενη μου έδειξε το κόσμο του. Και δε το έκανε με καλό τρόπο...

Ύστερα από τόσα χρόνια, εύχομαι να του το είχα πει. Μα εγώ σώπασα. Το έθαψα. Δεν ήμουν σίγουρη γιατί ήταν πολλά τα χάπια μα το ένιωθα πως δεν ήταν ψέμα. Και ύστερα σιχαθηκα... Ακόμα σιχαίνομαι. Δε θα πάψω να γδερνω το δέρμα μου. Μόνο όταν πήγαινα μαζί του το ένιωθα καθαρό.. ελεύθερο...

Γιατί καρδιά μου; Τι θέλησα; Να φύγουμε θέλησα...
Να αρχίσουμε να ζούμε θέλησα...
Να διαλύσω της ρετσινιά της πόρνης και να δώσουμε μια ευκαιρία στην ανθρωπιά μας.
Ποια ανθρωπιά θα με ρωτήσεις...
Δεν ξέρω.
Ειλικρινά ματάκια μου δε ξέρω.
Είχα λίγη. Τόση δα. Μια μικρή μικρή τοσοδουλα σταγόνα ανθρωπιάς.
Μα πάει κι αυτή... Την έχασα .
Ήταν η τελευταία σταγόνα που είχα κρατημένη και εξαφανίστηκε όταν πάτησα τη σκανδάλη...

*****

Δεκατέσσερα χρόνια πριν

Είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι και σφαδαζε από τους πόνους. Ο Γιώργος από το πρωί είχε φύγει και η νύχτα που πέρασε ήταν αρκετά ήρεμη για εκείνη. Όσο ήρεμη θα μπορούσε να είναι για ένα κορίτσι που ακολούθησε έναν άγνωστο σε επικίνδυνα μονοπάτια.
Πάραυτα όμως , τελικά τη πήρε μαζί.
Δεν ήξερε τι σκοπό είχε μα η Ευδοκία ένιωθε ένα περίεργο δέσιμο μαζί του. Ίσως έφταιγε που ήταν ο πρώτος που την άγγιξε ίσως και όχι. Μα το ένιωθε.

Έπιασε τα σίδερα του κρεβατιού και προσπάθησε να σηκωθεί μα ένιωσε το δωμάτιο να γυρίζει γύρω της.
Η παρενέργειες από τα χάπια λάμβαναν χώρα στο κορμί της και εκείνη ήταν μόνη.
Μέσα στη παραζαλη και το πόνο, είδε κάποιον να τη πλησιάσει.
Ήταν τόσο θολή η όραση.
Τα γόνατα της ήταν έτοιμα να λυγίσουν

"Γιώργο;" ψέλλισε απλώνοντας τα χέρια στο κορμί που τη κράτησε

"Έλα. Πάρε αυτό. Θα νιώσεις καλύτερα"  αν και δεν έβλεπε καθαρά ένιωσε πως η φωνή της ήταν γνώριμη. Ένα χέρι άρπαξε τα μάγουλα της , ένιωσε το στόμα της να ανοίγει και να πετάγεται κάτι στον ουρανίσκο της
"Κατάπιε το! Θα φύγει η ζαλάδα"
Ήταν χάπι. Και μάλιστα πήγε ακριβώς σε τέτοια θέση που ο κόσμος δρόμος ήταν το στομάχι της ακόμα κι αν δε κατάπινε. Η φωνή ανήκε στον άντρα που μπήκε με το Γιώργο μέσα τη προηγούμενη μέρα και πλέον ήταν σίγουρη. Ήταν θολή η εικόνα αλλά είχε ανατριχιαστική χροιά.
"Ξάπλα. Μόλις κάνει δράση δε θα πονάς" την ώθησε προς το κρεβάτι και τη ξάπλωσε. Δευτερόλεπτα όμως αργότερα , όχι απλά πονούσε μα ένιωθε και τα πόδια της να μουδιάζουν. Άνοιξε το στόμα μα η γλώσσα ήταν κολλημένη στον ουρανίσκο.
Όσο πήγαινε και μουδιαζε. Ένιωθε μια ταραχή μα ούτε το κεφάλι μπορουσε να γυρίσει.
Χέρια.
Δύο χέρια απλώθηκαν στο κορμί της. Δεν μπορούσε να αντιδράσει μα τα ένιωθε να κατεβάζουν το παντελόνι της. Ύστερα το κορμί  γύρισε μπρούμυτα και το κεφάλι της έμεινε να κοιτάζει σαν φυτό το κενό κλαίγοντας στα βουβα. Δεν ήξερε τι γινόταν μα σίγουρα ήξερε πως κάποιος έβλεπε το γυμνό της κορμί και αυτός δεν ήταν ο Γιώργος. Ο πόνος στη κοιλιά εξαφανίστηκε όταν τα χέρια του έπιασαν τα πόδια της. Πρώτη φορά αισθανόταν πως ήταν ανήμπορη να κουνήσει το κορμί της. Σαν να ήταν υπνωτισμενη.
Μπορούσε κάλλιστα να νιώσει τα ακατάλληλα αγγίγματα. Δάχτυλα που άγγιζαν το αιδοίο της και ήχους.
Ήθελε τόσο να ουρλιάξει μα ο δικός της ήχος δεν έβγαινε.

"Θα περάσουμε τόσο καλά ..." της ψιθύρισε και φτύνοντας τα δάχτυλα του, τα εχωσε σχεδόν όλα μαζί στην εσοχή του κόλπου της και από την ένταση, τα δόντια της Ευδοκίας άρχισαν να τρίζουν. Ο συνδιασμός των χαπιών ήταν καταστροφικός. "Είσαι στενή. Ούτε τέσσερα δε χωράνε μέχρι μέσα... Ανυπομονώ"
Ο Γρηγόρης σαλιωσε το μόριο του , τράβηξε το κορμί της ελαφρώς κοντά, τοποθέτησε  τα πόδια της δεξιά και αριστερά από το σώμα του και πιάνοντας τη από τη μέση δυνατά πίεσε το μόριο του βαθιά στο κόλπο της.
Ο πόνος ήταν απερίγραπτος. Τα χείλη της διασπάστηκαν μα μόνο τα σάλια της κατάφεραν να βγουν που κατέληξαν πάνω στο σεντόνι. "Πουτάνα... Θα ορκίζομουν πως εκεί μέσα στάζεις από υγρά" μουγκρησε βγάζοντας τρομακτικά βογγητα
Σαν ζώο χτυπιοταν μέσα της. Η Ευδοκία άκουγε τους ήχους που έβγαζε η σάρκα του κάθε φορά που κοπανουσε το κορμί του ως το τέρμα και αηδιαζε η ψυχή της.
"Πουτανακι. Σ'αρεσει;" Τα σάλια κατρακύλησαν μόλις την έπιασε από τα μαλλιά και ανασηκωσε το κεφάλι της. "Έτσι μωρη καριολα! Σφιξου!" Το κορμί της πήγαινε πέρα δώθε πάνω στο κρεβάτι χωρίς βούληση. Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμια κι εκείνος τη ξέσκιζε χωρίς ντροπή. Ένιωθε τα πάντα. Κάθε κίνηση και σύσπαση του κορμιού του.
"Νομίζω πως έχεις ακόμα κάτι παρθένο πάνω σου. Δε του αρέσει ο κωλος του Γιώργου" χωρίς να βγαλει το μόριο του, συνέχισε να κουνιέται κρατώντας τη πια με το ένα χέρι ενώ το άλλο, άγγιξε τα οπίσθια της.
Άνοιξε τα χείλη του φτύνοντας λίγα σάλια πάνω στο πρωκτό και ύστερα εισχωρησε ένα δάχτυλο μέσα.
Η Ευδοκία πέθανε από το πόνο.
"Στο κωλαρακι θα σε χύσω. Να σηκώνεσαι και να στάζεις..." Η πίεση στα πρωκτικα τοιχώματα γιγαντώθηκε. Άφησε το κεφάλι της κι εκείνο έπεσε προς τα κάτω σαν να ήταν ένα πτώμα. Έκανε ότι ακριβώς ήθελε το κορμί της. Ανασηκωσε τα γόνατα της και άφησε τα οπίσθια της σε πλήρη θέα. Βγήκε από μέσα της, και ύστερα ένιωσε μια διαφορετική πίεση. Όσο εισχωρούσε το μόριο του άλλο τόσο η ψυχή της τσιριζε από μέσα.
Τόσα αηχα ουρλιαχτά κατέληγαν στα σεντόνια σαν δάκρυα. Ο πόνος ήταν ότι εντονότερο είχε ζήσει ποτέ στη ζωή της
"Ω ρε πούστη. Σκέτη απόλαυση!" Ο Γρηγόρης βύθισε ολόκληρο το μόριο του και φτύνοντας συνεχώς το σημείο, εκείνο άρχισε να γλιστράει. "Πώς νιώθεις;" Ρωτούσε πηγαίνοντας γρήγορα μπρος πίσω. "Σ'αρεσει; Λέγε ρε πουτανακι.. σ'αρεσει; Σε γαμαω από παντού!" Έβαλε τα χέρια του στο στόμα της και τα δάχτυλα του στη γλώσσα της. Όσο δυνάμωνε την ένταση άλλο τόσο έπιανε το κεφάλι της κόντρα. "Είσαι στενή από παντού!!"

Κατέβασε τα χέρια στα στήθη της και άρχισε να τα ζουλαει τόσο δυνατά που εκείνα μελανιασαν. Έβγαζε πρόστυχους ήχους.
"Αααχ, λίγο ακόμα. Σφιξε το κωλαρακι σου! Έτσι... Κι άλλο..."

Τον άκουσε να βγάζει κραυγές μα ξάφνου σταμάτησε. Βγήκε από μέσα της απότομα, την έπιασε από τα μαλλιά, τη γύρισε και κρατώντας το μόριο του με το ένα χέρι, της άνοιξε το στόμα.
"Φατα ρε... Όλα. Κατάπιε τα!" εχωσε το πέος του μέσα στο στόμα της και κλείνοντας τα μάτια άρχισε να ταρακουναει το κεφάλι της μπρος πίσω ώσπου τα υγρά του κατρακύλησαν στον ουρανίσκο της. "Αυτα είναι...." αποκρίθηκε παίρνοντας μια μεγάλη ανάσα την ίδια στιγμή που η Ευδοκία πάσχιζε να πάρει τη δική της.
"Ωραία ήσουν. Όχι που δε θα δοκίμαζα..." Κράτησε σταθερό το κεφάλι έως ότου τα υγρά του να κατέβουν εντελώς αφού ήξερε πως δεν είχε τη δυνατότητα να καταπιεί και μόλις είδε τον ουρανίσκο της καθαρό, της έδωσε μια και τη πέταξε στο κρεβάτι. "Δεν με είδες. Δεν ξέρεις τίποτα. Λέξη να βγάλεις και θα μετανιώσεις την ώρα και τη στιγμή. Άκουσες;" Την απείλησε βάζοντας τα ρούχα του. "Α! Ξέχασα να σου πω. Με έστειλε ο Γιώργος να σου φέρω λίγα ρούχα..." τη κοροϊδεψε μέσα στη μούρη και τη πλησίασε "Σε είκοσι λεπτά δε θα έχεις ούτε μνήμη. Μη παίρνεις της μετρητής όσα σου είπα. Ούτε εμένα θα θυμάσαι ούτε το απίστευτο γαμήσι που μου προσφερες. Ίσως το κάνουμε ξανά. Ωραίο ήταν!" Τα μάτια της ήταν ανοιχτά κοιτάζοντας το κενό. Αν και είχε ντυθεί ο Γρηγόρης πήγε κοντά. Άνοιξε το φερμουάρ και βγάζοντας έξω το μόριο του τη χαστούκισε στο πρόσωπο με αυτό και γέλασε. "Μακάρι να σε βάλει σε ένα από τα μπουρδέλα... Θα χεστουμε στο τάλιρο" της είπε χαμογελώντας και ανάβοντας ένα τσιγάρο, έφυγε.

*****

Συγχώρεσε με που ποτέ δε μίλησα.
Συγχώρεσε με που δειλιασα.
Ήμουν τόσο μικρή.
Τόσο μπερδεμένη.
Οι μνήμες ήταν ελάχιστες για χρόνια μα τη δεύτερη φορά, ήταν πιο ζωντανές. Τη τρίτη κατάφερε και με έκανε να μη θυμάμαι και έκτοτε φοβόμουν ακόμα και νερό να ακουμπήσω.
Δέκα χρόνια μαρτύριο. Εντεκατο δεν έβγαλε...
Ίσως αν ήμασταν στην αρχή να σου μίλαγα . Μα σε αγάπησα τόσο που σκεπτόμενη ότι θα σου κάνει κακό, υπέμεινα τα πάντα.. πόσο ειρωνικό είναι αυτό ψυχή μου; Εγώ υπεμενα, άντεχα για να είσαι καλά και στο τέλος πήρα τη ζωή σου με τα ίδια μου τα χέρια...

Αισθάνομαι τα βλέμματα των ανθρώπων που βρίσκονται μαζί μου σε αυτό το κατάστρωμα και αναρωτιέμαι...
Κάποιοι άντρες με καρφώνουν.
Λες να γνώρισαν αυτά τα μάτια πίσω από τα μαύρα μου γυαλιά;
Πάντοτε έλεγες πως ότι και να κάνω, δε θα μπορέσω να τα κρύψω ποτέ. Πώς πάντα θα μένουν να στοιχειώνουν όποιον τα έχει δει. Ήταν από εκείνες τις όμορφες στιγμές μας. Χωρίς αλκοόλ. Χωρίς ναρκωτικά. Χωρίς εκείνα τα χάπια. Αγνά και καθαρά. Εγώ και εσύ...

Πώς ξεκινήσαμε και που καταλήξαμε...
Τελικά είχες δίκιο.
Δεν ήταν για μένα αυτή η ζωή.
Δώδεκα μήνες μετά και η Ευδοκία είχε πεθάνει...
Έκανε τη μετάβαση από την απόλυτη αγνότητα στο ξεπεσμό. Σε μια κατάντια που επέλεξα μόνη μου.
Ποτέ δεν σε κατηγόρησα για το πώς κατέληξα. Μα σε κατηγόρησα που δεν το σταμάτησες. Που δεν επέλεξες το στοπ.
Τι ζήτησα; Ναι... Επιμένω να ρωτάω.
Εσένα ζήτησα...
Εμάς..

******

Δεκατρία χρόνια πριν

"Λίγο πιο πάνω τη καλτσοδετα Ευδοκία.."

Εκείνη γύρισε απορημένη και τη κοίταξε.
"Καλά είναι εδώ;"

"Να βρίσκεται στη μεση ακριβώς από το μπούτι. Τρελαίνει τους άντρες εκείνο το σημείο"

"Μια φορά θα το κάνω Μάγδα. Ίσα ίσα γιατί η Νίκη δε μπορεί..."

"Ώρες ώρες απορώ... Πώς γίνεται ο Γιώργος να άφησε τη προστατευόμενη του να χορέψει; Σε σουρμαλαει από δω και από εκεί πάντοτε μα..."

"Ο Σάββας με είδε. Εκείνος το ζήτησε. Μόλις έφτασαν τα νέα πως η Νίκη δε μπορούσε με κοίταξε και απλά είπε πως θα χορέψω απόψε"

"Πόσο είσαι; Ποτέ δε σε ρώτησα"

"Δεκαεπτά κοντά..."

"Απίστευτο! Μοιάζεις σαν ένα μοντέλο στα είκοσι"

"Όλοι μου το λένε.."

"Εκεί καλά είναι. Μη τη σηκώσεις πιο πάνω.
Και τώρα έλα να σε βάψω. Ξέρεις να χορεύεις;"

"Εμ.. δεν έτυχε ποτέ. Υποθέτω θα ακολουθήσω τη μουσική;"

"Ακριβώς. Έχεις τόσο μακριά πόδια... Μπορείς να κάνεις θαύματα σε εκείνο το στύλο. Βασικά ξέρεις κάτι; Θα βγάλουμε το σουτιέν και θα βάλεις αστεράκια..."

"Αστεράκια;"

"ΕΙΣΑΙ ΣΟΒΑΡΗ ΜΑΓΔΑ;" μια κοκκινομάλλα πλησίασε και εκνευρισμένη στάθηκε μπροστά της. Ήταν ίσως η μεγαλύτερη σε ηλικία εκεί μέσα "Καραγκιόζη θα το κάνεις το παιδί; Κι εσύ! Τι δουλειά έχεις σε τέτοια μέρη! Τι σκατα έχει στο κεφάλι του ο Γιώργος!" Αστραψε και βροντηξε έξαλλη "Εδώ μυρίζει βρωμιά..." συνέχισε πιο χαμηλά

"Εντολές του Σάββα..." έσπευσε η Μάγδα να της πει "Όπως καταλαβαίνεις δεν περνάνε όλα από το χέρι του Γιώργου ακόμα Ολυμπία!"

"Ανάθεμα.. ειλικρινά περιμένω την ώρα που αυτός ο πουστης θα πεθάνει..."

"Νομίζω είναι κοινό μυστικό όλων... Και τώρα έλα να τη φτιάξουμε. Βγαίνει σε δεκα λεπτά."

Η Ολυμπία πήρε λίγο παράμερα την Ευδοκία και βάζοντας τα χέρια στους ώμους τη κοίταξε γλυκά
"Άκουσε με καλά... Ο Γιώργος μεγάλωσε σε ακριβά σαλόνια. Τα λεφτά έρρεαν και ρέουν ακόμα  με τη σέσουλα. Τον ξέρω από πιτσιρίκι. Ερχόταν εδώ πολύ πριν μπλέξει με όλα αυτά τα σκατα. Ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί επέλεξε να γίνει αλήτης. Οι γονείς του δεν ξέρουν τι έχουν... Δυστυχώς όμως εκείνος διάλεξε τη ζωή του δρόμου. Φτιαξ'τον Ευδοκία. Είναι αμαρτία. Έχω δει πως σε κοιτάζει και ανάθεμα κάθε βράδυ είχε δέκα γυναίκες γύρω του. Μη τον αφήσεις μόνο..."

"Σε πέντε λεπτά βγαίνει!" Πετάχτηκε η Μάγδα.

"Ερχόμαστε" φώναξε η Ολυμπία και επέστρεψε το βλέμμα πάνω της "Είναι δύσκολος άντρας. Δεν καταλαβαίνω τις επιλογές του. Όσο κι αν τον βλέπω σαν σωτήρα μας από το Σάββα, ξέρω πως θα φάει το κεφάλι του αργά η γρήγορα. Προσπάθησε να βρεις το παιδί μέσα του Ευδοκία... Και τώρα πάμε. Ελπίζω μόνο όταν σε δει εκεί πάνω, να παραμείνει ψύχραιμος..."

"Νομίζω πως δε βλέπεις καθαρά Ολυμπία" της είπε μόνο έχοντας μια θλίψη στη φωνή 

"Πίστεψε με Ευδοκία μου. Τα μάτια μου έχουν δει πολλά περισσότερα από τα δικά σου... Ξέρεις πόσο έφτασα; Σαράντα πέντε... Ξέρεις πόσο είναι ο Σάββας; Πενήντα... Είμαι πλαι του τριάντα χρόνια..." Η Ολυμπία έβγαλε μια πικρία και μια λύπη . "Είδα τον εαυτό μου να καταστρέφεται ψάχνοντας για ελπίδα μικρή μου ... Μη κάνεις τα ίδια λάθη. Έλα, θα βάψω αυτά τα χείλη σου τόσο κόκκινα που δε θα του αφήσω περιθώρια του βλάκα"

Πέντε λεπτά αργότερα στεκόταν πίσω από μια μεγάλη κουρτίνα σκεπτόμενη τα λόγια της Ολυμπίας. Έτσι ήταν και εκείνη τελικά; Από παιδί χωμένη μέσα σε αυτό το φαύλο κύκλο; Η Ευδοκία αναστεναξε. Το καμπανάκι στα καμαρίνια χτύπησε και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Δεν θα έκανε κάποιο σόλο. Παντού υπήρχαν γυναίκες. Ο δεξιός στύλος όμως ήταν άδειος και ήξερε πως εκείνη θα ήταν η θέση της για τουλάχιστον μισή ώρα.

Κοίταξε με την άκρη του ματιού της και είδε το Γρηγόρη με το Σάββα στο μπαρ. Μα που είχε πάει ο Γιώργος... Αναρωτήθηκε λυπημένη. Ένιωθε ασφάλεια και μόνο που υπήρχε τριγύρω. Ίσως δεν είχαν τίποτα επίσημο μεταξύ τους. Ίσως απλά έμεναν μαζί σε εκείνη την αποθήκη . Έκαναν σεξ. Μιλούσαν και έτρωγαν . Μα πάραυτα, εκείνη ένιωθε πολλά περισσότερα..
Ο Γιώργος όμως της το είχε ξεκαθαρίσει...
Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα φιλικό πήδημα μέχρι να σταθεί στα πόδια της , να βρει δουλειά και να φύγει.

Τα φώτα χαμήλωσαν...
Ένας προβολέας έπεσε πάνω στη κουρτίνα . Δεν είχε το δυνατό φως που τραβάει τα βλέμματα αλλά και πάλι , ο κόσμος κοίταξε.
Η Ολυμπία ανέλαβε τελικά ολόκληρο το στυλ της και τη μεταμόρφωσε μέσα σε ένα λεπτό. Άφησε ελεύθερα τα μακριά της μαλλιά να κυματίζουν, της φόρεσε ένα ζευγάρι μαύρα δαντελενια εσώρουχα, πέταξε τις καλτσοδετες και αντί αυτών, επέλεξε το απόλυτο τίποτα στα πόδια. Γυμνα ατελείωτα αψεγάδιαστα... ούτε τακούνια δεν της φόρεσε...
Την έβαψε ελαφρά στα μάτια και έκανε τα χείλη της κατάκοκκινα.
Ήταν φωτιά και λαύρα η Ευδοκία...
Η Ολυμπία θέλησε να τσιτωσει τον Γιώργο μα την έφτιαξε τόσο υπέροχη που μόλις βγήκε, τράβηξε κάθε βλέμμα επάνω της.

Άρχισαν να ακούγονται σφυρίγματα από παντού και εκείνη κομπλαρε. Η χορεύτρια στα δεξιά της έκανε νόημα να κουνηθεί κι εκείνη πλησίασε το στυλό. Ήταν σαν να είχε υπνωτίσει τα βλέμματα πάνω της. Διάφοροι άντρες σηκώθηκαν και έχοντας το ποτό στο χέρι προχώρησαν προς τη δική της μεριά.
Ήταν από τα πιο ακριβά μπουρδέλα του Σάββα εκείνο. Είχε διάφορα. Μερικά ήταν καταγώγια που μύριζαν κατουρο και αλκοόλ ενώ άλλα μοσχομυριζαν από το πρώτο σου βήμα μέσα.
Όσες διαφορές όμως  κι αν είχαν , δεν έπαυαν να είναι μπουρδέλα και οι άντρες αρπακτικά.

Η Ευδοκία ένιωσε να φοβάται. Την κοίταζαν τόσο έντονα. Άρχισε να κουνάει ελαφρά το κορμί της και έπιασε με την άκρη του ματιού το Γρηγόρη να αγγίζει το τζιν του χαμηλά και να τη κοιτάζει όπως όλοι οι άλλοι. Τον σιχαίνοταν. Δεν ήταν σίγουρη για όσα είχαν γίνει ένα χρόνο πριν μα το ένιωθε. Μύριζε  τη βρωμιά του κάθε φορά που ήταν κοντά.
Η μουσική άλλαξε και ο χορός έγινε πιο ερωτικός. Προσπάθησε να μιμηθεί όσα έβλεπε να κάνουν οι άλλες γυναίκες ώσπου επιτέλους τον είδε... Είχε πιάσει τη πιο σκοτεινή γωνιά του μπαρ. Κρατούσε ένα ποτήρι σχεδόν άδειο και κοιτούσε προς το μέρος της. Η Ευδοκία εστίασε το βλέμμα της πάνω του και άρχισε να χορεύει. Το κορμί της έβγαζε πρόκληση μα όχι για εκείνους τους λυσσασμένους... Την έβγαζε για εκείνον. Χόρευε για εκείνον. Έλιωνε...

Ένας άντρας έβγαλε λεφτά και τα πέταξε  αξαφνα στα πόδια της.
"Κατέβα! Σε παίρνω σήμερα!" φώναξε προσπαθώντας να τη πιάσει από το πόδι .

"Άφησε με..!" Εσκουξε εκείνη μα ο άντρας ήταν τόσο μεθυσμένος που ανέβηκε πάνω. Η Ευδοκία έψαξε με το βλέμμα γύρω της. Πάντα από κάπου ερχόταν οι μπράβοι σε τέτοιες καταστάσεις. Πριν προλάβει όμως να κοιτάξει προς τη μεριά του Γιώργου εκείνος βγήκε από τις κουρτίνες πίσω τους  και γραπωνοντας τη από τη μέση, την έδιωξε στα καμαρίνια. Ύστερα όρμησε στον άντρα και δίνοντας του μια κλωτσιά εκείνος γονάτισε. Στη δεύτερη έπεσε κάτω από την εξέδρα.

"Πήγαινε στο αμάξι!" φώναξε σαν ταύρος στην Ευδοκία σαν επέστρεψε ενώ την ίδια στιγμή, ο Σάββας ξεπρόβαλε εξαγριωμένος

"Χτύπησες πελάτη!!!"

"Ο πελάτης όρμησε στη χορεύτρια!!"

"Στα αρχιδια μου! Ξέρεις ποιος ήταν;"

"Δε με νοιάζει! Η χορεύτρια μου ανήκει και όσο μου ανήκει δε θα την ακουμπήσει κανένας!" Ο Γιώργος έδειχνε αμετανόητος

"Κάνεις λάθος ... Ανήκει σε μένα.
Όπως ακριβώς και εσύ!" Ο Σάββας κούνησε το δάχτυλο μέσα στη μούρη του και εκείνος  προσπάθησε να του ορμήσει

"Ας ηρεμήσουμε λίγο!" Πετάχτηκε ο Γρηγόρης μπαίνοντας μπροστά και θέλοντας να κατευνάσει τα πνεύματα μα ήταν αδύνατο.

"Εμένα δε θα μου κουνάς έτσι τα χέρια σου! Ξηγηθηκαμε;" Του ξεκαθάρισε  εκνευρισμένος

"Πολύ θάρρος έχεις πάρει! Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Σε καταστρέφω οπότε το θελήσω!" Ακούγοντας τον, ο Γιώργος σαλεψε. Τον γραπωσε από το γιακά και στο σήκωμα της μπουνιας οι μπράβοι μπουκαραν στα καμαρίνια. Είδαν τη σκηνή και του όρμησαν ακινητοποιώντας τον.

"Θα μου το πληρώσεις αυτό..." του ψιθύρισε ο Σάββας "Αυτή! Πάρτε την!" φώναξε δείχνοντας την Ευδοκία η οποία είχε τρομοκρατηθεί

"Όχι Σάββα!!! Δε φταίει το παιδί!" Ούρλιαξε η Ολυμπία μα με ένα χαστούκι σωριάστηκε στο πάτωμα.
Ο Γιώργος γρυλιζε ασταμάτητα βλέποντας την Ευδοκία να προσπαθεί να τους απωθήσει κι εκείνους να τη πιάνουν, μα τον κρατούσαν τέσσερις.

"Άφησε την!" Μουγκρησε σαν θεριό  "Αν πειράξεις έστω και μια τρίχα της θα σε σκοτώσω!!!"

Ο Σάββας χαμογέλασε ...

Έβγαλε το όπλο,  τον σημάδεψε  και εκείνη τον κοίταξε τρομαγμένη.

"Γύρνα από την άλλη Ευδοκία!" Φώναξε ο Γιώργος μα εκείνη είχε παγώσει. Ένιωσε πως έβλεπε τη σφαίρα μέσα από τη κανη να βγαίνει σε αργή κίνηση και η ψυχή της αναπήδησε.

Ο Σάββας όπλισε. Η Ολυμπία έβαλε τα χέρια στο στόμα και λίγο πριν πατήσει τη σκανδάλη, η Ευδοκία άρχισε να ουρλιάζει

"Μη! Θα κάνω ότι θες... Δε με νοιάζει! Μη τον πειράξεις μόνο...." λύγισε σε κλάματα στις τελευταίες λέξεις.

"Όχι!!!" κραύγασε δυνατά ο Γιώργος προσπαθώντας να απελευθερωθεί, μα το όπλο σηκώθηκε και κατεβαίνοντας, τον βρήκε στο πάνω  μέρος του κεφαλιού. Το σώμα έχασε την ισορροπία, το κεφάλι  έπεσε προς τα μπροστά και δύο κόκκινα ρυάκια αίματος άρχισαν να κατρακυλούν από το μέτωπο στα μάτια του...
Τα βλέφαρα βάραιναν , και το μόνο που του έμεινε σαν εικόνα ήταν η Ευδοκία...
Ο τρόπος που τη λοιδορούσαν σαν αγρίμια και το τρόμο στα μάτια της. "Όχι..." ψέλλισε αδυναμα και τότε την είδε.
Λίγο πριν κλείσει τα μάτια , η Ευδοκία του χαμογέλασε...
Σταμάτησε να κουνιέται
Σταμάτησε να προσπαθεί να τους απωθήσει.
Τους άφησε να τη κρατάνε έχοντας το κεφάλι της ψηλά και το χαμόγελο σαν στολίδι στα χείλη.
Τα βλέφαρα έκλειναν και ένιωσε το κορμί του να χάνει το βάρος.
Οι κηλίδες θόλωσαν την όραση και τα γόνατα παραδόθηκαν.
Οι μπράβοι τον άφησαν κι εκείνος σωριάστηκε κάτω...

💋🥺💋🥺

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top